Φθινόπωρο 2024

Φθινόπωρο 2024

Εισαγωγικό σημείωμα

Η γενέθλια κάμαρα του μυθιστορήματος είναι το υποκείμενο στη μοναξιά του, γράφει προπολεμικά ο Μπένγιαμιν, ενώ ο Ρίλκε συμβουλεύει ως εξής τον φέρελπι νεαρό ποιητή με τον οποίο αλληλογραφεί στις αρχές του 20ού αιώνα: Ένα και μόνο μάς είναι απαραίτητο: η Μοναξιά, η μεγάλη εσώτερη Μοναξιά. Να βυθίζεσαι στον εαυτό σου και, ώρες ολόκληρες, να μην ανταμώνεις εκεί κανέναν.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν διαδικτυακά μαθήματα Δημιουργικής Γραφής για τον συγκεκριμένο λόγο: κλεισμένοι στο σπίτι τους, μόνοι μπροστά στον υπολογιστή τους και μακριά από αδιάκριτα βλέμματα παλεύουν με αυτό που ο κάθε συγγραφέας παλεύει κάτω από συνθήκες παρόμοιες.

Τα κείμενα που παρατίθενται στη συνέχεια δεν γεννήθηκαν μονομιάς. Είναι το αποτέλεσμα των συστηματικών και επίπονων προσπαθειών που κατέβαλαν οι συγγραφείς τους κατά τη διάρκεια των δέκα διαδικτυακών μαθημάτων μας. Η θεματική τους ποικίλλει, όπως βεβαίως και το ύφος, η γλώσσα, η τεχνοτροπία τους. Ορισμένα αποτελούν αποσπάσματα ευρύτερων σε έκταση κειμένων, ενώ άλλα είναι αυτοτελή. Όλα ωστόσο προέκυψαν μέσα από τις ασκήσεις στις οποίες κλήθηκαν οι ασκούμενοι να ανταποκριθούν στο πλαίσιο του σεμιναρίου. Πολλοί από όσους συμμετείχαν δεν θέλησαν να εκθέσουν ακόμη δείγμα της δουλειάς τους. Εμείς όμως, έχοντας ήδη γευτεί τη μεγάλη χαρά από τα βιβλία προηγούμενων συμμετεχόντων στο σεμινάριο που κυκλοφορούν, είμαστε σίγουροι ότι θα εξακολουθήσουμε να τη γευόμαστε τακτικά, είτε οι μελλοντικοί –σήμερα– συγγραφείς διστάζουν προς το παρόν να μας την προσφέρουν είτε όχι.

Καλά διαβάσματα και γραψίματα λοιπόν!

Κώστας Καβανόζης

 

Εύη Ανανιάδου

Ο Καθρέφτης

Θα ερχόταν, άραγε, σήμερα το τέλος;

Κυριακάτικη πρωινή βόλτα στην Πειραϊκή. Δεν της άρεσε βέβαια που ήταν μόνη. Δεν της άρεσε όμως ούτε όταν έβγαινε με τα παιδιά. Δυσκολευόταν να παρακολουθήσει τις συζητήσεις τους και να γελάσει με τα αστεία τους. Ένιωθε ότι δεν ανήκε στην παρέα.

«Πώς μπορούσαν και γελούσαν όλοι; Εκείνη γιατί δεν μπορούσε να διασκεδάσει; Σίγουρα δεν ήταν φυσιολογικό αυτό. Κάτι δεν πήγαινε καλά...» Και φαινόταν. Οι προσκλήσεις άρχισαν σταδιακά να αραιώνουν. Οι φίλοι να λιγοστεύουν. Η μοναξιά να μεγαλώνει. Άκουγε να λένε ότι η εφηβεία είναι δύσκολη περίοδος. Κάτι σαν αρρώστια. «Μήπως είμαι άρρωστη; Γι’αυτό δε γελάω; Γι αυτό δεν περνάω καλά;»

Διάβαζε πολύ και προσπαθούσε να έχει τον χρόνο της γεμάτο για να μην αισθάνεται τη μοναξιά. Σε κάθε μικρό διάλειμμα όμως η μοναξιά ήταν εκεί σαν ένα σαράκι που την έτρωγε από μέσα. Το ένιωθε να έρπει ύπουλα και να απλώνεται αργά και απειλητικά σε διάφορα σημεία του σώματός της. Κυρίως στο στομάχι. Την έσφιγγε. Απαράλλακτα, κάθε φορά που είχε λίγο ελεύθερο χρόνο. «Μα τι έχω;» Άρπαζε τότε τα βιβλία κι επέστρεφε στη σιγουριά του διαβάσματος και των υποχρεώσεων.
Πήρε τον παραλιακό. Παράλληλα με τα βράχια και τα Θεμιστόκλεια Τείχη. Το αγαπημένο της μέρος. Το μέρος που την έκανε να νιώθει ότι κάπου ανήκει. Η θάλασσα. Όμορφη σε κάθε καιρό. Αυτή η απέραντη, υδάτινη έκταση που απλωνόταν γεμάτη υποσχέσεις. Που θαρρείς την καλούσε. Που της έδινε αυτή την ψευδαίσθηση της ελευθερίας: ζούσε στην άκρη της ξηράς, μπορούσε ανά πάσα στιγμή να φύγει. Την κοίταζε με τις ώρες. Πιο πολύ όμως της άρεσε να την ακούει κι ακόμη περισσότερο να τη μυρίζει. Σήμερα-ηλιόλουστη μέρα- η θάλασσα ακτινοβολούσε ήρεμη και αυτάρεσκη.

Γύρω της παρέες. Ζευγάρια. Περισσότερο ζήλευε τα ζευγάρια περασμένης ηλικίας που κρατιόνταν από το χέρι. Της άρεσε να τα φαντάζεται ευτυχισμένα, έχοντας μεγαλώσει τα παιδιά, έχοντας ολοκληρώσει τις υποχρεώσεις τους, ήρεμα, γαλήνια, ευχαριστημένα. Πώς θα ήταν άραγε εκείνη στην ηλικία τους;
Θα είχε περπατήσει σχεδόν μία ώρα. Τόσο της έπαιρνε να φτάσει από την Φρεαττύδα στην άλλη άκρη της παραλίας, στη Σχολή Δοκίμων, με αργό περπάτημα. Αποφάσισε να γυρίσει από τα στενά. Πλησίαζε και η ώρα του μεσημεριανού. «Η μαμά θα ανησυχήσει».

Έστριψε στο πρώτο μικρό στενάκι που βρήκε. Εδώ το τοπίο άλλαζε. Δεν υπήρχε η αίγλη της απαστράπτουσας θάλασσας. Εδώ έβλεπες την καθημερινότητα μιας μικροαστικής κοινωνίας. Μουσικές, συζητήσεις, παιχνίδια στους δρόμους, μυρωδιές από το κυριακάτικο φαγητό στον φούρνο.

Κι ένα δωμάτιο σε ημιυπόγειο με ανοιχτή την πόρτα, να μπαίνει λίγο φως. Μια ηλικιωμένη γυναίκα μόνη. Καθισμένη σε μια καρέκλα δίπλα στην πόρτα. Με τη νυχτικιά. Με μάτια καθηλωμένα στο άνοιγμα της πόρτας. Σα να περίμενε κάτι, κάποιον να φανεί.

Κοντοστάθηκε. Τα μάτια της συναντήθηκαν με τα ξεπλυμένα, υδαρή από τον καταρράκτη μάτια της ηλικιωμένης. Κοιτάχτηκαν. Δεν μπορούσε να συνεχίσει. «Κάτι να της πω. Μια καλημέρα. Κάτι να κάνω. Μήπως να τη ρωτήσω αν χρειάζεται κάτι; Κάτι. Οτιδήποτε...»

Καμιά τους δε μίλησε. Για ώρα κοιτάζονταν. Κι ήταν θαρρείς και κοιτάζονταν σε καθρέφτη.

 

Γαβριήλ Ντρούτσης

Σφραγισμένοι δρόμοι ονείρων

«Τι με κοιτάτε, μωρέ; Είστε κι εσείς υποψήφιοι συγκάτοικοί μου. Τι μπορείτε να καταλάβετε; Ποιος μπορεί να μου εξηγήσει; Γιατί όλο αυτό; Σίγουρα δεν είμαι το μόνο θύμα αυτού του χρόνιου, παράλογου πολέμου, αλλά γιατί ΚΑΙ εγώ; Δώστε μου μια εξήγηση γιατί να είμαι η τροφή των σκουληκιών, εδώ, σε αυτόν τον ξερό και σιχαμένο τόπο. Μια μίξη χώματος, ξύλου και αποσυντεθειμένου ανθρώπινου σώματος. Τι μου φταίτε κι εσείς όμως; Για ποιο λόγο να ξεσπάσω σε εσάς;»

Ονομάζομαι, ονομαζόμουν -πάρτε το όπως θέλετε- Γιανάν και αν η τύχη μου με αγαπούσε λιγάκι παραπάνω, ίσως να μην ήμουν εδώ αυτή τη στιγμή. Ισραήλ, Γάζα, Παλαιστίνη, πόλεμος, αθώα θύματα. Βαρέθηκα σε αυτά τα λίγα χρόνια που έζησα να ακούω αυτές τις λέξεις. Αν είχα γεννηθεί σε κάποια άλλη χώρα, μπορεί να ήταν όλα διαφορετικά.

Δεν ξέρω τι ακριβώς σκέφτονται οι ήδη εν ζωή άνθρωποι σε αυτή τη χώρα, όταν αποφασίζουν να φέρουν στον κόσμο μια καινούργια ζωή. Ποιο ανολοκλήρωτο κενό τους γεμίζουν με αυτήν την τόσο γενναία και συνάμα καταστροφική τους πράξη. Οι δικοί τους γονείς έκαναν αυτό το «λάθος». Γιατί να το διαιωνίζουν τόσες και τόσες γενιές. Όπου κι αν γεννηθείς, γνωρίζεις πως κάποια μέρα θα πεθάνεις. Υπάρχουν χιλιάδες -αν όχι άπειροι- λόγοι να πεθάνεις. Εδώ όμως, σε αντίθεση με άλλες χώρες, έχουμε και αυτόν του πολέμου. Είτε το θεωρείς δίκαιο είτε άδικο, αυτή είναι η αλήθεια την οποία μάθαμε σχεδόν με την πρώτη μας ανάσα. Οι πιο τυχεροί στο κρεβάτι ενός μαιευτηρίου, όταν ο πόλεμος ήταν σε ύφεση, και κάποιοι πιο άτυχοι κρυμμένοι σε κάποιο κρησφύγετο, όταν, αντί να ξυπνάμε το πρωί από το έντονο και γεμάτο ζωή φως του ηλίου, πεταγόμασταν όρθιοι από κάποια τυχαία άτυχη ρουκέτα που χτυπούσε σε απόσταση αναπνοής από εμάς.

Αν και εγώ γεννήθηκα σε μέρες ηρεμίας, σίγουρα δεν πέθανα σε παρόμοιες. Αγχωνόμουν σε όλα τα μαθητικά μου χρόνια, όσο μεγάλωνα ακόμη περισσότερο, για το μέλλον μου. Όχι τόσο για τις σπουδές μου, όσο για το αν πραγματικά αξίζει να συνεχίζω να ζω εδώ. Γαλουχημένος κι από την οικογένειά μου, βλέπεις, όντας ο πατέρας μου κορυφαίος διπλωμάτης, είχα μέσα μου και κάτι πατριωτικό που μου ψιθύριζε να μείνω.

Και μεγάλωσα. Πέρασα στη σχολή που ονειρευόμουν. Από μικρός θαύμαζα τα μεγάλα κτίρια που έβλεπα, τις γέφυρες, τα στάδια και όλα τα τρομερά ανά τον κόσμο κατασκευαστικά έργα. Έτσι αποφάσισα και κατάφερα να σπουδάσω πολιτικός μηχανικός.

Το τελευταίο βράδυ μου δεν νομίζω να κοιμήθηκα παραπάνω από μία ώρα. Παρέα με αρκετές κούπες καφέ και την ανυπομονησία μου κάθε λίγο και λιγάκι να κοιτάω από το παράθυρο πότε θα ξημερώσει. Στις 10 το πρωί της επομένης έγραφα το τελευταίο μάθημα που μου είχε απομείνει για να πάρω το πτυχίο μου. Πήρα αγκαλιά την αγωνία μου και από τις 8 ήμουν ήδη στη σχολή. Παρ’ όλα αυτά, ήμουν απόλυτα βέβαιος πως θα τα κατάφερνα και η σιγουριά μου αυτή επιβεβαιώθηκε σε μόλις λίγο παραπάνω από μία ώρα από όταν πήρα την κόλλα με τα θέματα μπροστά μου. Πανευτυχής παρέδωσα το γραπτό μου στον καθηγητή και κατέβηκα, σχεδόν τρέχοντας, τα σκαλιά της αίθουσας. Είχα ήδη γραμμένο στο κινητό μου εδώ και μέρες το εξής μήνυμα: «Το βράδυ στις 9 είστε καλεσμένοι στο σπίτι μου, να γιορτάσουμε και να μοιραστούμε τη χαρά μου. Σας αγαπώ πολύ.» Μεμιάς επιλέγω τους «δικούς μου» ανθρώπους και το στέλνω ταυτόχρονα σε όλους. Βάζω το κινητό στην τσέπη μου και ξεκινάω για το σπίτι νιώθοντας ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Γύρω μου, άλλα χαρούμενα παιδιά, που πέτυχαν τους στόχους τους, και άλλα στενοχωρημένα, που η επιτυχία τους πήρε παράταση για το επόμενο εξάμηνο. Έμοιαζαν τα πάντα τόσο γαλήνια και όμορφα, όμως δεν ήταν έτσι. Λένε πως τα φαινόμενα απατούν. Μια φράση που σιχαινόμουν και αντιμαχόμουν πάντα για την ανορθολογική της υπόσταση. Δεν μπορούσα ποτέ να καταλάβω πώς γίνεται κάτι που βλέπω ορθά και ξεκάθαρα μπροστά μου να μην υφίσταται στην πραγματικότητα.

Ξαφνικά ο ηλιόλουστος ουρανός σκοτείνιασε στο δευτερόλεπτο. Εκατοντάδες ρουκέτες, σαν άλλα βελάκια που έψαχναν τον στόχο τους, αιωρούνταν πάνω από το κεφάλι μου. Η πρώτη βρήκε τον απόλυτο στόχο, το κεντρικό κτίριο του πανεπιστημίου μου. Ένας αδιανόητος κρότος και ουρλιαχτά μαχαίρωσαν την ευτυχία μου. Δεν θυμάμαι να είχα ξανατρομάξει τόσο πολύ στη ζωή μου. Ακροβατούσα μεταξύ ζωής και θανάτου και η ύπαρξή μου εξαρτιόταν καθαρά και μόνο από την τύχη ή την ατυχία μου. Οι επόμενες έπεσαν ως δια μαγείας σε ένα πάρκο πιο δίπλα, λες και κάποιο αόρατο χέρι ήθελε να τις τοποθετήσει συγκεκριμένα εκεί, για να μην υπάρξει άλλη απώλεια. Γυρνάω τα μάτια μου προς τον ουρανό και πριν προλάβει να σκάσει η ρουκέτα ακριβώς μπροστά μου, θυμάμαι τα τελευταία λόγια μου: «Έτσι κι αλλιώς, το σωστό και το δίκαιο δεν υπήρξε και μάλλον δεν θα υπάρξει ποτέ πραγματικά σε αυτή τη χώρα».

Τώρα πια είμαι νεκρός. Ταυτόχρονα και πολλοί συμφοιτητές μου, που κάποιοι τους έσβησαν βίαια τα όνειρα μιας ζωής. Ήρθαμε να συναντήσουμε ακούσια τόσους και τόσους αθώους, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, οι οποίοι είχαν κοντινότερη ημερομηνία λήξης από εμάς. Στο αιώνιο τίποτα, στο αιώνιο μηδέν, στην αιώνια ανυπαρξία της ύλης.

Δεν έχω κάτι άλλο να σας πω. Βαρέθηκα κάθε φορά να λέω τα ίδια. Ούτως ή άλλως δεν αλλάζει κάτι. Σας αφήνω για να συνεχίσω να ξεκουράζομαι με την ευχή να μη μεγαλώσει άλλο αυτή η παρέα εδώ κάτω στα σκοτεινά. Και αν μου άρεσε η πολυκοσμία στην εγκόσμια ζωή -αλήθεια σας το λέω-, εδώ τη σιχαίνομαι. Είμαστε ήδη πάρα πολλοί…

 

Ιωάννα Παλαιτσάκη

Κρατάει ο έρωτας;

27/12/2018

Οι μέρες περνάνε δύσκολα. Ο χρόνος κυλάει διαφορετικά πλέον. Η παιδική μου ψυχή πληγώθηκε ανεπανόρθωτα και δεν ξέρω αν θα θεραπευθεί ποτέ.

Ακούγομαι δραματικός. Αλλά μιλώ ή μάλλον γράφω από το περίσσευμα της καρδιάς μου. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν για μένα οι γονείς που δεν είχα ποτέ κι αν είχα ούτε που ξέρω αν θα με αγαπούσαν όπως εκείνοι.

Χρειαζόμουν περισσότερο χρόνο μαζί τους σε αυτόν το κόσμο. Ή μήπως ο χρόνος μαζί τους δεν ήταν ποτέ αρκετός;

Θυμάμαι την πρώτη μέρα που με βρήκαν και με περιμάζεψαν σαν να ήμουν κάποιος πολύτιμος θησαυρός. Ήταν νιόπαντροι τότε και το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να ευχαριστηθούν ο ένας τον άλλον σαν να ήταν η τελευταία μέρα της ζωής τους. Όμως όταν με αντίκρισαν και συναισθάνθηκαν τον πόνο και τον φόβο ενός μικρού παιδιού, δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν τη ζωή τους χωρίς εμένα. Η αγάπη που είχαν μεταξύ τους αυτοί οι άνθρωποι ήταν βαθιά συνυφασμένη με την ύπαρξή τους και ένιωθαν πως ήταν αδύνατο να την περιορίσουν. Γνωρίζοντας δε ότι δεν θα μπορέσουν ποτέ να αποκτήσουν τα δικά τους παιδιά, που τόσο πολύ ήθελαν, εγώ ήμουν πράγματι ένας θησαυρός.

Την ημέρα που έφυγαν για το παντοτινό τους ταξίδι, ανήμερα τα Χριστούγεννα, εγώ το ένιωσα πριν καν το μάθω. Ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά. Ήταν και οι δύο βαριά άρρωστοι. Ακόμα και τις ασθένειες μαζί τις περνούσαν. «Σε όλα μαζί» έλεγε πάντα η μητέρα μου στον πατέρα μου, κι εκείνος της έδινε ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο για επιβεβαίωση. Τόσο απλά λόγια και μικρές πράξεις, μα με τόσο νόημα και βάθος.

Είχαμε κανονίσει να πάμε σπίτι τους εκείνη την μέρα, γιατί εκείνοι δεν μπορούσαν να μετακινηθούν. Τα παιδιά τούς είχαν ετοιμάσει κάρτες με ευχές και δύο πολύ όμορφες ζωγραφιές. Η μικρή μου, η Μαρία, είχε ζωγραφίσει τη γιαγιά και τον παππού πιασμένους χέρι, χέρι και με μια καρδιά πάνω από το κεφάλι τους, ενώ ο Σπύρος μας είχε όλους στο πλάνο με τους δύο τους σε μεγέθυνση, να μας αγκαλιάζουν.

Πριν πάμε τους είχα πάρει τηλέφωνο. Όμως κανένας από τους δύο δεν απαντούσε για πολλές ώρες. Κι έτσι αποφάσισα να πάω ο ίδιος σπίτι τους να δω τι συμβαίνει.

Μπαίνοντας στο σπίτι περίμενα να ακούσω την φωνή της μητέρας μου να με καλωσορίζει και τον πατέρα μου να λέει κάποιο αστείο, όπως έκαναν πάντα, ακόμη και τις τελευταίες μέρες που ήταν στο κρεβάτι. Όμως κάνεις τους δεν μίλησε. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν ότι ίσως να κοιμούνταν και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιό τους. Παρατήρησα επίσης ότι τα παντζούρια ήταν ακόμη κλειστά, και μου φάνηκε αρκετά περίεργο, αφού η μητέρα μου, όσο καταβεβλημένη κι αν ήταν, πάντα σηκωνόταν να ανοίξει τα παράθυρα για να μπει φως στο σπίτι.

Προχώρησα προς το δωμάτιο και εκεί το θέαμα που αντίκρισα ήταν το λιγότερο σοκαριστικό, αν μια λέξη μπορεί να χαρακτηρίσει όλο αυτό. Τους βρήκα αγκαλιασμένους στο κρεβάτι. Είχαν και οι δύο μια γλυκιά έκφραση στο πρόσωπό τους και ένα βαθύ χαμόγελο. Τα μέτωπά τους ακουμπούσαν μεταξύ τους και τα χέρια τους χάιδευαν το ένα το πρόσωπο του άλλου, ενώ τα άλλα δύο ήταν σφιχτά πιασμένα μεταξύ τους. Όταν τους ακούμπησα ήταν ήδη παγωμένοι και δεν είχαν σφυγμό.

Μου το είχαν πει πολλές φορές ότι θα φύγουν μαζί από γεράματα. Η αγάπη τους ήταν τόσο μεγάλη, που είχε εναρμονίσει τις ψυχές τους στον ίδιο κύκλο ζωής. Αν μπορώ να πω ότι αυτοί οι άνθρωποι μου δίδαξαν κάτι, χωρίς να χρειαστεί να μου μιλήσουν ποτέ για αυτό, είναι η ανιδιοτελής αγάπη. Ήταν ερωτευμένοι με τη ζωή και για αυτό έμειναν για πάντα ερωτευμένοι.

Πώς είναι δυνατόν να χάνεις τέτοια πηγή έμπνευσης και να μην πληγώνεσαι;

 

Ελευθερία Παχούλη

Ο πατερούλης

«Πατερούλη!»

Μια στριγκιά φωνή έκοψε στα δύο τη νυχτερινή σιωπή. Ο κυρ-Κώστας ξύπνησε αλαφιασμένος, αλλά έμεινε ξαπλωμένος στο πλευρό του κρατώντας την ανάσα του. «Άρχισε πάλι το μαρτύριο...» σκέφτηκε αναστενάζοντας. Στα ρουθούνια του έφτασε δυσωδία από ούρα και κόπρανα. Η κυρα-Μαρία, η γυναίκα του με την οποία μοιραζόταν το κρεβάτι τους, είχε λερωθεί και πάλι. «Ποιος να την καθαρίσει τέτοια ώρα! Τα κορίτσια από το “Βοήθεια στο σπίτι” θα περάσουν αύριο το μεσημέρι!» συλλογίστηκε απελπισμένος. Το στομάχι του ηλικιωμένου άντρα γουργούριζε και το στόμα του ήταν ξερό, όμως δεν είχε κουράγιο να σηκωθεί να πάρει το ποτήρι που βρισκόταν στο διπλανό κομοδίνο. Ξαφνικά αισθάνθηκε μια βίαιη γροθιά στην πλάτη του.

«Μα γιατί δε μου μιλάς; Ήρθαν πάλι και θέλουν να με πάρουν! Σώσε με! Φοβάμαι!» Έξι μήνες είχαν περάσει από την τελευταία της νοσηλεία και από τότε κάθε βράδυ η ίδια ιστορία επαναλαμβανόταν στο φτωχικό υπνοδωμάτιο. Οι γιατροί την είχαν ονομάσει οργανικό ψυχοσύνδρομο, όμως ο κυρ-Κώστας κόλαση. Όταν έπεφτε το σκοτάδι η κυρα-Μαρία ξεκινούσε μάχη με φανταστικούς επισκέπτες που την απειλούσαν και ήθελαν να την πάρουν μαζί τους σε μέρη τρομακτικά. Για να τους αντιμετωπίσει ούρλιαζε και κουνούσε στον αέρα τα κοκκαλιάρικα χέρια της ώρες ατελείωτες, ενώ συγχρόνως ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια από τον γέροντα που βρισκόταν δίπλα της. Από τον γέροντα που δεν ήταν πλέον για εκείνη ο λατρεμένος της σύζυγος, που την είχε συντροφεύσει στα τελευταία εξήντα χρόνια της ζωής της, αλλά ο πατέρας της που είχε χάσει μία εικοσαετία νωρίτερα.

«Μα επιτέλους γιατί δεν μου μιλάς κι εσύ;» στρίγκλισε και τον χτύπησε με ανεξήγητη δύναμη και ορμή στη ράχη.

Ο κυρ-Κώστας με κόπο έστρεψε το σώμα του προς το μέρος της και το βλέμμα του καρφώθηκε στο πρόσωπό της. Μάταια αναζήτησε τα καλοσυνάτα γαλανά μάτια της, που είχε ερωτευθεί όντας ακόμη αμούστακο αγόρι, το χαμόγελό της, που φώτιζε παλιά τη μέρα του κάθε φορά που το αντίκριζε, τη γλυκιά φωνή, που τον νανούριζε όταν ξάπλωναν αγκαλιασμένοι να κοιμηθούν μέχρι πριν λίγο καιρό. Όλα αυτά πλέον είχαν αντικατασταθεί από το φριχτό προσωπείο της τρομακτικής θεότητας του Ερέβους και της ίδιας της νύχτας, που από τη μια τον χτυπούσε και από την άλλη τον εκλιπαρούσε για βοήθεια.

Άπλωσε τα χέρια του προς το μέρος της προσπαθώντας να την παρηγορήσει αλλά η κίνησή του δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, όπως κανένα αποτέλεσμα δεν είχαν και τα ηρεμιστικά που της είχε δώσει λίγο πριν ξαπλώσουν. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος του τόσο δυνατό που του έκοψε την ανάσα. Η καρδιά του τον προειδοποιούσε για άλλη μια φορά πως δεν θα άντεχε πολλές συγκινήσεις ακόμη. «Τι θα απογίνει όταν φύγω;» αναρωτήθηκε βυθισμένος στην απόγνωση.

«Σώσε με, πατερούλη!» ούρλιαξε η κυρα-Μαρία σαν σοπράνο στην τελευταία πράξη της παράστασης.

Ο κυρ-Κώστας έστρεψε το βλέμμα στην εικόνα της Παναγίας που τον κοιτούσε από τον απέναντι τοίχο και μετά στο κομοδίνο που βρισκόταν δίπλα του. Ανασηκώθηκε καθιστός με σώμα τρεμάμενο, άπλωσε τα χέρια του και έπιασε το μπουκαλάκι με τα αντιαρρυθμικά του φάρμακα. «Θεέ μου, σχώρα με…» ψιθύρισε. Πήρε μια χούφτα από αυτά, τα κατάπιε με δυσκολία, φίλησε την γυναίκα του και την τάισε κι εκείνη με το τελευταίο της δείπνο.

«Μη φοβάσαι, Μαράκι μου, ο πατερούλης σου θα σε σώσει…» ψιθύρισε.
Λίγα λεπτά αργότερα η κυρα-Μαρία δεν ανέπνεε πλέον. Ξάπλωσε ξανά δίπλα της, την αγκάλιασε τρυφερά και έκλεισε τα μάτια του γαλήνιος πια, για πάντα.

 

Αναστασία Σιρινίδη

Η μούσα από το παρελθόν

Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς, λίγο πριν τα μεσάνυχτα και πλήθη κόσμου είχαν συγκεντρωθεί για να δουν φωτορυθμικά σόου με ντρόουν κατά μήκος του πασίγνωστου “Περίπατου της Προκυμαίας” στη Σαγκάη. Ο Ράφαελ και η παρέα του είχαν κατέβει από νωρίς για να δειπνήσουν και τώρα άραζαν σε ένα κάγκελο έτοιμοι να υποδεχτούν την νέα χρονιά.

Το ταξίδι στην Κίνα το είχαν ετοιμάσει από την αρχή της χρονιάς, ο καθένας για δικούς του λόγους ήθελε να ξεφύγει από την πραγματικότητα της Ελλάδας. Ο Ράφαελ, ειδικότερα, ήθελε να πάρει νέα ερεθίσματα, να αφήσει πίσω έστω και για λίγες μέρες το τοξικό περιβάλλον στη δουλειά, τους καβγάδες με τους χειριστικούς γονείς του και να αφεθεί στην καινούργια εμπειρία. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, το σημειωματάριό του γέμιζε μέρα με τη μέρα με ιδέες και το μυαλό του έπαιρνε φωτιά. Αισθανόταν κάποιου είδους αναγέννηση μέσα του, αφού επιτέλους μπορούσε να συγγράψει. Ακόμα και τώρα, απολαμβάνοντας αυτήν την όμορφη βραδιά το μυαλό του δημιουργούσε.

Καθώς παρακολουθούσε το ενθουσιασμένο πλήθος, τα πράσινα μάτια του εντόπισαν τη Σοφία και ένιωσε το ίδιο σκίρτημα στην καρδιά του όπως και τότε, όταν τη γνώρισε πριν καιρό σε μια παρουσίαση ενός βιβλίου. Τα μελιά έξυπνα μάτια της, η σπιρτάδα της και το γλυκό της χαμόγελο έκαναν την ντοπαμίνη του να αυξάνεται. Έρωτας με την πρώτη ματιά, είχε σκεφτεί τότε αλλά και τώρα με τη δεύτερη αντικρίζοντάς την εκεί, λίγα μέτρα μακριά του. Ένιωσε νευρικότητα και συνάμα την ανάγκη να αγκαλιάσει το αδύνατο σώμα της, να χαϊδέψει το ξανθό καρέ μαλλί της, που ανέμιζε στο αεράκι. Την παρατηρούσε για αρκετή ώρα, έμοιαζε με μούσα, βγαλμένη από κάποιο έργο τέχνης. Ήταν η δικιά του μούσα και έβγαλε το κινητό του για να απαθανατίσει την στιγμή. Το φλας την έκανε να γυρίσει και τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. Του χαμογέλασε και το πρόσωπό της φωτίστηκε.

Τον αποσυντόνισε η αντίστροφη μέτρηση του πλήθους και ένα χέρι που ακούμπησε τον ώμο του. Γύρισε και αντίκρισε τον Ζακ να τον κοιτάει παραξενεμένος.

«Τι κάνεις καλέ τόσην ώρα;» τον ρώτησε ο κολλητός του.

«Είδα τη Σοφία, να εκεί -.» η κουβέντα του κόπηκε καθώς γύρισε και δεν ήταν εκεί. Ένιωσε συγχυσμένος.

«Πόσο έχεις πιει;» τον κορόιδεψε ο Ζακ και τον τράβηξε προς τους άλλους.

Ο Ράφαελ συνέχιζε να ψάχνει με το βλέμμα του τη Σοφία μες το πλήθος, αλλά δεν την έβρισκε πουθενά. Μήπως του μιλούσε το ποτό; Αλλά δεν μπορεί, στ’ αλήθεια την είχε δει. Κοίταξε το κινητό του και τον έλουσε ένα κύμα απογοήτευσης. «Πανάθεμά σε», μουρμούρισε εκνευρισμένος. Η φωτογραφία του ήταν θολή και άσπρη από το φλας, δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα. Έβγαλε γρήγορα το σημειωματάριό του και έκανε ένα σκίτσο του προσώπου της με το χαμόγελο, ακριβώς όπως τον κοίταξε. Έγραψε το όνομά της και το κύκλωσε πολλές φορές. Και καθώς η αντίστροφη μέτρηση έφτανε στο μηδέν και η νέα χρονιά θα ξεκινούσε, ο Ράφαελ κοιτώντας το σκίτσο του ευχήθηκε να ξαναδεί τη μούσα του.

Εγγραφή στο Newsletter

Για να λαμβάνετε πρώτοι τα νέα στο Email σας