Άνοιξη 2022
Εισαγωγικό σημείωμα
Η γενέθλια κάμαρα του μυθιστορήματος είναι το υποκείμενο στη μοναξιά του, γράφει προπολεμικά ο Μπένγιαμιν, ενώ ο Ρίλκε συμβουλεύει ως εξής τον φέρελπι νεαρό ποιητή με τον οποίο αλληλογραφεί στις αρχές του 20ού αιώνα: Ένα και μόνο μάς είναι απαραίτητο: η Μοναξιά, η μεγάλη εσώτερη Μοναξιά. Να βυθίζεσαι στον εαυτό σου και, ώρες ολόκληρες, να μην ανταμώνεις εκεί κανέναν.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν διαδικτυακά μαθήματα Δημιουργικής Γραφής για τον συγκεκριμένο λόγο: κλεισμένοι στο σπίτι τους, μόνοι μπροστά στον υπολογιστή τους και μακριά από αδιάκριτα βλέμματα παλεύουν με αυτό που ο κάθε συγγραφέας παλεύει κάτω από συνθήκες παρόμοιες.
Τα κείμενα που παρατίθενται στη συνέχεια δεν γεννήθηκαν μονομιάς. Είναι το αποτέλεσμα των συστηματικών και επίπονων προσπαθειών που κατέβαλαν οι συγγραφείς τους κατά τη διάρκεια των δέκα διαδικτυακών μαθημάτων μας. Η θεματική τους ποικίλλει, όπως βεβαίως και το ύφος, η γλώσσα, η τεχνοτροπία τους. Ορισμένα αποτελούν αποσπάσματα ευρύτερων σε έκταση κειμένων, ενώ άλλα είναι αυτοτελή. Όλα ωστόσο προέκυψαν μέσα από τις ασκήσεις στις οποίες κλήθηκαν οι ασκούμενοι να ανταποκριθούν στο πλαίσιο του σεμιναρίου. Πολλοί από όσους συμμετείχαν δεν θέλησαν να εκθέσουν ακόμη δείγμα της δουλειάς τους. Εμείς όμως, έχοντας ήδη γευτεί τη μεγάλη χαρά από τα βιβλία προηγούμενων συμμετεχόντων στο σεμινάριο που κυκλοφορούν, είμαστε σίγουροι ότι θα εξακολουθήσουμε να τη γευόμαστε τακτικά, είτε οι μελλοντικοί –σήμερα– συγγραφείς διστάζουν προς το παρόν να μας την προσφέρουν είτε όχι.
Καλά διαβάσματα και γραψίματα λοιπόν!
Κώστας Καβανόζης
Μιχάλης Αυγέρης
Η απόφαση
Ξύπνησε με αυτή την άσχημη γεύση στο στόμα. Ήξερε ότι σήμερα η μέρα θα του επιφύλασσε δυσάρεστα. Ρούφηξε βιαστικά τις τελευταίες κρύες γουλιές καφέ που πάντα άφηνε από το προηγούμενο απόγευμα πριν ετοιμάσει καινούργιο, ζεστό. Ήταν μια συνήθεια που κουβαλούσε από τα φοιτητικά του χρόνια. Η πρώτη του κίνηση ήταν να τηλεφωνήσει στο χωριό, να μάθει τα νέα των γονιών του. Η μάνα του καλά με τις δουλειές του σπιτιού, ο πατέρας του με τις δουλειές εκτός σπιτιού. Η τυπική ζωή νεοελλήνων συνταξιούχων στο χωριό, και βέβαια η γκρίνια η ίδια. Πότε θα πάει να τον δουν, γιατί παράτησε το αγροτικό του, τι δουλειά είναι αυτή η «Βοήθεια στο σπίτι», ερωτήσεις για τις οποίες ούτε κι αυτός γνώριζε τις απαντήσεις.
Είχε εννιά μήνες που εργαζόταν σ’ αυτή την υπηρεσία του Δήμου και είχε συναντήσει κυρίως ανήμπορους ηλικιωμένους. Μέσα από την επιρροή που του ασκούσαν τα περιστατικά ερχόταν αντιμέτωπος με τις αποφάσεις που ανέβαλλε συνέχεια, ποια ειδικότητα θα επιλέξει, αν θα μείνει Ελλάδα, αν θα ακολουθήσει και αυτός το ρεύμα του brain drain και θα μεταναστεύσει στο εξωτερικό. Αυτό, όμως, που του έκανε πιο πολύ εντύπωση ήταν η θλίψη που έβλεπε στα μάτια τους. Η οδύνη γιατί κάποτε μπορούσαν να κάνουν πράγματα, ενώ τώρα όχι.
Ένα τέτοιο ζευγάρι επισκεπτόταν τώρα, το οποίο έμενε λίγο πιο έξω από το χωριό, σε ένα παράπηγμα που θύμιζε όμως ότι κάποτε ήταν ένα προσεγμένο σπιτάκι. Ένα σπιτάκι που τα καλοκαίρια υποδεχόταν εγγόνια και στις γιορτές η γιαγιά έκανε προετοιμασίες για να υποδεχθεί γιους, κόρες, γαμπρούς, νυφάδες, να τους φτιάξει πίτες, γλυκά και ό,τι άλλο βάλει ο νους σου. Είχαν επιχειρήσει κάποιες φορές να μεταφέρουν τη γιαγιά σε κάποια δομή αλλά κάθε φορά που το ζευγάρι χωριζόταν, η κατάσταση της υγείας κάποιου από τους δυο επιδεινωνόταν απότομα. Ήταν σαν να αφαιρείς τον ένα τροχό μιας άμαξας, το άχθος μιας ολόκληρης ζωής κυλούσε προς την πλευρά του και η άμαξα κατέρρεε. Ήταν σίγουρος ότι αυτοί οι δυο θα πέθαιναν μαζί, πάντα όμως αναρωτιόταν αν είχαν αγαπηθεί στ’ αλήθεια, αν είχαν ερωτευτεί ή απλώς η ανημποριά τούς ένωσε όπως δυο άγνωστους συνταξιδιώτες σε ένα πλοίο που ναυάγησε και τους ξέβρασε σε ένα νησί και τώρα πρέπει να συνεργαστούν για να επιβιώσουν. Ο Κούντερα κάπου είχε γράψει ότι δεν υπάρχει έρωτας, μονάχα ερωτικές ιστορίες. Αναρωτιόταν αν σε αυτούς υπήρχε έστω μια ιστορία. Όταν έφτασε έξω από το σπίτι, κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο παππούς κάθε φορά -αλλά κάθε φορά- που πλησίαζε το αυτοκίνητο έβγαινε να τον προϋπαντήσει. Τώρα όμως κανείς δεν τον υποδέχτηκε. Η αυλόπορτα ήταν ξεκλείδωτη, όπως και η εξώπορτα του σπιτιού. Μόνο ο παππούς θα μπορούσε, γιατί όμως; Καθώς έπιανε το πόμολο της εξώπορτας, η άσχημη γεύση επέστρεψε στο στόμα του. Ήταν σχεδόν σίγουρος για το τι θα συναντούσε. Καθώς έμπαινε σιγά σιγά τους είδε, ήταν ξαπλωμένοι και οι δυο στο κρεβάτι τους με τις πλάτες τους γυρισμένες ο ένας στον άλλο. Τα πρόσωπά τους δεν είχαν καμιά γαλήνη, καμιά ηρεμία, μόνο την ίδια πίκρα, απογοήτευση, μοναξιά. «Αυτοί οι άνθρωποι δεν αγαπήθηκαν ποτέ», σκέφτηκε. «Ούτε καν αυτή την ύστατη ώρα, λίγο πριν από τον θάνατό τους».
Πριν καλέσει την αστυνομία, είχε ήδη αποφασίσει να παραιτηθεί.
Μαρία Σακελλάρη
Η οικογένεια…
Βλέπω πάντα τον ίδιο εφιάλτη. Αυτή τη σκιά να μου κλείνει το στόμα, για να μη φωνάξω. Να με αρπάζει από το κρεβάτι μου, μακριά από τους γονείς μου, και τώρα, τώρα έγινα εγώ αυτή η σκιά. Είναι η πρώτη μου φορά. Η πρώτη φορά που πρέπει να αρπάξω ένα παιδί από το σπίτι του. Τους γονείς του κοριτσιού τους έχει αναλάβει ο γιος μου, το μικρό μου αγγελούδι.
«Είμαστε έτοιμοι» τον ακούω να μου λέει και νιώθω μουδιασμένη, σαν να ξύπνησα μόλις από ένα κακό όνειρο, αλλά όχι, δεν είναι όνειρο αυτό, είναι η πραγματικότητά μου. Βλέπω τον γιο μου να σκαρφαλώνει τον φράχτη του σπιτιού τους και δεν ξέρω τι πρέπει να νιώσω, από λεπτό σε λεπτό θα γίνει δολοφόνος αλλά, από την άλλη, βρήκε την τέλεια νύφη για αυτόν, όπως εγώ ήμουν τέλεια για τον πατέρα του. Είμαι περήφανη για τον γιο μου, μεγάλωσε όπως ακριβώς έπρεπε να μεγαλώσει.
«Έλενα, βιάσου» μου ψιθυρίζει ο άνδρας μου. Έλενα, αυτό το όνομα μου δώσανε. Ποιο να είναι το πραγματικό μου όνομα όμως; Πώς να με φώναζαν οι γονείς μου;
Μπαίνω στο δωμάτιο της μικρής όσο πιο ήσυχα μπορώ. Είμαι σίγουρη όμως ότι μπορεί να ακούσει την καρδιά μου έτσι όπως χτυπάει. Είναι τόσο αθώα όπως κοιμάται. Δεν έχει ιδέα τι θα της συμβεί αργότερα. Όμως θα μάθει, θα μάθει να αγαπάει τον γιο μου όσο τον αγαπάω κι εγώ. Θα της μάθω ό,τι πρέπει να ξέρει για να γίνει μια σωστή νοικοκυρά και για να κάνει δυνατά αγόρια. Θα είναι μια χαρά! Μήπως να μην το κάνω; Μήπως να την προειδοποιήσω να κρυφτεί; «Όχι, Έλενα, δεν πρέπει να το σκέφτεσαι αυτό! Ξέρεις πώς είναι όταν θυμώνει, δεν θέλεις να κάνεις κακό στο παιδί που έχεις μέσα σου» θυμίζω στον εαυτό μου και ακολουθώ το σχέδιο.
Το κορίτσι παλεύει στην αγκαλιά μου. Προσπαθεί να φωνάξει αλλά την εμποδίζω με το χέρι μου. Νιώθω τα δάκρυά της, έτσι έκλαιγα κι εγώ άραγε; Τη δίνω στον άνδρα της να την ηρεμήσει και μπαίνω στο αυτοκίνητο. Θέλω κι εγώ τον άνδρα μου, να με ηρεμήσει, να μου πει ότι τα πήγα καλά. Μου πιάνει το χέρι και όλες μου οι ανησυχίες εξαφανίζονται, όταν βλέπω την περηφάνια στο βλέμμα του. Ναι, έχω κάνει καλή δουλειά.
«Πώς σου φαίνεται, ηλιαχτίδα μου;» ρωτάω τον γιο μου. «Είναι τέλεια» μου απαντάει καθώς της χαϊδεύει τα μαλλιά. Δεν μπορεί να πάρει το βλέμμα του από πάνω της, όπως ακριβώς και ο πατέρας του τότε. Ακριβώς αυτή είναι η πρώτη μου ανάμνηση, ο άνδρας μου να λέει στους γονείς του ότι είμαι τέλεια. Χωρίς να θέλω χαμογελάω και συνεχίζω να χαμογελάω σε όλο τον δρόμο της επιστροφής.
Το ταξίδι είναι μεγάλο αλλά επιτέλους φτάνουμε στο τροχόσπιτο. Τον χώρο εκπαίδευσης, όπως τον αποκαλούμε. Εδώ θα της μάθω να μαγειρεύει, να σιδερώνει και γενικά να φροντίζει τον άνδρα της και τα παιδιά της. Ο άνδρας μου την κλείνει στην ντουλάπα.
«Θα μπορούσαμε να την ξαπλώσουμε στο κρεβάτι μαζί με τον Αλέξη» προτείνω αλλά ξέρω την απάντηση πριν βγει από το στόμα του. «Όχι πριν από τον γάμο» μου λέει και βγαίνει για να προπονηθεί λίγο ακόμα με τον γιο μας, πριν πέσουμε για ύπνο. Αυτός ο άνδρας με άρπαξε όπως αρπάξαμε κι εμείς το κορίτσι, πώς γίνεται να τον λατρεύω με όλη μου την ψυχή;