Φθινόπωρο 2020
Αρχική Σεμινάρια Σεμινάρια | Ασύγχρονο e-learning Εργαστήρια δημιουργικής γραφής (e-learning) Μυθιστόρημα (e-learning), Κώστας Καβανόζης Φθινόπωρο 2020
Φθινόπωρο 2020
Εισαγωγικό σημείωμα
Η γενέθλια κάμαρα του μυθιστορήματος είναι το υποκείμενο στη μοναξιά του, γράφει προπολεμικά ο Μπένγιαμιν, ενώ ο Ρίλκε συμβουλεύει ως εξής τον φέρελπι νεαρό ποιητή με τον οποίο αλληλογραφεί στις αρχές του 20ού αιώνα: Ένα και μόνο μάς είναι απαραίτητο: η Μοναξιά, η μεγάλη εσώτερη Μοναξιά. Να βυθίζεσαι στον εαυτό σου και, ώρες ολόκληρες, να μην ανταμώνεις εκεί κανέναν.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν διαδικτυακά μαθήματα Δημιουργικής Γραφής για τον συγκεκριμένο λόγο: κλεισμένοι στο σπίτι τους, μόνοι μπροστά στον υπολογιστή τους και μακριά από αδιάκριτα βλέμματα παλεύουν με αυτό που ο κάθε συγγραφέας παλεύει κάτω από συνθήκες παρόμοιες.
Τα κείμενα που παρατίθενται στη συνέχεια δεν γεννήθηκαν μονομιάς. Είναι το αποτέλεσμα των συστηματικών και επίπονων προσπαθειών που κατέβαλαν οι συγγραφείς τους κατά τη διάρκεια των δέκα διαδικτυακών μαθημάτων μας. Η θεματική τους ποικίλλει, όπως βεβαίως και το ύφος, η γλώσσα, η τεχνοτροπία τους. Ορισμένα αποτελούν αποσπάσματα ευρύτερων σε έκταση κειμένων, ενώ άλλα είναι αυτοτελή. Όλα ωστόσο προέκυψαν μέσα από τις ασκήσεις στις οποίες κλήθηκαν οι ασκούμενοι να ανταποκριθούν στο πλαίσιο του σεμιναρίου. Πολλοί από όσους συμμετείχαν δεν θέλησαν να εκθέσουν ακόμη δείγμα της δουλειάς τους. Εμείς όμως, έχοντας ήδη γευτεί τη μεγάλη χαρά από τα βιβλία προηγούμενων συμμετεχόντων στο σεμινάριο που κυκλοφορούν, είμαστε σίγουροι ότι θα εξακολουθήσουμε να τη γευόμαστε τακτικά, είτε οι μελλοντικοί –σήμερα– συγγραφείς διστάζουν προς το παρόν να μας την προσφέρουν είτε όχι.
Καλά διαβάσματα και γραψίματα λοιπόν!
Κώστας Καβανόζης
Σοφία-Μαρία Βερβέρη
Ο Καφές
«Θα βρέχει», μου απάντησε και σηκώθηκε νωχελικά από το κρεβάτι. Περπάτησε γυμνός μέχρι το παράθυρο και στάθηκε μπροστά του, εμποδίζοντας το λιγοστό φως που έμπαινε στο δωμάτιο εκείνο το γκρίζο φθινοπωρινό πρωινό. Τα φλιτζάνια με τον κρύο, πια, καφέ μάς περίμεναν ακόμη μισογεμάτα επάνω στο παλιό κομοδίνο, πλάι στο τασάκι με τα αποτσίγαρά του. Kοίταζε σαν χαμένος τις σταγόνες της βροχής που κυλούσαν επάνω στο τζάμι. «Θα βρέχει εκείνη τη μέρα, το δίχως άλλο», επανέλαβε μονολογώντας κουρασμένα.
Σύρθηκα μακριά από το κρεβάτι και στάθηκα πίσω του. Τύλιξα σφιχτά τα χέρια μου γύρω από τη μέση του και τα έφερα στο ύψος του στήθους του. Ένιωσα τους αγχωμένους χτύπους της καρδιάς του ενώ το πρόσωπό μου ακουμπούσε στην πλάτη του. Το μυαλό μου άδειασε. Η όσφρηση, λένε, είναι η πιο ισχυρή μας αίσθηση, αυτή που χρόνια μετά μπορεί να μας ταξιδέψει πίσω σε καλά φυλαγμένες αναμνήσεις και ξεχασμένες εμπειρίες. Έκλεισα τα μάτια μου και πήρα μια βαθιά ανάσα. Έπρεπε να κλέψω όση περισσότερη από τη μυρωδιά μπορούσα απ’ το σώμα του. Δεν θα τον ξανάβλεπα, το ήξερα καλά κι ας μην είχε τη δύναμη να το παραδεχτεί κανείς μας.
Γύρισε και με κοίταξε. Τα πρασινωπά του μάτια ήταν χαμογελαστά θλιμμένα. Πώς γίνεται αυτό, αναρωτήθηκα. Χωρίς να μιλήσει, πήρε το πρόσωπό μου στα χέρια του και με κοίταξε βαθιά, διερευνητικά, λες και κρεμόταν από τις απαντήσεις μου ολόκληρη η ζωή του. Απαντήσεις σε ερωτήσεις που δεν έκανε ποτέ, σκέφτηκα μελαγχολικά. «Το ξέρω», αρκέστηκα μόνο να πω και γύρισα προς την καρέκλα να πιάσω τα ρούχα μου. Είχα αργήσει, δικαιολογήθηκα στον εαυτό μου. «Πού τα πουλάς αυτά», μου ψιθύρισε η φωνή στο κεφάλι μου.
Σε λίγα λεπτά ήμουν έτοιμη, ντυμένη δίπλα στην πόρτα. Εκείνος είχε ήδη καθίσει ημίγυμνος μπροστά στον υπολογιστή του, έτοιμος να γράψει τα τελευταία κεφάλαια του πολυαναμενόμενου βιβλίου του. «Θέλεις καφέ;», άκουσα την αγωνία στη φωνή του. «Σε δέκα λεπτάκια θα είναι έτοιμος». Έβγαλα τα παπούτσια μου και επέλεξα προσεκτικά τη θέση μου. Απέφυγα το τραπέζι, ήταν απέναντι από τον ξεφλουδισμένο τοίχο με τους σωλήνες που πρόβαλαν θλιβερά, υπενθυμίζοντας την παραμέληση του σπιτιού. Επέλεξα την πολυθρόνα με το λουλουδένιο κάλυμμα που θύμιζε αγγλική αγροικία. «Τι ειρωνεία, να έχεις καταλήξει κι εσύ εδώ μέσα, πόσο δε σου ταιριάζει», πέρασε στιγμιαία η σκέψη από το μυαλό μου.
Όχι, η πολυθρόνα ήταν παράταιρη, δεν της ταίριαζε αυτό το μέρος. Δεν ταίριαζε ούτε σε εμένα. Με ένα τίναγμα βρέθηκα και πάλι δίπλα στην πόρτα. Έβαλα γρήγορα τα παπούτσια μου, άρπαξα την τσάντα μου και βγήκα από το σπίτι. Κατέβηκα γρήγορα τις σκάλες για να βρεθώ στον καθαρό αέρα το συντομότερο δυνατό. Η βροχή είχε πια σταματήσει και το φως του ήλιου με χτύπησε απότομα στο πρόσωπο, αναγκάζοντας τα μάτια μου να ανοιγοκλείσουν κάμποσες φορές μέχρι να προσαρμοστούν στην τόση λάμψη. Πού είχα αφήσει το αυτοκίνητο; Ζαλισμένη και αποπροσανατολισμένη, κοίταξα γύρω μου. Σωστά, στο παραδίπλα στενάκι. Μπήκα μέσα, έβαλα μπρος και έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
Όταν κρατάς διαρκώς το μυαλό σου απασχολημένο προκειμένου να εμποδίσεις τις ανεπιθύμητες σκέψεις, οι ώρες περνάν γρήγορα, σκεφτόμουν ενώ περίμενα το σχολικό. Είχε πια μεσημεριάσει. «Πέρασες όμορφα στο σχολείο σήμερα, αγάπη μου;» ρωτούσα τώρα εγώ με αγωνία. Δε μίλησε, μόνο μου έγνεψε καταφατικά. Ξεκινήσαμε για το σπίτι. Το μικρό χεράκι έσφιγγε τρυφερά το δικό μου ενώ προχωρούσαμε αφηρημένοι ο μικρός κι εγώ. Πού και πού σταματούσαμε στους νερόλακκους για το αναγκαίο πλατσούρισμα. «Όταν δε νιώθεις καλά, αφέσου στο νερό, είναι καταπραϋντικό», ψιθύρισε καθησυχαστικά αυτή τη φορά η φωνή. Τι να σκεφτόταν εκείνος, άραγε; Άκουγε, λες, τα κρακ-κρακ της ραγισμένης μου καρδιάς; Έφερα στο μυαλό μου τις τελευταίες στιγμές, δύο μάτια απορημένα και η μυρωδιά φρεσκοφτιαγμένου καφέ. Σήκωσα το βλέμμα στον ουρανό. Είχε πάλι αρχίσει να ψιχαλίζει.
****
Μαρία Κωστάκη
Η μονοκατοικία
Θα πήγαινα έκτη, όταν μετακομίσαμε εκεί. Θυμάμαι τις δυο αυλές, τη μικρή μπροστά, τη μεγαλύτερη πίσω με την κληματαριά, απ’ όπου κρεμόταν η αγουρίδα. Θυμάμαι το μπάνιο-πλυσταριό, τον μακρύ διάδρομο με τους σκουρόχρωμους ρόμβους, που ένωνε το δωμάτιό μου με το δικό τους. Θυμάμαι στη μέση του το αβυσσαλέο άνοιγμα της σκάλας, που οδηγούσε στην ταράτσα, έτοιμο πάντα να ξεράσει κάθε είδους τέρατα πάνω μου.
Αν μια τετριμμένη αλληλουχία γεγονότων –μια φωνή που σε ξυπνάει το πρωί, ένα χέρι που ανεβάζει στους ώμους σου την τσάντα του σχολείου, ένα κεφάλι που σκύβει να σε φιλήσει μπροστά από τη μισάνοιχτη καγκελόπορτα, δυο χείλη που σου εύχονται «καλή σου μέρα»– διασφαλίζει μέσα σου την αίσθηση πως είσαι ένα πρόσωπο υπαρκτό, σ’ έναν κόσμο πραγματικό, τότε ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου στη μονοκατοικία το πέρασα σε μια κατάσταση άχρονων παρ–αισθήσεων. Μόνη μου έφευγα το πρωί για το σχολείο, μόνη μου γυρνούσα το μεσημέρι σ’ ένα σπίτι εκκωφαντικά άδειο. Όταν σκοτείνιαζε, κλεινόμουν στο δωμάτιό μου, μακριά από την απρόβλεπτη μαυρίλα της σκάλας, κι έμενα εκεί κουλουριασμένη στο πάνω μέρος του κρεβατιού μου σφίγγοντας στο ένα χέρι μια λεπτή ξύλινη βέργα, άγνωστης προέλευσης και αμφίβολης ικανότητας να με προστατεύσει απ’ οτιδήποτε, ώσπου ν’ ακούσω τα βήματα του πατέρα μου στην είσοδο του σπιτιού. Τη μητέρα μου κρατούσε μακριά μας –συχνά έλειπε για δύο συνεχόμενες ημέρες– το ακατάστατο πρόγραμμα της νοσηλεύτριας στο γενικό νοσοκομείο της πόλης.
Εκείνη τη μέρα, μέσα στις καλοκαιρινές διακοπές πρέπει να ’ταν, είχα σκάσει μέσα στο σπίτι ολομόναχη. Ένιωθα τη σιωπή να μου τρυπάει τ’ αυτιά, άκουγα και τα παιδιά της γειτονιάς να κάνουν τον κακό χαμό έξω στο δρόμο και δεν άντεξα άλλο. Ξελογιάστηκα και παραβίασα τη ρητή εντολή της. «Δεν θα βγαίνεις ποτέ μόνη σου από το σπίτι, όταν λείπουμε εγώ κι ο μπαμπάς, ούτε θα βάζεις άλλα παιδάκια μέσα να κάνουν ζημιές», μου είχε ξεκαθαρίσει απ’ την αρχή.
Θυμάμαι εκείνα τα επιπλάκια-μινιατούρες πάνω στο τραπεζάκι, δίπλα στη σόμπα στο δωμάτιό μου. Ποτέ δεν τα χώνεψα ιδιαίτερα. Πάντα ψηλομύτικα μου φαινόντουσαν, έτσι που στεκόντουσαν κορδωμένα σε περίοπτη θέση απέναντι από τα υπόλοιπα παιγνίδια μου. Μου ’λεγε και μου ξανάλεγε κι εκείνη πόσο ευαίσθητα και λεπτεπίλεπτα είναι… πού όρεξη να τ’ αγγίξω μετά! Τα παιδιά λοιπόν ξετρελάθηκαν μαζί τους. Τα ’πιαναν από δω, τα ’πιαναν από κει, τα γύριζαν ανάποδα να τα περιεργαστούν από κάτω, τα ’φερναν βόλτα στο δωμάτιο. Κι εγώ τους κοίταγα σιωπηλή, με περηφάνια, που κάτι είχαν βρει σε μένα να τους αρέσει. Το κακό βέβαια δεν άργησε να γίνει και το ποδαράκι μιας καρεκλίτσας υπέκυψε στο απρόσεχτο άγγιγμά τους. Ξεροκατάπια όταν σκέφτηκα την αντίδρασή της, μα ήτανε και πάνω από τις δυνάμεις μου να πω κάτι, μήπως και τα έκανα να φύγουν.
Γι’ άλλη μια φορά άκουσα πόσο κακό παιδί ήμουν, όταν γύρισε σπίτι, κι ότι έπρεπε να μου σφίξει κι άλλο τα λουριά. Τη σιχαινόμουνα αυτή την έκφραση, λες κι ήμουνα κάποιο επικίνδυνο αγρίμι που έπρεπε να δαμαστεί. Λίγες μέρες αργότερα, πριν φύγει για δουλειά, απογευματινή ήτανε, στάθηκε απέναντί μου και μου είπε: «Ό,τι κάνεις το μαθαίνω. Έχω βάλει ντεντέκτιβ να σε παρακολουθεί και θα το μάθω, αν βγεις έξω κρυφά. Και μη νομίζεις, το βλέπω εγώ αν έχει μπει κάποιο παιδάκι μέσα. Βλέπω τις πατημασιές του στο πάτωμα». Ακόμα και για τα έξι μου χρόνια πρέπει να μου ακούστηκε κάπως υπερβολικό όλο αυτό. Από την άλλη ήξερα πως ήταν παντοδύναμη. Αυτό ήταν μια αλήθεια αδιαπραγμάτευτη μέσα στο μυαλό μου όλα τα χρόνια που ήμουνα παιδί. Για καλό και για κακό πάντως, όταν ήμουνα στο δρόμο όλο κι έριχνα κλεφτές ματιές γύρω μου, μπας κι ανακαλύψω αυτόν τον άτιμο που είχε βάλει να με παρακολουθεί. Κι αν τύχαινε να ξαναβάλω κάποιο παιδάκι μέσα –τόση ήταν η ανάγκη μου για συντροφιά και παιγνίδι, που καμιά απειλή της δεν ήταν ικανή να την κάνει να σβήσει–, φρόντιζα μόλις έφευγε να σφουγγαρίσω το πάτωμα για να εξαφανίσω τα ίχνη του. Και κοίταγα και ξανακοίταγα μετά λοξά, με γερμένο το κεφάλι, τους τεράστιους ρόμβους του μακριού διαδρόμου, μη τυχόν και μου είχε ξεφύγει κάτι.
Έτσι η αυθόρμητη έξοδος στον κόσμο έγινε δύσκολη, με μια επίγευση ενοχής να τη συνοδεύει. Τις περισσότερες ώρες τις περνούσα κολλημένη στο τζάμι δίπλα στο παράθυρο του διαδρόμου παρακολουθώντας τα παιδιά να τρέχουν πάνω κάτω ξαναμμένα απ’ το παιγνίδι, για να καταλήξουν στο μισογκρεμισμένο σπίτι δίπλα μας, που στέγαζε ό,τι λογής περιπέτεια σκαρφιζότανε το αχαλίνωτο μυαλουδάκι τους. Το μισογκρεμισμένο σπίτι που ασκούσε πάνω μου την ακαταμάχητη γοητεία του απαγορευμένου και δε θα σβήσει ποτέ από τη μνήμη μου. Μια φορά μόνο έπαιξα μαζί τους εκεί. Άμαθη στα κοινά παιγνίδια με βλέπω ολοζώντανη μπροστά μου να στέκομαι μουδιασμένη ανάμεσα σε σωρούς από πέτρες, προσπαθώντας να βρω ένα τρόπο να ταιριάξω μαζί τους χωρίς να προδώσω τη νευρικότητα που ένιωθα.
Τότε συνέβη. Ένα παιδάκι μπήκε μέσα στα χαλάσματα ουρλιάζοντας και προτάσσοντας τα δυο του χέρια ενωμένα. Όταν ήρθε κοντά, καταλάβαμε πως κρατούσε ένα τόσο δα σπουργιτάκι που, όπως μας είπε, είχε βρει πεσμένο κάτω και δεν μπορούσε να πετάξει, το καημένο. Αμέσως σήμανε συναγερμός και τα παιδιά έτρεξαν να φέρουν βοήθεια. Ο κλήρος έπεσε σε μένα να φυλάξω το μικρό πουλάκι μέχρι να γυρίσουν. Το πήρα στα χέρια μου. Ήταν τόσο μαλακό και τρυφερό, τόσο αξιαγάπητο. Το κρατούσα στις παλάμες μου και το ’σφιγγα με λατρεία. Ένιωσα το πουπουλένιο σωματάκι του ζεστό μέσα στις χούφτες μου και το ’σφιξα ακόμα περισσότερο, για να το νιώσω πιο κοντά μου. Το ’φερα στο πρόσωπό μου να φιλήσω το κεφαλάκι του και πάγωσα. Είχε σταματήσει να κουνιέται. Το πήρα στο ένα χέρι, μετά στο άλλο, το σκούντηξα ελαφρά με το δάχτυλο. Τίποτα. Το μικροσκοπικό σωματάκι παρέμενε ακίνητο. Τρομοκρατήθηκα. Ο πανικός έκανε την καρδιά μου να χτυπά τόσο δυνατά που νόμιζα πως θ’ άνοιγε το στήθος μου και θα πεταγόταν έξω. Η φρίκη που ένιωθα παρέλυσε το μυαλό και το κορμί μου. Μα πώς έγινε αυτό; Εγώ μόνο να το νιώσω πιο κοντά μου ήθελα. Πώς ν’ αντέξω το γεμάτο δυσπιστία βλέμμα των παιδιών, όταν γύρισαν και ζητούσαν να μάθουν τι είχε γίνει; Άχνα δεν έβγαλα, η δειλή. Μόνη μου έγνοια ήταν μη μ’ ανακαλύψουν. Έφυγα ένοχη και ντροπιασμένη. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που έπαιξα στο χαλασμένο σπίτι. Η ζωή συνεχίστηκε με μένα πίσω από το τζάμι κι εκείνα έξω στο δρόμο. Και το χάσμα ανάμεσά μας μεγάλωνε. Κι εγώ ένιωθα όλο και πιο παράταιρη, όλο και πιο διαφορετική.
****
Όλγα Νικολαΐδου
«Κοιμητήριο πλήρες. Παρακαλούμε μη θάβετε άλλους»
(Επιγραφή. Έξω από νεκροταφείο της Γάζας.)
Την έθαψα, την ξέθαψα, την κράτησα στην αγκαλιά μου, της έπλυνα το πρόσωπο κι έκλαιγα όλη νύχτα. Δεν μπόρεσα να πω μια λέξη. Ούτε τ’ όνομά της. Δεν είχε όνομα.
Ο Τζαμίλ Ασουάν είναι νεκροθάφτης. Εθελοντής νεκροθάφτης. Δεν είναι η δουλειά του αυτή. Θάβει, οικειοθελώς, στη Γάζα. Δεν φτάνουν οι επαγγελματίες νεκροθάφτες στη Γάζα. Στη Γάζα περισσεύουν οι νεκροί.
Ο Τζαμίλ είναι σαράντα τριών ετών. Φαίνεται πολύ μεγαλύτερος.
Τα πρωινά σκάβει τη γη. Χώνει μέσα της πτώματα. Τις νύχτες ονειρεύεται ότι χύνει το σπέρμα του στη μήτρα μιας γυναίκας, χωρίς πρόσωπο, χωρίς φωνή, ίσως τελικά και χωρίς μήτρα.
Ο Τζαμίλ, ξεναγεί στο νεκροταφείο ανταποκριτές Ξένου Τύπου. Ένας κανονικός ξεναγός ξεναγεί στο παρελθόν, για την ακρίβεια στα αξιοθέατα που έχουν επιζήσει του παρελθόντος. Εδώ όλα συμβαίνουν σε χρόνο ενεστώτα. Εδώ, η ξενάγηση αφορά μόνο στο παρόν που έχει καταβροχθίσει και το παρελθόν και το μέλλον. Εδώ, το μόνο αξιοθέατο είναι η επέλαση του θανάτου.
Δίπλα σου είναι ο Γιανάν, είκοσι πέντε χρονών φοιτητής. Σκοτώθηκε από ρουκέτα, μέρα μεσημέρι, ενώ επέστρεφε στο σπίτι του. Άλλος ένας «επιλεγμένος» τρομοκρατικός στόχος.
Ο Τζαμίλ, όταν μένει μόνος του με τους νεκρούς, τους μιλάει. Συστήνει τον έναν στον άλλο, για να «σπάσει ο πάγος» της πρώτης συνάντησης. Μετά τους αφήνει να μιλάνε εκείνοι. Οι πεθαμένοι συνάπτουν γρήγορα, συνάπτουν εύκολα σχέσεις. Και τα λένε αναμεταξύ τους πολύ καλύτερα από ό,τι οι ζωντανοί: Τα λένε όλα, για όλους. Και τα λένε κι αστεία. Ο Τζαμίλ τους έχει ακούσει «να πεθαίνουν από τα γέλια».
Αυτό το κορίτσι όμως, αυτό το δίχως όνομα κορίτσι, πώς να τους το συστήσει; Κι έπειτα, με ποιο αστείο θα το κάνουν να γελάσει; Ένα σκοτωμένο, ένα θαμμένο δίχως όνομα, τριών μηνών κοριτσάκι;
****
Αργυρώ Γκόγκου
Παίζουμε ειρήνη;
Στεκόμαστε όλοι στη μέση της αυλής μας. Στο δυτικό της σύνορο, επτά βήματα δεξιά από εκεί που έχει στηθεί το τραπέζι της γιορτής, ένας μικρός διάδρομος οδηγεί στο σπίτι του αδελφού μου Ιχσάν. Η νύφη μας με τα νεογέννητα δίδυμα συντονισμένα στο κλάμα, θείοι, ξαδέλφια, μακρινοί συγγενείς από το χωριό της μητέρας μου, μια βοή σαν από κοπάδι προβάτων. Και ο πατέρας μου. Επιμένει να μείνουν λίγο ακόμα, για άλλον έναν χορό, για ένα τελευταίο τραγούδι.
Τον τραβώ από το χέρι και παραπονιέμαι: «Άσ’ τους να φύγουν, θέλω να κοιμηθώ!» Ξέρει πως όταν μου χαμογελά, δεν του χαλάω χατίρι και ξεκινάει έναν Ντάμπκε με το μπλε πουκάμισό του να στροβιλίζεται ανοιχτό.
Αυλή - Η εξωστρεφής πλευρά του ονειρευόμενου.
Διάδρομος - Σύνδεσμος ή δρόμος για το ασυνείδητο.
Εξωτερικοί χώροι – Προσωπικότητα, εμφάνιση στον έξω κόσμο.
Μπλε-Αναπαριστά συνήθως την πνευματικότητα. Το υπερφυσικό, η αφοσίωση, τα θρησκευτικά συναισθήματα. Χρώμα του ουρανού και των θαλασσών, που συνδέεται κατά τους Αιγύπτιους με την αλήθεια. Πιθανόν υποδηλώνει θλίψη.
Με λένε Αϊσά και μεγαλώνω στο ορφανοτροφείο της συνοικίας Σετζάγια, μετά τον βομβαρδισμό τον περσινό Νοέμβρη.
****
Γεωργία Λαμπάρα-Τριανταφύλλου
Δανάη & Έρως
Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Μια ανάσα κοφτή και βαριά ακροβατούσε στην ησυχία. Η Δανάη τρόμαξε. Προχωρούσε αργά και με όλες τις αισθήσεις σ’ εγρήγορση. Μέσα από κάτι ξεχασμένες χαραμάδες, μια δεσμίδα φωτός αποκάλυψε μια ανθρώπινη φιγούρα. Ένας άγνωστος άνδρας κείτονταν αβοήθητος. Τον πλησίασε διστακτικά. Είχε μια ανοιχτή πληγή στο μέρος της καρδιάς, που έκρυβε με το χέρι του.
«Έλα κοντά» της είπε λιγοψυχώντας. Η Δανάη έκανε ένα αβέβαιο βήμα κι ύστερα στάθηκε.
«Έλα κοντά!» την πρόσταξε με όση δύναμη του είχε απομείνει. Προχώρησε σαν υπνωτισμένη. Έπιασε αργά το χέρι που της έτεινε κι εκείνος έσφιξε με τα δάχτυλά του την παλάμη της.
Μια στιγμιαία λάμψη την τύφλωσε και τη μετέφερε σε άλλο χωροχρόνο. Ένιωσε ένα μικρό γαργάλημα. Στην ανάποδη του χεριού της σερνόταν ένα σκουλήκι. Το τίναξε με αηδία. Ένα άλλο ανέβαινε προς τον αγκώνα της. Το ανατριχιαστικό περπάτημά του στο γυμνό της δέρμα την έκανε να τιναχτεί ξανά. Έστρεψε το βλέμμα στον ώμο της. Περισσότερα σκουλήκια. Κατέβασε το κεφάλι έντρομη. Το στήθος της σκέπαζαν εκατοντάδες ζωύφια σαν μια κινούμενη πανοπλία. Ένιωθε το βάρος τους σαν από μόλυβδο. Προσπάθησε να φωνάξει, αλλά η κραυγή έσβησε στα χείλη της. Το λαρύγγι της είχε στεγνώσει.
Σήκωσε τα μάτια. Η ίδια ανδρική φιγούρα στεκόταν με μεγαλοπρέπεια απέναντί της. Η μορφή του ήταν πλέον οικεία. Δυο λευκά φτερά ξεπηδούσαν από την πλάτη του και απλώνονταν στα πλάγια. Η αψεγάδιαστη ομορφιά του καθήλωνε το βλέμμα της. Δεν έδειχνε να νοιάζεται για τα σκουλήκια. Κρατούσε στο χέρι του ένα τριαντάφυλλο κόκκινο σαν τον ίδιο τον πόθο. Το έτεινε προς το μέρος της χαμογελώντας.
Πίσω του στεκόταν ο Παύλος ανέκφραστος. Η Δανάη ξαφνιάστηκε. Έκανε να χαμογελάσει, αλλά τα χείλη της πάγωσαν. «Να μη με δει έτσι» σκέφτηκε. Ευτυχώς την έκρυβε ο Έρωτας. Το μυαλό της στράφηκε αμέσως στο τριαντάφυλλο. «Να το πάρω, να κρύψω τα σκουλήκια».
Η ανάσα της ήταν γρήγορη. Το άγχος μην τη δει ο Παύλος την καταπονούσε. Με μια απότομη κίνηση άρπαξε το τριαντάφυλλο, τρυπώντας το δάχτυλό της σ’ ένα αγκάθι. Το κοίταξε θυμωμένη, όπως μαλώνουμε ένα παιδί που κάνει κάτι ανάρμοστο. Νόμισε πως μπορούσε να του επιβληθεί, αλλά το λουλούδι είχε δική του βούληση. Ένα φως έσκισε τους αρμούς των φύλλων του κι ανέβηκε προς τα πέταλα, ώσπου το τύλιξε ολόκληρο μέσα σε μια φωτεινή αύρα. Η Δανάη το ακούμπησε αργά στο στήθος της προσμένοντας το θαύμα.
Πισωπάτησε καθώς της έσπρωξε το χέρι.
«Τι συνέβη; Γιατί δε με άφησες να δω;» είπε απορημένη σαν να ξυπνούσε από λήθαργο.
«Τη συνέχεια την ξέρεις» της απάντησε αυστηρά.
Η Δανάη έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. «Δε συνέβη έτσι! Δε συνέβη έτσι!» διαμαρτυρόταν κουνώντας το κεφάλι δεξιά κι αριστερά.
«Δεν έχω λόγο να σου πω ψέματα και το ξέρεις» απάντησε απογοητευμένος.
Ένα αίσθημα ενοχής την κατέβαλε. Οι τύψεις είχαν γίνει τώρα αόρατα σκουλήκια που τρύπωναν με ευκολία στις σκέψεις της. «Στο διάολο ο έρωτας!» είχε φωνάξει οργισμένη, όταν ο Παύλος έκλεινε την πόρτα πίσω του με δύναμη. Η πίκρα από τα λόγια που είχαν ανταλλάξει είχε προσωρινά αναισθητοποιήσει την καρδιά της. Βαυκαλιζόταν πως ήταν καλύτερα έτσι, νομίζοντας πως έριχνε παυσίπονο στις πληγές της. Είχε φταίξει, αλλά ο εγωισμός δεν την άφηνε να δει. Αμέτρητες φορές είχε παραπονεθεί πως ο Παύλος δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια στη σχέση τους. Κι εκείνη τι έκανε; Όταν την κατηγόρησε πως κρυβόταν πίσω από τις άμυνές της, η Δανάη απάντησε πως είχε δικαίωμα στην ανεξαρτησία. Πως δε χρειαζόταν έναν άντρα να δεθεί. Πως μπορούσε να τα καταφέρει και μόνη της, όπως έκανε τόσα χρόνια. Οι συναισθηματισμοί δεν της ταίριαζαν. Στο διάολο ο έρωτας…
Ο Παύλος ήταν πια παρελθόν, αλλά το κενό στην καρδιά της είχε παραμείνει. Όταν απαρνείσαι τα όνειρά σου να ζήσεις τον μεγάλο έρωτα, τον καταδικάζεις σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο, τον τιμωρείς και τον πληγώνεις.
«Δεν ήμουν άξια» παραδέχτηκε. Τα χέρια της κρέμονταν στα πλάγια και το σαγόνι της σχεδόν ακουμπούσε το στέρνο της.
«Δεν ήμουν άξια να κρατήσω το τριαντάφυλλό σου. Γι’ αυτό δεν έγινε το θαύμα, έτσι δεν είναι;» Τον κοίταξε απελπισμένη. Εκείνος παρέμεινε σιωπηλός. Η πληγή του αιμορραγούσε.
«Άσε με να σε βοηθήσω» τον παρακάλεσε.
«Τι μπορείς να κάνεις; Δεν έχει νόημα πια». Η φωνή του έσβηνε.
«Όχι! Όχι! Δεν μπορείς να εγκαταλείψεις! Σε παρακαλώ!» φώναξε. Πήγε κοντά του και τον πήρε προσεκτικά στην αγκαλιά της σαν μωρό. Έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάτι να του πει. Κάτι που θα τον κρατούσε στη ζωή. Ένιωσε να βρίσκεται στην άκρη του γκρεμού. Σαν όλα να εξαρτιόνταν από εκείνη. Ή θα έπεφτε ή θα πετούσε. Πήρε φόρα κι έκανε το άλμα.
«Δεν πεθαίνει ο Έρωτας! Δεν γίνεται να πεθάνει! Όχι όσο υπάρχει η αγάπη! Ακούς;» Ένιωσε την αλμύρα των δακρύων να γλείφει τις άκρες των χειλιών της. Ακούμπησε το πρόσωπό της στο μέτωπό του. Τα μάτια του έκλειναν. Έπιασε το χέρι του και το κράτησε σφιχτά. «Δε θέλω να σε χάσω» του ψιθύρισε.
Τα δάχτυλά του χαλάρωσαν. Τον κοίταξε τρομοκρατημένη. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που του έδινε ζωή είχε φύγει. Πέρασε τα χέρια της γύρω από το κορμί του κι άρχισε να ταλαντώνεται μπρος πίσω, μην αντέχοντας την ακινησία του θανάτου. Με τα βλέφαρά της κλειστά, ευχήθηκε να είχε πεθάνει εκείνη στη θέση του.
Η λάμψη την τύφλωσε για δεύτερη φορά. Βρισκόταν στην ίδια θέση με την αγκαλιά άδεια. Στα πόδια της ήταν ακουμπισμένο το τριαντάφυλλο του Έρωτα. Ενστικτωδώς κοίταξε το στήθος της. Δεν υπήρχε τίποτα. Έψαξε γύρω της να τον βρει με μια ελπίδα να καίει στην καρδιά της σαν τον ήλιο του καλοκαιριού. Ήταν εκεί απέναντί της. Ανοιγόκλεινε τις φτερούγες του σαν φλεγόμενος φοίνικας.
«Σ’ ευχαριστώ» ψέλλισε και μ’ ένα πέταγμα απομακρύνθηκε στον ορίζοντα.
Η Δανάη άνοιξε τα μάτια της. Γύρισε και κοίταξε το ρολόι. Ήταν τέσσερις το ξημέρωμα. Ανακάθισε στο κρεβάτι. Μια σουβλιά στο στήθος κι ύστερα ένα αλλόκοτο αίσθημα γαλήνης διαδέχτηκαν το ένα το άλλο. Ήταν τόσο αληθινό! Έμεινε λίγο ακίνητη προσπαθώντας να συνέλθει, ενώ στο μυαλό της οι σκέψεις χόρευαν. Ανάμεσά τους πέρασε αναπάντεχα κι ο Μύρων, ο φοιτητής που είχε γνωρίσει το πρωί στο βιβλιοπωλείο. Πετάρισε τα βλέφαρά της. Τι συνέβη;
Στο κομοδίνο της είχε μείνει από χθες το βιβλίο που διάβαζε για τρίτη φορά. Το βλέμμα της χάιδεψε τον τίτλο. «Περηφάνια και προκατάληψη». Δεν πεθαίνει ο έρωτας. Όχι όσο υπάρχει η αγάπη, είπε φωναχτά. Μ’ ένα μειδίαμα ανακούφισης, το πήρε στα χέρια της και το άνοιξε, αφού ήξερε πως δε θα κατάφερνε να ξανακοιμηθεί.
****
Φιλιώ Ράικου
Μουτζούρες στο χαρτί
Κακά μαντάτα, μα την αλήθεια. Στενοχωρήθηκα πολύ.
Ο Λευτέρης γεννήθηκε εδώ, στο βουνό. Η πρώτη του δουλειά,και μοναδική, ήταν σε μένα. Ελεγκτής στα εισιτήρια το πρωί, καθαριστής στα βαγόνια το απόγευμα. Φιλότιμος νέος. Έκανε την δουλίτσα του ήσυχα και γύριζε στο πατρικό, στα Λεχώνια. Λιγομίλητος ήταν με όλους, εκτός από μένα. Με ένιωθε δικό του. Πολλές φορές μου ’λεγε τα βάσανα μα και τα όνειρα που έκανε. Μονολογούσε και τα ’βγαζε από μέσα του. Δεν περίμενε απαντήσεις. Ήμουν ο φίλος που ήξερε να ακούει. Αυτό του έφτανε.
Ο καλός μου Λευτεράκης ερωτεύθηκε. Πολύ. Η Στάσα τον περνούσε έξι-εφτά χρόνια και αυτό έκανε την αγάπη τους ακόμα πιο δύσκολο να ανθίσει, να λουλουδίσει. Στο τελευταίο βαγόνι πίσω κρυμμένοι, ανταλλάξανε τα πρώτα τους φιλιά, τα νεανικά ερωτικά χάδια.
«Πιο μεγάλη η νύφη από τον γαμπρό, μωρέ; Πού ξανακούστηκε αυτό;» Έπεσε η μάνα του από κοντά και ο πατέρας του από δίπλα. Βρε τι με το καλό, τι με το κακό, τίποτα αυτός. Όλες τους οι προσπάθειες του κάκου. Εκείνος ήταν πεισμωμένος και αποφασισμένος. Και τ’ απογεύματα, ενόσω καθάριζε εδώ μέσα, μου ’λεγε τον πόνο του ο φουκαράς.
Το ζευγαράκι τελικά τα κατάφερε. Παντρεύτηκαν ένα καλοκαίρι στον Αη Γιώργη, με λίγους δικούς και φίλους. Και το πρώτο τους ταξίδι, αυτό το γλυκό του μελιού που λένε, ήταν με τον φτωχό Μουτζούρη. Περάσανε τις δροσερές Μηλιές, κατηφορίσαν στην παραλία της Αγριάς με τα ταβερνάκια και έφτασαν στον Βόλο με την ωραία περατζάδα του λιμανιού του. Εκεί αποβιβάστηκαν. Μετά από δυο μέρες η επιστροφή τους. Με γέλια, με χαρές, με αμοιβαίες υποσχέσεις πίστης παντοτινής.
Η Στάσα καθημερινά έφερνε στον άντρα της πότε ένα τραγανό μήλο από τις σοδειές του Πηλίου, πότε λίγα ζεστά κάστανα. Αντάλλασσαν τα φιλιά τους και έφευγε καμαρωτή κι ευτυχισμένη για πίσω. Ο Λευτέρης έλαμπε ολόκληρος. Ανέβαινε στο πρώτο βαγόνι μου, πιανόταν από το καλογυαλισμένο κάγκελο και τραγουδούσε δυνατά τη χαρά της ζωής του. Παιδιά δυστυχώς δεν τους αξίωσε ο Θεός να κάνουν αλλά αυτό σαν να τους έδεσε πιο πολύ, πιο αληθινά. Είχαν ο ένας τον άλλο και αυτό αρκούσε. Κι αν μέσα τους κάποτε κάποτε αυτή η έλλειψη τους πίκραινε, δεν το ξεστόμισαν ποτέ. Τα ζωντανά και το χωραφάκι τους τα φρόντιζε η Στάσα μόνη. Βαριά τα κρύα του Πηλίου και πολλές οι δυσκολίες της καθημερινότητας, αλλά δεν βαρυγκόμησε και δεν παραπονέθηκε ποτέ της. Ο Λευτέρης απ΄την άλλη, είχε τη σταθερή δουλειά του εδώ σε μένα και έτσι δυο πιάτα φαΐ μπαίνανε στο σπιτικό τους. Μεγάλωναν και γερνούσαν μαζί και τα χρόνια άφηναν ένα ευτυχισμένο χνάρι πίσω τους.
Ένα χειμωνιάτικο πρωί η Στάσα παραπάτησε στη σκάλα κι έπεσε μέσα στο σπίτι τους. Ο Λευτέρης τη βρήκε ώρες αργότερα, αβοήθητη και μόνη. Ήρθε το ίδιο απόγευμα, με την απόφαση παρμένη. «Έχω γεράσει κι εγώ και η κυρά και έχω κουραστεί πια. Αρκετά δούλεψα. Άσε που δεν μπορώ να την αφήνω πια μόνη της, φίλε». Ένιωσα την θλίψη του. Πραγματικά. Με στενοχώρησε κι αυτή η ανάγκη του να μου δικαιολογηθεί. Με αποχαιρέτησε με κλάμα βουβό και χάιδεψε με αγάπη τα φθαρμένα καθίσματα στα βαγόνια μου.
Πέρασε καιρός πολύς από τότε. Εγώ εδώ, στα ταξίδια μου, και εκείνοι στη ζωή τους, που δυσκόλευε κάθε χρόνο και πιο πολύ. Σήμερα οι πρωινοί επιβάτες μιλούσαν για τα χθεσινά συμβάντα και αναρωτιόντουσαν παραξενεμένοι.
«Πώς γίνεται να πέθαναν ίδια ώρα, ίδια μέρα;»
«Αλλόκοτα πράματα συμβαίνουν».
«Στο κρεβάτι τους βρήκαν αγκαλιασμένους τα παιδιά της Πρόνοιας!»
Ο Λευτέρης και η κυρά του πέθαναν στον ύπνο τους χθες βράδυ. Μαζί. Όπως αληθινά κοντά ο ένας στον άλλο στάθηκαν στην ζωή, έτσι βάδισαν και προς τον θάνατο.
«Εγώ με τα λόγια δεν τα πάω καλά ούτε σοφές ερμηνείες μπορώ να δώσω, αλλά δεν μου φαίνεται διόλου περίεργο αυτό που συνέβη».
«Και τι ξέρεις εσύ, ρε Μουτζούρη;» θα μου πεις τώρα. «Σάμπως καταλαβαίνουν κι οι μηχανές από αισθήματα;»
****
Αφροδίτη Δικάλφα
Άσκοπες θυσίες
Στον όρμο Μουτσούνα έφτασαν ενισχύσεις, άραξε το τορπιλοβόλο «Θέτις» με στόχο να τορπιλίσει οτιδήποτε εχθρικό με 1002 τορπίλες. Μετά είπαν ότι στο πλοίο ήταν κάποιος Αξώτης που κρυφά έσβησε τους δύο πρώτους αριθμούς και γι’ αυτό θα έριχναν μόνο δύο, έτσι αν χρειαζόταν σε κανένα ψαροκάϊκο φιλοβασιλικό. Στην 1η Γενάρη του ’17 τους ήρθε το τελεσίγραφο, εάν μέχρι την 6ην μετά μεσημβρίας δεν υποκύψουν, θα κηρυχτεί στρατιωτικός νόμος και ως εχθροί θα κτυπηθούν από ξηράς και θαλάσσης.
«Είναι ανάξιοι προς απάντηση» συμφώνησαν οι Απειραθιώτες.
Την επομένη τα ξημερώματα, άρχισαν οι κανονιοβολισμοί στα τυφλά, πενήντα βήματα είχαν φτάσει οι ένοπλοι από τη θέση της Αγίας Παρασκευής, οι σφαίρες έπεφταν χοντρό χαλάζι. Σταθείτε βρε, Έλληνες είναι απέναντι, κανείς δεν σας το ’πε;
Ο τιμητικά δεκανεύς Μανώλης ήταν εκεί. Τον επέλεξαν για τα κατατόπια; Ή μήπως για δραγουμάνο; Γέλιο της τρέλας έβγαζε η ματιά του. Γι’ αυτή την ντροπιασμένη μάχη γύρισε από την Αμερική; Να σημαδεύει πατριώτες και συγχωριανούς; Ας τον εκτελέσουν, δεν θα τουφεκίσει ούτε τον αέρα του νησιού του. Να το σκάσει το μόνο εύκολο του ήταν. Να πάει στο Φιλώτι φυγόστρατος να κρυφτεί; Να αραδιάζει ψέματα; Κάποιος τον περιπαίζει, κάποιος βάλθηκε να σαϊτεύει τα όνειρά του. «Παναγιά μου Φιλωτίτισσα! Τι έχω κάμει που να τ’ αξίζω αυτό; Δεν έκαμα το χρέος στα νιάτα μου να σώσω την πατρίδα, ν’ αλλάξω τον κόσμο;»
Τους έκανε νόημα με το χέρι «τραβάτε», λύγισαν τα γόνατα κι απίθωσε το όπλο στο ξερολίθι, έμεινε εκεί σκυφτός να κλαίει με γογγυτά απαρηγόρητος. Καταρράκτης η ζωή του, όμορφη φαίνεται από μακριά, μ’ αυτός κτυπιέται κι αφρίζει ατέρμονα από τότε που άφησε το σπίτι του σαν τον κλέφτη. Ανακατεύτηκαν με δίνη ευχές και κατάρες, «συχώρα με, μάνα».
Η μικρή αντίσταση κάμφθηκε κι όρμησαν στο χωριό, έβαζαν φωτιές, με τις ξιφολόγχες στην ανθρωποσφαγή και την απογύμνωση των σπιτικών. Ούτε Σαρακηνοί κι Αλγερινοί πειρατές δεν έκαναν φρικτότερες επιδρομές. Ο μπάρμπα Μιχάλης σκοτώθηκε επιτόπου, που τόλμησε να πει απορημένος «βρε παιδιά, μα Τουρκιά μάς ήβρηκε;» Πετούσαν χειροβομβίδες μέσα στα σπίτια αφού τα λεηλατούσαν. Της κυρά Ρήνης της χήρας έκοψαν το δάκτυλο, να πάρουν το δακτυλίδι τ’ αντρούς της. Ο απολογισμός των νεκρών μεγάλος, αθώα και άοπλα γυναικόπαιδα, τραυματισμένοι και αβοήθητοι ηλικιωμένοι, αμούσταγοι νέοι που έμειναν ανάπηροι στην υπόλοιπη ζωή τους.
Με την υπόδειξη του παπά Φραγκίσκου σηκώθηκαν λευκές σημαίες. Τους εκατόν είκοσι άντρες που μάζεψαν, τους ανάγκασαν ν’ ανοίξουν τους λάκκους. Οι Άγγλοι έστειλαν νοσηλευτές και γιατρό του αγγλικού ναυτικού, ο οποίος ρώτησε, «γιατί εφονεύσατε και πληγώσατε αυτούς τους άοπλους ανθρώπους; Θα σας κρεμούσαν εσάς και τον αρχηγό σας υπό την Αγγλικήν Δικαιοσύνην».
Σιωπάτε κι εσείς, κι όλοι οι άλλοι κατακτητές μας, ο ήλιος μας αιώνες γυαλίζει περίσσια απ’ τα σπαθιά σας, έτσι γέμισαν τα χώματά μας ακέφαλα αγάλματα και κορμιά. Δεν είστε δα Μεγαλέξαντροι. Αφήστε μας στη διχόνοια των αρχαίων θεών μας, στο τέλος φιλιώνουμε ενάντια στους βαρβάρους. Στέκουμε ψηλά εκεί, στους αγκρέμιστους θρόνους του Ολύμπου.
Ο Καλομενόπουλος, που είχε γίνει στρατιωτικός διοικητής Κυκλάδων, το ανέλαβε προσωπικώς και ο Βενιζέλος του τηλεγράφησε στις επτά του μήνα. «Γεγονότα Νάξου έθλιψαν ημάς. Αποστείλατε ενισχύσεις εις μαχομένους άνδρας κατά των επιστράτων Νάξου. Ανάγκη αποσπάσωμεν ωραίαν νήσον από το Κράτος των προδοτών Αθηνών. Μη φεισθήτε ουδενός».
****
Άννα Μανιατοπούλου
Η μουσική μας
Έκλεισε τα μάτια της και αφουγκράστηκε. Ήταν σίγουρη ότι αυτή ήταν η μελωδία τους. Πόσα χρόνια είχε να την ακούσει; Δεν ήξερε, δε θυμόταν πια. Όμως της θύμιζε εκείνον. Χαμογέλασε και θαρρείς πως τον έβλεπε, πως μπορούσε να τον αγγίξει. Σαν η μουσική να ταξίδεψε χρόνια μακριά σε εκείνη την κρύα νύχτα του χειμώνα.
Εκείνο το βράδυ, που ο άνεμος στρίγγλα μάγισσα χτυπούσε με μανία τα παράθυρα του σπιτιού τους, τους βρήκε αγκαλιασμένους να χορεύουν στον ρυθμό ενός ήρεμου βαλς, που έπαιζε από το σκονισμένο ραδιόφωνο. Φορούσε το αγαπημένο της μεταξωτό φόρεμα με τα κεντημένα κόκκινα λουλουδάκια και τα σκουλαρίκια που της είχε χαρίσει, δύο μικρά διαμαντάκια όπως και τα δάκρυα που κυλούσαν στα αναψοκοκκινισμένα της μάγουλα. Τον αγκάλιαζε σφιχτά, να τον νιώσει, να ενωθεί μαζί του.
- Μη φύγεις σε παρακαλώ, του είπε με φωνή που διακοπτόταν ανάμεσα στους λυγμούς της.
- Δε θα φύγω, της ψιθύρισε. Ακόμα και όταν βρίσκομαι μακριά, θα είμαι κάπου εδώ σε κάθε γέλιο, σε κάθε τραγούδι που παίζεις στο πολυαγαπημένο σου πιάνο, σε κάθε βλέμμα σου στην κορούλα μας.
Το κλάμα της δυνάμωσε, μουσκεύοντας το σακάκι του. Με την άκρη του χεριού του σκούπισε ό,τι δάκρυα είχανε απομείνει στο απαλό της μάγουλο και τη φίλησε στο μέτωπο.
- Το τραγούδι μας! αναφώνησε εκείνη ακούγοντας το opus 9 με αριθμό 2 από τα νυχτερινά του Chopin.
Μια στιγμιαία ηλιαχτίδα φώτισε το δωμάτιο. Έκλεισαν τα μάτια τους και χόρεψαν. Το τραγούδι και τα σ ’αγαπώ ήταν το μόνο που άκουγε. Μα όταν άνοιξε τα μάτια της είχε ξημερώσει και ο ζεστός ήλιος έλουσε το χλωμό πρόσωπό της. Κοίταξε δίπλα της και δεν ήταν πλέον εκεί. Ένα αδειανό κρεβάτι όπως και η καρδιά της για το υπόλοιπο της ζωής της.
Αυτήν τη νύχτα θυμήθηκε και τώρα, ογδόντα τριών χρονών πια, ακούγοντας ξανά τη μελωδία τους από ένα γειτονικό σπίτι. Τον έφερε κοντά της μια τελευταία φορά. Η μουσική σταμάτησε και η μνήμη της άρχισε να σβήνει ξανά.
****
Γιάννης Τσαντούλης
24 Δεκεμβρίου 2018
Παρατηρώ με ικανοποίηση τη γαλήνια έκφρασή της. Δεν υποφέρει πλέον. Επιτέλους, τέλος στις ατέρμονες μέρες και νύχτες πόνου και σήψης. Ξαπλωμένη ανάσκελα, τα γκρίζα μαλλιά της φεγγοβολούν μέσα στο αχνό σκοτάδι του δωματίου. Για πρώτη φορά χτες, μετά από χρόνια, περιποιήθηκε τον εαυτό της. Διάφορες αποχρώσεις ρουζ σκεπάζουν την επιδερμίδα του προσώπου της. Μόνο τα χείλη της μου φαίνονται αρκετά κόκκινα από το κραγιόν˙ μια ψευδαίσθηση ζωής πάνω της. Την έχω σκεπάσει με φωτογραφίες της Άννας μας, όπως μου ζήτησε.
«Η Άννα μου, πού είναι η Άννα μου;» ούρλιαζε τις τελευταίες μέρες.
Φεύγω από το υπνοδωμάτιο και πάω προς την κουζίνα. Τα μάτια μου αντιδρούν στο λιγοστό φως που σκίζει πρώτα τις κουρτίνες κι ύστερα χαρακώνει τους σοβάδες στο ταβάνι. «Θα πέσουν, πού θα πάει, θα γίνουν θρύψαλα και αυτοί» σκέφτομαι. Μυρίζει κλεισούρα και ξεθυμασμένη κολόνια. Τουλάχιστον δεν μυρίζει αρρώστια πλέον. Έξω έχει σταματήσει ένα αυτοκίνητο και στο ραδιόφωνο ακούγεται μια χριστουγεννιάτικη μελωδία.
Κάθομαι στο τραπέζι και βλέπω αντικριστά την άδεια καρέκλα της. Σηκώνομαι από τη θέση μου και την αγγίζω με προσοχή ψηλαφίζοντας τις εγκοπές και τα φθαρμένα χερούλια. Παρατηρώ για πρώτη φορά τα αποτυπώματα των νυχιών της στα ξύλινα πόδια της καρέκλας. Τι τελευταίες μέρες δεν έτρωγε. Την παρακαλούσα αλλά αυτή, κουνώντας το κεφάλι της δεξιά αριστερά σαν μικρό παιδί, μου έλεγε «όχι» όσο τα χέρια της ήταν αγκυλωμένα στην καρέκλα. Τώρα ψηλαφίζω τον πόνο της. Κάθομαι απέναντί της για μια τελευταία φορά.
«Φαγώθηκες να φύγεις. Ησύχασες τώρα; Δεν φταις εσύ όμως. Σου το έχω πει πόσες φορές. Αγύριστο κεφάλι είσαι, πανάθεμα σε. Εικόνες, θυμιατά, εξομολογήσεις, παπάδες…Πάντου ψάχνεις εξιλέωση, αλλά τελικά τη βρήκες σε μια ντουζίνα χάπια».
«…»
«Ξέρω, αν με άκουγες τώρα, δεν θα έλεγες τίποτα. Θα με κοιτούσες μόνο με το νεκρό σου βλέμμα, όσο θα έμπηγες τα νύχια σου στο ξύλο φωνάζοντας: Η Αννούλα μου που είναι;»
«…»
Για πρώτη φόρα μετά από δεκαπέντε χρόνια –πέρασε ο καιρός– απλώνω στο τραπέζι την κιτρινισμένη σελίδα της εφημερίδας. Διαβάζω δυνατά: Η Άννα Δημητρίου, του Νικολάου και της Αικατερίνης, κάτοικος Άνω Λεχωνίων, αποφάσισε χθες, 25.12. 2003, να δώσει τέλος στη ζωή της. Άγνωστα τα αίτια.
Κοιτάζω πάνω στο τραπεζομάντιλο τα χάπια. Πάω στο νιπτήρα και γεμίζω δύο ποτήρια νερό. Γυρίζω στο τραπέζι και όρθιος αρχίζω να τα καταπίνω ένα ένα, γουλιά γουλιά, κουνώντας νευρικά κάθε φορά το κεφάλι μου προς τα πίσω για να κατέβουν μια και κάτω.
Δεν θέλω να πάω ακόμη στο υπνοδωμάτιο. Σε λίγο. Η ώρα περνάει χωρίς σκέψεις. Είμαι άδειος. Αρχίζω και νιώθω μόνο ένα τρέμουλο στα χέρια και μια πικρίλα στο λαρύγγι. Αποφασίζω να σηκωθώ να πάω προς το μπάνιο. Κοιτάζω μια τελευταία φορά το είδωλό μου, από τη μέση και πάνω, στον καθρέφτη. Σακάκι καθαρισμένο, πουκάμισο καλοσιδερωμένο και η αγαπημένη μου κόκκινη γραβάτα με ωραίο κόμπο.
Νομίζω πως κάτι ακούω από το δρόμο. Ίσως κάποιος περπατάει προς το σπίτι. Ανοίγω την πόρτα. Κανείς, μόνο πεζοί και αμάξια που με προσπερνάνε. Καθώς την κλείνω, ακούω ένα ουρλιαχτό από το πουθενά. «Άννα, εσύ;» Ζαλίζομαι. Νιώθω τα σωθικά μου να λιώνουν και όπως σωριάζομαι κάτω κοιτάζω στο ταβάνι διάφορες αλλόκοτες μορφές, εικόνες και σχήματα, όσο από το δρόμο εισβάλλουν μέσα στο σπίτι ανακατεμένες φωνές, μελωδίες, ουρλιαχτά. Τι όμορφα! Γελάω υστερικά καθώς γέρνω το κεφάλι μου προς το πάτωμα. Επιτέλους, δεν είμαι μόνος.
****
Γεωργία Ηλιάδη
Το παράδοξο
- Θα σε περιμένω στο λιμάνι. Δεν χρειάζεται να φέρεις τίποτε άλλο μαζί σου εκτός από τα απολύτως απαραίτητα.
Ήταν λιγομίλητος, όπως από την αρχή. Μετρούσε τις λέξεις αυστηρά. Αλλά η φωνή του είχε πάντα κι έναν τόνο έγνοιας. Σχεδόν πατρικής. Μια φορά είχαμε συναντηθεί όλη κι όλη, αλλά έμοιαζε να γνωριζόμαστε καιρό. Εκείνος καθηγητής μαθηματικών σε σχολείο, που πήγαινε όμως και σε συνέδρια φιλοσοφίας (απασχόληση που την ξανάπιανε από καιρού εις καιρόν) κι εγώ μεταπτυχιακή φοιτήτρια που ολοκλήρωνα την εργασία μου πάνω στον Καντ αλλά κρυφά ονειρευόμουν να ξεκινήσω μια καινούργια ζωή στην επαρχία, κοντά στην φύση, μακριά από τον πολιτισμό.
Από την πρώτη μέρα μετρήθηκαν τα βλέμματά μας και ξεκίνησε μια γνωριμία που είχε όλα τα στοιχεία του τραγικού έρωτα. Όπως πάντα, αυτές οι ιστορίες ξεκινούν με μια άσκοπη βόλτα. Στον δρόμο συμπυκνώσαμε τις ζωές μας λέγοντας ανέκδοτα, παλιές ιστορίες, πιθανές ερμηνείες του παραδόξου του Ζήνωνα και, όπως ήταν αναμενόμενο, καταλήξαμε στο παράδοξο του έρωτα. Μέχρι τότε είχαμε πιει τέσσερις καφέδες στο «Κεχριμπάρι» στα Εξάρχεια, και έπρεπε να βιαστεί για να προλάβει το ταξίδι της επιστροφής.
Στην Κρήτη έμενε. Σ’ ένα χωριό κοντά στο Ηράκλειο. Ήταν ριζωμένος στον τόπο του, στ’ αρώματα και τις γεύσεις της ρακής και του κρασιού που έβγαζε απ’ τ’ αμπέλι του. Μια φορά μόνο, παλιά, είχε γνωρίσει μια νεαρή δασκάλα όταν υπηρετούσε στην Κω και είχε σκεφθεί να πάει μαζί της στην Αθήνα και ν’ αρχίσει μια καινούργια ζωή. Τότε ήταν πολύ νέος για ν’ αναλάβει ευθύνη, τώρα πολύ γέρος για να πιστέψει σε άλλη γυναίκα. Έχασε στο μεταξύ τα ίχνη της και τώρα σίγουρα θα έχει οικογένεια και παιδιά. «Αυτό το ενδιάμεσο στάδιο πρέπει να προλάβει κανείς, μικρή μου», μου είπε. «Πριν φτάσει στον κυνισμό».
Άλλα δέκα χρόνια τα πέρασε σκεφτόμενος έναν πλατωνικό έρωτα. Μια κοπέλα από καλή οικογένεια, που ερχόταν τα καλοκαίρια στο Ηράκλειο για διακοπές και έπαιζε πιάνο. Ο πατέρας της εμπορευόταν ελαιόλαδο. Αφού την παρατηρούσε από μακριά στο ίδιο καφέ για χρόνια (ποτέ δεν βρήκε το θάρρος να της μιλήσει), κάποτε έμαθε πως παντρεύτηκε τον γιο ενός επιχειρηματία στο Λονδίνο. Θα μετακόμιζε από τον επόμενο Σεπτέμβριο εκεί.
Ήταν τότε που ξεκίνησε τη γλυπτική. Αλλά κι αυτό δεν κράτησε για πολύ. Κάποτε έχασε το ενδιαφέρον και για μια περίοδο δεν έβγαινε από το σπίτι. Η μάνα του είχε φωνάξει παπά και νόμιζαν πως τον χάνουν. Τον έσωσε ο φίλος του ο Στέλιος, νεοεκλεγείς λέκτορας τότε της βιοτεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης. Ο καλύτερός του φίλος. Μαζεύονταν τις νύχτες και παίζανε σκάκι και μερικές φορές απλά κάθονταν αμίλητοι και πίνανε τη μια ρακή μετά την άλλη. Ένα χρόνο κράτησε αυτό.
Μετά από καιρό αφοσιώθηκε πάλι στη φιλοσοφία και έγραψε μια μελέτη για τον Σέξτο Εμπειρικό. Ποτέ δεν την έδειξε σε κανέναν. Τον τρόμαζε η αυτοπεποίθηση των περισσοτέρων και φοβόταν πως οι συγχωριανοί του θα τον περνούσαν για φιλόδοξο, αν έμπλεκε με πανεπιστήμια και τέτοια. Και στο φινάλε, τι είχε να πει που δεν το είχαν ήδη πει οι παλιοί; Το μόνο που χρειάζεται είναι να πάρει και να τους διαβάσει κανείς. Μέχρι που «βαρέθηκε και την φιλοσοφία και τον Σακκά», που λέει και ο ποιητής.
Του άρεσε όμως η διδασκαλία. Να είναι μαζί με παιδιά, να συζητάει μαζί τους μαθηματικά προβλήματα και να μπλέκει με αυτά ιστορίες. Μερικές φορές μάζευε εκείνους τους μαθητές που συμπαθούσε (τον «θίασό» του, όπως έλεγε) και ανεβαίναν στα Λευκά Όρη για περιήγηση και μετά για φαγητό στην ίδια πάντα ταβέρνα, για σφακιανή πίτα. Ένας μάλιστα τόσο ενθουσιάστηκε με μια εργασία για τα «Στοιχεία» του Ευκλείδη, που αποφάσισε να σπουδάσει μαθηματικά. Τώρα είναι στο Παρίσι μεταπτυχιακός φοιτητής και ακόμα του γράφει. Μια κάρτα του με τον Πύργο του Άιφελ την είχε κολλήσει στο ψυγείο.
Για την πρώτη βραδιά που κοιμηθήκαμε μαζί είχε στρώσει κάτι ωραία λινά σεντόνια× τα «γαμπριάτικα», έλεγε ειρωνικά. Δεν μιλήσαμε πολύ. Μόνο οι ανάσες μας ακούγονταν και τα τριζόνια απ’ τα ανοιχτά παράθυρα. Ζεστή και ποιητική η νύχτα. Το επόμενο πρωί όταν ξύπνησα είχε ήδη βγει στην αυλή και έπινε τον καφέ του. Του άρεσε αυτή η ώρα περισσότερο από κάθε άλλη. Ήταν κατάδική του. Ντράπηκα που τον διέκοψα× «Τι σκέφτεσαι;» ρώτησα. «Η ηδονή είναι αναγραμματισμός της οδύνης, μικρή μου» απάντησε. «Κάτσε, θα σου ψήσω καφέ.»
****
Διονυσία Μουζάκη
Τα στερνά Χριστούγεννα
Ζούσα στην αυλή του ηλικιωμένου ζευγαριού και το χειμώνα με τα πολλά κρύα με άφηναν να μπαίνω κι εγώ στο σπίτι μαζί τους. Το ζευγάρι τρεφόταν από τη «Βοήθεια στο Σπίτι», που φρόντιζε τους ευάλωτους ηλικιωμένους. Φυλούσαν όμως πάντα και για μένα ένα πιάτο φαγητό από ό,τι απέμενε. Μάλιστα κούρνιαζα συχνά στο κρεβάτι τους και κοιμόμουν κι εγώ εκεί τα μεσημέρια, γιατί έτσι ζεσταινόμασταν όλοι καλύτερα.
Ήταν Χριστούγεννα, λίγο πριν τις δύο το μεσημέρι, κι εγώ έτρεξα πάλι να χωθώ στη ζέστη μαζί τους. Ήταν γιορτή, όμως δεν είχαν σηκωθεί καθόλου από το κρεβάτι. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Αυτοί φαίνονταν ήδη κοιμισμένοι, κανείς από τους δύο τους δεν με χάιδεψε. Η γυναίκα δεν μου μίλησε ούτε μου τραγούδησε όπως συνήθως. Άρχισα πρώτα να τους ταρακουνάω με τα μπροστινά μου πόδια, πότε τον έναν, πότε τον άλλον. Καμία αντίδραση. Έπειτα βάλθηκα να χοροπηδάω κυκλικά γύρω γύρω από το κρεβάτι. Μάταια όμως. Ύστερα ανέβηκα στο κομοδίνο τους και προσπάθησα να τους ξυπνήσω ρίχνοντας ένα ένα τα κουτιά των χαπιών που ήταν σκόρπια εκεί, αλλά τίποτα. Γιατί δεν ξυπνούσαν να γιορτάσουν κι αυτοί;
Βγήκα έξω από το υπνοδωμάτιο, ανέβηκα στον πάγκο της κουζίνας και έπειτα πήδησα προς το διάδρομο του σπιτιού. Θέλησα να το πω στην όμορφη κοινωνική λειτουργό με τα μαύρα μακριά μαλλιά που μόλις είχε έρθει για επίσκεψη. Είχε προβάλει από την είσοδο και τους καλούσε με το όνομά τους ευχόμενη «Καλά Χριστούγεννα». Δεν με άκουσε παρά με προσπέρασε χαμογελώντας και τους ξαναφώναξε να βγουν στο διάδρομο. Ο βοηθός που ήταν μαζί της, ένας νεαρός γύρω στα είκοσι δύο λίγο βαριεστημένος, την κοίταξε απορημένος. Τι είχε συμβεί και δεν ξυπνούσαν; Άκουσα τον βοηθό να λέει στην κοπέλα: «Λες, Μαρία…;». Η Μαρία δεν απάντησε και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο. Την είδα πολύ ανήσυχη. Ακολούθησε ο βοηθός με την ίδια απορία στο βλέμμα. Η Μαρία τούς αντίκρισε εμφανώς ταραγμένη κι έπιασε να μουρμουρίζει σιγανά. Άρχισε ξαφνικά να τους ταρακουνά από τους ώμους μανιωδώς. Έπειτα, μέτρησε το σφυγμό και των δυο και είπε στον βοηθό: «Είχες δίκιο». Ο νεαρός έσκυψε το κεφάλι και η βαριεστιμάρα του μετατράπηκε αίφνης σε θλίψη. Κάλεσαν έπειτα το ΕΚΑΒ και ήρθαν και τους πήραν. Ήρθαν κι άλλοι άνθρωποι με μπλε στολές που εξέταζαν γύρω γύρω το σπίτι. Τα παρατηρούσα όλα αυτά από το παράθυρο της κουζίνας, όπου είχα σταθεί κυριολεκτικά «χαζεύοντας».
Αλήθεια ήταν ότι τον τελευταίο μήνα τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Η γυναίκα δεν ασχολούνταν με τη φροντίδα του σπιτιού, κυκλοφορούσαν παντού σκουλήκια· είχε δε σκελετωθεί τόσο, ώστε να δυσκολεύεται ακόμη και να σιτισθεί. Έβαζε σε εμένα μεγάλες ποσότητες από το φαγητό που απέμενε και έτρωγα καλά. Εκείνη ανέπνεε με μεγάλη δυσκολία, το ίδιο και ο άνδρας, ο οποίος πάντως είχε καλύτερη διάθεση. Ο άνδρας ήξερε ότι θα πεθάνει, τον είχα ακούσει να της το λέει. «Θα φύγουμε, κυρά μου, το νιώθω, τουλάχιστον ας φύγουμε μαζί». Όμως ούτε λόγος να πάνε νοσοκομείο. Το σπίτι ειδικά η γυναίκα το αγαπούσε, ξέρω ότι δεν θα το άφηνε για το νοσοκομείο, όπως και δεν το είχε αφήσει για κάποιο γηροκομείο, παρά τις αρχικές πιέσεις των εργαζομένων του προγράμματος να τους πάνε και τους δύο σε μια μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων. Δεν δεχόταν να πάει ούτε στο Νοσοκομείο Καναλίων, όπου είχε βρεθεί γι’ αυτούς ένα κρεβάτι. «Αν είναι να φύγουμε, ας φύγουμε από εδώ, το σπίτι μας», είχα κρυφακούσει να λέει στον άνδρα. Θυμάμαι ότι έκλαιγε και με είχε αγκαλιά, όταν είχαν έρθει να την πάρουν.
Μετά από αυτό, εγώ δεν μπορούσα να μείνω άλλο σε εκείνο το σπίτι. Είχε χαθεί και κάθε ζεστασιά. Βρήκα λοιπόν νέους ιδιοκτήτες πιο κάτω, οι οποίοι ήταν θλιμμένοι, όπως κι όλο το χωριό, με το περιστατικό. Ήταν στενοχωρημένοι από το γεγονός ότι δεν έκαναν τίποτα για να βοηθήσουν το ηλικιωμένο ζευγάρι, καθώς αυτό ήταν τελείως αποκομμένο κοινωνικά. Εξάλλου, κι αν ακόμη τους πήγαιναν στο νοσοκομείο, δεν ήταν βέβαιο ότι θα ζούσαν, αφού είχαν «αποφασίσει» να φύγουν. Ύστερα πάλι έτσι θέλησε το ζευγάρι, να φύγει αποκομμένο, όπως έζησε· αλλά να φύγουν κι οι δυο μαζί και να τους βρει ο θάνατος στην πολυαγαπημένη τους και τόσο ζεστή και για εμένα κάμαρη.
****
Χριστίνα Φριλίγκου
Ο κύριος Κρίνος
Ο μάστορας ήταν ένας κοντόχοντρος άντρας με μεγάλα χέρια και γελαστά, ευγενικά μάτια. Tα φαινόμενα απατούσαν στην περίπτωσή του, ήταν στριμμένο άντερο. Το αχανές εργαστήριο στο υπόγειο το είχε τσιφλίκι του κι όποτε δεν χτυπούσε σαντιγές και κρέμες, μας κυνηγούσε κι έβριζε σαν ναύτης. «Το κέρατό σας, κωλόπαιδα, τσακιστείτε να μου κατεβάσετε τα βούτυρα, μην σας αλλάξω τον αδόξαστο!»
Θα ήταν υπερβολή να πω ότι με συμπαθούσε, ίσως απλά να με αντιπαθούσε λιγότερο από τους άλλους. Την πρώτη φορά που πήγα στο εργαστήριο, πέρασα ώρες να αλείφω τσουρέκια με χτυπημένο αυγό και ζάχαρη, μέχρι που πόνεσε ο καρπός μου. Όταν επιτέλους τελείωσα, πέρασε, έριξε μια πεταχτή ματιά στους πάγκους μου και μούγκρισε στο κενό. Την επόμενη έστειλε να με ξαναφωνάξουν. Από τότε κάθε πρωί μετά τις καθαριότητες, μέχρι να σφίξει η δουλειά στη σάλα, περνούσα δυο-τρεις ώρες τουλάχιστον στο υπόγειο, να αδειάζω σακιά αλεύρι ίσα με το μπόι μου και να ανοίγω φύλλα μεγάλα σαν σεντόνια.
Μια μέρα, κάνα χρόνο αφότου είχα ξεκινήσει, τον πέτυχα να ανακατεύει μέλι κι εκχύλισμα αρμπαρόριζας. Είχα μόλις τελειώσει τη δουλειά και ετοιμαζόμουν να βγάλω την ποδιά μου. «Πού ’σαι, τζιμάνι... Άσε την ποδιά και τράβα στο καζάνι να με περιμένεις». Στάθηκα και τον κοίταξα. «Θα κόψουμε λουκουμάδες» μου είπε ξερά κι έσκυψε το κεφάλι πάλι στη λεκάνη με το σιρόπι.
Βουτυρόπαιδο και τσιράκι του μάστορα με έλεγαν με ανάμικτη λύπηση και ζήλια οι κοπέλες και οι άλλοι σερβιτόροι. Δεν με απασχολούσε, εγώ είχα άλλο μέτωπο ανοιχτό, με τους λουκουμάδες. Το ζυμάρι του λουκουμά ήταν βάσανο, δεν έμοιαζε με τα άλλα που είχα μάθει να δουλεύω. Άφριζε, έτρεχε, ήταν τόσο υδαρό που να μην μπορείς να το πιάσεις στα χέρια σου να το πλάσεις. Κολλούσε όπου ακουμπούσε -στα δάχτυλα, στην ποδιά μου, στις τρίχες που φούντωναν μέχρι τους αγκώνες μου- και δεν έβγαινε παρά μόνο με τρίψιμο με καυτό νερό. Μου πήρε βδομάδες να μάθω να το κουμαντάρω. Μήνες μέχρι να καταφέρω να πιάνω λίγο-λίγο στη χούφτα μου και να το πετάω με τα δάχτυλα όπως ο μάστορας στο καυτό λάδι, που πιτσιλούσε ανελέητα άμα έκανες άγαρμπη κίνηση. Σιγά-σιγά συνήθισε ο αντίχειράς μου να κάνει τη στροφή για να βγει ο λουκουμάς ολοστρόγγυλος σαν κουλούρα, με τέλεια τρύπα στη μέση. Τα βράδια έβλεπα στον ύπνο μου ότι πνιγόμουν σε μια αχανή λεκάνη από ζυμάρι, με φούσκες σαν ηφαίστεια.
«Όχι έτσι σου είπα, χαϊβάνι, δεν βλέπεις που σου βγαίνουν ψωμένιοι, δεν τρώγονται αυτά τα σκατά!» μου πέταξε με αηδία όλη την τελευταία μου τηγανιά μια φορά ο μάστορας. «Ο λουκουμάς πρέπει να είναι ελαφρύς, τραγανός, άδειος από μέσα, πώς να σ’ το πω να το καταλάβεις!» με έσπρωξε παίρνοντας τη θέση μου μπροστά στη λεκάνη. Αν και ήταν παντρεμένος με παιδιά, όρκο έπαιρνα ότι ο μάστορας μόνο τους λουκουμάδες του αγαπούσε αληθινά.
Το χειρότερο απ’ όλα ήταν η τηγανίλα. Ο απορροφητήρας πάνω από το καζάνι προστάτευε μόνο τον τριγύρω χώρο. Όποιος στεκόταν ανάμεσα στο καζάνι και τον απορροφητήρα ήταν καταδικασμένος. Οι αναθυμιάσεις αναμιγνύονταν με τον ιδρώτα μου και πότιζαν κάθε πόρο του δέρματός μου, κάθε τρίχα του κεφαλιού μου. Το απόγευμα στο νυχτερινό κανείς δεν τολμούσε να κάτσει δίπλα μου από τη βρόμα, όχι πως οι μικροί από τα χασάπικα και τα ψαράδικα μύριζαν καλύτερα. Όταν έφτανα το βράδυ στο σπίτι, έβαζα και νιβόμουν με πράσινο σαπούνι, τρίβοντας με μανία τα σγουρά μου μαλλιά. Η μάνα μου απέξω φώναζε ότι θα μου έπεφταν μια ώρα αρχύτερα, αλλά δεν άντεχα να πέσω στο κρεβάτι με την τηγανίλα.
Η παραμονή των Χριστούγεννων του ’76 ήταν η δεύτερη που περνούσα στο μαγαζί. Είχα κλείσει οχτάωρο να κόβω λουκουμάδες -όλοι κάναν υπερωρίες κι ο μάστορας έτρεχε και δεν έφτανε με τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες- όταν ένιωσα κάποιον να στέκεται πίσω από το καζάνι και να με κοιτάει. Σταμάτησα μια στιγμή να αναποδογυρίζω με το ξύλινο ραβδί τα στρογγυλά ζυμάρια και γύρισα να κοιτάξω. Ήταν ο κύριος Κρίνος. «Μαθαίνεις γρήγορα, Χατζή» μου είπε και με τα μάτια του έδειξε το πανί που φορούσα στο μπράτσο μου πάνω από τη στολή. «Συλλυπητήρια για την αδερφή σου». Ένα δάκρυ έτρεξε από τα μάτια μου μες στο καυτό λάδι. Μέτρησα από μέσα μου μέχρι το δέκα και μετά έβαλα να ψαρεύω με την τρυπητή τους λουκουμάδες που είχαν αρχίσει να ροδίζουν.
***