Φθινόπωρο 2023

Φθινόπωρο 2023

Εισαγωγικό σημείωμα

Η γενέθλια κάμαρα του μυθιστορήματος είναι το υποκείμενο στη μοναξιά του, γράφει προπολεμικά ο Μπένγιαμιν, ενώ ο Ρίλκε συμβουλεύει ως εξής τον φέρελπι νεαρό ποιητή με τον οποίο αλληλογραφεί στις αρχές του 20ού αιώνα: Ένα και μόνο μάς είναι απαραίτητο: η Μοναξιά, η μεγάλη εσώτερη Μοναξιά. Να βυθίζεσαι στον εαυτό σου και, ώρες ολόκληρες, να μην ανταμώνεις εκεί κανέναν.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν διαδικτυακά μαθήματα Δημιουργικής Γραφής για τον συγκεκριμένο λόγο: κλεισμένοι στο σπίτι τους, μόνοι μπροστά στον υπολογιστή τους και μακριά από αδιάκριτα βλέμματα παλεύουν με αυτό που ο κάθε συγγραφέας παλεύει κάτω από συνθήκες παρόμοιες.

Τα κείμενα που παρατίθενται στη συνέχεια δεν γεννήθηκαν μονομιάς. Είναι το αποτέλεσμα των συστηματικών και επίπονων προσπαθειών που κατέβαλαν οι συγγραφείς τους κατά τη διάρκεια των δέκα διαδικτυακών μαθημάτων μας. Η θεματική τους ποικίλλει, όπως βεβαίως και το ύφος, η γλώσσα, η τεχνοτροπία τους. Ορισμένα αποτελούν αποσπάσματα ευρύτερων σε έκταση κειμένων, ενώ άλλα είναι αυτοτελή. Όλα ωστόσο προέκυψαν μέσα από τις ασκήσεις στις οποίες κλήθηκαν οι ασκούμενοι να ανταποκριθούν στο πλαίσιο του σεμιναρίου. Πολλοί από όσους συμμετείχαν δεν θέλησαν να εκθέσουν ακόμη δείγμα της δουλειάς τους. Εμείς όμως, έχοντας ήδη γευτεί τη μεγάλη χαρά από τα βιβλία προηγούμενων συμμετεχόντων στο σεμινάριο που κυκλοφορούν, είμαστε σίγουροι ότι θα εξακολουθήσουμε να τη γευόμαστε τακτικά, είτε οι μελλοντικοί –σήμερα– συγγραφείς διστάζουν προς το παρόν να μας την προσφέρουν είτε όχι.

Καλά διαβάσματα και γραψίματα λοιπόν!

Κώστας Καβανόζης

 

Φένια Χυδερίδη

Το πρώτο δίλημμα

«Εσύ τι θα έκανες αν έβλεπες έναν άνδρα να κλαίει δίπλα σου;»

Αυτόν τον προβληματισμό κλήθηκε να αντιμετωπίσει και η Δανάη την παραμονή των Χριστουγέννων. Είχε κατέβει από νωρίς στο κέντρο της πόλης για να ψωνίσει δώρα για την οικογένειά της και θέλησε να πάρει μια ανάσα χαλαρώνοντας στο αγαπημένο της καφέ, δίπλα στην πλατεία. Το καφέ ήταν γεμάτο και το μόνο διαθέσιμο τραπεζάκι ήταν ένα, στο πίσω μέρος του μαγαζιού.

Περπάτησε γρήγορα, για να μη της πιάσει άλλος το τραπεζάκι. Δίπλα από το δικό της έπινε καφέ και χάζευε στο κινητό του ένας άνδρας μελαχρινός, γύρω στα τριανταπέντε, καλοντυμένος. Πάνω στη βιασύνη της και φορτωμένη με τσάντες και στα δύο της χέρια, χωρίς να το καταλάβει, έσπρωξε τον καφέ του. Το ποτήρι έπεσε λερώνοντας το παντελόνι και τα παπούτσια του.

«Πω πω! Χίλια συγγνώμη! Δεν ξέρω τι να πω» είπε η Δανάη κατακόκκινη από ντροπή.

«Τι να πω κι εγώ τώρα; Γιατί δεν προσέχεις;» απάντησε ο άνδρας έξαλλος ψάχνοντας στην τσάντα του κάποιο μαντήλι να καθαριστεί.

«Ό,τι και να πείτε δίκιο έχετε» απάντησε η Δανάη ψάχνοντας ένα σερβιτόρο για να καθαρίσει το χάλι που η ίδια είχε μόλις προκαλέσει.

«Τώρα μου λέτε πώς θα εμφανιστώ έτσι στο ραντεβού μου;» είπε ο άνδρας κοιτώντας την επίμονα στα μάτια.

Η Δανάη χαμογέλασε προσπαθώντας να ελαφρύνει το κλίμα.

«Τέλος πάντων. Ό,τι έγινε έγινε. Μην ασχολείστε άλλο μαζί μου» είπε εκείνος πιο μαλακά.

«Τουλάχιστον επιστρέψτε μου να σας παραγγείλω ένα καφέ» παρακάλεσε η Δανάη.

Ο άνδρας ένευσε καταφατικά και αφοσιώθηκε πάλι στο κινητό του. Η Δανάη, μην έχοντας ξεπεράσει ακόμα το σοκ, κάθισε και πήρε τον κατάλογο στα χέρια της. Εκεί που τον διάβαζε, με την άκρη του ματιού της είδε τον άνδρα δίπλα της να κλαίει έχοντας  βάλει τα χέρια του μπροστά από το πρόσωπό του. Η Δανάη ένιωσε αμήχανα. Να τον ρωτούσε τι του συμβαίνει; Ή να έκανε πως δεν είχε καταλάβει τίποτα;

Αφού πάλεψε μέσα της, τράβηξε την καρέκλα της πιο κοντά του και ακούμπησε τον ώμο του.

«Είστε καλά;» τον ρώτησε ψιθυριστά. «Συγγνώμη, δεν πίστεψα ότι μπορεί να σας προκαλούσα τέτοια αναστάτωση. Είμαι διατεθειμένη να κάνω ό,τι μπορώ για να επανορθώσω. Μόνο μη στενοχωριέστε».

 Ο άνδρας κατέβασε τα χέρια του και άνοιξε τα καστανά του μάτια, που είχαν κοκκινίσει από το κλάμα. Την κοίταξε απορημένος.

«Ίσως μπορώ να βοηθήσω με κάποιον τρόπο» είπε η Δανάη. Έβγαλε ένα χαρτομάντηλο από την τσάντα τους και του το έδωσε να σκουπίσει τα δάκρυα, που έτρεχαν ακόμα στο πρόσωπό του.

Ξαφνικά ο νεαρός άρχισε να γελάει. Γέλαγε τόσο δυνατά, που όλο το μαγαζί είχε γυρίσει κτουςους κοίταγε.

«Τελικά, να σας πω κάτι; Δεν πειράζει καθόλου για το ατύχημα. Με κάνατε και γέλασα. Είμαι ο Κώστας».

«Δανάη».

Αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις, ο Κώστας της αποκάλυψε πως είχε μια πολύ δύσκολη μέρα σε επαγγελματικό και προσωπικό επίπεδο. Της ζήτησε συγγνώμη για την υπερβολική αντίδρασή του και της εξήγησε πως το «ατύχημά» τους ήταν απλά το κερασάκι στην τούρτα, που τον έκανε να ξεσπάσει πάνω της. Ο θυμός και η θλίψη που είχαν συσσωρευθεί μέσα του από το πρωί, εξωτερικεύθηκαν με το κλάμα.

Η Δανάη άκουγε πολύ προσεκτικά το συνομιλητή της. Μέσα της αισθανόταν δικαίωση που αποφάσισε να τον προσεγγίσει και ήλπιζε πως όλη αυτή η συζήτηση θα τον βοηθούσε πραγματικά. Δεν φανταζόταν με τίποτα όμως όσα θα της αποκάλυπτε στη συνέχεια.

 

Νάντια Βούλγαρη

Γυρισμένες πλάτες

Δεν ξέρω γιατί σοκαρίστηκα τόσο όταν έμαθα για το θάνατό τους.  Δεν πρέπει να στάθηκα τόσο στο ίδιο το γεγονός, όσο στις συνθήκες, στο ότι οι δύο αυτοί άνθρωποι έφυγαν ταυτόχρονα από παθολογικά αίτια. Από ένα τέτοιο ζευγάρι, σίγουρα δεν θα περίμενε κανείς μια τόσο εκπληκτική έξοδο.

Δε θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που τους επισκέφτηκα στο πλαίσιο του προγράμματος «Βοήθεια στο Σπίτι». Με καλοδέχτηκαν, μου άνοιξαν την πόρτα του σπιτιού τους και μου πρόσφεραν ό,τι μπορούσαν. Ο ελληνικός ο μερακλίδικος με τις φουσκάλες και τα βουτήματα κανέλας δεν έλειψαν από το τραπέζι μας εκείνο το απόγευμα. Φαίνονταν όλα τόσο ζεστά, αλλά ανάμεσά τους μόνο παγωνιά μπορούσα να διακρίνω. Ήταν η παγωνιά της αποξένωσης δύο ανθρώπων που κοιμούνται κάτω από την ίδια στέγη, αλλά βαθιά μέσα τους ζουν σε διαφορετικούς κόσμους.

«Πείτε μου δυο λόγια για εσάς, για τη ζωή σας» είπα με όρεξη, προσπαθώντας να σπάσω τον πάγο.

«Τι να σου πούμε, παιδάκι μου…» ξεκίνησε η Τόνια. Έκανε μια περίεργη γκριμάτσα με τα χείλη της. Ο Κυριάκος, καμπουριασμένος όπως καθόταν, κοίταζε το πάτωμα, πλέκοντας και ξεπλέκοντας τα δάχτυλά του με αμηχανία ή ίσως με αδιαφορία. Το βλέμμα του περνούσε από πάνω της πού και πού, αλλά δεν έδειχνε να την ακούει.

«Παντρεμένοι τριάντα πέντε χρόνια είμαστε, εγώ βγήκα στη σύνταξη πριν λίγο καιρό, ο Κυριάκος βγήκε σε αναπηρική πριν καμιά εικοσαετία. Η κόρη μας είναι μακριά, σπίτι ποτέ δεν αποκτήσαμε δικό μας και τώρα να ’μαστε, να εξαρτιόμαστε από την ελεημοσύνη του ενός και του άλλου για να τα βγάλουμε πέρα. Τέλος πάντων, τι τα σκαλίζεις…» Το βλέμμα της ήταν ένα κράμα υπερηφάνειας και παραίτησης. Ήταν μια γυναίκα που είχε περάσει δύσκολα και ήθελε να τη θαυμάσεις για αυτό, αλλά βαθιά μέσα της ήθελε και να τη λυπηθείς, χωρίς ποτέ σου να το δείξεις.

«Γιατί βγήκες σε αναπηρική σύνταξη, Κυριάκο;» ρώτησα και ας ήξερα την απάντηση, αλλά μόνο μια τέτοια ερώτηση θα μας γλίτωνε από τη συναισθηματική κατρακύλα.

«Νόσησα με καρκίνο πριν από χρόνια. Πολλαπλούν μυέλωμα. Στο μεταξύ είχα χάσει και τη δουλειά μου, άλλη με τόσο καλά λεφτά δεν κατάφερα να βρω και η αναπηρική μάλλον ήταν μονόδρομος». Ήταν η σειρά της Τόνιας να σκύψει το κεφάλι της. Είχα προλάβει να δω την ειρωνεία στο βλέμμα της, μα εκείνος δε φάνηκε να το παρατηρεί.

«Μετά από μερικά χρόνια έμαθα ότι έχω και διαβήτη. Ειδική διατροφή, ενέσεις, μετρήσεις, κομμένα τα γλυκά, τα αλμυρά, τι να σου λέω, μεγάλος αγώνας» συμπλήρωσε. Ξαφνικά ήταν λιγότερο ζαρωμένος και η φωνή του λίγο πιο δυνατή, λες και η ύπαρξή του αποκτούσε νόημα μέσα απ’ τις αρρώστιες του. Εκείνη, απ’ την άλλη, καθάριζε με το δάχτυλό της ένα λεπτό στρώμα σκόνης απ’ το τραπέζι όσο αυτός μιλούσε˙ υπήρχε μια βαθιά απαξίωση στις κινήσεις της, σαν να είχε ακούσει αυτήν την ιστορία άλλες τόσες φορές και την είχε πια απομυθοποιήσει.

«Και δεν μου το έλεγες νωρίτερα αυτό, βρε Κυριάκο; Εδώ εγώ σας έχω φέρει τυριά, αλλαντικά, μπισκότα… Αν το ήξερα ότι τα αποφεύγεις, θα έφερνα άλλα πράγματα» του αντιγύρισα με ένα ευγενικό χαμόγελο.

«Σιγά, καλέ! Τα ’χω κόψει όλα πια και το κρατάω, ε! Δεν παρασύρομαι. Έχασα τρία κιλά σε ένα μήνα, η διαβητολόγος μου δεν το πίστευε όταν της το είπα! Μου είπε, βέβαια, να μην κάνω υπερβολές, ότι και ένα γλυκάκι μια στο τόσο δεν είναι και τρομερή υπόθεση, αλλά ούτε αυτό δε βάζω πια στο στόμα μου». Η φωνή του ήταν πια πολύ δυνατή, οριακά τσιριχτή, και κουνούσε τα χέρια του γρήγορα και κοφτά, όπως ο μαέστρος τις μπαγκέτες του. Ένιωθα ότι η Τόνια θα σηκωνόταν να φέρει ξεσκονόπανο και σκούπα, αν συνέχιζε να μιλάει.

«Μπράβο σου!» του είπα ενθαρρυντικά. «Αν έχεις, όμως, τέτοιους περιορισμούς, να ενημερώνεις τη Γραμματεία του προγράμματος για να σας φέρνουμε και τα ανάλογα προϊόντα. Τυριά με χαμηλά λιπαρά, ψωμί σικάλεως, μπάρες με στέβια, ξέρεις εσύ».

 

Πόλυ Γεωργιάδου

Η επιλογή

Σας την έσκασα, κορόιδα! Χαα! Σας την έσκασα! Μετά από 74 χρόνια, μάζεψα τη σάπια σάρκα μου κι έφυγα!

                     Τι εννοώ; Γιατί το έκανα, γιατί φεύγω; Θα εξηγήσω παρακάτω.  Πού πάω; Αυτό κανείς δεν το γνωρίζει. Πολύ γλυκιά η ρημάδα η ζωή, δε λέω, αλλά σου ρίχνει στους ώμους συχνά βάρη ασήκωτα, που δεν ξέρεις πώς να τα αντέξεις.

                     Το όνομά μου είναι Αντιγόνη και γεννήθηκα στο χωριό, στο σπίτι αυτό που τώρα αφήνω, ζωγραφιά μονάχη στην είσοδο του δάσους, με κεραμίδια και πράσινα ξύλινα πορτόφυλλα. Μοναχοκόρη και μοσχαναθρεμμένη από τους γονείς μου. Φύγαν νωρίς όμως κι έτσι λογοδόθηκα στα 16 με τον άντρα μου. Παλικαράς ως εκεί πάνω, ξανθός με πράσινα μάτια, να σε αντικρίζουνε και να φουρτουνιάζει ο κόσμος!

                     Τα χρόνια που περάσαμε μαζί ήταν με αγάπη και νοιάξιμο. Μόνο μια φορά μού τα χάλασε, όταν ξελογιάστηκε για ένα φεγγάρι με την Θανάσαινα του μανάβη. Από την πίκρα μου δεν του ματαείπα το σ’ αγαπώ, κι ας έμεινα κοντά του. Παιδιά δεν κάναμε, κοινωνικοί δεν ήμασταν, μοναχά οι δυο μας, ο ένας για τον άλλο. Με τα ζώα μας, τον κήπο μας. Ήρθαν όμως κάποτε τα γεράματα και στράγγισαν οι δυνάμεις. Εγώ κατέπεσα πολύ, ήμουνα και μεγαλύτερη. Τον τελευταίο καιρό χειροτέρεψα, δεν ήμουνα χρήσιμη πια για μένα, για τον γέρο μου. Ανυπάκουο το σώμα, μολύβι.

                     Στο τέλος κρεβατώθηκα. Ό,τι χειρότερο να εξαρτώμαι από κείνον, ανίκανη, βάρος της γης , θλιβερό καθήκον για τον άνθρωπό μου. Στο τέλος κι εκείνος δεν άντεξε. Έπιασε το κρεβάτι κι αυτός. Έπαψε να μιλά.

                     Μια κοπέλα από το Δήμο τότε ανέλαβε να έρχεται κάθε μέρα να μας  φροντίζει, έκανε τα βασικά, έριχνε δυο κουβέντες συμπονετικές κι έφευγε. Συμπαθητική ,δε λέω, μετά από λίγο όμως κατάλαβα το  δόλιο σκοπό της: Ήθελε να μας κλείσει στο γηροκομείο! Την άκουσα να το λέει στο τηλέφωνο σε κάποιον από την υπηρεσία της. Γιατί μπορεί να γέρασα, αλλά η ακοή μου καμπάνα. Πάγωσα. Τι με περίμενε εκεί, στο ίδρυμα του θανάτου; Αντιστάθηκα, έκλαψα γοερά, σύμμαχός μου κι ο γέρος μου. Παρέα κλαίγαμε με φωνή διαπεραστική. Γίναμε ανυπόφοροι με μια μυστική συμφωνία. Πήραμε μια αναβολή. Θα συνεχίζαμε με την κοπέλα λίγο ακόμα και θα βλέπαμε.

                     Τα πράγματα όμως δεν πηγαίνανε καλά. Ήμασταν πια στην τελική ευθεία. Τότε ήταν που αποφάσισα να πάψω να ταΐζω το ρυτιδιασμένο σώμα μου. Δεν ήθελα πια να ζω. Ξέρω τι κάνεις, εκείνος έλεγε.

                     Ξημερώματα Παραμονής Χριστουγέννων πάρθηκε η απόφαση. Παγωνιά έξω κι ο αγέρας λύγιζε απέναντι τα κυπαρίσσια:

             -Θα σπάσετε επιτέλους;

                             Αυτά σε έναν χορό σκύβανε το κεφάλι μα το τινάζανε πάνω ξανά:

             - Όχι, όχι. 

             Στο σπίτι μέσα ησυχία. Ο γέρος μου εξαντλημένος, μόλις είχε αποκοιμηθεί κι εγώ που μιλούσα νοερά μαζί του όλη νύχτα, ανάμεσα στους πόνους μου , που όλο και δυναμώνανε, άρχισα τις ετοιμασίες. Απόψε λευτερώνομαι, δραπετεύω από το ανήμπορο σώμα, από την ακινησία, από την καθημερινή ταπείνωση. Δεν πάω γηροκομείο εγώ.

             Αποχωρίζομαι,  ανυψώνομαι, πετώ, σας κοιτώ από ψηλά. Γιορτάζω. Γεια σου τόπε μου, γεια σου ήλιε και αυγή, γεια σου ψωμί ζεστό, γεια σου σπιτικό μου,  γεια σου γέρο μου, σ’ αγαπώωωω, ταχιά σε περιμένω!

Κατερίνα Δαλεζίου

Η αφύπνιση

«Ξύπνησε» λέω και του δείχνω τον ουρανό. Ένας μαύρος καπνός που μέσα του πάλλονται μωβ αστραπές αναδύεται με γοργούς ρυθμούς πάνω από το κοιμητήριο. Ένας διαπεραστικός ήχος κατακλύζει το χώρο. Ένας γνώριμος ήχος. Το κλάμα ενός μωρού. Η γη αρχίζει να σείεται. Γύρω μου πάνω από 500 παιδιά, τα περισσότερα κάτω από 10 χρονών, τρέμουν και κλαίνε με το βλέμμα καρφωμένο στον καπνό. «Όλα θα πάνε καλά!» φωνάζει ο Τζαμίλ καθώς ξεπροβάλλει τρέχοντας από το λόφο. Στρέφουμε τη προσοχή μας πάνω του. Ένα αίσθημα ανακούφισης με διαπερνά. Ήρθε. Το μάτι μου πέφτει σε έναν συμφοιτητή μου, που προσπαθεί να ηρεμήσει ένα μικρό κοριτσάκι. Του κάνω ένα νεύμα και το ανταποδίδει. Πριν λίγες μέρες, σκοτωθήκαμε από την ίδια ρουκέτα, ξυπνήσαμε στο ίδιο κοιμητήριο, με την ίδια δίψα για εκδίκηση. Ο Τζαμίλ ήταν αυτός που μας σταμάτησε τότε από το να κάνουμε στον κόσμο αυτό που είχε κάνει σε εμάς ο πόλεμος. Μας έδειξε τι είναι η ανθρωπιά, όταν πάψαμε πια να είμαστε άνθρωποι. Βλέπω τον Τζαμίλ να τρέχει προς την πηγή του καπνού. Στερεώνω τα γυαλιά μου και τρέχω να τον βοηθήσω να υποδεχτεί το νέο μέλος στην οικογένειά μας. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;» του φωνάζω καθώς διασχίζουμε το κοιμητήριο με τους δεκάδες φρεσκoσκαμμένους τάφους. «Δε θα καταφέρεις να το ηρεμήσεις με λόγια, όπως έκανες με εμάς, δε θα σε καταλάβει». Το κλάμα του μωρού γίνεται όλο και πιο δυνατό, όσο πλησιάζουμε στην πηγή του καπνού. «Γι’ αυτό πήρα το φτυάρι μαζί μου» απαντά καθώς πηδάει πάνω από έναν τάφο. «Το φτυάρι; Περίμενε, δεν εννοείς… ότι θα χρειαστεί να το πολεμήσουμε έτσι;» Σκέφτομαι πως ήταν μόνο τριών μηνών. Ξάφνου, μωβ αστραπές διασχίζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα το έδαφος και έρχονται κατά πάνω μας. Ο Τζαμίλ κι εγώ ίσα ίσα που προλαβαίνουμε να πηδήξουμε στο πλάι για να τις αποφύγουμε. Ο καπνός απλώνεται και μας καταπίνει. Ο Τζαμίλ, αρχίζει να κουνάει το φτυάρι με γοργό ρυθμό προσπαθώντας να ανοίξει ένα μονοπάτι μέσα από το μαύρο σύννεφο, μέχρι που φτάνουμε στη πηγή του χάους, το μωρό. Αιωρείται δυο τρία μέτρα πάνω από τον τάφο, που του είχε σκάψει ο Τζαμίλ το απόγευμα. Το δέρμα του στο χρώμα του ερέβους και το κλάμα του μια κραυγή οργής, απελπισίας και μοναξιάς. Δεν μπορούσες να αποφασίσεις αν ήθελες να τρέξεις να το βοηθήσεις ή να τρέξεις όσο το δυνατόν μακριά του. «Απασχόλησέ το» μου λέει. Τον κοιτάω σαν να του φύτρωσε δεύτερο κεφάλι. Μου απαντάει με ένα κοφτερό βλέμμα. Ξεκινάω να χοροπηδάω και να κουνάω τα χέρια μου «Ε! Εδώ! Κοίτα εδώ!» Το κλάμα κόβεται απότομα. Ανοίγει τα άσπρα μάτια του, με κοιτάει και βγάζει μια κραυγή που ταρακουνάει όλο μου το είναι. Κατευθύνεται με ταχύτητα προς το μέρος μου. «Και τώρα τρέχουμε», σκέφτομαι. Τρέχω ανάμεσα στους τάφους όσο πιο γρήγορα μπορώ κάνοντας ελιγμούς για να αποφύγω τις αστραπές. Αν με πετύχουν, η οργή του θα με κυριεύσει και θα ξαναγίνω εκδικητικό πνεύμα. Μια αστραπή σκάει δίπλα μου. Παραπατάω και πέφτω μέσα σε έναν ανοιχτό τάφο. Προσπαθώ να σηκωθώ όσο πιο γρήγορα μπορώ, αλλά πριν προλάβω να βγω το μωρό αιωρείται ήδη από πάνω μου. Έχω παγιδευτεί. Όσο με πλησιάζει, νιώθω την οργή. Μια απερίγραπτη οργή. Για τον πόλεμο, για τις ρουκέτες, για τους ανθρώπους που με σκότωσαν, για τους ανθρώπους που δε με έσωσαν, για τους ανθρώπους που γλίτωσαν, για τα παιδιά που δε γλίτωσαν και για τους γονείς που με έθαψαν στο κρύο υγρό χώμα και με παράτησαν σε μια τρύπα ανάμεσα σε χιλιάδες. Νιώθω κάτι να με πνίγει. Ένα σκοτάδι τόσο οδυνηρό αλλά και τόσο ελκυστικό. Γιατί όλοι αυτοί να ζήσουν, αλλά όχι εγώ; Γιατί όλοι αυτοί να μείνουν μαζί, αλλά εγώ μόνο μου; Γιατί να μην πεθάνουν και αυτοί; Θα πεθάνουν και αυτοί. Δεν ξέρω ποιανού σκέψεις ήταν αυτές. Του μωρού ή δικές μου; Βρίσκεται μόλις μερικά εκατοστά μακριά από το πρόσωπό μου. Μπορώ να δω τα άσπρα γυαλιστερά μάτια του. Το σκοτάδι πίσω τους. Το ξέρω αυτό το σκοτάδι. Ξάφνου το μωρό φαίνεται να ταράζεται. Τα μάτια του γουρλώνουν και υψώνεται πάνω από τον τάφο, σαν να θέλει να δει κάτι. Αφού κοντοστέκεται για μερικά λεπτά, μου ρίχνει μία ματιά και φεύγει. Ο Τζαμίλ, σκέφτομαι, πάνω στην ώρα. Πετάγομαι και το ακολουθώ. Ο τάφος του μωρού είναι άδειος. Ένα βουναλάκι από φρεσκοσκαμμένο χώμα και ένα φτυάρι βρίσκονται δίπλα. Ο Τζαμίλ καθαρίζει στοργικά με ένα βρεγμένο πανί το σώμα του άψυχου μωρού που βρίσκεται στην αγκαλιά του. Το πνεύμα του μωρού τον παρατηρεί βουβό λίγο πιο κει. «Δε θα σε αφήσω μόνο σου» του ψιθυρίζει. Αρχίζει να τραγουδάει ένα νανούρισμα, καθώς δάκρυα τρέχουν από τα μάτια του και σφίγγει το μικρό σώμα πάνω του όσο πιο δυνατά μπορεί. Το πνεύμα του μωρού τον παρακολουθεί σαν υπνωτισμένο. Κλείνει τα μάτια του και λικνίζεται ελαφρά στον ρυθμό του νανουρίσματος. Ο καπνός γύρω του αρχίζει να ξεθωριάζει. Το δέρμα του να επιστρέφει σταδιακά στο μελαμψό του χρώμα. Ο Τζαμίλ ξαφνικά φτερνίζεται. Ησυχία. Το μωρό γελά.

Κατερίνα Δαρζέντα

Δικοί μου για πάντα

Έφτασε η ώρα να πάω. Η κυρία Λένια και ο κύριος Κοσμάς ή η γιαγιά και ο παππούς, όπως μου αρέσει να τους αποκαλώ, με περιμένουν. Είναι καλοί άνθρωποι και τους συμπαθώ, πιστεύω ότι κι αυτοί με συμπαθούν. Μου το έχουν δείξει άλλωστε με το δικό τους τρόπο. Ακόμα θυμάμαι εκείνο το απόγευμα, που δεν τους είχα επισκεφθεί λόγω φόρτου εργασίας. Ο παππούς είχε έρθει με το λεωφορείο μέχρι το χώρο που εργάζομαι, για να μου φέρει φαγητό απ’ τα χεράκια της γιαγιάς.  σμυρνέικα σουτζουκάκια. Η σπεσιαλιτέ της, που της είχε μάθει η μητέρα της. Μιλούσαμε ώρες για τη Σμύρνη. Ήταν το αγκάθι της.

Παρκάρω το αμάξι και κατεβαίνω κρατώντας το φαγητό τους. Ξεκλειδώνω την πόρτα. «Γιαγιά, παππού» φωνάζω. Καμία απάντηση. Πηγαίνω στην κουζίνα, κανείς. «Γιαγιά, παππού» φωνάζω πάλι. Ησυχία. Πηγαίνω στο δωμάτιο. Είναι ξαπλωμένοι. Δεν θέλω να τους ενοχλήσω. Ξέρω ότι είναι κουρασμένοι, αλλά η ώρα είναι περασμένη και μου φαίνεται περίεργο που δεν έχουν σηκωθεί. Έτσι, πλησιάζω και τους σκουντάω. Τίποτα. Βάζω το χέρι μου στο λαιμό πρώτα της γιαγιάς και μετά του παππού. Δε νιώθω σφυγμό. Καλώ αμέσως το 166. 

Δεν περνάει πολλή ώρα και το ΕΚΑΒ φτάνει. Τους βάζουν στα φορεία και τους μεταφέρουν στο ασθενοφόρο. Εγώ μένω και προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς είχε μόλις συμβεί. Άσχημες σκέψεις με κατακλύζουν. Όμως, δεν υπάρχουν αμφιβολίες, τουλάχιστον όχι για εμένα. Το μόνο άτομο που τους συναντούσε ήμουν εγώ. Όλοι τούς είχαν αφήσει στη μοίρα τους. Όχι από δική τους επιλογή. Εκείνοι ήθελαν μια συντροφιά, παρόλο που δεν το έδειχναν. Εγώ το κατάλαβα όταν τους είδα να στέκονται πίσω από το παράθυρο και να με περιμένουν. Εκείνη τη στιγμή πλημμύρισα από χαρά, γιατί κατάλαβα ότι τους αρέσει η παρέα μου και τους κάνω -έστω και λίγο- ευτυχισμένους.

Ύστερα από αρκετή ώρα, με ειδοποιούν από το νοσοκομείο για να μου ανακοινώσουν ότι ο θάνατος και των δύο ήταν από ανακοπή καρδιάς, με καθυστέρηση μερικών λεπτών. Στενοχωρήθηκα. Όμως από την άλλη σκέφτομαι ότι καλύτερα που έγιναν έτσι τα πράγματα. Η γιαγιά τον τελευταίο καιρό ταλαιπωρούνταν, ίσα που έτρωγε. Ο παππούς ήταν καλύτερα αλλά δεν άντεχε να την βλέπει έτσι, σπάραζε η καρδιά του. Μάλλον γι’ αυτό κατέληξε μετά από λίγο. Την αγαπούσε πολύ και, όπως μου είχε πει κάποτε, δεν θα την άφηνε ποτέ να φύγει μακριά του. Έτσι τήρησε τον όρκο του και την ακολούθησε. Θα μείνουν για πάντα στην καρδιά μου.

Δήμητρα Κωσταρά

Δύο

Ήπιε μια γερή γουλιά καφέ και στη συνέχεια μου ανακοίνωσε ότι θα αυτοκτονήσει στις 24 Ιανουαρίου. Το πρώτο πράγμα που τον ρώτησα ήταν με ποιο κριτήριο επέλεξε την ημερομηνία. Απάντησε ότι τρεις μήνες ήταν ένα εύλογο διάστημα για να τακτοποιήσει εκκρεμότητες, ε, και το 24 το επέλεξε στην τύχη. Του θύμισα ότι στις 22 είναι τα γενέθλια της κόρης μας και αναρωτήθηκα αν ήταν πρόσφορο να μετακυλήσει την απόφασή του. Το κουβεντιάσαμε λίγο, αλλά καταλήξαμε ότι η αυτοκτονία του θα ήταν μετά τον εορτασμό των σαράντα οκτώ χρόνων της, οπότε δεν θα επηρέαζε την εορταστική ατμόσφαιρα. Η κόρη μας. Ήμασταν ακόμη ερωτευμένοι όταν γεννήθηκε. Θυμάμαι να γυρίζω από τη δουλειά, εκείνη να τρέχει με μικρά, αδέξια βηματάκια και να γαντζώνεται πάνω μου! «Παπώ», μου έλεγε, ήταν το δικό της, ανήμπορο «σ’ αγαπώ». Για πολλά χρόνια το λέγαμε αυτό το «παπώ» μεταξύ μας, σαν εσωτερικό αστείο της οικογένειας, δεν θυμάμαι πότε ακριβώς σταματήσαμε να το χρησιμοποιούμε. Πέρασαν τα χρόνια, σπουδές μηχανικού, μεταπτυχιακό, διδακτορικό στην Ολλανδία, δουλειά εκεί. Φευγαλέα τηλεφωνήματα, βιντεοκλήσεις ανάμεσα σε μίτινγκ, διακοπές ανά τον κόσμο, μ’ αυτά και μ’ αυτά έχουμε τρία χρόνια να ιδωθούμε. Ο άντρας μου συνέχισε τη ρουτίνα του. Πολύ πρωινό ξύπνημα, πρώτος καφές στο σπίτι, ξύρισμα. Κάθε δύο μέρες αλλάζει πουκάμισο, τα παπούτσια του είναι καλογυαλισμένα, βάζει πάντα σακάκι και φοράει τραγιάσκα. Ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία ανθρώπων που καταλαβαίνεις ότι στα νιάτα τους ήταν όμορφοι. Έχει σταματήσει εδώ και χρόνια να πηγαίνει στο καφενείο, λέει ότι όλοι οι φίλοι του έχουν πεθάνει και η αλήθεια είναι ότι όντως όλοι έχουν πεθάνει από την παλιοπαρέα. Θυμάμαι σαν τώρα τα γλέντια που κάναμε κάποτε, τα τραπέζια, τους χορούς. Πάνε είκοσι χρόνια που έχει κλείσει το φαρμακείο, αλλά όλο και κάποιος τον αναγνωρίζει στο δρόμο και τον καλημερίζει. Κάνει μια στάση στο φούρνο για να αγοράσει ψωμί, λίγα ψώνια στο ψιλικατζίδικο κι επιστρέφει σπίτι. Μετά βυθίζεται στην πολυθρόνα του και βλέπει με τις ώρες τηλεόραση. Εγώ βγαίνω πολύ σπάνια από το σπίτι -ποιος ο λόγος άλλωστε, μου φτάνουν τα βιβλία μου και οι μουσικές μου, άσε που με ρημάζουν κι αυτές οι σκάλες, τρεις όροφοι χωρίς ασανσέρ. Πρέπει να ήταν μέσα Δεκέμβρη όταν ανακοίνωσα στον άντρα μου ότι θα αυτοκτονήσω κι εγώ. Η αρχική του έκπληξη μετατράπηκε σε καθαρό θυμό, τόσα χρόνια μαζί διαβάζω πολύ καλά το πρόσωπό του. «Μια ζωή ανταγωνιστική. Ακόμη και στο θάνατο θέλεις να κλέψεις την παράσταση», με κατηγόρησε. «Σκέψου τι αστείο που θα είναι, θα νομίζουν ότι είμαστε ένας Ρωμαίος και μια Ιουλιέτα ογδόντα πέντε χρονών, θα γελάμε από το επέκεινα με τους τίτλους των εφημερίδων», απάντησα. Χωρίς να δίνω σημασία στο μουρμουρητό του, ξεκίνησα να του απαριθμώ πιθανούς τρόπους θανάτου. Τόνισα ότι η σκηνή δεν πρέπει να είναι φρικιαστική, οπότε απέρριψα τα μαχαίρια και τα συναφή αντικείμενα. Άρχισε να τον ενδιαφέρει η σκέψη μου και συνέχισε να αραδιάζει εναλλακτικούς τρόπους, ενώ εγώ έγνεφα με προσποιητό ενδιαφέρον. Προσποιητό, γιατί αφενός είχα ήδη επιλέξει τον τρόπο θανάτου, αφετέρου γιατί είχα καταφέρει τον στόχο μου. Τον είχα πείσει χωρίς πολλά πολλά για την από κοινού αυτοκτονία μας. Ανήμερα τα Χριστούγεννα μιλήσαμε στο τηλέφωνο με την κόρη μας. Της είπα ότι ακουγόταν ταραγμένη. Πράγματι, μας ανακοίνωσε ότι στα σαράντα οκτώ της χρόνια είναι έγκυος. Μείναμε εμβρόντητοι να κοιταζόμαστε μπροστά στο νέο, δεν την είχαμε ρωτήσει ποτέ για την προσωπική της ζωή, ούτε είχαμε καταλάβει ότι έχει κάποιο σύντροφο, έτσι που ήταν αφιερωμένη στην επιστήμη της. Εκείνη μιλούσε παραληρηματικά από την αμηχανία της. Ο πατέρας είναι συνάδελφός της, θα παντρευτούν, έχει ήδη βρει νταντά για τη μικρή. Μου φάνηκε σαν να αραδιάζει ένα ακόμη από τα πολλά της πρότζεκτ. «Άραγε είναι ικανή να μεγαλώσει αυτό το παιδί;» σκέφτηκα. Με το που κλείσαμε το τηλέφωνο ο άντρας μου δεν είπε τίποτα, βγήκε στη βεράντα να ποτίσει τα λουλούδια, τα οποία είχε ποτίσει και την προηγούμενη μέρα. Μάλλον συγκινήθηκε. Τις επόμενες μέρες περίμενα ότι θα κάνει πίσω στο θέμα της αυτοκτονίας μας. «Αυτός ο άνθρωπος παραείναι ευαίσθητος τώρα στα ξωπίσω και στη μικρή έχει αδυναμία και ας μην το παραδέχεται», έλεγα. Όμως, μου ζήτησε να αφήσω τα χρήματα του τρέχοντος ενοικίου, καθώς και των δύο επόμενων, σε ευκρινές σημείο στην είσοδο του διαμερίσματος. Μου είπε ότι έχει εξοφλήσει όλους τους λογαριασμούς και έχει κανονίσει τη μεταβίβαση του σπιτιού. Το αυτοκίνητο το είχαμε πουλήσει εδώ και είκοσι χρόνια. Είχαμε φροντίσει σε όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς να έχουμε συνδικαιούχο την κόρη μας. Γενικά δεν χρωστούσαμε τίποτα και σε κανέναν. Έμενε να καταλήξουμε στον τρόπο θανάτου μας. Τότε άνοιξα το συρτάρι του κομοδίνου, μέσα στο οποίο είχα φυλάξει ένα μικρό κουτάκι. Άνοιξα το κουτί και αποκάλυψα ένα «κειμήλιο» από τις εποχές που είχαμε το φαρμακείο. Αρσενικό. «Μπράβο, γυναίκα. Καθαρά και αναίμακτα». Τόσα βιβλία έχω διαβάσει, κάτι μου έμεινε και από τη Μαντάμ Μποβαρί. Στις 24 Ιανουαρίου ξύπνησα αχάραγα. Πήγα στο σαλόνι και βρήκα τον άντρα μου στην αγαπημένη του πολυθρόνα και το μπουκαλάκι με το αρσενικό στο τραπεζάκι. Φορούσε καθαρό πουκάμισο, γυαλισμένα παπούτσια, το σακάκι και την τραγιάσκα του. Κόντρα σε αυτά που είχαμε συμφωνήσει πήρε το δηλητήριο μόνος του. «Βιαστικός ακόμη και στο θάνατο», σκέφτηκα. Του έκλεισα τα μάτια και ένωσα τα χέρια του που κρέμονταν δεξιά και αριστερά. Τον χάιδεψα και τον φίλησα στο στόμα. Μετά άρπαξα το μπουκαλάκι με το αρσενικό και το άδειασα στην τουαλέτα. Πήρα τηλέφωνο την κόρη μας. Τη ρώτησα πώς πήγε η επίσκεψη στο γυναικολόγο και μιλήσαμε για λίγα λεπτά. Επέμενε να της υποσχεθώ ότι θα την επισκεφτούμε σύντομα. «Παπώ» είπα, αλλά ακουγόταν ήδη το βουητό της νεκρής γραμμής.

Κυριακή Μακρυγιάννη

Μια καθυστερημένη συνέντευξη εργασίας

-Τελείωσα, γυρνάω Νέα Ιωνία. Είμαι σε ταξί.

            Η Ζωή ήταν το πρώτο άτομο που ήθελα να ακούσω μετά τη συνέντευξη. Συμφοιτήτριες και φίλες εδώ και οκτώ χρόνια, από το πρώτο έτος στην ΑΣΟΕΕ, γνώριζε πολύ καλά τι σήμαινε για μένα αυτή η συνέντευξη.

-Λοιπόν πώς πήγε;

  • Πώς να πάει, ρε συ Ζωή… Λες και δεν ξέρεις τις πολυεθνικές. Κουστούμι και ύφος

μπλαζέ, ενώ εγώ έβγαζα το σακάκι μου. Πνιγόμουν…

-Δηλαδή τι σου είπαν, ρε συ Σοφία, που τα έχεις βάλει πάλι με το κεφάλαιο;

-Ξέρεις τώρα. Γιατί δεν έχω μεταπτυχιακό τόσα χρόνια; Και γιατί το κάνω τώρα; Γιατί

δεν εργάστηκα σε κάποιο λογιστήριο μιας εταιρίας; Αφήσαν να εννοηθεί ότι είμαι μεγάλη για τη θέση. Βέβαια μου κάνανε και ερωτήσεις πάνω στην δουλειά που φυσικά εγώ τις απάντησα σωστά.

-Και τι τους είπες;

-Την αλήθεια, ρε μαλάκα. Τι να τους πω; Το 2012 που βγήκα στην αγορά τι επιλογές

είχα; Να δουλέψω σε τηλεφωνικό κέντρο και να εκβιάζω τον κοσμάκη για την εξόφληση των δανείων του, να γίνω σερβιτόρα ή να είμαι άνεργη. Α ναι, ξέχασα, αυτό προϋποθέτει να έχεις βρει δουλειά πρώτα! Βέβαια, υπήρχαν και δύο ακόμα επιλογές τις οποίες εγώ δεν είχα. Φράγκα για το μεταπτυχιακό, που όπως ξέρεις δεν υπήρχε σάλιο ή βύσμα. Ξέρεις εσύ. Ε, Ζωίτσα;

-Τι εννοείς;

-Sorry, ρε φίλε, δεν θέλω να υπονοήσω κάτι, αλλά έχω φτάσει στο αμήν. Και μετά

ξεκινήσαν τις ερωτήσεις για το πόσο καιρό είμαι παντρεμένη και αν έχω παιδιά ή όχι. Ξέρεις φυσικά γιατί.

-Όχι. Γιατί

               Η αφέλεια της με εκνεύρισε.

-Γιατί όλες οι εταιρίες μόλις δουν γυναίκα παντρεμένη στα τριάντα θεωρούν πως το έχει αυτοσκοπό να βρει δουλειά και στα καπάκια να μείνει έγκυος. Λες και θα τη σώσουν οι έξι μήνες του ΟΑΕΔ. Τους είπα ότι δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, γι’ αυτό ξεκίνησα και το μεταπτυχιακό στα τριάντα μου. Με μέγα σπόνσορα τον σύζυγό μου. Τέλος πάντων. Ζωή, να σε αφήσω και να μιλήσουμε μετά;

-Ναι, φυσικά. Τελικά πιστεύεις ότι θα σε πάρουν;

-Με τίποτα.

Χαμογέλασα και κοίταξα από το παράθυρο του ταξί τον ουρανό, το μόνο πράγμα που με χαλαρώνει. Πράγματι, μετά από μια βδομάδα έλαβα αρνητική απάντηση, μέσω email, γραμμένη και διατυπωμένη όπως μόνο οι πολυεθνικές ξέρουν.

 

Νάνσυ Παπαδοπούλου

Άνω Λεχώνια, 31/12/2018

Για αύριο Πρωτοχρονιά έκανα σχέδια, ρεβεγιόν στης Μαίρης, θα έπαιρνα και δυο μέρες άδεια, να φεύγαμε από την Αθήνα, θα άφηνα τη μάνα στο γηροκομείο. Τώρα όλα ακυρώνονται.

Έξι και τέταρτο το πρωί είμαι στο δρόμο για Βόλο. Να ξεπετάξω το ρεπορτάζ και να τελειώνω, να επιστρέψω όσο γίνεται γρηγορότερα.  Έντεκα η ώρα έχω φτάσει. Το χωριουδάκι, σκαρφαλωμένο στη ράχη του βουνού, μες στο πούσι και στην υγρασία. Χώνομαι στα στενά, η πλατεία έρημη, ψυχή πουθενά.

Γράφω: Άνω Λεχώνια Πηλίου (3 λέξεις)

Το σπίτι το βρίσκω γρήγορα, ο υπαστυνόμος με περιμένει απέξω, κρατά την αναφορά της νεκροτομής στα χέρια.

-Δεν ξέρω τι ζητάς να βρεις εδώ μέσα, φίλε.

-Μια ματιά θα ρίξω μόνο, ούτε δέκα λεπτά.

Στο υπνοδωμάτιο ο θάνατος με χτυπά στα ρουθούνια, γλυκόξινη μυρωδιά αποσύνθεσης.

Στη μέση ένα κρεβάτι στενό, 1,40 μ., τα σεντόνια μεριές μεριές σκισμένα, λιγδερά με μεγάλους καφετί λεκέδες, τα μαξιλάρια, ριγέ, άσπρα και μπλε, γουβιασμένα ακόμα από τα κεφάλια τους, της γυναίκας πιο ελαφρύ, ήταν ελάχιστη όταν πέθανε, του άντρα μεγαλύτερο, κάπως άτσαλα φαρδύ. (43 λέξεις)

Στο κομοδίνο τρία πιάτα με ξεραμένα υπολείμματα τροφής κι ένα κομμάτι ψωμί στο χρώμα του κυπαρισσιού, μουχλιασμένο. Πεταμένα στο δάπεδο φάρμακα για την πίεση, για την καρδιά, για τα νεφρά, δύο μεταχειρισμένες  πάνες. (33 λέξεις)

Να βάλω και την αναφορά του γιατρού.

Παραμονή Χριστουγέννων βρέθηκαν νεκροί στο συζυγικό τους κρεβάτι, άντρας και γυναίκα, εξήντα οκτώ και εβδομήντα τέσσερα αντίστοιχα,  ίσως  ταυτόχρονα θανόντες. Ο θάνατος επήλθε από παθολογικά αίτια, χωρίς παρέμβαση τρίτου. Η ιατροδικαστική εξέταση απέκλεισε την  άσκηση βίας. (36 λέξεις)

Τους φαντάζομαι να κρατούν τα χέρια, να αγκαλιάζονται, να αποκοιμιούνται για πάντα. Ή πάλι να παραδίνονται, στεγνοί από χυμούς, αλλόκοτο ντουέτο με δυο σολίστες.

Το βράδυ είμαι ακόμη εδώ. Γύρισα τη γειτονιά, χτύπησα κουδούνια, μάζεψα υλικό.

Υπάρχει μια κόρη, ζει στο Βόλο, παντρεμένη με δύο παιδιά. Έχει να εμφανιστεί από πέρυσι, οι δυο τους ζούσαν μοναχική ζωή, η πόρτα άνοιγε μόνο για τους  γιατρούς και την Πρόνοια, ούτε καν για τους γείτονες. (36 λέξεις)

Το ταυτόχρονο της αναχώρησης με ιντριγκάρει, λες και τους κούρδισε κάποιο αόρατο χέρι. Κι έπειτα αυτό το απέκλεισε την άσκηση βίας δεν σημαίνει πως και αβίαστα.

Παίζω όλες τις παραλλαγές της αναχώρησης στο μυαλό μου: να είχαν μέχρι τέλους τις αισθήσεις τους. Να ένιωθαν τη ζωή που γλιστράει από μέσα τους.  Να έπεσαν γρήγορα σε κώμα.

Τα στάδια του θανάτου: ατονία, ακολουθούμενη από μειωμένη παροχή αίματος, διακοπή  αναπνοής και απώλεια των αισθήσεων.  Συνεχής υπνηλία, ακανόνιστος παλμός και κρύος ιδρώτας, αργότερα ψύχος και κυάνωση του δέρματος, νεκρική ακαμψία στο φινάλε. (αφαιρώ ίσως τις 33 λέξεις, το  φινάλε μάλλον κυνικό)

Τους σκέφτομαι με διαπλανητικές οβάλ κόρες σαν της γάτας, το σύμπτωμα Beloglazov, ή  με μαρμάρισμα, σαν δίχτυ να απλώνεται στο δέρμα τους, ξαπλωμένους ιερατικά, σαν Φαραώ στη σαρκοφάγο.

Βλέπω τα σκουλήκια να τους διατρυπούν θριαμβικά, αφού μετρήθηκε πια ολάκερη η αλυσίδα των μεταπτώσεων που μετατρέπει τον άνθρωπο σε σύμπαν.

Βλέπω τη μάνα μου, στο μονό της κρεβάτι του γηροκομείου, να φεύγει αθόρυβα για τα αστέρια.

Βλέπω τον εαυτό μου, σαν τους γείτονες απών κι εγώ, να  μετράει συντετριμμένος  τις τελευταίες της μέρες.

-Καλή Πρωτοχρονιά μαμά, περίμενε με, θα περάσω το βραδάκι.

(184 ή 151 λέξεις)

Ειρήνη Παππά

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Αυτή η ημέρα ήταν η δυσκολότερη σε όλα τα χρόνια που ασκώ το επάγγελμα του Κοινωνικού Λειτουργού. Όταν ξεκίνησα, δεν φανταζόμουν ποτέ πως κάποια στιγμή θα βρεθώ μπροστά σε μια τέτοια εικόνα.

Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων μου ήταν να επισκέπτομαι ανθρώπους με σκοπό την καταγραφή των αναγκών τους και να κινώ τις απαραίτητες διαδικασίες, ώστε να τους παρέχουμε τα πράγματα που χρειάζονταν.

Παραμονή Χριστουγέννων επισκέφθηκα και το ζευγάρι που αργότερα είδα με τα ίδια μου τα μάτια νεκρό. Λόγω των εορτών τούς επισκέφθηκα νωρίτερα από το σύνηθες, μήπως και χρειάζονταν κάτι παραπάνω. Ήμουν εκεί το μεσημέρι, χτύπησα την πόρτα και περίμενα. Καθυστέρησαν να μου ανοίξουν, αλλά ομολογώ πως δεν μου έκανε εντύπωση, καθώς ήξερα πως η κυρία Άννα είχε κινητικά προβλήματα και ήταν καθηλωμένη στο κρεβάτι και ο κύριος Παντελής περπατούσε με τον δικό του ρυθμό.

Άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί να συμβαίνει κάτι κακό, όταν συνειδητοποίησα ότι δεν έπαιρνα κάποια απάντηση από τον άντρα του σπιτιού. Καθώς εκείνος ήξερε ότι δεν μπορούσε να ανοίξει γρήγορα όποτε ερχόμουν, φώναζε μια φράση του τύπου «Τώρα έρχομαι» ή «Μισό λεπτό». Επειδή τα λεπτά περνούσαν και η σιωπή παρέμενε, αποφάσισα να χρησιμοποιήσω το κλειδί που είχαν κρυμμένο σε μια γλάστρα. Είχα ενδοιασμούς για αυτήν την κίνηση, όμως δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Ας τους έβρισκα καλά και θα τους εξηγούσα.

Άνοιξα σιγά σιγά την πόρτα, η σιωπή παρέμενε. Το πρώτο που αντίκρισα ήταν η κουζίνα. Στον νεροχύτη υπήρχαν πιάτα με υπολείμματα φαγητού μιας ημέρας το πολύ. Το σπίτι δεν είναι μεγάλο, οπότε μετά την κουζίνα κατευθύνθηκα αμέσως στην κρεβατοκάμαρα. Άνοιξα δειλά την πόρτα, φωνάζοντας πρώτα τα ονόματά τους μήπως και πάρω κάποια απάντηση, και τους είδα ξαπλωμένους στο κρεβάτι να είναι αντικριστά ο ένας στον άλλον. Το μυαλό μου δεν ήθελε -μάλλον- να πάει στο χειρότερο σενάριο και η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι κοιμόντουσαν. Περπάτησα στις μύτες των ποδιών μου, μην τους ξυπνήσω απότομα, και πλησίασα πρώτα τον κύριο Παντελή. Ακούμπησα το χέρι μου στο δικό του και το ένιωσα παγωμένο. Έκανα το ίδιο και στην κυρία Άννα. Έλεγξα τους σφυγμούς τους και κατάλαβα πως ήταν νεκροί.

Το μυαλό μου μπλόκαρε. Για δευτερόλεπτα μπορώ να πω ότι βρισκόμουν σε σοκ. Έβγαλα το κινητό από την τσέπη και κάλεσα την αστυνομία με χέρια που έτρεμαν.

Γιάννης Πήλιουρας

Ώρα να φύγουμε

Πατάω το καζανάκι. Ο ήχος από τα νερά που τρέχουν καλύπτει τα ουρλιαχτά της. Ερείπιο πίσω απ’ τις κουρτίνες του δωματίου ζητάει την Ελένη μας επιτακτικά. Δεν έχουμε πει κουβέντα σήμερα. Το πρωί είχε προσπαθήσει να πάει στον κήπο να ποτίσει τα «άνθια» της. Έπεσε και τα σάλια της την έπνιγαν, τα βουβά της κλάματα δεν τη βοηθούσαν. Προσπάθησα μάταια να τη σηκώσω, να την κάνω να με θυμηθεί, να νιώσει την παρουσία μου.

 

Κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη και δεν μπορώ να με αναγνωρίσω. Λες και κοιτάω τον μπάρμπα μου στις παλιές φωτογραφίες. Δεν ξυρίζομαι πια. Το έχω πάρει απόφαση να αφήσω αυτές τις συνήθειες που μυρίζουν φρεσκάδα. Φρέσκος όπως τότε που γυρνάγαμε από το γάμο της Λενιώς μας και τσακωνόμασταν αν το εγγόνι θα ήταν αγόρι ή κορίτσι. Η φωτογραφία από εκείνη την ημέρα, δίπλα στης Παναγίας και του Αγ. Γεωργίου μπροστά απ’ το καντηλάκι. Πού και πού το άναβε όταν ερχόταν η κοπέλα απ’ το Δήμο που έφερνε το φαγητό. Δεν τολμούσα να εξηγήσω τι συνέβη. Βουβός απ’ την απώλεια. Το χιόνι, το ποτό, ποιος ξέρει, χάσαμε το Λενιώ μας τα Χριστούγεννα του 2005 μέσα σε μια μάζα λαμαρίνες και μαζί της χαθήκαμε κι εμείς. Μέσα σε μια μέρα η Γιούλα αρρώστησε, εγώ άσπρισα και μαζί πάνω από το μνήμα της κόρης μας αναζητούσαμε παρηγοριά.

 

Τα νερά σταμάτησαν. Παίρνω βαθιά ανάσα και ανοίγω την πόρτα. Δεν ξέρω τι θα αντικρίσω.

 

Σέρνω τα πόδια μου ως το προσκεφάλι της να τη δω αν κοιμάται. Έχει γυρισμένη την πλάτη, ένα κουλουριασμένο κορμί τυλιγμένο με το σεντόνι σαν σάβανο. Στο κομοδίνο δίπλα της το άδειο της ποτήρι, την είχα βάλει να το πιει όλο με το ζόρι. Μέσα στην απόλυτη σιωπή δεν ακούω την πνιχτή της αναπνοή, αυτή την κοφτή υπενθύμιση ότι ζει, σκέφτεται και βασανίζεται. Θα φύγεις πρώτη, Γιούλα μου, να πας να βρεις το Λενιώ μας. Περίμενέ με στην πόρτα. Δε θα αργήσω.

Εγγραφή στο Newsletter

Για να λαμβάνετε πρώτοι τα νέα στο Email σας