Φθινόπωρο 2021

Φθινόπωρο 2021

Εισαγωγικό σημείωμα

Η γενέθλια κάμαρα του μυθιστορήματος είναι το υποκείμενο στη μοναξιά του, γράφει προπολεμικά ο Μπένγιαμιν, ενώ ο Ρίλκε συμβουλεύει ως εξής τον φέρελπι νεαρό ποιητή με τον οποίο αλληλογραφεί στις αρχές του 20ού αιώνα: Ένα και μόνο μάς είναι απαραίτητο: η Μοναξιά, η μεγάλη εσώτερη Μοναξιά. Να βυθίζεσαι στον εαυτό σου και, ώρες ολόκληρες, να μην ανταμώνεις εκεί κανέναν.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν διαδικτυακά μαθήματα Δημιουργικής Γραφής για τον συγκεκριμένο λόγο: κλεισμένοι στο σπίτι τους, μόνοι μπροστά στον υπολογιστή τους και μακριά από αδιάκριτα βλέμματα παλεύουν με αυτό που ο κάθε συγγραφέας παλεύει κάτω από συνθήκες παρόμοιες.

Τα κείμενα που παρατίθενται στη συνέχεια δεν γεννήθηκαν μονομιάς. Είναι το αποτέλεσμα των συστηματικών και επίπονων προσπαθειών που κατέβαλαν οι συγγραφείς τους κατά τη διάρκεια των δέκα διαδικτυακών μαθημάτων μας. Η θεματική τους ποικίλλει, όπως βεβαίως και το ύφος, η γλώσσα, η τεχνοτροπία τους. Ορισμένα αποτελούν αποσπάσματα ευρύτερων σε έκταση κειμένων, ενώ άλλα είναι αυτοτελή. Όλα ωστόσο προέκυψαν μέσα από τις ασκήσεις στις οποίες κλήθηκαν οι ασκούμενοι να ανταποκριθούν στο πλαίσιο του σεμιναρίου. Πολλοί από όσους συμμετείχαν δεν θέλησαν να εκθέσουν ακόμη δείγμα της δουλειάς τους. Εμείς όμως, έχοντας ήδη γευτεί τη μεγάλη χαρά από τα βιβλία προηγούμενων συμμετεχόντων στο σεμινάριο που κυκλοφορούν, είμαστε σίγουροι ότι θα εξακολουθήσουμε να τη γευόμαστε τακτικά, είτε οι μελλοντικοί –σήμερα– συγγραφείς διστάζουν προς το παρόν να μας την προσφέρουν είτε όχι.

Καλά διαβάσματα και γραψίματα λοιπόν!

Κώστας Καβανόζης

 

Γεωργία Πατσουράκη

Η γνωριμία με την πριγκίπισσα Ιουλία

Ήταν φωτογράφος. Ήταν εικαστικός, ποιητής, γλύπτης. Αλλά πρωτίστως φωτογράφος. Λάτρευε τις πλουμιστές και ζαχαρένιες κυρίες. Μπαμπάτσικες και ζουμερές, όπως του άρεσε να τις λέει. Τις φωτογράφιζε με κάθε ευκαιρία.

         Τα ζεστά απογεύματα έβαζε την κουστουμιά του και κατέβαινε για την καθιερωμένη βόλτα στην παραλία. Εκεί έβλεπε κόσμο και κοσμάκη. Άλλαζε κουβέντες πολλές με τους γνωστούς, ενώ στους αγνώστους έσκαγε λίγο χαμόγελο και ίσα που ανασήκωνε το καπέλο.

         Κύριε Καρνέζη, πώς είστε; Μας λείψατε πολύ χθες στο πάρτι, κοντοστάθηκε μια περαστική να του πιάσει ψιλή κουβέντα. Τα μάτια της έβγαζαν σπίθες.

         Καλησπέρα σας, δεσποινίς. Α, έτσι; Λυπούμαι ιδιαίτερα, μα μου ήταν αδύνατον να παρευρεθώ στη χθεσινή μάζωξη, της είπε σκύβοντας να φιλήσει το αρωματισμένο χέρι  μτης.

         Και απόψε τι κάνετε; ρώτησε εκείνη με μάγουλα σαν παντζάρια. Και πριν προλάβει να πάρει απάντηση, συνέχισε: Μα ελάτε, καλέ κύριε Καρνέζη!

         Γέλασε γρήγορα και δυνατά για κάποια δευτερόλεπτα, καθώς το χέρι της ακουμπούσε το στήθος του. Τώρα μιλούσε αργά και με φωνή που έμοιαζε ευάλωτη: Απόψε είναι το ετήσιο δείπνο στο κτήμα του Διοικητή. Θα σε περιμένω στον κήπο. Πλάι στις ροζ βερικοκιές. Στις εννιάμισι.

Γιάννης Σταυρόπουλος

Εδώ που φτάσαμε…

- Εδώ που φτάσαμε, στο τελευταίο μας σπίτι, γέροι πια. Μακριά από τ’ όνειρο, κοντά στη γη. Κανείς δεν θα ’ρχεται. Στους φίλους μας σαν δείξαμε το αίμα, αλλάξανε το θέμα βιαστικά. Κι απομακρύνθηκαν μέχρι τον τελευταίο. Κλείσαν όλα τα παράθυρα και σταθήκαμε σαν βρικόλακες στις γωνίες. Περιμένοντας τον πάσσαλο να χλατσωθεί στην καρδιά μας. Για μια στιγμή θα παίξει το γνωστό φιλμάκι. Κι εμείς θα σκύψουμε μήπως και δούμε τον εαυτό μας. Παρισινά σκιάχτρα να φυλάνε το κρεβάτι, τους τοίχους που σάπισαν και το σύνθετο με τις φωτογραφίες. Θυμάσαι, αγάπη μου; Κάπου εκεί. Ήμασταν νέοι, σχεδόν παιδιά. Με κράτησες στην αγκαλιά σου. Οι ανάσες μας ακουμπούσαν. Κάτι ψιθύρισες. Θυμάσαι; Θόλωσε η κορνίζα και τίποτα δεν μας κάνει νόημα.

         Η κρεβατοκάμαρα βάρυνε. Το τζάκι ξέρασε τις στάχτες του στο χαλί βρομίζοντας εμετό τον αέρα. Εγώ ξεκίνησα να πίνω. Καθισμένος στην πολυθρόνα με τα τριμμένα μπράτσα δίπλα στη φωτιά. Παραμιλούσα μέσα στην τρέλα μου και σε κοιτούσα να λιώνεις στα μαξιλάρια. Συνέχιζα να σε φροντίζω. Φορώντας τα ίδια ρούχα για μέρες, για βδομάδες, ποιος χέστηκε. Κι έπινα λίγο λίγο την ντροπή μου. Μέχρι που εμφανίστηκαν σκιές, κατσαρίδες χύθηκαν απ’ τις τρύπες και πλημμύρισαν τα κούφια έπιπλα. Κλατς! Κλατς! Μασουλάνε από το δίσκο με το φαγητό και κουβαλούν τα ψίχουλα στην πλάτη. Φωλιάζουν κάτω από το στρώμα και το βράδυ βγαίνουν για να κοιμηθούνε μαζί σου. Και τις διώχνω για να μη σε δαγκώνουν. Και τις μισώ γιατί σε αγαπούνε πιο πολύ.

- Σε έβλεπα κάθε μέρα να ανοίγεις κι άλλο μπουκάλι. Να κοιτάς το κενό κι αυτό να κοιτάει εσένα. Να λιώνεις μπροστά στο τζάκι απέναντί μου. Να πίνεις για να χάσεις τον εαυτό σου. Εγώ έσβησα πρώτη. Σκελετωμένη από την πείνα και τα χάπια, φορώντας τη νυχτικιά μου σαν φόρεμα κι ένα κοκαλάκι στα μαλλιά. Εσύ διάλεξες να μείνεις δίπλα στο σώμα μου. Μέχρι που κακοφόρμισε το δέρμα του και άνοιξε σαν τις σανίδες. Κι έγινα πρώτο γεύμα για τα σκουλήκια. Μετά από λίγο έσβησες κι εσύ. Ξάπλωσες δίπλα μου να με νανουρίσεις, όπως κάθε βράδυ. Και κοιμήθηκες.

         Εδώ που φτάσαμε, στο τελευταίο μας σπίτι, είμαστε πάλι νέοι, σχεδόν παιδιά. Μην ντρέπεσαι άλλο. Παίζει ξανά το πρώτο μας τραγούδι. Χορεύουμε, αγάπη μου; Πιάσε το χέρι μου. Πέρνα τα χέρια σου γύρω απ’ τη μέση μου και φίλησέ με. Χορεύουμε. Σε κρατώ στην αγκαλιά μου. Οι ανάσες μας ακουμπούν. Σου ψιθυρίζω. Τι κι αν χολή και θάνατο μας έφερε η ζωή μας. Τα κατεβάσαμε μαζί και κάποιο νόημα θα ’χε.

Δώρα Ραυτογιάννη

Ρέκβιεμ

Πάνω, κάτω το ταβάνι. Ζαλίζομαι. Κλείνω τα μάτια. Το λίκνισμα της πολυθρόνας με καθησυχάζει. Σαν την αγκαλιά της μάνας. Εκείνες κουβαλούσαν τα μωρά με τα στήθια γυμνά και τις κοιλιές φορτωμένες. «Μη φοβάσαι» τους έλεγαν «λίγο ακόμα, μην κλαις».

         Η βελόνα ισορροπεί στις ράγες του δίσκου. «Ο θάνατος δεν ήταν εχθρός μας» ψάλλει η χορωδία. Εμείς περιγελούσαμε τον θάνατο όταν κάναμε τους μάγκες με τον νούμερο δύο του σχηματισμού έχοντας από κάτω μονάχα κάτι παμπάλαια αντιαεροπορικά. Με ενθουσίαζε το τραγουδιστό κρεσέντο των μηχανών όταν κορύφωνε στον ανοδικό ελιγμό πριν από τη σκόπευση, για να πέσει σε χαμηλότερες συχνότητες αμέσως μετά το τράνταγμα στο πάτημα του κουμπιού άφεσης κατά τον τελευταίο καθοδικό ελιγμό διαφυγής από την περιοχή του εχθρού. Έσφιγγα τη μανέτα και το χειριστήριο και κρατούσα τον κόσμο όλο στα χέρια μου. Κάτω και πίσω μου καπνός υπόκωφος παντού, δε βλέπω τίποτα. Τρομπέτες θριάμβου.

         Πάνω, κάτω, επιπλέω. Το ρεύμα με πάει στην ακτή. Είναι η ίδια ακτή που κάποτε τοποθετούσα στο σκοπευτικό. Ουρλιαχτά και «μη φοβάσαι, να η θάλασσα, κρατήσου». Μπροστά μου ολοζώντανη μια μάνα άψυχη, δεν πρόλαβε, την έκαψε ο φωσφόρος, μα δεν άφησε το χέρι του παιδιού και το ’συρε ως το νερό, μήπως και το λυπηθεί καμιά γοργόνα και της το ταΐσει αχιβάδες. Πιάνω το μικρό χέρι του με την μπλε ζακέτα και προχωράω σκοντάφτοντας «μη φοβάσαι, θα τη βρούμε». Ο ήλιος κι η σκόνη μπαίνουν στα μάτια μου. Μπλε μαρέν. Σκισμένα φορέματα, σκισμένα κορμιά. Το αίμα ενώνεται με την αγωνία στον αέρα και τα άντερά μου αναστατώνονται. Η γκρανκάσα γροθιά στο στομάχι, πάλι, πάλι.

         Πριν σε βρει ο θάνατος νομίζεις πως αφορά μόνο τους άλλους. Στη γη του Δαυίδ όμως οι πιθανότητες να σε βρει πρόωρα είναι σημαντικά αυξημένες. Είχαν φύγει νωρίς το πρωί για την αγορά, δεν τις σταμάτησα. Προχωράω. Μπλε μαρέν φορούσε κι αυτή, το θυμάμαι. Τα παιδικά χέρια είναι όλα ίδια, νομίζουν ότι εσύ ξέρεις και σου αφήνονται. Το χαϊδεύω με τον αντίχειρα, δεν αντιδρά. Κάτι διακρίνω μέσα στον ορυμαγδό. Επιταχύνω, κι άλλα σώματα, πέφτω πάνω τους. Παύση ολόκληρου.

         Ναι, μπλε μαρέν, είναι αυτή κι ας μη μοιάζει. Σφιχταγκαλιασμένη στο λαιμό της μητέρας. Μια μάνα δεν αφήνει ποτέ το παιδί της μόνο στον θάνατο. Δυο βρόμικες κούκλες αγκαλιασμένες, οι δικές μου κούκλες. Τα μάτια μου θα μείνουν εδώ για πάντα. Αφήνω το χέρι δίπλα της να παίξουν παρέα, ταιριάζουν τα δυο τους μπλε. Λακριμόζα.

         Το ταβάνι σταμάτησε να πηγαινοέρχεται. Γιατί δεν τις σταμάτησα τότε; Τώρα θα ήταν εδώ να γεμίζουν με τις φωνές τους το σπίτι μας. Το Πολεμικό Ρέκβιεμ* συνεχίζει επίμονα. Ακούω άδειος από ανάσα. Όλα έχουν ειπωθεί κι ας μην υπάρχουν δυο όμοια πράγματα στον κόσμο. Ό,τι έδωσα πήρα πίσω. Αναπολώ τη μυρωδιά τους. Τριαντάφυλλο και πούδρα, γάλα και ψωμί. Τις ρουφάω μέσα μου. Νεκρώνομαι μαζί τους. Φινάλε.

*War Requiem, του Benjamin Britten. Αντιπολεμικό έργο που γράφτηκε στη μνήμη φίλων του συνθέτη που σκοτώθηκαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πρώτη εκτέλεση πραγματοποιήθηκε το 1962 στον Καθεδρικό του Κόβεντρι μετά την αναστήλωσή του από την σχεδόν ολοσχερή καταστροφή που είχε υποστεί από τους βομβαρδισμούς.

Ποθητός Μπάικας

Ξένοι

«Ώστε θαυμάζεις τον πατέρα μου και θα ’θελες να κάνεις δουλειές μαζί του. Εσύ είσαι ο οικονομολόγος, μάλλον ξέρεις καλύτερα, αλλά άκου πρώτα μια ιστορία.

         Πριν από είκοσι χρόνια κάποιοι ξένοι, κι όταν λέμε ξένοι εννοούμε όχι ντόπιοι, ήρθαν στο χωριό. Ο Βασίλης κι η γυναίκα του η Γκρέτα. Μετανάστης χρόνια στη Γερμανία ο Βασίλης, εκεί τη γνώρισε. Κάποια στιγμή μάζεψε τις οικονομίες του από τη φάρμα που δούλευε, έβαλε κι εκείνη ό,τι είχε κι ήρθαν εδώ για να στήσουν ένα χοιροτροφείο. Αγόρασαν από τους κληρονόμους ενός παππού ένα σπίτι και μια χέρσα έκταση σε μια πλαγιά· βελανιδιές και πουρνάρια ολούθε - ιδανικό μέρος.

         Καλόκαρδοι άνθρωποι, μιλούσαν με όλους. Η Γκρέτα, που μιλούσε ελληνικά, με προφορά αλλά σωστά ελληνικά, με είχε ξεχωρίσει. Πήγαινα σπίτι της, μου έδειχνε πίνακες ζωγραφικής σ’ εκείνα τα τεράστια βιβλία με το ιλουστρασιόν χαρτί, μου έπαιζε κιθάρα - γλυκές, κλασικές μελωδίες. Θαμπωνόμουν, άνοιγε η ψυχή μου. Δεκατριών χρονών χαϊβανάκι ήμουν, άσχημη και ντροπαλή - κανείς ως τότε δε μου είχε δώσει σημασία.  Κατάλαβε πόσο μου άρεσε το διάβασμα, μου δάνειζε βιβλία, μου χάρισε και κάποια· καλά, σύγχρονα βιβλία, όχι σαν τις σκωροφαγωμένες παλιατζούρες του κατηχητικού. Κι εγώ έπρεπε να τα κρύβω, γιατί η μάνα μου, η αρχοντοκυράτσα της τρίτης δημοτικού, τα θεωρούσε διεφθαρμένα και τη Γκρέτα φαντασμένη. Μες την κοριτσίστική μου αφέλεια, νόμιζα ότι τουλάχιστον ο πατέρας μου συμπαθούσε τον Βασίλη. Όσο στηνόταν το χοιροτροφείο, όλο εκεί τριγύριζε και ρωτούσε, πού και πού τον ψευτοσυμβούλευε κιόλας. Στο καφενείο ήταν ο μόνος που τον κερνούσε, αλλά στο σπίτι μας δεν τους κάλεσε. Κανένας δεν τους κάλεσε ποτέ.

         Ο Βασίλης έδινε καλά μεροκάματα, δούλεψαν κι από εμάς κι από διπλανά χωριά για να χτιστεί το χοιροτροφείο και να επιδιορθωθεί το σπίτι. Πίσω από την πλάτη του τον χλεύαζαν: ήρθαν από του διαόλου τη μάνα να μας δείξουν αυτοί πώς εκτρέφονται τα ζώα... Τα γέλια τούς κόπηκαν δύο χρόνια μετά. Διότι οι ξένοι είχαν σύστημα. Είχαν φέρει τις κατάλληλες ράτσες, σωστές ζωοτροφές. Το κοπάδι τους αυξανόταν. Περισσότερο κρέας, καλύτερη ποιότητα. Οι χονδρέμποροι προτιμούσαν τα ζώα του και παζάρευαν σε χαμηλότερες τιμές αυτά των ντόπιων. Οι τελευταίοι προσπάθησαν να έρθουν σε συνεννόηση μαζί τους, έριξαν τις τιμές, έκαναν τα πάντα για να τον αποκλείσουν, να τον αναγκάσουν να φύγει. Αυτός βρήκε άλλους αγοραστές.

         Ώσπου μια μέρα τού ήρθε επιτόπιος έλεγχος από το υπουργείο. Καταγγελία. Βρέθηκε ένα άρρωστο ζώο. Ο Βασίλης χτυπιόταν πως το ζώο δεν ήταν δικό του, ότι μπορούσε να τ' αποδείξει μιας κι ανήκε σ' άλλη ράτσα από εκείνα που εξέτρεφε. Δεν άκουγαν τίποτα, του επέβαλαν να θανατώσει όλα τα ζώα. Λογικά αυτό αρκούσε, σωστά; Μόνο που οι αγαπητοί μου συγχωριανοί δεν το είδαν έτσι. Με την ανακοίνωση της απόφασης στο χωριό ξέσπασε σούσουρο για την επιδημία που θα προκαλούσαν τα ζώα του ξένου και το ίδιο βράδυ, κατά τις δύο τα ξημερώματα, το χοιροστάσιό του έπιασε φωτιά. Οι χωριανοί τρέξανε με τσάπες και κουβάδες· περιμετρικά, προκειμένου να μην επεκταθεί η φωτιά… Από τι ξέσπασε; Ποιος ξέρει... Ο Βασίλης κι η Γκρέτα έφυγαν. Έκλαιγα για εβδομάδες. Αλλά ο μπαμπάκας μου, που είχε κομπόδεμα, είχε μάθει πώς εκτρέφονταν τα γουρούνια. Έφτιαξε πρώτος πρώτος το σύγχρονο χοιροτροφείο του κι οι υπόλοιποι σιγά σιγά ακολούθησαν.

         Η φυσική τάξη αποκαταστάθηκε. Μη με κοιτάς έτσι, αυτό είναι το φυσικό εδώ και ποιοι είμαστε εσύ κι εγώ που θα το αμφισβητήσουμε; Ο Βασίλης κι η Γκρέτα ήταν ένοχοι. Η άγνοια, η αφέλειά τους, δεν τους απαλλάσσει. Διότι εδώ ο νόμος είναι σαφής: με το ψωμί του χωριάτη, ειδικά του αγρότη, δεν παίζεις. Τον αγρότη τον στέλνουν από μικρό παιδάκι στο χωράφι, ένα ζευγάρι χέρια που αξίζει λιγότερο κι από βόδι, γι’ αυτό και σαν βόδι τού φέρονται. Κι όταν μεγαλώσει δεν ξέρει άλλο να κάνει, ούτε αλλού να πάει - θα παλέψει με νύχια και με δόντια να επιβιώσει. Στους φτωχούς τόπους δίνεις, δεν παίρνεις. Κι αυτοί οι ξένοι, που ήρθαν για να πάρουν, στο τέλος υποχρεώθηκαν να δώσουν και να φύγουν. Ο πατέρας μου έφτιαξε το χοιροτροφείο κι εγώ, με την Γκρέτα και τα βιβλία της στην καρδιά μου, πάλεψα κι έγινα φιλόλογος. Όλα σωστά λοιπόν. Πήραμε.

         Αυτοί είναι οι χωριάτες με τους οποίους θέλεις να κάνεις μπίζνες».

Σπύρος Ε. Κρόκος

[Νεκρόδειπνο στη Σκιά μιας Μπελαντόνας]

Νιώθει ξαφνικά το στόμα του ξερό, τον λαιμό του να καίει και τις ανάσες του να μην αρκούν για να γεμίσουν τα πνευμόνια του. Γύρω του όλα θολώνουν. Πανικοβάλλεται. Δοκιμάζει να σηκωθεί. Στέκεται με δυσκολία όρθιος και κινείται προς τις φωνές που ακούει λίγο πιο πέρα. Ο πόνος στο στομάχι δυναμώνει, η καρδιά του χτυπάει έντονα και άρρυθμα. Ιδρώνει. Διπλώνει κρατώντας το στομάχι του.

         "Γαμημένα μούρα…" ψελλίζει.

         Πνίγεται… Ξερνάει με ένταση, φτύνοντας αίμα. Τα άκρα του μουδιάζουν. Παραπατάει. Σωριάζεται στο έδαφος.

         Στο σκοτάδι γύρω του, μια μικροσκοπική φωτεινή κουκίδα τον πλησιάζει μεγαλώνοντας όλο και περισσότερο, για να πάρει τελικά τη μορφή μιας οθόνης σινεμά, που σταθεροποιείται μπροστά του. Εκεί προβάλλεται η ίδια σκηνή ξανά και ξανά, χωρίς διακοπή. Βλέπει τον εαυτό του να ανασηκώνει τον μάλλινο γιακά του πολυκαιρισμένου ναυτικού του ημίπαλτου. Με τα δάχτυλα ψηλαφίζει τις ανάγλυφες άγκυρες των κουμπιών και τις ασφαλίζει στις ξεχειλωμένες τρύπες. Δρασκελίζει νευρικά πατώντας στα λασπόνερα της ασφάλτου, χωρίς να νοιάζεται να προφυλάξει το βρομερό του τζιν με τα λιωμένα μπατζάκια. Οι λάσπες ορμούν από την τεράστια τρύπα των διαλυμένων του παπουτσιών κατατρώγοντας τις σάρκες από τα δάχτυλα. Λίγο αργότερα σκοντάφτει στ' αποφάγια της κονσέρβας από το τελευταίο του γεύμα -μέρες πριν.

         Η εικόνα παγώνει. Σηκώνει τα βλέφαρα με δυσκολία. Σκόρπιες λέξεις και φράσεις φτάνουν στ' αυτιά του από την κοσμοσυρροή που κοντεύει να τον τρελάνει.

         "Πάει κι αυτός…"

         "Έλα, κλείνω… Κάτι έχει συμβεί…"

         "Πωπώ! Προχώρα, προχώρα, αγάπη μου, βρομάει και ζέχνει ο κακομοίρης. Μπλιάχ!"

         "Ρε φίλε, τα γένια του είναι λες και τα έχεις κολλήσει με logo".

         "Για να δω… Έλα, κόψε τις μαλακίες, δεν είναι αστείο".

         "Αφού γελάς κι εσύ, ρε μαλάκα! Στο μεταξύ είδες ότι όλοι κοιτάνε και κανένας δεν κάνει τίποτα; Περίμενε, ρε μαλάκα, μην τρέχεις!"

         "Κάντε στην άκρη! Στην άκρη, παρακαλώ! Ανοίξτε χώρο! Ανοίξτε να περάσει το φορείο!"

         Νιώθει το χέρι που προσπαθεί να τον αρπάξει από τ' αριστερό μπράτσο. Αισθάνεται την ύπαρξή του να τον εγκαταλείπει. Δεν έχει τη δύναμη να εμποδίσει το φευγιό της. Ούτε τη θέληση, ούτε το θάρρος. Ένα μισόγελο αποζητά χώρο. Μοιάζει να τον κερδίζει, μα τελικά μένει ανολοκλήρωτο και χάνει τη θέση του στο αμετάκλητο σκίτσο της θανατογραφίας. Ουρλιαχτά σειρήνων.

         Κλακέτα. Τελευταία σκηνή. Το πλήθος αραιώνει. Δυο μεθοκόποι βρίσκουν ανάπαυλα στα πεταμένα καφάσια, δίπλα από το αυτοσχέδιο κρεβάτι. Αρωματίζουν μερικά κομμάτια μπαγιάτικου ψωμιού βουτώντας τα σ' ένα καρτούτσο με κόκκινο κρασί και τ' αφήνουν να λιώσουν στο στόμα τους. Από πάνω τους κρέμονται τα σκουρόχρωμα μούρα μιας μπελαντόνας*.Λίγο αργότερα μια αγέλη αδέσποτων σκύλων ερίζει γύρω από τη σαπισμένη κονσέρβα. Τα κουρέλια και το κατουρημένο στρώμα κάτω από τη γέφυρα είναι δουλειά των πρωινών συνεργείων. Τότε που η μέρα ξανασυστήνεται με ιστορίες από τ' αζήτητα.

*Μπελαντόνα: Πόα με επιστημονική ονομασία Atropa Belladonna. Είναι δηλητηριώδης, με δράση από παραισθησιογόνα μέχρι και θανατηφόρα. Διαθέτει ωστόσο και θεραπευτικές ιδιότητες. Οφείλει το όνομά της στη Μοίρα Άτροπο, που ελέγχει το νήμα της ζωής των ανθρώπων.

Χρήστος Μπακοστέργιος

Τίμπερς

Οι δυο σκιώδεις φιγούρες καθόντουσαν αντικριστά μέσα στην αποπνικτική τουαλέτα. Τα λερωμένα πλακάκια δεν μπορούσαν πια να αντικατοπτρίσουν τίποτα από αυτούς.

         «Σειρά σου». H φωνή του κουκουλοφόρου δεν άφηνε καμία επιλογή στον συνομιλητή του. Καμία πιθανότητα διαφυγής από αυτό το τελευταίο κυνηγητό.

         «Δεν... δεν γνωρίζω αυτό το παιχνίδι. Δεν ξέρω τους κανόνες». Πίεσε με ακόμα περισσότερη δύναμη το αρκουδάκι πάνω στην κοιλιά του προσπαθώντας να σταματήσει τη ροή του αίματος. Ο πόνος. Ο πόνος ήτανε ο μόνος που τον όριζε και τον εξουσίαζε.

         Με το σκελετωμένο άκρο του ο συνομιλητής του έπιασε το πιόνι του βασιλιά στο χέρι του. «Άσχημο πράγμα ο πόλεμος, ε Μάρκο; Ο φόρτος εργασίας μου είναι φανερά πιο επιβαρυμένος τότε», είπε και ένα αμήχανο γέλιο βγήκε από τον κενό του θώρακα. «Μην νομίζεις πως έχω την πολυτέλεια να παίζω με όλους μια απολαυστική παρτίδα σκάκι».

         «Θα.. θα πεθάνω;»

         «Είχες στο μυαλό σου καμία άλλη κατάληξη;»

         «Δεν θέλω να πεθάνω. Σε παρακαλώ! Δεν το θέλω».

          «Θα σου έλεγα πως αν κέρδιζες αυτή την παρτίδα σκάκι θα σου χάριζα τη γλυκιά ζωή σου, όμως απ’ ό,τι βλέπω δεν έχεις ιδέα. Οπότε...»

         «Δεν θέλεις τίποτα;» τον ρώτησε και ένας βήχας που τον τάραξε ολόκληρο σαν τα τύμπανα του πολέμου έκανε ξαφνικά την εμφάνισή του. Πιτσιλιές από φρέσκο αίμα σκορπίστηκαν πάνω στη σκακιέρα. «Με συγχωρείς».

         «Θέλω το λούτρινο αρκουδάκι. Αν μου το προσφέρεις αυτό, τότε σου δίνω κι εγώ τον λόγο μου πως θα κάνεις πολύ καιρό να με ξαναδείς».

         Τα καστανά μάτια του Μάρκου άνοιξαν διάπλατα στο άκουσμα της νέας αυτής πρότασης. «Δεν... δεν μπορώ. Ο Τίμπερς είναι μαζί μου από πάντα. Δεν μπορώ να τον αποχωριστώ. Είναι τα πάντα για εμένα».

         «Ένα αντικείμενο είναι, Μάρκο. Όπως και να το δεις. Σου ζητάω ένα αντικείμενο (και σε κακή κατάσταση, μεταξύ μας) και ως αντάλλαγμα σου προσφέρω την ίδια σου τη ζωή. Γιατί δεν μπορείς να μου τον δώσεις;»

         Το δακρυσμένο βλέμμα του αντίκριζε αδύναμα την σκιώδη φιγούρα. Το γεμάτο σάλια και βλέννα στόμα του ξεχείλιζε τη στιγμή που ο πόνος είχε πια περάσει. Το «σύντομα» ήτανε πολύ λίγο για να προσδιορίσει τον επικείμενο χαμό του.

         «Δεν γνώρισα ποτέ την οικογένειά μου. Μεγάλωσα σε ένα ίδρυμα, όπου θεωρούσαν την ανθρώπινη ψυχή κάτι το αναλώσιμο. Στα πέντε μου βρήκα αυτό το παλιό ξεφτισμένο αντικείμενο, όπως λες κι εσύ».

         Μια παύση δημιουργήθηκε ανάμεσά τους ρίχνοντας την θερμοκρασία αισθητά. Ο Θάνατος συνέχιζε να τον παρακολουθεί σιωπηλός τη στιγμή που εκείνος προσπαθούσε να πει τις τελευταίες του φράσεις.

         «Θα μπορούσα να γίνω κακός, ξέρεις. Είχα όλες τις προοπτικές. Μόνο μίσος, εξευτελισμό και ταπείνωση είχα γνωρίσει στη ζωή μου. Και ύστερα με έστειλαν εδώ για να πεθάνω για το καλό της πατρίδας. Μιας πατρίδας που δεν πίστεψα ποτέ πως με λογάριασε για κάτι παραπάνω από μια σφαίρα».

         «Μάρκο απλά…»

         «Με ρώτησες πριν…» Λίγοι άνθρωποι έχουν το θάρρος να διακόπτουν τον ίδιο τον άρχοντα του Θανάτου. Από την άλλη όμως αυτοί που το κάνουν δε θα έχουν και τίποτα να χάσουν.

         «Με ρώτησες πριν γιατί δεν μπορώ να σ’ το δώσω. Δεν μπορώ και ούτε θα ήμουν ικανός να αποχωριστώ ποτέ τον Τίμπερς, γιατί με δίδαξε τι είναι αγάπη. Τι είναι συμπόνια και όμορφα συναισθήματα. Γιατί με κρατούσε ζεστό αμέτρητες κρύες νύχτες και ήτανε πάντα εκεί για να με ακούει και να με βοηθάει, τη στιγμή που κανείς άλλος δεν ήταν. Κι ας ξέρω πως όλα αυτά ήτανε τότε μέρος της φαντασίας μου».

         «Δεν θα μπορούσα να σ’ τον δώσω ποτέ, γιατί χωρίς εκείνον θα είχα λυγίσει. Θα ήμουνα πιθανότατα νεκρός ή, ακόμα χειρότερα, ο κακός σε μια ιστορία αγάπης».

         «Ρομαντικά το βλέπεις, Μάρκο. Με οποιονδήποτε άλλο στη θέση σου δεν θα έκανα καν αυτή τη συζήτηση. Θα είχε δεχτεί ήδη την πρότασή μου».

         «Ναι αλλά…» και το τελευταίο του χαμόγελο άφησε τα χείλη του να το ζωγραφίσουν στο πρόσωπο του, την ώρα που άγγιζε το κεφάλι του καλύτερου του φίλου «ήξερες πως του χρωστάω την ζωή μου. Έτσι δεν είναι;»

         «Ναι, Μάρκο, το ήξερα».

 

Χριστίνα Τσουκαλά

Προσοχή, εύθραυστον

Το αργό βήμα του ξεναγού και ο ήχος από τα πατήματα στα χαλάσματα έκαναν ακόμα και τις σκέψεις τους μονότονες. Ερείπια, απομεινάρια εκρήξεων, μαυρισμένα γυαλιά, ραγισμένες πορσελάνες και πιατικά ό,τι είχε απομείνει από μια πόλη που κάποτε έσφυζε από ζωή. Και αν κάπου κάπου κανένα χορταράκι βλάστανε, θα ’λεγες ότι έχανε τη φρεσκάδα του σε δευτερόλεπτα. Έτσι εύκολα επιβάλλονται η μαυρίλα και ο θάνατος σε ό,τι τα περιβάλλει.

            Η μυρωδιά του πολέμου παντού στον αέρα, κάθε κουβέντα φάνταζε ασήμαντη. Δίχως να το καταλάβουν, όλοι σκοτείνιασαν. Δεν είχαν ζήσει πόλεμο, δεν είχαν ακούσει τα πολυβόλα και τις κραυγές ούτε τις εκκωφαντικές σειρήνες στη μέση της νύχτας πριν από τα κλάματα. Μπορεί στις συνεντεύξεις, όπως αυτή του Τζαμίλ, του νεκροθάφτη στη Γάζα, να μην άνοιξε ρουθούνι, όμως τώρα ήταν μπροστά στα μάτια τους.

         Μονάχα αυτά τα ξύλα σε ετούτο τον λάκκο πέρα απ’ τα χαλάσματα έστεκαν όρθια. Ξύλινοι στύλοι από δω και από κει και μια πλάκα με ονόματα και αριθμούς. Αριθμοί τόσο μικροί που θαρρείς ότι μετρούσαν οτιδήποτε άλλο παρά την ηλικία των θυμάτων. Η σκόνη και ο ξερός αέρας που τους μαστίγωνε ήταν το μόνο που φανέρωνε πως ο χρόνος κυλούσε ακόμα.

         «Δεν έχουμε τέτοια στη χώρα μας» είπε η Τζέιν σε μια προσπάθεια να σβήσει την απορία που καθρεφτιζόταν στο πρόσωπο του ξεναγού.

         Μα εκείνος δεν απάντησε, μόνο μουρμούραγε στη γλώσσα του.

         «Δεν φταίμε εμείς, δεν ζητήσαμε να σκοτώσουν κανέναν» δικαιολογήθηκε ο Ντον.

         «Αν δεν ήσασταν εσείς και τα συμφέροντά σας, δεν θα είχα χάσει την πατρίδα μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου» ξεφώνισε με κάτι σπαρακτικό στη φωνή του. Μεμιάς το βλέμμα όλων καρφώθηκε στους δυο τελευταίους αριθμούς στη λίστα, το 8 και το 4. «Αυτό το χώμα» φώναξε υστερικά χτυπώντας τα πόδια του στο έδαφος και σηκώνοντας σκόνη «ποτίστηκε με αίμα αθώων για να ’ρχεστε εσείς και να το χαζεύετε!» Σιώπησε. Γύρισε ξανά μπροστά ψέλνοντας στα Αραβικά.

         Όλοι τον στραβοκοιτάξανε, το νομίζανε άδικο που τα ’βαλε μαζί τους, κρατούσανε όμως το βλέμμα χαμηλωμένο. Τώρα ξέρανε ότι αυτός ο τύπος, ο λίγο βρόμικος και αντιπαθητικός, είχε βιώσει όσα δεν τόλμαγαν εκείνοι ούτε να σκεφτούν. «Σταματάς ποτέ να νιώθεις ένοχος που ζεις άραγε; Οι γονείς που δεν έχουν πια παιδιά λέγονται γονείς;» σκεφτόντουσαν μα έμειναν βουβοί.

         Δεν θα έμενε για πολύ στο μυαλό τους βέβαια, αλλά η τραγωδία είναι πάντα αφοπλιστική, όσο είναι φρέσκια στη μνήμη.

Εγγραφή στο Newsletter

Για να λαμβάνετε πρώτοι τα νέα στο Email σας