Άνοιξη 2019
Εισαγωγικό σημείωμα
Η γενέθλια κάμαρα του μυθιστορήματος είναι το υποκείμενο στη μοναξιά του, γράφει προπολεμικά ο Μπένγιαμιν, ενώ ο Ρίλκε συμβουλεύει ως εξής τον φέρελπι νεαρό ποιητή με τον οποίο αλληλογραφεί στις αρχές του 20ού αιώνα: Ένα και μόνο μάς είναι απαραίτητο: η Μοναξιά, η μεγάλη εσώτερη Μοναξιά. Να βυθίζεσαι στον εαυτό σου και, ώρες ολόκληρες, να μην ανταμώνεις εκεί κανέναν.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν διαδικτυακά μαθήματα Δημιουργικής Γραφής για τον συγκεκριμένο λόγο: κλεισμένοι στο σπίτι τους, μόνοι μπροστά στον υπολογιστή τους και μακριά από αδιάκριτα βλέμματα παλεύουν με αυτό που ο κάθε συγγραφέας παλεύει κάτω από συνθήκες παρόμοιες.
Τα κείμενα που παρατίθενται στη συνέχεια δεν γεννήθηκαν μονομιάς. Είναι το αποτέλεσμα των συστηματικών και επίπονων προσπαθειών που κατέβαλαν οι συγγραφείς τους κατά τη διάρκεια των δέκα διαδικτυακών μαθημάτων μας. Η θεματική τους ποικίλλει, όπως βεβαίως και το ύφος, η γλώσσα, η τεχνοτροπία τους. Ορισμένα αποτελούν αποσπάσματα ευρύτερων σε έκταση κειμένων, ενώ άλλα είναι αυτοτελή. Όλα ωστόσο προέκυψαν μέσα από τις ασκήσεις στις οποίες κλήθηκαν οι ασκούμενοι να ανταποκριθούν στο πλαίσιο του σεμιναρίου. Πολλοί από όσους συμμετείχαν δεν θέλησαν να εκθέσουν ακόμη δείγμα της δουλειάς τους. Εμείς όμως, έχοντας ήδη γευτεί τη μεγάλη χαρά από τα βιβλία προηγούμενων συμμετεχόντων στο σεμινάριο που κυκλοφορούν, είμαστε σίγουροι ότι θα εξακολουθήσουμε να τη γευόμαστε τακτικά, είτε οι μελλοντικοί –σήμερα– συγγραφείς διστάζουν προς το παρόν να μας την προσφέρουν είτε όχι.
Καλά διαβάσματα και γραψίματα λοιπόν!
Κώστας Καβανόζης
Γεωργία Εφαπλωματά
Τόπος: Γάζα.
Ονομάζομαι Τζαμίλ Ασουάν, αλλά όλοι με φωνάζουν «ο νεκροθάφτης». Είμαι σαράντα τριών κι εργάζομαι εδώ από τα τριάντα οκτώ μου.
Γέρασα, άσπρισαν τα μαλλιά μου.
Ρυτίδιασα. Λες και όσα είδα με ξεζούμισαν.
Στα πέντε χρόνια που είμαι εδώ, έχω θάψει πάνω από πεντακόσια παιδιά.
Θυμάμαι τον Γιανάν, έναν φοιτητή. Σκοτώθηκε από ρουκέτα.
Κι ένα μικρό κορίτσι 3 μηνών, χωρίς όνομα.
Την έθαψα κι όταν έφυγαν οι δικοί της την ξέθαψα, την πήρα αγκαλιά, της έπλυνα το πρόσωπο κι έκλαιγα όλη νύχτα.
Ονομάζομαι Τζαμίλ Ασουάν. Είμαι σαράντα τριών ετών, μα ήδη νεκρός.
***
Μαρίνα Πάλμου
Καμπάνες. Πάλι.
Το κορίτσι έφερε κρέας. Μού ’πε πως είναι Χριστούγεννα. Σήμερα ή αύριο; Ή χτες;
Να άναβα ένα κερί…
Κουράστηκα. Να ετοιμαστώ πρέπει. Να φύγω. Να τ’ ανταμώσω ξανά.
Η κοιλιά μου. Εκείνος μού τα χάρισε, αλλά η κοιλιά μου δεν τα κράτησε.
Να τρέχει το αίμα στα πλακάκια του νοσοκομείου. «Λυπάμαι». Να με πνίγει η μυρωδιά της χλωρίνης.
«Στέρφα», να μουρμουράνε οι δαίμονες. «Άκληρη», να του λένε.
Κανέναν δεν άκουσε.
Να ζήσουμε οι δυο μας, μόνοι μας, αφού καλό δεν είδαμε από κανέναν.
Μου αλλάζουν τις πάνες. «Κουράγιο» μου λεν. Κι αν έκαμα κουράγιο στη ζωή μου. Κι αν έκαμα αγώνα…
Κουράστηκα. Να φύγω πια.
Καμπάνες. Πάλι. Ξαπλωμένος δίπλα μου. Το χέρι του στο δικό μου. Τα μάτια του κλειστά. Μουρμουράει τον σκοπό. Σαν κάθε πρωί.
Η ίδια υπόσχεση. «Μαζί». Ετούτη τη φορά, όμως...
Ανοίγει τα μάτια του. Με κοιτάει. Να τον χαϊδέψω θέλω, να τον φιλήσω. Να τον παρηγορήσω. Συγγνώμη.
Να φύγω πια, αφού τίποτα καλό δεν μπορώ να κάμω.
Μ’ αγκαλιάζει σφιχτά. Θαρρείς και θέλει μέσα του να με βάλει. Μυρίζω τα μαλλιά του.
Καμπάνες.
***
Κατερίνα Χατζηγεωργίου
Σήμερα το βράδυ θα αυτοκτονήσω. Το σκέφτομαι εδώ και πολλές μέρες το γιατί και το πώς. Δεν μου αρέσουν τα δράματα, αλλά έτσι όπως εξελίχθηκαν οι καταστάσεις θα ήθελα να δώσω ένα εντυπωσιακό τέλος. Η οικονομική μου κατάσταση έχει πάρει την κατρακύλα εδώ και τρία χρόνια. Στην αρχή της αναθεματισμένης αυτής κρίσης δεν είχα πάρει χαμπάρι τι γινόταν. Μάλιστα, από πεποίθηση, δεν άνοιγα ούτε την τηλεόραση ούτε και το ραδιόφωνο, με αποτέλεσμα να συνεχίζω να ζω σε ένα ψεύτικο οικονομικό παράδεισο που δεν άργησε να καταρρεύσει. Ήρθε λοιπόν η ώρα που αποχαιρέτισα τις ανέσεις μου. Τις νυχτερινές εξόδους για ποτό, τις καλοκαιρινές διακοπές, τις εξορμήσεις με φίλους, τα χιονοδρομικά κέντρα, τα ταξίδια στο εξωτερικό, αλλά και τα καινούρια ρούχα, τη θέρμανση, τα νόστιμα ψάρια και τα αλλαντικά. Έτσι έμεινα στο σπίτι, μόνος, να κυκλοφορώ με το παντελόνι του σκι, μία φούτερ μπλούζα και μία κίτρινη μάλλινη ζακέτα από πάνω. Κόψε το ένα από εδώ, κόψε το άλλο από εκεί, ας πούμε ότι έφερα σε κάποια ισορροπία τα έσοδα έξοδα.
Αν σας έδωσα τώρα λανθασμένα την εντύπωση ότι θα μπορούσα να αυτοκτονήσω λόγω όσων προανέφερα, σας ζητάω συγγνώμη. Η αλήθεια είναι ότι πολλά από αυτά μου λείπουν αλλά δεν θα πέθαινα κιόλας. Μάλιστα, επαινώ τον εαυτό μου που μπορεί και ζει και χωρίς αυτά. Υπάρχει όμως κάτι που η απουσία του είναι βαρύ πλήγμα στον ψυχισμό μου. Τι δεν μπορώ να έχω; Ποια είναι η αιτία η οποία θα με οδηγήσει απόψε στο θάνατο; Δεν μου είναι και πολύ εύκολο να σας εξηγήσω, μια και η ιστορία αυτή διήρκησε δώδεκα χρόνια. Αλλά πριν σας μιλήσω για αυτό θα πρέπει να σας συστηθώ.
Με λένε Αντόρ. Δεν είμαι σκύλος. Είμαι άνθρωπος και το όνομά μου, μου αρέσει πολύ. Ίσως γιατί μου θυμίζει το γαλλικό ρήμα που σημαίνει λατρεύω. Παρουσιάστηκα στην οικογένεια μου ένα πρωινό του Μαΐου. Η μάνα μου αρνήθηκε να με κρατήσει αγκαλιά γιατί, όπως ισχυρίστηκε, ήμουν καλυμμένος με γλίτσα και έτσι, από την πρώτη στιγμή ένιωσα ανεπιθύμητος. Μεγαλώνοντας, για να καλύψω ο ίδιος το κενό που ένιωθα μέσα μου, άρχισα να δημιουργώ ηθικές αξίες οι οποίες βασίζονταν στη στέρηση και στη δοκιμασία. Αν καταφέρεις να λουστείς με παγωμένο νερό και να μην αρρωστήσεις, θα αξίζεις τον θαυμασμό. Αν καταφέρεις να ρίξεις τον πυρετό χωρίς αντιπυρετικά έχεις γερό οργανισμό, αν μπορέσεις να κατέβεις μεσάνυχτα στο μπακάλικο της γειτονιάς για δύο μπουκάλια μπύρες θα είσαι ατρόμητος, αν ρίξεις στα μάτια σου χυμό από λεμόνι, αν μπορέσεις να ζήσεις χωρίς φίλους, αν καταφέρεις το ένα, αν καταφέρεις το άλλο, πέρασε ο καιρός και έφτασα στα εικοσιπέντε μου χρόνια όπου είχα το πρώτο μου ψυχωσικό επεισόδιο. Και τότε ξεκίνησαν όλα.
***
Αθηνά Χατζηευστρατίου
Αγαπημένη μου Στεφανία,
Θυμάμαι το αυστηρό σου βλέμμα κάθε φορά που με έβλεπες να γυρνάω σπίτι όλο και πιο κουρασμένη, να μου θυμίζεις πως η ζωή μου δεν είναι μόνο η δουλειά. «Ξεκουράσου αύριο, μην πας». Όταν σου δοθεί ένα πρέπει να επιστρέψεις εκατό, σου απαντούσα χαμογελώντας, μήπως και ξεγλιστρήσω από το επικριτικό βλέμμα σου. Τώρα όμως ξέρω πως όταν δεν σου έχει μείνει τίποτα, πρέπει να δίνεις τα πάντα. Για τον εαυτό σου, για να βρίσκεις έναν λόγο να σηκώνεσαι από το κρεβάτι κάθε πρωί.
Ξύπνησα με ένα βάρος στο στήθος μου, κρύωνα, τα πόδια μου δε με βαστούσαν. Ξέρεις, δεν πιστεύω σε προαισθήματα κι άλλες τέτοιες ανοησίες αλλά πώς να το κρύψω; Από εκείνη την ημέρα είχα να νιώσω έτσι. Από εκείνη την ημέρα που ξύπνησα χαράματα και σε περίμενα να γυρίσεις. Αν ήξερα, θα έδινα μια στο πάπλωμα να τρέξω εκεί πριν ξημερώσει. Αλλά και πάλι, να δεις που δε θα προλάβαινα. Έτσι πρέπει να ζουν οι άνθρωποι, κορίτσι μου, ενωμένοι σαν μια γροθιά, αγαπημένοι και δυνατοί ο ένας για τον άλλον. Κι έτσι να φεύγουν.
Δεν άφησε το σπίτι της κι ας ήξερε πως το τέλος πλησίαζε. Δεν έβλεπε κανένα λόγο από τους τόσους που της αράδιαζα κάθε μέρα ακούραστα. «Να πάω πού, κυρά Λενίτσα μου;» έλεγε. Κι εγώ προσπαθούσα πάλι και πάλι, αλλά μέσα μου της φώναζα «Μη με ακούς κυρία Μαρία, μη! Τι ουσία θα έχει η ζωή αν είστε χωριστά;» Εσύ, και μόνο εσύ ξέρεις πού θέλεις να σε βρει το καλό και το κακό.
Κι αυτός, κάθε μέρα μετά το μεσημεριανό τής έδινε τα χάπια της, μετά έπαιρνε τα δικά του. «Άντε, έλα να ζήσουμε άλλη μία μέρα» της έλεγε και κρυφοκοίταζε πίσω του να σιγουρευτεί πως τον είδα ότι το έκανε σωστά, ότι μπορεί, ότι δεν υπάρχει λόγος να την πάρουμε από κοντά του. Έπειτα γυρνούσε πάλι στην ίδια θέση, σε μια τρύπια πολυθρόνα δίπλα στο σιδερένιο κρεβάτι της. Ήρεμος και γαλήνιος, φυλούσε πάντα ένα χαμόγελο για αντίο. Έψαχνα με το βλέμμα μου να συναντήσω το δικό του πριν φύγω, να είμαι ήρεμη ότι έκανα ό,τι μπορούσα. Έκανα, άραγε, ό,τι μπορούσα;
Μαζί έφυγαν. Κι ας γίνονται έρευνες για εγκληματική ενέργεια. Θα δεις κορίτσι μου, μαζί έφυγαν. Σαν ένα τελευταίο δώρο της ζωής. Τι μεγαλόκαρδος που είναι καμιά φορά ο Θεός! Ποιος θα άντεχε να μείνει πίσω; Ποιος θα ξυπνούσε την επόμενη ημέρα στο άδειο σπίτι; Οι άνθρωποι που ζουν ο ένας για τον άλλον πρέπει να φεύγουν χέρι-χέρι. Μακάρι να έκλειναν και τα δικά μου μάτια εκείνη την ημέρα, μακάρι να φεύγαμε κι εμείς μαζί, στην ίδια τελευταία ανάσα.
Τους βρήκε η Αλεξάνδρα εχθές το μεσημεράκι. Έσυρε την πήλινη γλάστρα και ψαχούλεψε να βρει το παλιό σκουριασμένο κλειδί. Εκεί, στη συνηθισμένη θέση τον τελευταίο χρόνο, που συμφωνούσαμε κάθε μέρα συνωμοτικά: «Στο γνωστό σημείο;»
Μπήκε και δεν απόρησε με την απόλυτη ησυχία. Μα έπρεπε σε λίγο να ακούσει τις παντόφλες να σέρνονται και τα παλιά σανίδια να τρίζουν. Κι έπρεπε να μπαίνει το φως της ημέρας από το παράθυρο του δωματίου. Και να ακούγεται η φωνή του κυρ-Στέλιου να της διαβάζει αργά, σχεδόν συλλαβιστά. Και τους βρήκε εκεί, στην τρύπια πολυθρόνα και στο σιδερένιο κρεβάτι.
Πήρε πρώτα εμένα, μετά το ΕΚΑΒ. Κι εγώ πάλευα με τα σκεπάσματα στο κρεβάτι σου. Ευτυχώς πρόλαβα να πάω νωρίτερα από όλους. Ήθελα να τους δω, να τους θυμίσω πόσο τυχεροί είναι που έχουν ο ένας τον άλλον, που δε θα νιώσουν ποτέ μοναξιά. Να τους αποχαιρετήσω με ένα χαμόγελο όπως αυτό του κυρ-Στέλιου που δρόσιζε την ψυχή μου κάθε μέρα, αυτόν τον ατέλειωτο χρόνο μακριά σου.
Και σήμερα, γλυκό μου κορίτσι, το ένιωσα. Ήρθε επιτέλους η ώρα να μείνω στο σπίτι. Αυτά ήταν όσα είχα, δε μου έχει μείνει τίποτ’ άλλο πια να δώσω.
Με αγάπη,
η μητέρα σου.
***