Φθινόπωρο 2018

Φθινόπωρο 2018

Εισαγωγικό σημείωμα

Η γενέθλια κάμαρα του μυθιστορήματος είναι το υποκείμενο στη μοναξιά του, γράφει προπολεμικά ο Μπένγιαμιν, ενώ ο Ρίλκε συμβουλεύει ως εξής τον φέρελπι νεαρό ποιητή με τον οποίο αλληλογραφεί στις αρχές του 20ού αιώνα: Ένα και μόνο μάς είναι απαραίτητο: η Μοναξιά, η μεγάλη εσώτερη Μοναξιά. Να βυθίζεσαι στον εαυτό σου και, ώρες ολόκληρες, να μην ανταμώνεις εκεί κανέναν.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν διαδικτυακά μαθήματα Δημιουργικής Γραφής για τον συγκεκριμένο λόγο: κλεισμένοι στο σπίτι τους, μόνοι μπροστά στον υπολογιστή τους και μακριά από αδιάκριτα βλέμματα παλεύουν με αυτό που ο κάθε συγγραφέας παλεύει κάτω από συνθήκες παρόμοιες.

Τα κείμενα που παρατίθενται στη συνέχεια δεν γεννήθηκαν μονομιάς. Είναι το αποτέλεσμα των συστηματικών και επίπονων προσπαθειών που κατέβαλαν οι συγγραφείς τους κατά τη διάρκεια των δέκα διαδικτυακών μαθημάτων μας. Η θεματική τους ποικίλλει, όπως βεβαίως και το ύφος, η γλώσσα, η τεχνοτροπία τους. Ορισμένα αποτελούν αποσπάσματα ευρύτερων σε έκταση κειμένων, ενώ άλλα είναι αυτοτελή. Όλα ωστόσο προέκυψαν μέσα από τις ασκήσεις στις οποίες κλήθηκαν οι ασκούμενοι να ανταποκριθούν στο πλαίσιο του σεμιναρίου. Πολλοί από όσους συμμετείχαν δεν θέλησαν να εκθέσουν ακόμη δείγμα της δουλειάς τους. Εμείς όμως, έχοντας ήδη γευτεί τη μεγάλη χαρά από τα βιβλία προηγούμενων συμμετεχόντων στο σεμινάριο που κυκλοφορούν, είμαστε σίγουροι ότι θα εξακολουθήσουμε να τη γευόμαστε τακτικά, είτε οι μελλοντικοί –σήμερα– συγγραφείς διστάζουν προς το παρόν να μας την προσφέρουν είτε όχι.

 

Καλά διαβάσματα και γραψίματα λοιπόν!

Κώστας Καβανόζης

Αντώνης Γερμανόπουλος

Το ταξίδι

Έκλεψα ένα άλογο, μερικά μήλα και αυγά από τα αγροτικά σπίτια των Αλύσσων, ένα γεωργικό χωριό έξω από τα τείχη της Γιάνεθ. Έβαλα τα κλεμμένα σε ένα λινό σάκο που βρήκα πάνω σε ένα ξύλινο βαρέλι και κάλπασα προς τους βραχώδεις λόφους στα ανατολικά και κατά μήκος του Πράσινου Ποταμού. Ήταν μια απλή διαδρομή, χωρίς ιδιαίτερα εμπόδια, την οποία είχα περπατήσει πολλά χρόνια πριν, όταν έφτασα για πρώτη φορά ως έφηβος στη Γιάνεθ. Το δειλινό με πρόφτασε και αναγκάστηκα να αναζητήσω καταφύγιο κάτω από ορισμένους βράχους στις όχθες του ποταμού, που στέκονταν σκυμμένοι πάνω από το νερό, λες και με περιέργεια προσπαθούσαν να παρατηρήσουν κάποιο ψάρι. Από κάτω τους αισθάνθηκα πως έσκυβαν στοργικά να με προστατεύσουν. 

Τα ωμά αυγά με μήλα δεν είναι το είδος γεύματος που σε κάνει να σου τρέχουν τα σάλια, αλλά μετά από πολλές ημέρες πείνας αισθάνεσαι ευγνωμοσύνη για οτιδήποτε βρώσιμο. Χρησιμοποιώντας μια αιχμηρή πέτρα προσπάθησα να κάνω μικρές τρύπες στα αυγά, προκειμένου να τα ρουφήξω. Το πρώτο μού έσπασε εντελώς και το χέρι μου λούστηκε με κρόκο και ασπράδι. Να πάρει. Με τα υπόλοιπα είχα το ίδιο πρόβλημα, αλλά κατάφερα να περισώσω δύο. Τα μήλα ήταν ευκολότερα. Χρειάζονταν μόνο λίγο πλύσιμο στο νερό του ποταμού. Δεν μπήκα στον κόπο να τα ξεφλουδίσω. Είχα ήδη χάσει πολύτιμο φαγητό με την αδεξιότητά μου.

Το νυχτερινό αεράκι εκείνο το βράδυ δεν ήταν ευγενικό μαζί μου. Η θερμοκρασία ήταν πολύ χαμηλότερη από αυτήν που θα περίμενα για εκείνη την εποχή του χρόνου, λες και το φθινόπωρο βιαζόταν να δώσει τα ηνία στο γέρο χειμώνα. Κοιμήθηκα με ένταση, κρατώντας τα μάτια μου μισάνοιχτα. Οι μύες μου συσπώνταν πού και πού, θυμίζοντάς μου πως στρατιώτες βρίσκονταν στο κατόπι μου, αν και ήταν κάπως απίθανο να έχουν ακολουθήσει τα ίχνη μου. Δεν είχα αφήσει και πολλά. Κάλπασα σε πολυπερπατημένα μονοπάτια, μπλέκοντας τα χνάρια μου με αυτά των ντόπιων και αρκετά μακρύτερα από όσο ο λοχαγός της φρουράς θα ήταν διατεθειμένος να με κυνηγήσει.

Για τις επόμενες δύο ημέρες επανέλαβα την ίδια διαδικασία. Κάλπαζα, κατασκήνωνα, έτρωγα, λαγοκοιμόμουν. Την τέταρτη ημέρα έφτασα στην άκρη του Βαθέος Δάσους τις μεσημεριανές ώρες. Άφησα την κλεμμένη φοράδα ελεύθερη, η οποία απομακρύνθηκε με ένα χαρούμενο καλπασμό. Μάλλον θα άκουσε το κάλεσμα των συγγενών τις στις ηλιόλουστες πεδιάδες του μακρινού Νότου, με τη λαχτάρα της επανασύνδεσης να αποτυπώνεται στην υπερήφανη και όμορφη κίνησή της.

Εδώ είμαστε. Βάδισα αργά μέσα στην πυκνή βλάστηση. Αισθανόμουν πως είχα άπλετο χρόνο, δεν υπήρχε κανένας λόγος βιασύνης. Έχοντας ξεφύγει από τους κυνηγούς μου, γέμισα με μια θερμή αίσθηση ευχαρίστησης. Είχα μόνο τρεις έγνοιες για την ώρα, τροφή, νερό και στέγη. Στο δάσος το καθαρό νερό και η τροφή ήταν εύκολο να βρεθούν. Υπήρχαν πολλές γούρνες, διάσπαρτες στο έδαφος, και τα περισσότερα δέντρα και οι θάμνοι ήταν φορτωμένα με ζουμερά φρούτα και καρπούς. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνω ήταν να βρω ένα προσωρινό μέρος να περάσω το βράδυ. Το επόμενο πρωί θα μπορούσα να αναζητήσω μια μονιμότερη και καταλληλότερη κατοικία.

Περπάτησα βαθύτερα, βαδίζοντας ανάμεσα σε κίτρινες μαργαρίτες, μπλε βιολέτες, βατόμουρα και πεύκα. Έπειτα από περίπου δύο ώρες έφτασα σε ένα ξέφωτο. Στη μέση στεκόταν μια υπερήφανη βελανιδιά με μια μεγάλη κουφάλα στις ρίζες της. Έχοντας στα ρουθούνια μου την οσμή της υγρασίας που προμήνυε την επερχόμενη καταιγίδα, σκέφτηκα πως θα ήταν το τέλειο μέρος για να διανυκτερεύσω. Οι κινήσεις μου θα έπρεπε να είναι γρήγορες. Μάζεψα μερικά μούρα, κάστανα και μανιτάρια και τα μετέφερα πίσω στην κουφάλα του δέντρου. Μέχρι το σούρουπο είχα καταφέρει να ανάψω και μια μικρή φωτιά χρησιμοποιώντας μερικά ξερά κλαδιά. Έσκαψα ένα λάκκο έξω από το πρωτόγονο αυτό καταφύγιο και άπλωσα πλατιά φύλλα, ώστε να συλλέξω λίγο βρόχινο νερό. Αισθανόμουν υπερβολικά κουρασμένος για να ψάξω την πλησιέστερη γούρνα. Με το νερό και τη φωτιά θα μπορούσα να μαγειρέψω πρόχειρα τα φρούτα και τους καρπούς που μάζεψα. Ήταν μια ευχάριστη αλλαγή μετά από αρκετές ημέρες ωμοφαγίας στο δρόμο. Κουλουριάστηκα μέσα στο δέντρο και περίμενα τον γλυκό και τρομερό ήχο της καταιγίδας να με κατακλύσει.

****

Δήμητρα Τζανετάκη

Ανατολικό Κοιμητήριο Μαρτύρων: Γάζα

Είχε ένα σβώλο λάσπη πηχτή ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρα και την έπλαθε διαρκώς. Με αποσπούσε η κίνησή του αυτή περισσότερο από το βλέμμα του, που είχα την αίσθηση ότι με απέφευγε, με ντρεπόταν. Στο τηλέφωνο είχε δεχτεί να με ξεναγήσει στο χώρο με σεμνή προθυμία.

Ήμουν αποφασισμένη να γράψω το άρθρο για την εφημερίδα στην οποία εργάζομαι, το άρθρο για τα παιδιά που πεθαίνουν από βομβαρδισμούς στη Γάζα. Με συγκλονίζει το γεγονός του θανάτου μικρών παιδιών, με θυμώνει, με απελπίζει. Ήταν βέβαια δική μου ιδέα να επισκεφθώ το κοιμητήριο.

Με παρέπεμψαν σε εκείνον σχεδόν χωρίς κανένα άλλο στοιχείο εκτός από το όνομα Τζαμίλ Ασουάν. Έφτασα αναστατωμένη με κομμένα γόνατα, τον ζήτησα, μου έδειξαν με το δάχτυλο «εκεί». Ένα σημάδι ανάμεσα στα μνήματα. Ένα ύφασμα να σαλεύει ελαφρά, σαν καράβι που κόλλησε στα ρηχά και γέρνει στο ρεύμα. Είχα, που λες, σπεύσει σε αυτόν ξέπνοη, μ’ ένα καρδιοχτύπι που μου έφερνε δυσφορία. Εκείνος ασάλευτος, δεν μου έτεινε το χέρι, έπαιζε με το σβώλο και κοιτούσε τη γη.

«Εδώ είναι ο χώρος του αποχαιρετισμού». Καθισμένη στις φτέρνες μου πάτησα το πλέι στο μαγνητοφωνάκι. Μου εξήγησε αργά πως το νεκροταφείο είναι μια πύλη κι αυτός αποφάσισε να γίνει ο θυρωρός. «Ο αποχαιρετισμός είναι η πιο σπουδαία τελετή της ζωής και τα παιδιά δεν ξέρουν απ’ αυτά. Χρειάζονται βοήθεια για την έξοδό τους. Χρειάζονται παρουσία. Αυτός ο πόλεμος έχει βάλει στο μάτι τα παιδιά, γι’ αυτό αποφάσισα να είμαι εδώ. Γιατί αγαπώ τα παιδιά».

Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως το ρεπορτάζ αυτό με ξεπερνούσε. Ό,τι και να έγραφα, ό,τι και να έδειχνα θα λιγόστευε, θα υποβάθμιζε το γεγονός. Δεν θα απέδιδε την αλήθειά του. Μονάχα ίσως μια μικρή της φέτα, ελάχιστη, που δεν θα έφτανε ούτε να χαϊδέψει τις ενοχές μας. Έκατσα στο χώμα που ήταν μαλακό και λιγάκι νωπό. «Έχω την τιμή να στέκομαι στην πύλη πέντε χρόνια και να κρατάω τα μικρά τους χεράκια στο σπουδαίο πέρασμα. Δεν είμαι σίγουρος πια αν είμαι ζωντανός ή πεθαμένος».

Χτες είχε συνοδεύσει τον Αχμέτ, 20 ετών, δυο μέτρα παλικάρι. Και την Άλια, τριών ετών, που φορούσε άσπρο φουστανάκι με τριανταφυλλάκια.

Σαν καλή δημοσιογράφος ήθελα να τον ρωτήσω, να ακούσω τη δική του αφήγηση για την Άλια, αν και το είχα ακούσει ανάμεσα στα διάφορα που λέγανε για τον ιδιόρρυθμο νεκροθάφτη. Έμενα σιωπηλή και δεν ρωτούσα. Εκείνος μου έριξε μια φευγαλέα ματιά και μετά πήρε το βλέμμα του. «Η έξοδος από τη ζωή είναι γιορτή, η πρόωρη έξοδος είναι η γιορτή της θλίψης. Ο Θεός είναι μεγάλος. Εμείς παίζουμε με τον πόλεμο όπως ένα παιδί με τη φωτιά».

Τότε αποφάσισα να μη γράψω αυτό το άρθρο. Σ’ την αφηγούμαι όμως την ιστορία, γιατί δεν μπορώ να την ξεχάσω. Ο φύλακας της πύλης σηκώθηκε αργά και με μια κίνηση του χεριού με αποχαιρέτησε. Εγώ έμεινα κάτω στο έδαφος και δεν μπορούσα παρά να τον βλέπω ολοζώντανα (καμιά φορά η φαντασία είναι τόσο δυνατή όσο η ζωή η ίδια) να κρατάει στην αγκαλιά του την Άλια μετά την κηδεία της, αφού έχουν φύγει οι δικοί της κι αφού την έχει ξεθάψει. Της πλένει το πρόσωπο και την κρατάει αγκαλιά, τρυφερά, όλη νύχτα. «Είναι τόσο μικρή», θα μου έλεγε αν τον είχα ρωτήσει. «Πρώτο βράδυ χωρίς τη μάνα της, να μην έχει μια αγκαλιά να την κρατήσει;».  

Αυτή την ιστορία δεν τόλμησα να τον ρωτήσω κι αυτή την ιστορία έλεγα να σου κρύψω και αυτή την ιστορία δεν ξέρω πώς να την αφηγηθώ μα ούτε και πώς να μην το κάνω.

****

Κωνσταντίνα Τόλια

SLR 499

Αυτή η ιστορία μπορεί να γραφτεί με πολλούς τρόπους, να ειπωθεί από πολλές σκοπιές. Κι εσύ, για λόγους που ίσως δεν σου είναι ξεκάθαροι, επιλέγεις να την πεις από την οπτική ενός τεμπέλικου μεσημεριού, ενός μεσημεριού που θυμάσαι ότι είχε χτυπήσει «κόκκινο» σε βαθμούς Κελσίου.

Στα χέρια σου κρατάς, όσο πιο διακριτικά μπορείς, μια φωτογραφική SLR μηχανή με ασπρόμαυρο φιλμάκι. Δεν έχεις σκοπό να τραβήξεις πρόσωπα, ίσως μόνο αποσπασματικά στιγμιότυπα: μια ξεραμένη ανθοδέσμη που μπορεί να κείτεται πάνω σε κάποια πλάκα, μερικά καρβουνάκια έτοιμα να θρυμματιστούν σε στάχτη, λίγα απείθαρχα χόρτα που έχουν ξεφυτρώσει, χαλώντας μια κάποια συμμετρία. Προσπαθείς να περιηγηθείς με κάποια αδιαφορία, δεν θέλεις να τραβήξεις την προσοχή. Όχι ότι συναντάς και πολλούς ανθρώπους: μια μαυροφορεμένη φιγούρα από εδώ ή κάποιον εργάτη που βάζει φωτιά σε σωρούς από ξεραμένα φύλλα παραπέρα. Η αφόρητη ζέστη και το εκτυφλωτικό φως προσθέτουν στο όλο σκηνικό. Τώρα περπατάς ανάμεσα στις πλάκες, κοιτάζεις μόνο ονόματα και ημερομηνίες, κάνοντας νοερούς υπολογισμούς. Όταν το αποτέλεσμα της μαθηματικής πράξης σού φαίνεται μεγάλο, ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα ανακούφισης σχηματίζεται στη σκέψη μιας πλούσιας ίσως, γεμάτης ζωής. Όταν η αφαίρεση σού δίνει έναν αριθμό κοντά στη δική σου ηλικία, σφίγγεις ασυναίσθητα τα χείλη, ενώ δεν μπορείς να μην ρίξεις το βλέμμα σου στην εκτιθέμενη φωτογραφία. Τώρα έχεις ξεμακρύνει πολύ από την κεντρική είσοδο, δεν βλέπεις ψυχή τριγύρω, μόνο περιτριγυρίζεσαι από αμέτρητα ονόματα. Σηκώνεις τη μηχανή και, με όσο μεγαλύτερη ευλάβεια διαθέτεις, τραβάς μερικές φωτογραφίες. Περνάει έτσι αρκετή ώρα, η ζέστη δεν αντέχεται, το φως σ’ ενοχλεί στα μάτια κι εσύ είσαι μούσκεμα στον ιδρώτα, αλλά συνεχίζεις να περπατάς, χώνεσαι όλο και πιο βαθιά σ’ αυτήν τη θάλασσα από μάρμαρο. Κάποια στιγμή, ένας ήχος ακούγεται από μακριά, δεν καταφέρνεις όμως να ξεχωρίσεις τι ακριβώς είναι. Το μόνο που μπορείς να σκεφτείς είναι μια πολυπληθής παρέα από γάτες που νιαουρίζουν σαν να μοιρολογούν. Αλλά, δεν μπορεί, τι γυρεύουν τόσες πολλές γάτες εδώ πέρα; Πλησιάζεις στο σημείο όπου ακούγεται ο ήχος, είναι συριστικός και ανατριχιαστικός, γίνεται πιο έντονος τώρα. Συνεχίζεις λίγο ακόμα, έχεις φτάσει εκεί όπου ακούγεται πλέον δυνατά. Ξέρεις τι αντικρίζεις μπροστά σου, ωστόσο, χρειάζεσαι μερικά ακόμα δευτερόλεπτα ώστε να σταλεί στον εγκέφαλο το σήμα που θα αναγνωρίσει τον ήχο. Μπροστά σου βρίσκεται ένα τετράγωνο που, οικοδομικά, ξεχωρίζει εμφανώς από τον περιβάλλοντα χώρο, θυμίζοντας ένα μικρό νησί που πλέει μόνο του. Οι πλάκες που περικλείει μέσα του δεν διαφέρουν και πολύ από ό, τι έβλεπες ως τώρα, μόνο που εδώ οι αφαιρέσεις γίνονται στιγμιαία γιατί το αποτέλεσμα είναι τόσο μικρό που μπορείς να το μετρήσεις με τα δάχτυλα του ενός χεριού σου. Είναι ένα ασφυκτικά ζεστό μεσημέρι του καλοκαιριού, βρίσκεσαι στην καρδιά ενός νεκροταφείου και, μπροστά σου, πάνω σχεδόν σε κάθε πλάκα, βλέπεις ανοιγμένη μια μουσική κάρτα. Η καθεμιά παίζει τον δικό της σκοπό, το δικό της νανούρισμα, όλα όμως αυτά τα νανουρίσματα ενώνονται λίγα μέτρα πάνω από τη γη σε μια συμφωνία μουσική που παράγει αυτόν τον αλλόκοσμο ήχο. Στέκεσαι εκεί ακίνητος για κάποια ώρα κι έπειτα, με αργές κινήσεις, διστακτικά, χώνεις την φωτογραφική SLR μηχανή μέσα στην τσάντα.

****

Ναταλί Χαρπαντίδη

Το περιστατικό στην οδό Αναπαύσεως

Σε μια ακόμη επίσκεψή μας στο σπίτι του ηλικιωμένου ζευγαριού, πριν από μια εβδομάδα με τη συνάδελφό μου Σοφία Ι., διαπιστώσαμε ότι η κατάσταση υγείας της ηλικιωμένης γυναίκας είχε επιδεινωθεί. Είχε αρκετό καιρό τώρα που κατά τις επισκέψεις μας δεν δεχόταν δυστυχώς ούτε νερό αλλά ούτε το φαγητό που της προσφέραμε. Δεν έκανε καν την παραμικρή προσπάθεια να σιτιστεί. Ήταν τόσο αδύναμη, που μετά βίας μετακινούσε ελάχιστα το κορμί της στο κρεβάτι, όπου είχε καθηλωθεί εδώ και τέσσερις περίπου μήνες. Έτσι, είχε σχεδόν αποστεωθεί. Αρνούνταν να πάρει τα φάρμακά της. Η συνάδελφός μου κι εγώ δεν ήμασταν κατάλληλα καταρτισμένες ώστε να βοηθήσουμε περαιτέρω, μιας και δεν ήταν αυτή η ειδικότητά μας. Παρά τις πολλές προσπάθειες κι αιτήσεις μας να τη μεταφέρουμε στο νοσοκομείο, αρνούνταν πεισματικά. Ήθελε να παραμείνει στο σπίτι της, τον μόνο χώρο όπου ένιωθε ασφαλής, όπως διαρκώς επαναλάμβανε. Ο εθελοντής γιατρός της ομάδας απουσίαζε εκτάκτως, προκειμένου να στηρίξει τη δράση των Γιατρών του Κόσμου στη Μόρια. Άλλον εθελοντή γιατρό ή έστω νοσοκόμο δεν είχε στη διάθεσή της η "Βοήθεια στο σπίτι" λόγω των γιορτών. Οπότε, ως κοινωνική λειτουργός μαζί με την πολύτιμη βοήθεια και στήριξη της συναδέλφου μου και ψυχολόγου της ομάδας, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να επισκέπτομαι τακτικά, καθημερινά σχεδόν, το ζευγάρι, ώστε να βεβαιωθώ για την κατάσταση της υγείας του. Ρούχα, φάρμακα, τρόφιμα και ψυχολογική υποστήριξη ήταν τα ελάχιστα, εξ αυτών που χρειάζονταν, που μπορούσαμε να τους προσφέρουμε. Οι συνθήκες διαβίωσής τους ολοένα και χειροτέρευαν. Μια απόκοσμη δυσωδία κυριαρχούσε στο σπίτι, στο πάτωμα σέρνονταν σκουλήκια σαν να προμήνυαν καιρό το κακό. Αν κι ο ευγενής σύζυγος έκανε τα αδύνατα δυνατά, παρά τις αβάσταχτες ταλαιπωρίες που μάστιζαν την καθημερινότητά τους, δεν ήταν σε θέση προφανώς να κρατήσει τα ηνία, στον βαθμό που πιθανώς ανταποκρινόταν παλιότερα. Αντιμετώπιζε κι εκείνος σοβαρά προβλήματα υγείας, όχι τόσο όμως όσο η σύζυγός του. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των γειτόνων, και οι δύο αρνούνταν οποιαδήποτε βοήθεια από την ήδη κλειστή κοινωνία του χωριού. Ήταν αποκομμένοι από επιλογή τους.

Στη σημερινή μας επίσκεψη, βαδίζοντας τη μικρή ανηφόρα προς το σπίτι στις 8 το πρωί, όπως κάναμε σχεδόν καθημερινά, η ατμόσφαιρα έμοιαζε βαριά. Το τοπίο ήταν βυθισμένο στη σιωπή. Το κουδούνι ήταν ξεχαρβαλωμένο, οπότε για άλλη μια φορά χτυπήσαμε δυνατά την πόρτα. Περιμέναμε ώρα και ξαναχτυπήσαμε, όμως κανείς δεν άνοιξε. Φωνάξαμε δυνατά τα ονόματά τους και τα δικά μας, ώστε να καταλάβουν ποιες ήμασταν, αλλά μάταια. Καμία σκιά δεν φάνηκε πίσω από το κρυστάλλινο τζάμι της εξώπορτας. Έντρομες καλέσαμε την αστυνομία και το ΕΚΑΒ. Στο μεταξύ προσπαθούσαμε να βρούμε τρόπο, να βεβαιωθούμε για την κατάσταση της υγείας του ζευγαριού. Κανένα παράθυρο δεν είχε μείνει ανοιχτό. Ήταν ολοφάνερο πως κάτι σοβαρό είχε συμβεί. Μόλις ακούσαμε τη σειρήνα του περιπολικού της αστυνομίας τρέξαμε προς το μέρος του, φωνάζοντας και προσπαθώντας να εξηγήσουμε τι είχε συμβεί. Ένας μεγαλόσωμος άντρας βγήκε από τη θέση του συνοδηγού και μας πλησίασε. Του μεταφέραμε κάθε λεπτομέρεια όσων προηγήθηκαν κι έτρεξε προς την είσοδο του σπιτιού. Χτύπησε κι εκείνος αλλά μάταια. Έπεσε με τον ώμο του πάνω στην πόρτα με το κρυστάλλινο τζάμι, η οποία άνοιξε παραδόξως χωρίς μεγάλη δυσκολία. Τον ακολουθήσαμε στο εσωτερικό του σπιτιού. Το ζευγάρι ήταν ξαπλωμένο κι αγκαλιασμένο στο διπλό κρεβάτι, κάτωχρο. Δύο πρόσωπα ψυχρά, ανέκφραστα, παγωμένα. Έπειτα, ακούστηκαν τρεχαλητά στην είσοδο του σπιτιού. Ήταν οι άντρες του ΕΚΑΒ.

****

Εγγραφή στο Newsletter

Για να λαμβάνετε πρώτοι τα νέα στο Email σας