Άνοιξη 2024

Άνοιξη 2024

Εισαγωγικό σημείωμα

Η γενέθλια κάμαρα του μυθιστορήματος είναι το υποκείμενο στη μοναξιά του, γράφει προπολεμικά ο Μπένγιαμιν, ενώ ο Ρίλκε συμβουλεύει ως εξής τον φέρελπι νεαρό ποιητή με τον οποίο αλληλογραφεί στις αρχές του 20ού αιώνα: Ένα και μόνο μάς είναι απαραίτητο: η Μοναξιά, η μεγάλη εσώτερη Μοναξιά. Να βυθίζεσαι στον εαυτό σου και, ώρες ολόκληρες, να μην ανταμώνεις εκεί κανέναν.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν διαδικτυακά μαθήματα Δημιουργικής Γραφής για τον συγκεκριμένο λόγο: κλεισμένοι στο σπίτι τους, μόνοι μπροστά στον υπολογιστή τους και μακριά από αδιάκριτα βλέμματα παλεύουν με αυτό που ο κάθε συγγραφέας παλεύει κάτω από συνθήκες παρόμοιες.

Τα κείμενα που παρατίθενται στη συνέχεια δεν γεννήθηκαν μονομιάς. Είναι το αποτέλεσμα των συστηματικών και επίπονων προσπαθειών που κατέβαλαν οι συγγραφείς τους κατά τη διάρκεια των δέκα διαδικτυακών μαθημάτων μας. Η θεματική τους ποικίλλει, όπως βεβαίως και το ύφος, η γλώσσα, η τεχνοτροπία τους. Ορισμένα αποτελούν αποσπάσματα ευρύτερων σε έκταση κειμένων, ενώ άλλα είναι αυτοτελή. Όλα ωστόσο προέκυψαν μέσα από τις ασκήσεις στις οποίες κλήθηκαν οι ασκούμενοι να ανταποκριθούν στο πλαίσιο του σεμιναρίου. Πολλοί από όσους συμμετείχαν δεν θέλησαν να εκθέσουν ακόμη δείγμα της δουλειάς τους. Εμείς όμως, έχοντας ήδη γευτεί τη μεγάλη χαρά από τα βιβλία προηγούμενων συμμετεχόντων στο σεμινάριο που κυκλοφορούν, είμαστε σίγουροι ότι θα εξακολουθήσουμε να τη γευόμαστε τακτικά, είτε οι μελλοντικοί –σήμερα– συγγραφείς διστάζουν προς το παρόν να μας την προσφέρουν είτε όχι.

Καλά διαβάσματα και γραψίματα λοιπόν!

Κώστας Καβανόζης

 

Αναστασία Συμεωνίδου

Χρόνια Πολλά

Θα ερχόταν, άραγε, σήμερα το τέλος;

Ο άντρας έκανε στον εαυτό του αυτή την ερώτηση σχεδόν κάθε μέρα τους τελευταίους μήνες. Και την επομένη, η απάντηση γινόταν φανερή. Ξυπνώντας το πρωί, σήκωνε τα φθαρμένα στόρια, άνοιγε τα θαμπά παράθυρα του στενόχωρου υπνοδωματίου, και με τους μεντεσέδες να τρίζουν καθώς δεν μπορούσε να τα στερεώσει κάπου για να μείνουν κλειστά, άφηνε τον βουνίσιο αέρα να ξεχυθεί μέσα στο μικροσκοπικό σπίτι που είχε αγοράσει δεκαετίες πριν με τη σύζυγό του.

Την ίδια σύζυγο, που τώρα κείτονταν στο βαθουλωμένο κρεβάτι τους, φορώντας μια τρύπια νυχτικιά που έπλεε πάνω στο σκελετωμένο κορμί της. Η πάνα που της είχε αλλάξει την προηγούμενη μέρα η χαμογελαστή κοπελίτσα που τους έφερνε φαγητό και φάρμακα έζεχνε, μα ο άντρας ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τη βοηθήσει. Τα χέρια του μέρα με τη μέρα αδυνάτιζαν, τόσο που με το ζόρι κατάφερε να ανοίξει σήμερα τα παράθυρα και να φορέσει τα γυαλιά του.

«Χρόνια πολλά, Ευγενία», είπε μόνος του. Ήταν η ονομαστική της εορτή, άλλωστε. Απάντηση δεν πήρε.

Τη σιωπή διέκοψε ο ήχος παιδικού γέλιου. Ο άντρας πλησίασε στο παράθυρο και αφουγκράστηκε την παρέα από δεκάχρονα αγόρια που περνούσαν μπροστά από το σπίτι τους συνομιλώντας δυνατά χωρίς να αντιληφθούν την παρουσία του.

«Να τα πούμε κι εδώ;»

«Όχι ρε! Σιγά μη μένει κανείς σε αυτή την παράγκα!»

«Αφού έχουν κουδούνι και γραμματοκιβώτιο, δες! Χαράλαμπος και Ευγενία Παναγιωτίδη».

«Και πάλι, σιγά μην έχουν λεφτά να μας δώσουν!»

«Η μαμά μου λέει ότι αυτοί είναι περίεργοι. Δεν μιλούν με κανέναν στο χωριό και αν τους ενοχλήσεις, ο γέρος σε κυνηγά με τη μαγκούρα και σε βρίζει...»

Πλατάγισε τη γλώσσα του και ξαναξάπλωσε στο κρεβάτι βλαστημώντας την τύχη του που, από όλες τις σωματικές και πνευματικές ικανότητες που θα μπορούσαν να είχαν μείνει ανεπηρέαστες από την επέλαση του γήρατος, τα είχαν καταφέρει μόνο δύο. Εξαιτίας της ακοής του υποβαλλόταν στο μαρτύριο, απ’ τη μια των κακομαθημένων παιδιών και των περίεργων νέων που έβλεπαν το σπίτι τους σαν ατραξιόν, κι απ’ την άλλη της υπηρεσιακής φροντίδας των ανθρώπων από το πρόγραμμα που τους φέρονταν σαν να επρόκειτο για εγκαταλειμμένα κουτάβια σε καταφύγιο. Και εξαιτίας της μνήμης του, ξεπηδούσαν μπροστά στα σφαλισμένα μάτια του κάθε βράδυ εικόνες που νόμιζε ότι είχε προ πολλού θάψει στα έγκατα της ψυχής του. Δεν βοηθούσαν ούτε τα χάπια που του έδιναν από το πρόγραμμα για να κοιμάται. Είτε χαρούμενες είτε θλιβερές, οι αναμνήσεις πονούσαν πια το ίδιο.

Η ζωντοχήρα και ο βλάκας. Έτσι τους έλεγαν στο χωριό. Εκείνη είχε καταφέρει να αφήσει τον άντρα της προτού καλυφθεί κάθε σπιθαμή του κορμιού της από μώλωπες και εκδορές, εκείνος δεν κατάφερε να βγάλει το σχολείο και άλλαζε δουλειές συχνότερα από ό,τι τα πουκάμισά του. Εκείνη είχε διαλύσει το σπιτικό της και θα έμενε στο ράφι, εκείνος ήταν ανίκανος και δεν θα πετύχαινε τίποτα στη ζωή του. Από κάθε άποψη, για την κλειστή κοινωνία του ορεινού χωριού όπου ζούσαν ήταν παρίες.

Πολλές φορές αναρωτιόταν τι του είχε βρει η Ευγενία. Ακόμα και τώρα, σαράντα χρόνια μετά, δεν μπορούσε να βρει ικανοποιητική εξήγηση για το πώς ο άγγελος με τα στραπατσαρισμένα φτερά και τα θλιμμένα μπλε μάτια είχε αποφασίσει ότι αυτός ο τιποτένιος, ο έξι χρόνια μικρότερός της άντρας, ήταν άξιος έστω και της ελάχιστης προσοχής της.

Κι έτσι, αφήνοντας τον βόμβο των κουτσομπόληδων στο παρασκήνιο, άρχισαν να συμπληρώνουν μαζί το παζλ της ζωής τους, κι ας μην είχαν όλα τα κομμάτια. Παντρεύτηκαν στο ξωκλήσι του διπλανού χωριού, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Αγόρασαν την παράγκα στην άκρη του χωριού τους και την ανακαίνισαν μόνοι τους. Κι όταν τελείωσαν, με τα ρούχα τους μουτζουρωμένα από τις μπογιές και τις παλάμες να τσούζουν από τις αγκίδες, εκείνος χαμογελαστός κόλλησε το αυτοκόλλητο με τα ονόματά τους στο λαδί γραμματοκιβώτιο που έγερνε ελαφρώς.

Στον χρόνο πάνω, η Ευγενία έμεινε έγκυος. Δεν είχε φανταστεί ποτέ τον εαυτό του πατέρα – κυρίως γιατί δεν πίστευε εξαρχής ότι θα τον αξίωνε ο Θεός, το σύμπαν, όποιος βρισκόταν τέλος πάντων πάνω από το κεφάλι του και καθόριζε τη μοίρα του, να βιώσει τη συντροφικότητα μιας γυναίκας, πόσο μάλλον τη γονεϊκότητα μαζί της. Εκείνος κάθε βράδυ ξενυχτούσε βυθισμένος στις φοβίες του για την επερχόμενη πατρότητα, μα την Ευγενία δεν την φοβόταν. Έμοιαζε έτοιμη για τις προκλήσεις της μητρότητας πριν καν νιώσουν το πρώτο σκίρτημα του εμβρύου μέσα της.

Το μωρό, όμως, γεννήθηκε νεκρό. Ο γιατρός στο νοσοκομείο της πόλης δεν μπορούσε να βρει εξήγηση, παρά μόνο ακούμπησε το δύσκαμπτο χέρι στον ώμο του, λέγοντάς του ότι «συμβαίνουν αυτά», ότι ήταν ακόμα νέοι και θα έκαναν κι άλλο. Χωρίς να του απαντήσει, μπήκε ξανά στο άχρωμο δωμάτιο της κλινικής. Βλέποντάς την με το άψυχο σώμα του βρέφους άγαρμπα ριγμένο στο στήθος της και τα θλιμμένα μπλε μάτια της να κοιτούν αόριστα το κενό άφησε, χωρίς καμία ντροπή, δάκρυα να κυλήσουν στα μάγουλά του.

Στην κηδεία κρυφάκουσε τον καφενετζή και άλλους δύο χωριανούς να λένε ότι ο Θεός προνόησε να μη ζήσει ένα παιδί με αυτούς τους άχρηστους για γονείς.

Δεν απέκτησαν άλλο.  

Στο πέρασμα των χρόνων, ο μικρός κοινωνικός κύκλος που είχαν μετά κόπων και βασάνων χτίσει αποδεκατίστηκε. Κάποιοι τους απέφευγαν, άλλοι πέθαναν, με άλλους διέκοψαν οι ίδιοι τις επαφές. Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, το ζευγάρι απομονώθηκε εντελώς από τον μικρόκοσμο που απείχε από το σπίτι τους λίγα μόλις λεπτά με τα πόδια.

Ας είναι. Δεν είχε κανέναν ανάγκη.

Ο μόνος λόγος που ζήτησε βοήθεια από τα παιδιά στο πρόγραμμα ήταν η αρρώστια της γυναίκας του. Στην αρχή μπορούσε να τη φροντίσει μόνος του, αλλά μαζί με την επιδείνωση της δικής της υγείας, άρχισε να ασθενεί και το δικό του σώμα. Και μια μέρα συνειδητοποίησε ότι καλούνταν, είτε να ζητήσει βοήθεια από την κοινωνία, την ίδια που κάποτε τους χλεύαζε και την οποία είχαν συνειδητά απορρίψει και οι δυο τους, είτε να συμβιβαστεί με τον βέβαιο θάνατο της συντρόφου του εξαιτίας της δικής του αδυναμίας, ανικανότητας, να της σταθεί ως το τέλος. Έτσι, τηλεφώνησε στο νούμερο που είχε σημειώσει βιαστικά ένα βράδυ βλέποντας ειδήσεις στην τηλεόραση και οι δυο τους μπήκαν στο πρόγραμμα.

Όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, η ζωή τους έκτοτε έγινε ευκολότερη. Οι διαδρομές που έκανε με τα πόδια ως τα μαγαζιά στην πλατεία του χωριού, μετατράπηκαν σε κατ’ οίκον εξυπηρέτηση όλων των αναγκών τους, με υπαλλήλους που πληρώνονταν για να τους φέρονται με τη στοιχειώδη, έστω και προσποιητή, ευγένεια που δεν είχαν ποτέ εισπράξει από τους συγχωριανούς τους. Και το πιο σημαντικό από όλα, με τη φροντίδα της συζύγου του από επαγγελματίες οι δυο τους είχαν πάρει παράταση χρόνου. Η απειλή του τέλους, του αιώνιου χωρισμού, που άλλοτε τον κρατούσε ξάγρυπνο τα βράδια, απωθούνταν κάθε πρωινό με τον ήχο της ανάσας της.

Έναν ήχο, που δεν είχε ακούσει εδώ και ώρα.

Γύρισε στο πλάι και κοίταξε το πρόσωπό της, που τώρα έμοιαζε απόκοσμα γαλήνιο. Όταν το διέτρεξε με τις άκρες των δαχτύλων του, παρατήρησε ότι ήταν κρύο.

«Ευγενία...» μουρμούρισε.

Εδώ και μήνες ήταν βυθισμένη σε λήθαργο, που διακοπτόταν από σύντομες περιόδους αφύπνισης. Τον τελευταίο καιρό, όμως, ακόμα κι αυτές οι ελάχιστες στιγμές υποτυπώδους επικοινωνίας είχαν αραιώσει.

«Ευγενία», την ταρακούνησε, «ξύπνα».

Ήταν μια ευφυής γυναίκα με εκλεπτυσμένο τρόπο ομιλίας, κι εκείνος πάντοτε καμάρωνε να την ακούει. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, μισούσε αυτή την αρρώστια με το ξενικό όνομα που κατέτρωγε τον εγκέφαλό της. Τώρα, όμως, λαχταρούσε να ακούσει έστω και τον ασυνάρτητο λόγο και τα ξεσπάσματα θυμού που του θύμιζαν πως ήταν ακόμα ζωντανή.

Σήκωσε το χέρι της και το τράβηξε προς το μέρος του, μα του έπεσε με έναν δυνατό γδούπο καθώς αναπηδούσε άψυχο στο σκληρό στρώμα.

Δεν ήθελε να την κλάψει. Τούτο θα σήμαινε ότι παραδεχόταν την ήττα του. Δεν μπορούσε, όμως, να κρυφτεί από την πραγματικότητα. Τα πόδια του ήταν πολύ αδύναμα για να φύγει -κι ούτε ήθελε-, και το μυαλό του υπερβολικά διαυγές για να πειστεί ότι όλα ήταν εντάξει.

Το βλέμμα του έπεσε πάνω στο κομοδίνο, στο μισάνοιχτο κουτί με τα χάπια για τον ύπνο. Με ένα κλαψούρισμα καθώς τέντωνε το πονεμένο χέρι του για να το φτάσει, το έφερε μπροστά στα μάτια του, μετρώντας από μέσα του πόσα είχαν απομείνει.

Η καθημερινή του ερώτηση είχε πάρει πια απάντηση.

 

Γιώτα Μπερτσιμά

Να πίνετε κρασί

Έκλεισε τον υπολογιστή, σηκώθηκε από την ξεχαρβαλωμένη καρέκλα του γραφείου και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Πριν από λίγο είχε ακουστεί ο καταραμένος ήχος του θυροτηλεφώνου. Εδώ που τα λέμε, δεν ήταν πάντα καταραμένος. Άλλες φορές ξυπνούσε την ανυπομονησία, άλλες την έξαψη και την περιέργεια, πάντα σε συνάρτηση με την τότε ψυχική του κατάσταση και το ποιος κρυβόταν πίσω από την πόρτα. Ο τωρινός ήχος όμως ήταν πράγματι καταραμένος. Παρατήρησε την μορφή που στεκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας από τη μικρή οθόνη που ήταν τοποθετημένη δίπλα στην εξώπορτα. Γαμώτο, τι θέλει εδώ; Δεν μπορεί απλά να δεχτεί ότι τελειώσαμε;

Σίγουρα θα μπορούσε να ασχοληθεί με την Αλίκη και τα συναισθήματά της λίγο παραπάνω, αν είχε κατορθώσει να πουλήσει εκείνο το κωλόσπιτο. Ή και όχι. Στην αρχή είχε ενθουσιαστεί μαζί της. Ήταν τύπισσα αλέγρα και χαλαρή, από εκείνες που μαζεύονται τα βράδια στα Εξάρχεια και ακούνε ψαγμένους καλλιτέχνες ξενυχτώντας με ατέρμονες κουβέντες σχετικά με τον φεμινισμό, τον βιγκανισμό, την παγκόσμια ειρήνη και άλλες τέτοιες παράλληλες πραγματικότητες. Δεν σκεφτόταν να κάνει οικογένεια. Για την ακρίβεια, η μόνη δέσμευση που είχε στη ζωή της ήταν οι λογαριασμοί του σπιτιού που κληρονόμησε από τη γιαγιά της στην Πλάκα και ένα μαύρο λαμπραντόρ, οι τρίχες του οποίου αιωρούνταν παντού μέσα στο διαμέρισμά της.

Και αφού είσαι τόσο χαλαρή, ρε Αλίκη, τι κάνεις νυχτιάτικα έξω από το σπίτι μου;

 

Πήγαινε καιρός τώρα που εκείνος δεν είχε άλλη έννοια από τη δουλειά. Δεν ήταν ότι χρειαζόταν τόσο τα χρήματα από τη μεσιτεία, όσο τη φήμη που θα συνόδευε την πώληση εκείνου του σπιτιού. Αν τα κατάφερνε, θα ξεπερνούσε όχι μόνο τους στόχους του προηγούμενου έτους, αλλά και τα νούμερα του ανταγωνιστή του.

«Πήρα μπόνους ξέρεις..», του είχε κοκορευτεί νωρίτερα ο Μάκης στο γραφείο κουνώντας εύθυμα το χαρτί της μισθοδοσίας πάνω από τα μούτρα του.

Χεστήκαμε, ρε μαλάκα Μάκη, για το μπόνους σου! ήθελε να του φωνάξει. Αντί αυτού ψέλλισε ένα ξερό «συγχαρητήρια», χωρίς να πάρει τα μάτια του από την οθόνη.

Η Αλίκη συνέχιζε να χτυπάει επίμονα το κουδούνι. Με το ένα χέρι πατούσε το κουμπί στον πίνακα με τα ονόματα και με το άλλο έγραφε μήνυμα. Δονήθηκε η τσέπη της φόρμας του.

Ξέρω ότι είσαι μέσα. Είδα το αμάξι σου παρκαρισμένο στην πυλωτή!

Να πάρει! Θα της ανοίξω. Ήταν μια απόφαση που πήραν τα λιγοστά ίχνη ενσυναίσθησης που είχε μέσα του και όχι επικρατών ο εαυτός του.

Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, η Αλίκη στεκόταν μπροστά του. Τα κόκκινα μαλλιά της έσταζαν από τις σταγόνες της βροχής που έπεφταν γενναιόδωρα από τον ουρανό εκείνο το βράδυ. Τα μάγουλά της ήταν ζωγραφισμένα με μαύρη μπογιά από τη μάσκαρα που είχε κυλήσει από τα μάτια της. Είτε ευθύνονταν τα δάκρυα είτε η βροχή, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Η Αλίκη είχε τα χάλια της.

«Τι σου έκανα και μου φέρεσαι έτσι;» τον ρώτησε αλαφιασμένη όταν βρέθηκε στην πόρτα του δευτέρου ορόφου.

«Έλα μέσα να σου δώσω κάτι στεγνό να φορέσεις», της απάντησε ψυχρά.

Της έδωσε ένα φαρδύ φούτερ και ένα καρό παντελόνι πιτζάμας. Εκείνη έμεινε σιωπηλή όσο δεχόταν την περιποίησή του. Φαινόταν να την έχει ανάγκη. Σίγουρα της έλειψε σε όλη την διάρκεια της σύντομης σχέσης τους. Και πώς να μην της είχε λείψει; Η καημένη η Αλίκη ζούσε τον έρωτα, ενώ εκείνος ζούσε κάθε βράδυ τους εφιάλτες των αναμνήσεων της παιδικής του ηλικίας.

«Έχεις σκεφτεί ότι μπορεί να ευθύνεται η πίεση που δέχεσαι στο εργασιακό σου περιβάλλον για την επιστροφή των ονείρων;» τον είχε ρωτήσει ο ψυχολόγος του μερικές ημέρες νωρίτερα.

Έβαλε την Αλίκη να καθίσει στον καναπέ. Ένα κομμάτι του εαυτού του τη λυπόταν για τον τρόπο που της είχε φερθεί. Σε κανέναν δεν αξίζει να τον αδειάζεις με ένα μήνυμα, ειδικά αφού σε έχει δει στο δρόμο να σουλατσάρεις με κάποιον άλλον.

«Γιώργο, δεν ήρθα να σε ρωτήσω ποια ήταν αυτή που έκοβες βόλτες νωρίτερα», ξεκίνησε εκείνη να λέει. «Δεν θέλω να ακούσω φτηνές δικαιολογίες ότι τάχα ήταν μία ξαδέρφη ή απλά μία φίλη», σκούπισε με το μανίκι της τα υγρά της μάτια και με μια βαθιά ανάσα που μάλλον της έδωσε τη δύναμη να συγκροτήσει τις σκέψεις της, συνέχισε: «Αυτό που με ενδιαφέρει είναι γιατί μου ζήτησες να το τελειώσουμε από το πουθενά».

Την κοιτούσε μουδιασμένος και απαθής, όχι τόσο επειδή δεν ήξερε τι να πει, αλλά κυρίως επειδή δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις για να το εκφράσει. Άραγε υπάρχει ωραίος τρόπος να πεις σε κάποιον ότι απλά δεν τον γουστάρεις πια; Πώς να της έλεγε ότι τη ζήσανε τη φάση τους, τη γράψανε την ιστορία τους και πια το μελάνι της μοίρας τους έχει στερέψει;

«Δεν έχει γιατί. Απλά δεν πάει άλλο μεταξύ μας». Νέος γύρος δακρύων και αναφιλητών ξεκίνησε για την Αλίκη. Της χάιδεψε το πόδι προσπαθώντας να την παρηγορήσει, σε μία κίνηση που έδειχνε πιο πολύ οίκτο, παρά τρυφερότητα, γεγονός που εκείνη αντιλήφθηκε και του έσπρωξε το χέρι.

«Μα για ποιον λόγο, ρε Γιώργο; Μέχρι χθες κανονίζαμε διακοπές στα Κουφονήσια και σήμερα πάει;» κατάφερε να αρθρώσει διατηρώντας πάντα το παράπονο στο βλέμμα της.

«Δεν κανονίζαμε, Αλίκη. Εσύ κανόνιζες».

«Φταίει η δουλειά;» επιχείρησε τώρα να μαντέψει, ανίκανη προφανώς να αποδεχθεί ότι η σχέση τους έχει λήξει. «Φταίει η κοπέλα που βρήκες σήμερα;» ρώτησε αγνοώντας όσα είπε προηγουμένως.

Και γιατί πάντα πρέπει να φταίει κάτι, ρε Αλίκη;

Δεν της απάντησε. Η βραδιά προβλέπονταν μεγάλη. Το ήξερε ότι δεν θα ξεμπέρδευε έτσι εύκολα. Άραγε είχε προλάβει να βγάλει έξω τον σκύλο της πριν πιάσει βροχή;

Και όμως η ευσπλαχνία του τον πρόσταζε να της δώσει εξηγήσεις. Και για τον λόγο του χωρισμού και για τη Μαρία που επέστρεψε έτσι ξαφνικά από το Λονδίνο και τον συνάντησε νωρίτερα κάτω από το γραφείο, ζητώντας του να πάνε μια βόλτα στην Ερμού όπως έκαναν παλιά. Έλα όμως που δεν ευθύνονταν ούτε εκείνη για τον χωρισμό τους. Αυτό που ίσως να έφταιγε είναι ότι καθώς προχωρούσαν σε μια βόλτα ξέγνοιαστη, συνειδητοποίησε ότι σαν την Μαρία δεν θα έβρισκε άλλη και έτσι απλά μέσα σε μία στιγμή διέγραψε όσες είχαν περάσει από τη ζωή του μέχρι τότε.

Κουβάλησε τις σκέψεις του μέχρι το ψυγείο και πήρε ένα μπουκάλι από το αγαπημένο του λευκό ξηρό, δώρο εντυπωσιασμού από μια γκόμενα που δεν θυμόταν το όνομά της. Άρπαξε δύο ποτήρια από το ντουλάπι και τους σέρβιρε. Μέχρι και το αγαπημένο του κρασί είχε διαφορετική γεύση σήμερα. Ήταν στυφό και θύμιζε ρετσίνα. Αν και είχε συνδυάσει την γεύση του με όμορφες στιγμές, συνειδητοποίησε ότι το κρασί είχε πάρει και από τη δικιά του γεύση. Μπορεί και να μόλυνε το ποτήρι με όλη την πικρία που είχε μέσα του εκείνη τη στιγμή. Κρίμα το μπουκάλι, σκέφτηκε.

Για αυτό όταν δεν είστε καλά, να πίνετε φθηνό κρασί.

 

Μιχάλης Καραγιάννης

Λίγο χρώμα

Υπήρχε ζέστη, πεύκα και το χαλαρωτικό τραγούδι των τζιτζικιών. Ο Αλέξης έφτασε στην άκρη του υψώματος και παρατήρησε τον κόλπο από ψηλά, κόντρα στον εκτυφλωτικό ήλιο, ο οποίος, μέσα στο κατακαλόκαιρο, εξαφάνιζε κάθε βουνό, ουρανό ή ορίζοντα.

Ξεπλένει την ουσία κάθε τόπου, όπως είχε πει κι ο Ελύτης.

Άρχισε να κατεβαίνει προς την παραλία κόβοντας δρόμο μέσα απ' το χορταριασμένο μονοπάτι. Φτάνοντας, διαπίστωσε πως ήταν ήδη γεμάτη με κόσμο. Παρ' όλα αυτά, θα προσπαθούσε να στριμωχτεί κάπου κι αυτός, αφού έπρεπε να κάνει κάνα μπάνιο. Αμμουδερή και γεμάτη με πεύκα, τα οποία έφταναν τόσο κοντά στο νερό, που πολλές φορές έμοιαζαν να φυτρώνουν μέσα του. Περπάτησε με δυσκολία πάνω στην καυτή άμμο και έφτασε σχεδόν στο τέλος της παραλίας, κοντά στα βράχια και τον υποτυπώδη μόλο. Οι λιγοστές βάρκες ακίνητες κι η θάλασσα ασάλευτη, στραφτάλιζε κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο, αποχαυνωμένη κι αυτή από τη ζέστη. Σταμάτησε και κοίταξε τριγύρω.

Ήταν τυχερός! Εκείνο το μοναχικό πεύκο στα δεξιά φαινόταν να τον καλεί. Άλλαξε την πορεία του και βρήκε γρήγορα καταφύγιο από κάτω του, μακριά από την καυτή ανάσα του ήλιου. Η σκιά εδώ αποτελούσε μια χαμένη από καιρό πολυτέλεια. Τα δέντρα πολιορκούνταν από νωρίς, ενώ η υπόλοιπη παραλία γέμιζε ασφυκτικά με πολύχρωμες ομπρέλες που την έκαναν να μοιάζει με πανηγύρι.

Έβγαλε τις παντόφλες του, περπάτησε ξυπόλητος πάνω σε μερικές πευκοβελόνες και κάθισε δίπλα στον κορμό του πεύκου. Βύθισε τα πόδια του στην άμμο και τη βρήκε ευχάριστα δροσερή. Ήταν ώρα για λίγη χαλάρωση, παράλληλα πάντα με την καθιερωμένη ρέμβη των διάφορων φυλών της παραλίας. Γύρισε το βλέμμα του προς τα δεξιά. Ένα μικρό αγοράκι κρατούσε ένα μισοφαγωμένο ροδάκινο και μαχόταν ηρωικά με τις σφήκες, ενώ η μητέρα του κοιμόταν ανέμελη κάτω απ' τη σκιά μιας ομπρέλας. Παραδίπλα καθόταν ένας ηλικιωμένος. Μπροστά του είχε υψώσει μια εφημερίδα και μέσα από τις δύο τρύπες που είχε κάνει απολάμβανε τη θέα μερικών νεαρών γυναικών με έξαλλα μαγιό.

Χαμογέλασε, παρ’ όλα αυτά συνέχισε με το βλέμμα του παρακάτω, καθώς δεν βρήκε σ’ αυτό ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Παρατήρησε τους δύο γυμνασμένους νέους άντρες που έπαιζαν ρακέτες, που ήταν αλειμμένοι με τόσο λάδι, που έμοιαζαν με καλογυαλισμένο παρκέ. Τίποτα το ενδιαφέρον κι εκεί. Έστριψε το κεφάλι του αριστερά και τότε την είδε...

Ήταν ψηλή, καλλίγραμμη και μαυρισμένη. Έκανε ηλιοθεραπεία. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε ξαφνικά στα χείλη του.

Αυτή η διαρκής αναζήτηση της ομορφιάς...

Όλοι επιδίδονταν μανιωδώς στο σημαντικότερο παιχνίδι του καλοκαιριού, το μαύρισμα! Όπου και να γύριζες το κεφάλι έβλεπες το ίδιο. Σώματα μελαψά, φτιαγμένα με την παραδοσιακή ελληνική συνταγή. Ψημένα σε ήλιο και αλάτι στους 40 βαθμούς για αρκετές ημέρες και αφημένα να κρυώσουν στον αιγαιοπελαγίτικο άνεμο για όσο χρειαστεί...

Η κοπέλα σηκώθηκε και τίναξε την άμμο από την πετσέτα της. Ο αέρας την επέστρεψε πάνω της, μαστιγώνοντας το δέρμα της.

Θα συνοδεύεται σίγουρα από κάποιον σφίχτη, παραγεμισμένο με ορμόνες. Το είχε συνηθίσει πια...

Ξαφνικά, την είδε να του χαμογελάει! Ξαφνιάστηκε. Χαμογελούσε σ’ αυτόν; Γύρισε το κεφάλι του δεξιά αριστερά, προσπαθώντας να διαπιστώσει αν υπήρχε κάποιος άλλος παραδίπλα.

Κανείς!

Κορδώθηκε και ανταπέδωσε το χαμόγελο.

Η κοπέλα είχε τώρα ξανακαθίσει, όμως τον κοιτούσε ακόμα. Την είδε να σηκώνει το χέρι και να του κάνει νόημα!

Μάζεψε όση αυτοπεποίθηση είχε -αν και βρισκόταν στα 37 του, δεν φημιζόταν γι’ αυτό- σηκώθηκε και άρχισε να πλησιάζει αργά μα αποφασιστικά προς το μέρος της.

«Κύριε καθηγητά; Πώς κι από εδώ;»

Τα λόγια της τον χτύπησαν σαν κεραυνός. Η σιωπή που ακολούθησε ήταν εντυπωσιακή. Ένιωσε τον ήλιο σαν βαρίδι στο ήδη ζαλισμένο κεφάλι του. Ήταν μία απ’ τις μαθήτριές του στο Πανεπιστήμιο; Ήταν δυνατόν να μην την αναγνωρίσει;

«Να, είπα να-»

«Θέλετε να καθίσετε;» του πρότεινε, βγάζοντάς τον από τη δύσκολη θέση.

Σταδιακά, οι παλμοί του, επανήλθαν σε φυσιολογικά επίπεδα.

«Είναι το πρώτο σας μπάνιο;»

Το βλέμμα του έπεσε στο μπράτσο του. Ήταν άσπρος σαν το γάλα.

«Ναι, δεν...» Δεν συμπαθώ πολύ τον ήλιο, ήθελε να πει, αλλά σταμάτησε. «Ναι, δεν έχω προλάβει ακόμα να κάνω κανένα».

«Εγώ, αντιθέτως, έχω κάνει πολλά. Τρελαίνομαι για τον ήλιο και τη θάλασσα... Συχνά ψάχνω για παρέα, αλλά δυστυχώς καταλήγω πάντα μόνη».

«Έτσι ε;»

Μέσα σε μια στιγμή, οι συστολές του εξαφανίστηκαν και όλος ο πληγωμένος του εγωισμός μετατράπηκε σε πείσμα. Βολεύτηκε όσο καλύτερα μπορούσε δίπλα της και την κοίταξε γεμάτος αυτοπεποίθηση. Είχε έρθει μάλλον η ώρα να πάρει λίγο χρώμα...

Μαρία Χατχηεμμανουήλ

Ένα καρφί στο δέντρο

Από το Λιβίσι στη Μάκρη πήγαινε ένα μονοπάτι σε πολλά σημεία δύσβατο, καθώς περνούσε μέσα από πυκνό δάσος με πεύκα και θάμνους. Μικρά κομμάτια του, φτιαγμένα με την παμπάλαια μέθοδο του τοσεμέ, απόμεναν ακόμα λιθόστρωτα, σε πείσμα της βροχής και του πηγαινέλα ανθρώπων και ζώων.

Για να κατηφορίσεις προς τη Μάκρη, έπρεπε πρώτα να ανέβεις την πλαγιά του Αντικράγου, του όρους που έκλεινε από βορρά την κοιλάδα του Λιβισιού. Όταν έφτανες στην κορυφή, μετά από ένα χιλιόμετρο ανηφόρας, μπορούσες να ξαποστάσεις στο καφενείο του Ευθύμη, να πιεις έναν καφέ και να θαυμάσεις τη θέα της κοιλάδας. Λίγο πιο κάτω, στο σημείο που το Λιβίσι χανόταν πια από τα μάτια σου, γιατί άρχιζε απότομα ο κατήφορος προς το λιμάνι, υπήρχε ένα μοναχικό δέντρο. Οι ντόπιοι το έλεγαν πιρνάριν. Ήταν ένα είδος αγριοβελανιδιάς με φύλλα αγκαθωτά. Τα αγκάθια το βοήθησαν να μεγαλώσει, αλλιώς θα το είχαν βοσκήσει από τα γεννοφάσκια του ακόμα τα κατσίκια. Κανείς δεν θυμόταν ποιος το φύτεψε και πότε. Έστεκε πάντα εκεί, τυλιγμένο με θρύλους για ξωτικά που ζούσαν στον κορμό και τις φυλλωσιές του, και παραμόνευαν τους Λιβισιανούς όταν έφευγαν μακριά, ταλάργου, για να τους κλέψουν τον γυρισμό. Μόλις έβλεπαν ταξιδιώτες με μπόγους να σταματούν στον κορμό του για να ρίξουν την τελευταία ματιά στο χωριό, έλεγαν οι παλιοί, τα ξωτικά έτρεχαν γρήγορα και τους άρπαζαν εκείνο το τελευταίο βλέμμα, που ήταν κι η υπόσχεση πως θα γυρίσουν. Για να ξορκίσουν τα μάγια οι ταξιδιώτες, έπρεπε να καρφώσουν ένα καρφί βαθιά στον κορμό του δέντρου. Όσο πιο βαθιά καρφωνόταν το καρφί, τόσο πιο γερό ήταν το ξόρκι, τόσο πιο σίγουρος ο γυρισμός. Άλλοι, γραμματιζούμενοι, που δεν πίστευαν στα ξωτικά, έλεγαν πως το καρφί ήταν ο καημός που είχε στην καρδιά του ο ξενιτεμένος, όσο καιρό δεν έβλεπε το Λιβίσι. Το καρφί τους πάντως το κάρφωναν στο πουρνάρι όλοι, γραμματιζούμενοι και μη, γι' αυτό κι ο Ευθύμης ο καφετζής φρόντιζε να υπάρχει πάντα δίπλα στο δέντρο ένα ξύλινο κουτί με καρφιά, προσφορά του καταστήματος, κυρίως για τους νεώτερους, τους ξεχασιάρηδες. Γιατί οι μεγαλύτεροι, όταν έφευγαν για ταξίδι, είχαν το καρφί στην τσέπη τους από το σπίτι.

Ο Αντώνης έφτασε στο πουρνάρι το απόγευμα. Το καφενείο του Ευθύμη κλειστό. Αργότερα, θα μάθαινε πως ο καφετζής έφυγε τελευταίος, δεν του πήγε η καρδιά να αφήσει τους πατριώτες του δίχως έναν καφέ παρηγοριάς πριν από το ταξίδι του ξεριζωμού. Όταν σιγουρεύτηκε πια ότι κατέβηκαν όλοι οι Λιβισιανοί στο λιμάνι, φόρτωσε στο μουλάρι τα υπάρχοντά του, σκούπισε το καφενείο του, πότισε τους κατηφέδες, άφησε το κλειδί στην κουφάλα του δέντρου, ούτε κι αυτός ήξερε γιατί, και κατέβηκε στη Μάκρη μαζί με τον παπά. Από τότε είχαν περάσει πολλές μέρες, ο Αντώνης βρήκε τους κατηφέδες μαραμένους. Πήρε τον κατήφορο κι έφτασε στο δέντρο. Ο κορμός του γεμάτος καρφιά. Και το κουτί δίπλα, με λίγα ακόμα μέσα.

Γύρισε πίσω του κι έριξε ένα τελευταίο βλέμμα. Τα μάτια του θαμπώθηκαν από τον ήλιο ή από την ομορφιά που δεν ήξερε αν θα ξανάβλεπε όσο ζούσε. Πήρε ένα καρφί, το κράτησε με τα δυο του δάχτυλα,  ακούμπησε τη μύτη του στο πουρνάρι και σήκωσε από κάτω μια πέτρα.

Από πού ξεπετάχτηκαν ξαφνικά εκείνοι οι δυο; Ήταν άνθρωποι ή ξωτικά;

-Πάνε αυτά που ξέρατε! Δεν έχει γυρισμό! Μουσταφά Κεμάλ!

Ούτε άνθρωποι, ούτε ξωτικά. Δυο θηρία ήταν αυτά που είχε μπροστά του. Ο Τζαφέρ κι ο Οσμάν, οι υπάλληλοι του θείου του στο χασάπικο, στον Στούμπο, συνομήλικοί του, τους ήξερε από παιδιά. Τώρα δυο άγνωστοι, που ορμούσαν απειλητικά καταπάνω του.

Εγγραφή στο Newsletter

Για να λαμβάνετε πρώτοι τα νέα στο Email σας