Φθινόπωρο 2018
Αρχική Σεμινάρια Σεμινάρια Θεσσαλονίκης (Μέσω zoom) Εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής Πεζογραφία: Πώς γίνεται η αρχή, Σοφία Νικολαΐδου Φθινόπωρο 2018
Φθινόπωρο 2018
Αντί προλόγου
Δοκιμές από το Τμήμα Πεζογραφίας «Πώς γίνεται η αρχή»
Στον κύκλο των σεμιναρίων Δημιουργικής Γραφής της Πεζογραφίας στον Ιανό εργαζόμαστε εργαστηριακά. Ο επίδοξος συγγραφέας που συμμετέχει στο Τμήμα των αρχαρίων παίρνει το βάφτισμα του πυρός: δέχεται την πρώτη του κριτική και την πρώτη του επιμέλεια. Στις εβδομαδιαίες συναντήσεις μας, τις Πέμπτες στην αίθουσα των σεμιναρίων, συζητάμε για τα εργαλεία και τους τρόπους κατασκευής των λογοτεχνικών κειμένων: τα μικρά μυστικά της τέχνης και της τεχνικής μας.
Και όχι, το ταλέντο δε διδάσκεται. Διδάσκεται όμως η τεχνική. Και η τεχνική προϋποθέτει άσκηση, δουλειά, επιμονή.
Δεν υπάρχει ένας και μόνος ενδεδειγμένος τρόπος, για να φτάσει κανείς στο επιθυμητό συγγραφικό αποτέλεσμα. Αυτή είναι άλλωστε η γοητεία της λογοτεχνίας: τα ανοιχτά ενδεχόμενα, οι παρακαμπτήριες οδοί, οι εναλλακτικές τεχνικές. Ο επίδοξος συγγραφέας αξιοποιεί ό,τι ταιριάζει στο δικό του συγγραφικό ταμπεραμέντο. Γιατί αυτό το καλό έχει η συγγραφή: εκεί μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας.
Τα κείμενα που ακολουθούν γράφτηκαν με την ευκαιρία των εβδομαδιαίων ασκήσεων της δυναμικής ομάδας μας (χειμερινό εξάμηνο 2018): ορισμένα γράφτηκαν ως δοκιμές για την αφηγηματική φωνή, άλλα στο πλαίσιο της κατασκευής του λογοτεχνικού ήρωα ή της αναζήτησης του χρόνου και του χώρου της αφήγησης -την ίδια στιγμή όμως διαθέτουν μια κάποια αφηγηματική αυτονομία. Όλα μαζί ανοίγουν την βεντάλια διαφορετικών συγγραφικών επιλογών. Ίσως αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι των μαθημάτων: όσο διαφορετικοί και να είμαστε, όσο διαφορετικά και να γράφουμε, κάθε Πέμπτη στις 17.30 γινόμαστε ομάδα και συζητάμε με πάθος τα κείμενα.
Σοφία Νικολαΐδου
Emilia Fyne
[Απόσπασμα από νουβέλα]
Η παραγγελία παραδινόταν στην κουζίνα. Με βήμα αργό, ο Καλίμ διέσχισε το πίσω μέρος του κήπου. Εκεί σταβλίζονταν τα άλογα του πρόξενου για το κυνήγι, αλλά σήμερα δεν έβλεπε κανένα. Κατέβηκε τα τρία σκαλιά που οδηγούσαν στην πόρτα της κουζίνας και χτύπησε το ρόπτρο. Είχε φτάσει νωρίτερα από τη συνηθισμένη ώρα. Άκουγε ομιλίες, αλλά δεν του άνοιγε κανείς. Ξαναχτύπησε πιο δυνατά. Ο Τζέιμς, ο μπάτλερ της έπαυλης, άνοιξε. «Πήγαινέ τα στη μέσα αίθουσα» είπε. Ο Καλίμ υπάκουσε. Ακούμπησε το καλάθι στο τραπέζι και περίμενε να πληρωθεί. Δεν ήταν συνήθης αυτή η καθυστέρηση.
Γιατί είναι όλοι τόσο ανήσυχοι; αναρωτήθηκε. Πού πήγε; Αυτό μου έλειπε τώρα, να αργήσω. Βγήκε διστακτικά στον προθάλαμο. Προσπέρασε το κεφάλι μιας λευκής τίγρης που βρισκόταν γδαρμένη στο πάτωμα. Είδε τον Τζέιμς να μπαίνει σε δωμάτιο του πάνω ορόφου. Ανέβηκε τις σκάλες.
Την είδε από το μικρό άνοιγμα της πόρτας. Ήταν σκυμμένη σε ένα τετράδιο και έγραφε. Έκανε να φύγει, αλλά το τρίξιμο του πατώματος τον πρόδωσε.
«Στάσου», φώναξε το κορίτσι τρέχοντας προς το μέρος του.
Ο Καλίμ έμεινε ασάλευτος με την πλάτη γυρισμένη προς αυτή. Τα μάτια του καρφώθηκαν στη Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ του Ουίλλιαμ Τέρνερ που κρεμόταν στον απέναντι τοίχο.
-Ποιος είσαι;
-Έφερα τις παραγγελίες σας από την αγορά, κυρία.
-Δεν κρατάς τίποτα.
-Είναι κάτω, στην κουζίνα.
Το κορίτσι τον περιεργάστηκε για λίγο και είπε
-Έλα μέσα, αν σε δουν εδώ θα βρεις τον μπελά σου.
Ο Καλίμ γύρισε προς το μέρος της. Το φως πίσω της τον τύφλωνε. Ήταν ψηλότερή του. Η Ελίζα έπιασε το χέρι του και τον οδήγησε βιαστικά στο δωμάτιό της κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Ο Καλίμ έμεινε να κοιτά το ξύλινο πάτωμα.
«Πώς ανέβηκες χωρίς να σε δει κανείς;» την άκουσε να ρωτά.
Ήχησαν βήματα στον διάδρομο. Χώθηκαν και οι δυο αμέσως κάτω από το κρεβάτι σαν συνεννοημένοι. Έμειναν ακίνητοι, ξαπλωμένοι αντικριστά, να κρατούν ο ένας τα χέρια του άλλου. Τώρα μπορούσε να τη δει καθαρά. Το πρόσωπό της ήταν σχεδόν κολλημένο στο δικό του και ένιωθε την κοφτή ανάσα της. Είχε κλείσει τα μάτια και έσφιγγε τα χείλη.
Τα βήματα εξασθένισαν.
Ο Καλίμ έκανε να φύγει.
-Σσσσς. Μην κουνιέσαι, προειδοποίησε η Ελίζα ανοίγοντας τα μάτια.
Συνέχισε να του σφίγγει τα χέρια.
-Δεν είναι και για συνέχεια αυτή η κρυψώνα. Μετά θα πρέπει να βρούμε άλλη. Είχαν γυρίσει τα άλογα όταν ήρθες;
Ο Καλίμ κούνησε το κεφάλι. Τα μάτια της είχαν ένα φωτεινό μελί χρώμα και μακριές μαύρες βλεφαρίδες.
-Μπορεί και να γύρισε όσο ήσουν εδώ. Πρέπει να φύγεις χωρίς να σε καταλάβουν. Θα προχωρώ εγώ μπροστά.
Οι επισκέψεις του Καλίμ στην έπαυλη του πρόξενου συνεχίστηκαν. Έβρισκε πάντοτε τρόπο να ανέβει στο πάνω πάτωμα και να περάσει χρόνο με την Ελίζα. Είχε χρειαστεί αρκετές φορές να κρυφτούν κάτω από το κρεβάτι. Αρχικά το προκαλούσε ο ίδιος. Άλλοτε του έπεφτε κάποιο βαρύ βιβλίο, άλλοτε ξεχνιόταν και δεν μιλούσε ψιθυριστά. Με τον καιρό έγινε πιο προσεκτικός. Της άρεσε να του διαβάζει.
-Άκου αυτό, Καλίμ. «Με αγαπά και με νοιάζεται τόσο πολύ. Ούτε βήμα δεν με αφήνει να κάνω μόνη μου»1 . Κι εγώ, αχάριστη.
Έβγαλε τη φουρκέτα από τα μαλλιά της και την έμπηξε στο χέρι της.
Ο Καλίμ πετάχτηκε.
-Δεν έχεις βγει ποτέ από το σπίτι;
-Όχι.
-Ούτε μέχρι το ποτάμι;
-Όχι.
-Έλα μαζί μου, της είπε και την τράβηξε από το χέρι.
-Είσαι τρελός; Δεν μ’ αφήνει. Εκείνος με αγαπά και με νοιάζεται κι εγώ ξέρω μόνο να τον στεναχωρώ. Να μην το ξαναπείς ποτέ.
Ήταν η τελευταία της κουβέντα εκείνο το απόγευμα.
Της έδωσε την ‘καρδιά του ταύρου’ που του είχε δώσει ο Σαμράτ για πρωινό. Μια άλλη φορά θα της έφερνε ένα κόκκινο νούφαρο από το ποτάμι.
Έφευγε με σφιγμένη καρδιά. Κάθε απόγευμα, τα ίδια. Η Ελίζα τον υποδεχόταν ευδιάθετη, αλλά όλο κάτι γινόταν που την έκανε να βυθίζεται στο βιβλίο της ή να κοιτά έξω από το παράθυρο. Ήταν το σινιάλο της. Ως εκεί.
1 ελεύθερη μετάφραση από The Yellow Wallpaper της Charlotte Perkins
*****
Ελεάνα Γουδήρα
Ο χρόνος ξεκινά από τώρα
[απόσπασμα]
Η συνέχεια
[…] Πέρασε μέσα. Η Σύλβια σηκώθηκε και κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη. Σκυθρώπιασε ακόμη περισσότερο, όταν συνειδητοποίησε πόσο κουρασμένα ήταν τα μάτια της και πόσο τα είχε αφήσει να κλάψουν. Το σφίξιμο στο στήθος την κυρίευσε και την έκανε να αναλογιστεί αν όσα είδε ήταν αληθινά, μιας και φάνταζαν σαν ιστορία τρόμου. Τα είχε καταφέρει στη δουλειά και τώρα ήταν η στιγμή που θα ξεσπούσε και θα τα έβρισκε με τον εαυτό της. Έριξε μια ματιά στον καθρέφτη που βρισκόταν απέναντί της και συννέφιασε.
Χρόνια πριν είχε επισκεφτεί τον δρ Ιωάννου. Ψυχολόγο της είχαν συστήσει, αλλά σε ψυχίατρο κατέληξε. «Παθαίνετε κρίσεις πανικού, κυρία Καλογεροπούλου. Αντιμετωπίζονται με φαρμακευτική αγωγή και ψυχική ηρεμία. Φεύγουν δύσκολα. Όμως τώρα θα πρέπει να επικεντρωθούμε στους παράγοντες που τις προκαλούν». Τα λόγια είχαν αντιχήσει έντονα μέσα στο κεφάλι της. Την έπιανε κρίση πανικού και μόνο ακούγοντας αυτές τις λέξεις. Ήξερε πως δεν ήταν το κορίτσι που ήταν κάποτε. Το χαλαρό, γεμάτο ζωή, που έβγαινε, έπινε, διασκέδαζε, δε φοβόταν, ήταν θετικό και αψηφούσε κάθε εμπόδιο. Έδινε την εικόνα ενός απόλυτα υγιούς ανθρώπου, όμως μέσα της κάτι την έτρωγε. Όλα είχαν ξεκινήσει εξαιτίας του.
Και τότε, στην άβολη καρέκλα και το σουρεάλ σκηνικό θυμήθηκε αυτά που δεν είχε ξεχάσει και προσπαθούσε να κλειδώσει βαθιά μέσα στην ψυχή της. Πήρε μια ανάσα, ήπιε τρεις γουλιές νερό, ανακάθισε και ξεκίνησε την εξιστόριση ενός γεγονότος που μετρούσε ανάμεσα σε μια σειρά πολλών άλλων, το ίδιο δυσάρεστων και αναπάντεχων.
Η στάση όλη και όλη ένας στύλος. Σκοτάδι και ούτε ένας χριστιανός δίπλα της να νιώθει ασφάλεια. Μία παρα πέντε και άφαντη η Αντριάνα. Σε πέντε λεπτά είναι εκεί, έλεγε το μήνυμα. Κάντα δεκαπέντε, στοίχημα πως δεν είχε βάλει καν ακόμη παπούτσια. Θεά το άτομο.
Παγώνει όλο και περισσότερο. Βάζει ακουστικά και χαλαρώνει με το αγαπημένο της κομμάτι.
“I don't know, where I'm going anymore, this ain't living, just dying every day..”
Ωπ. Ξανά μήνυμα. Α, ρε Αντριάνα! Βλέπει το κινητό, αλλά δεν είναι η αργοπορημένη της φίλη. Είναι αυτός. Το τέρας, το πέταμα, η αηδία. Τώρα αυτός ή αυτή - δεν ξέρει ακριβώς. Πιστεύει όμως πως είναι αυτός.
-Ωραίο βράδυ.. Παγερό, σαν την καρδιά σου, σκρόφα!
-Βρε, βρε.. Καλώς τον βόθρο. Το ανθρωπάκι που κρύβεται πίσω από τις λέξεις.. Καιρό είχα να σε ακούσω! Μόλις από το μεσημέρι..
-Πες ότι θες, δεν πτοούμαι, Συλβιάκι..
-Λοιπόν, έχω αρχίσει και βαριέμαι.. Μόνο λόγια είσαι άλλωστε! Νομίζεις πως φοβάμαι; Με την καμία!
-Αλήθεια;
-Μεγάλη!
-Να μη σε αναστατώσω άλλο.. Απλά πρόσεχε, έχει πολλά σκοτάδια εκεί που είσαι.. και το πενταράκι απ’ όσο ξέρω αργεί. ΣΚΡΟΦΑ.
Το έφτασε σε άλλο επίπεδο. Όχι απλά την τραμπουκίζει διαδικτυακά, αλλά πλέον την παρακολουθεί κιόλας. Την παρακολουθεί. Έχει πάθει σοκ και προσπαθεί να μην το δείξει. Ο εχθρός μπορεί να είναι κάπου εκεί κοντά και να χαίρεται που είναι έτοιμη να κατουρήσει το βρακάκι της. Καλεί Αντριάνα. Δεν απαντά. Ψάχνει να βρει σε πόση ώρα έρχεται το κωλοπεντάρι. Έστω να μπει μέσα. Και αν είναι και αυτός; Θα κάτσει δίπλα στον οδηγό. Και αν είναι συνεννοημένος με τον οδηγό; Παρανοεί, ξεκάθαρα παρανοεί. Νιώθει ακόμη περισσότερο κρύο και δαγκώνει δήθεν ανέμελα τα χείλη της, για να μην κλάψει.
-Συλβιάκο! Όλα καλα;
Η επαναφορά στην πραγματικότητα ήταν απότομη. Ήξερε πως ήταν ντροπή που έδειξε τόσο έντονα την ταραχή της. Ο υπόλοιπος κόσμος σίγουρα αντιμετώπιζε μεγαλύτερα και πιο ουσιώδη προβλήματα. Ο γιατρός την είχε κοιτάξει με συμπόνια. Τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή η Σύλβια έτσι ένιωθε, ένα παγερό αλλά συνάμα ήρεμο και πατρικό βλέμμα, που δε θέλει να προδοθεί να την κοιτά. Παρατήρησε πως αναβίωνε όλα τα συναισθήματα που την κατέκλυζαν εκείνο το χειμωνιάτικο ξημέρωμα και πως η πίεσή της είχε κατεβεί στα τάρταρα. Είχε ξεστομίσει την ιστορία - και την είχε πει δυνατά χωρίς φόβο. Είχε παραδεχτεί πρώτα στον εαυτό της και μετά στο γιατρό πως η πίεση κατά τη διάρκεια της εξιστόρισης των γεγονότων της προκάλεσε άγχος, αλλά και απίστευτη ενέργεια. Ήξερε πως θα το ξεπερνούσε και πως μαζί με τις συνεδρίες που φάνταζαν μια όαση στην καθημερινότητά της, θα την βοηθούσαν να το ξεπεράσει. Αυτό που δε γνώριζε ήταν πως το μέλλον τής επιφύλλασε μεγάλες εκπλήξεις, από αυτές που δεν εύχεσαι να συμβούν ούτε στον χειρότερό σου εχθρό.
Ξανακοίταξε τον εαυτό της, σηκώθηκε και πήγε να δώσει μια γροθιά στον καθρέφτη. Δεν καταλάβαινε γιατί ακόμη και αυτός την κοιτούσε αδιάκριτα και επίμονα. Δεν το έκανε, μόνο έμπηξε δυνατά τα νύχια της στις παλάμες της, όπως έκανε μικρή, όταν ζοριζόταν με κάτι. Μάτωσε. Έβγαλε τα ρούχα της και μπήκε στο ντουζ. Το νερό που έπεφτε πάνω της την αγκάλιαζε. Την βοηθούσε να διώξει τη θλίψη. Κοίταξε τον σάκο, τις Ugg και αναπόλησε τη ζωή της. Κουβέντα δε θα έλεγε σε κανέναν. Σκέψεις και θλίψη διακόπηκαν με ένα τηλεφώνημα. Ήταν η Άλεξ, αυτό το ενοχλητικό πλάσμα, η κολλητή της.
-Έλα κάθαρμα, πώς πήγε η παρουσίαση;
-Έλα Αλ, καλά όλα, έσκισα
-Έκλαιγες; Τί έγινε;
-Τίποτα που να έχει σχέση με την παρουσίαση! Απλά με πιάσανε τα ψυχολογικά μου με Μάριο και λοιπά.. Καλά είμαι, ρε! Ένα απλό ξέσπασμα στο ντουζ. Τα βρήκατε με το μωρό;
-Κουτσά στραβά.. Να έρθω για καφεδάκι;
-Σε πόση ώρα θα είσαι εδώ;
-Σε ένα μισάωρο
-Έγινε, σε περιμένω.
Βγήκε από το ντουζ και είδε το χάος.
Ο ύπνος την είχε πάρει λίγο στο αεροπλάνο. Είχε καθήσει σε ένα καφέ στο αεροδρόμιο και είχε βγάλει τη μισή παρουσίαση, ενώ την άλλη μισή μετά βίας στο σπίτι της, όπου είχε πάει να αλλάξει. Φοβήθηκε πολύ πως δεν θα τα κατάφερνε, αλλά ήξερε τόσο καλά το θέμα και τους πελάτες που έσκισε. Δεν την απασχόλησε ποτέ η δουλειά, γιατί πάντα, ακόμη και απροετοίμαστη, είχε κάτι να πει. Το μυαλό της έκανε βόλτες. Κινούνταν και μιλούσε μηχανικά. Μετά τον θρíαμβο, επικαλέστηκε αρρώστια και αποχώρησε περήφανη από το γραφείο. Όμως η ώρα ήταν 15:15 και σε δεκαπέντε λεπτά ο ύπνος της θα χανόταν και τη θέση του θα έπαιρνε η υπέροχη συντροφιά της Αλ. Έπρεπε να κρύψει κάθε αποδεικτικό στοιχείο βρώμας, χωριού, αλλά και ταξιδιού, γι’ αυτό και πέταξε τον σάκο και τις Ugg στο πίσω μπαλκόνι. Έβαλε πιτζάμες, στέγνωσε τα μαλλιά της και έβαλε σε λειτουργία τη Nespresso. Βάζοντας το γιατρικό σε δύο κούπες περίμενε την Αλ καθισμένη και σιγοπίνοντας. Δεν το είχε κάνει ξανά ποτέ αυτό. Ποτέ δεν ήταν στην ώρα της, ποτέ δεν έκανε τόσο μηχανικές κινήσεις περιμένοντας τη φίλη της. Όμως ήταν η στιγμή που θα έπρεπε να το παίξει άρρωστη και όχι παράξενη και να ξεγελάσει τους πάντες. Γιατί μόνο έτσι θα έπαιρνε εκδίκηση. Πολύ επικίνδυνο να το πει, θα είχαν θύματα και ήταν πολύ δύσκολο να το κρατήσει κρυφό, αλλά θα έκανε αυτό που θεωρούσε σωστό. «Κορώνα γράμματα λοιπόν» σκέφτηκε, βαδίζοντας προς το θυροτηλέφωνο, που μόλις είχε χτυπήσει. «Κουβέντα στην Άλεξ», είπε κάπως δυνατά για να το πιστέψει, «και ας είναι ο Μάριος αυτός ο πούστης».
*****
Μαρίνα Δημητρίου
Ξεριζωμός
Η Μαρίνα ξύπνησε εκείνο το πρωί χαρούμενη. Ήταν η μέρα του γάμου τους με τον Κώστα. Ο πατέρας τους, πλούσιος κτηματίας, δέχτηκε τον ικανό εργάτη για γαμπρό του. Έγινε ευτυχισμένη μαζί του. Παρόλο που έχασαν το πρώτο τους παιδί , υπέμεινε στωικά τη μοίρα τους. Έκαναν άλλα τρία παιδιά.
Η ζωή τους κυλούσε ήρεμα στο αρχοντικό τους. Ο άνδρας τους ήταν επιστάτης στα κτήματα του πατέρα τους και αυτή μεγάλωνε τα παιδιά. Τους ο πόλεμος κρατούσε χρόνια, και το αρχοντικό τους στην πόλη επιτάχτηκε από τον διοικητή του ξένου στρατεύματος. Η ζωή τους άλλαζε δραματικά.
Ο άνδρας τους άρχισε να κρύβεται, για να μην τον στρατολογήσουν στα τάγματα εργασίας. Για μήνες σε ένα πηγάδι, ώσπου στο τέλος αναγκάστηκε να φύγει στην πρωτεύουσα. Η Μαρίνα έμεινε μόνη με τα παιδιά, χωρίς να ξέρει πότε θα τον έβλεπε ξανά.
Ήρθε η ώρα του μεγάλου ξεριζωμού. Μαζεύτηκαν στο λιμάνι’ χιλιάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας δεν ήξεραν τι τους περίμενε. Ο φόβος κυριαρχούσε. Στρατιώτες τους έκλεβαν, άρπαζαν τα κοσμήματα των γυναικών, τα σκουλαρίκια τα τραβούσαν από τα αφτιά. Έμεναν οι άνθρωποι μόνο με τα ρούχα που φορούσαν, οι οικογένειες δίπλα ο τους στον άλλον για να προστατευτούν. Σ΄ αυτήν την αντάρα, ο μικρός τους γιός έπεσε στη θάλασσα. Κόντεψε να πνιγεί. Γλίτωσε παρά τρίχα όταν τους άντρας βούτηξε στο νερό και ανέσυρε το μισολιπόθυμο αγόρι. Ποτέ στη ζωή του δεν ξέχασε τον τρόμο που έζησε.
Στοιβαγμένοι στο καράβι,στο μεγάλο ταξίδι, κάθονταν όλοι αμίλητοι. Κοιτούσαν τον τόπο τους να απομακρύνεται από τον ορίζοντα και να χάνεται σιγά σιγά από τα μάτια τους. Η ζωή τους , τους την ήξεραν χανόταν κι αυτή. Το μέλλον ήταν άγνωστο.
Ξεμπάρκαραν στην ακτή. Έμεναν σε σκηνές για πολύ καιρό. Η Μαρίνα πρόσεχε τα παιδιά και τους γονείς τους. Κάποιες στιγμές, αφηρημένη, έβλεπε την τωρινή τους ζωή μέσα τους λάσπες και αναρωτιόταν αν η πλούσια και καλομαθημένη ζωή που είχε ζήσει ήταν ένα όνειρο. Και τότε ερχόταν η ανάμνηση του άνδρα τους, «θα γυρίσει» μονολογούσε, «θα με βρει».
Κι ύστερα τους ενημέρωσαν ότι θα τους έδιναν σπίτια με κλήρωση. Η Μαρίνα ευχήθηκε να τους τύχαινε σπίτι με πηγάδι, για να έχει νερό. Έτσι έγινε. Κατοίκησε εκεί με τα παιδιά τους, μα από το μυαλό τους δεν έφευγε ο αγαπημένος τους. «Πού να ήταν; Ήταν ζωντανός; Θα ερχόταν να τη βρει; Πότε ; Πότε;». Όλη η γειτονιά στην ίδια μοίρα, προσπαθούσαν να επιβιώσουν. Είχε πάντα την πόρτα τους ανοιχτή, να παίρνουν νερό από το πηγάδι τους.
Ο άντρας τους, που είχε φύγει από το σπίτι τους μήνες πριν, γνώριζε καλά τον κίνδυνο που διέτρεχε. Σχέδιό του ήταν να φτάσει στην πρωτεύουσα από τους παραλιακές πόλεις, να μην δίνει στόχο. Φρόντιζε να μην ξεκουράζεται πολύ στο ίδιο μέρος και να χάνεται μέσα στο πλήθος. Μετά από μήνες πεζοπορία έφτασε στην πρωτεύουσα κι ένοιωσε περισσότερο ασφαλής. Πληροφορήθηκε σε ποια λιμάνια έπιαναν τα καράβια που μετέφεραν τους πρόσφυγες. Βγήκε στο λιμάνι που είχε αποβιβαστεί η οικογένειά του. Βρήκε γνωστούς που τον πληροφόρησαν σε ποια πόλη τους είχαν στείλει και ξεκίνησε να τους βρει. Μετά τόσον καιρό, έφτανε στον τελικό του προορισμό.
Στο σπίτι τους, η Μαρίνα προσαρμοζόταν σιγά σιγά στην καινούρια ζωή. Είχε τα παιδιά τους να φροντίσει. Η έλλειψη του άνδρα τους ήταν αγκάθι στην καρδιά. Κάποια νύχτα, ακούστηκε το μάγγανο στην αυλή. Μια γειτόνισσα έβγαζε νερό. Σε λίγο ακούστηκαν φωνές, ομιλίες, και η Μαρίνα άκουσε «ο Κώστας , ο Κώστας». Πετάχτηκε έξω και βρέθηκε μπροστά σε έναν άνδρα αγνώριστο. Ρακένδυτος, βρώμικος, το πρόσωπό του ίσα που φαινόταν από τα μακριά μαλλιά και τα γένια. Κοντά ένα χρόνο είχε να τον δει. Ξέπνοη, έπεσε στην αγκαλιά του και μπροστά στο πηγάδι των ευχών τους.
Ένωσαν τους ζωές τους για δεύτερη φορά, σε άλλη γη.
*****
Τριάδα Εμμανουηλίδου
Ο σταθμός της ζωής τους
[απόσπασμα από μυθιστόρημα]
Είχε αρχίσει να χιονίζει από το προηγούμενο βράδυ. Ο Στέφανος σηκώθηκε πολύ νωρίς μετά από έναν ανήσυχο ύπνο, γεμάτο όνειρα. Έριξε κρύο νερό στο πρόσωπό του, φόρεσε τα πιο ζεστά του ρούχα, έδεσε στα πόδια του τα χοντροπάπουτσα, τύλιξε γύρω από το λαιμό του το κασκόλ που του είχε πλέξει η μάνα του και βγήκε στην αυλή.
Τον έζωσε μια μοναξιά, λες και δεν υπήρχε άλλο ζωντανό πλάσμα στο σύμπαν. Μέχρι όπου έφτανε το μάτι του ένα ολόλευκο σεντόνι είχε σκεπάσει τα πάντα. Έκανε τα πρώτα βήματα και άκουσε τις μπότες του να τρίζουν πάνω στο παχύ στρώμα χιονιού. Τον πήρε είδηση το σκυλί και έτρεξε κοντά του. Το χάιδεψε και πήραν παρέα το δρόμο. Τα πάντα τα είχε καλύψει το χιόνι. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα, αξημέρωτα, και δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Του άρεσε αυτή η ελευθερία που του πρόσφερε η μοναξιά. Δεν ήταν αντικοινωνικός, ίσα ίσα μάλιστα, χαιρόταν να καλημερίζει τους γείτονες του. Οι παραπάνω κουβέντες ήταν αυτές που τον στενοχωρούσαν.
Τράβηξαν κατά το σταθμό. Συχνά έβρισκε εκεί καταφύγιο. Περπατούσε παράλληλα στις ράγες και ένιωθε πως έτσι μπορούσε να βάλει καλύτερα σε τάξη τις σκέψεις του. Τα συναισθήματά του τον τελευταίο καιρό βρίσκονταν σε συνεχή αναβρασμό. Τη μια στιγμή πλημμύριζε από αισιοδοξία και εμπιστοσύνη στον εαυτό του κι έπειτα ξαφνικά υπέκυπτε στη μελαγχολία, χωρίς λόγο. Η βόλτα όμως παρέα με το σκύλο του πάντα τον ηρεμούσε.
Ήξερε καλά τα δρομολόγια και απόφευγε τις ώρες που είχε κίνηση. Προτιμούσε το σταθμό άδειο. Γύρισε και κοίταξε πίσω του τα ίχνη που είχε αφήσει στο χιόνι. Το έριχνε τόσο πυκνό, που σε λίγο θα τα εξαφάνιζε. Σαν να μη πέρασε κανείς από κει. Αν ήθελε να χαθεί, κανείς δε θα καταλάβαινε κατά πού τράβηξε. Η σκέψη τον γοήτευσε, αλλά τον τρόμαξε κιόλας. Η συντροφιά του σκύλου καταλάγιασε λίγο την ανησυχία του.
Το τελευταίο σπίτι του χωριού ήταν του Πέτρου που ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερός του. Ο Πέτρος έμενε με τη μάνα του και τον μικρότερο αδερφό του. Είχε αναγκαστεί να παρατήσει το Λύκειο, να πιάσει δουλειά και να αναλάβει το ρόλο του προστάτη της οικογένειας μετά το θάνατο του πατέρα του. Ο Στέφανος ήξερε πόσο του είχε κοστίσει αυτό, γιατί του είχε εκμυστηρευθεί τα όνειρά του να μπει στο Πολυτεχνείο και να σπουδάσει μηχανικός. Και τώρα, κάθε φορά που τον συναντούσε τού έλεγε πόσο χαιρόταν που ο Στέφανος θα έκανε το δικό του όνειρο πραγματικότητα.
Πλησίαζε στο σπίτι του Πέτρου. Μια ταραχή τον πλημμύρισε, όταν τον είδε να βγαίνει από την πόρτα και να προχωρά προς την αυλή. Κοντοστάθηκε. Περίμενε να φύγει, να μη συναντηθούν. Τον είδε να κουμπώνει το πανωφόρι του, να φορά ένα σκούφο στο κεφάλι, να ανάβει τσιγάρο και να παίρνει το δρόμο για τη δουλειά. Έμεινε να παρατηρεί τη γεροδεμένη κορμοστασιά , να θαυμάζει το στιβαρό περπάτημα. Τα μάτια του συνέχιζαν να χαϊδεύουν τη σιλουέτα που απομακρυνόταν, ώσπου αυτή χάθηκε στον ορίζοντα. Συγκέντρωσε το κουράγιο του. Το σκυλί σαν να αντιλήφθηκε την ταραχή του τρίφτηκε στα πόδια του και γάβγισε κλαψιάρικα. Το χάιδεψε στο κεφάλι και συνέχισαν το δρόμο τους. Έφτασε στο σταθμό και έπιασε να περπατά παράλληλα με τις γραμμές. Παρά το δριμύ κρύο, κόμποι ιδρώτα σχηματίστηκαν στο μέτωπό του. Το στομάχι του σφίχτηκε και το μυαλό του πονούσε από την ένταση της αποκάλυψης. Γέλασε δυνατά. Ένα γέλιο πικρό. Ήταν εντελώς μόνος. Το γέλιο ξαναγύρισε σ’ αυτόν. Εντελώς μόνος. Αυτή ήταν μια παρήγορη σκέψη. Αυτός και το κουσούρι του.
Ένας σιωπηλός πανικός τον κατέλαβε. Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά δεν έβγαινε φωνή. Τον κυρίεψε η απελπισία. Ο πόνος της καρδιάς του ήταν τόσο μεγάλος, που ένιωθε λες και τον σφράγισε με ένα ανεξίτηλο σημάδι. Ποτέ δε θα απαλυνόταν.
Άρχισε και πάλι να χιονίζει. Σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό. Από παντού κλειστός. Οι νιφάδες έπεφταν πυκνές και δρόσιζαν το πρόσωπο που φλεγόταν. Ξανασήκωσε το βλέμμα και μουρμούρισε «Γιατί Θεέ μου; Γιατί ;»
****
Κουλούρη Ναυσικά
Αφόρετη ζωή
(απόσπασμα από μυθιστόρημα)
[…} Γνωρίστηκαν το καλοκαίρι του μεγάλου σεισμού στη Θεσσαλονίκη. Είχαν πρωτανταμώσει λίγες βδομάδες πιο πριν. Τα μεσημέρια στο σχόλασμα περνούσαν για λίγο από την πλατεία. Αυτός με τους συμμαθητές του κι αυτή με τις συμμαθήτριες καθισμένοι σε αντικρυστά παγκάκια κάτω από το στέγαστρο, πίσω από τις καφετέριες, έριχναν κλεφτές ματιές. Μέσα Ιουνίου τα σχολεία είχαν κλείσει. Οι παρέες συνέχισαν ν’ ανταμώνουν στην πλατεία τ’ απογεύματα. Κάποια στιγμή, όταν η παρέα της Έλλης σηκώθηκαν να φύγουν, ο Κωνσταντίνος έτρεξε από πίσω τους.
-Με συγχωρείς. Θέλω να σου δώσω κάτι, της είπε χαμηλόφωνα και έκλεισε στην παλάμη της ένα διπλωμένο χαρτί. Άνοιξέ το αργότερα, συμπλήρωσε κι έφυγε. Η Έλλη μόνο να του χαμογελάσει πρόλαβε. Έκρυψε το χαρτί στην τσέπη σαν λάφυρο. Στο σπίτι, κλεισμένη στο δωμάτιό της διάβασε:
Θέλω να γνωριστούμε.
Τηλεφώνησέ μου όταν μπορείς.
Κωνσταντίνος.
Απομνημόνευσε τον αριθμό του τηλεφώνου που ήταν γραμμένο από κάτω και έσχισε το χαρτί για κάθε ενδεχόμενο.
Το μεθεπόμενο βράδυ, Τρίτη 20 Ιουνίου 1978, η πόλη συγκλονίστηκε από τον μεγάλο σεισμό. Εκείνα τα ατέλειωτα δευτερόλεπτα, η βουή, το φοβερό ταρακούνημα, ο θόρυβος των αντικειμένων που έπεφταν, οι έντρομες φωνές θα έμεναν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη.
Το φευγιό στις σκάλες, η διανυκτέρευση στο αυτοκίνητο, το μαγείρεμα στο καμινέτο, οι βόλτες στα πανεπιστήμια απέναντι, πού είχαν μεταμορφωθεί σε κάμπινγκ. Η αλλαγή στην καθημερινότητα δεν κατόρθωσε να σβήσει από τη μνήμη της Έλλης την εικόνα του Κωνσταντίνου. Ούτε εκείνα τα έξι νούμερα με τα οποία έπαιζε φτιάχνοντας μαθηματικές σχέσεις. Δύο μέρες μετά μάζεψαν βιαστικά τα πράγματά τους και έφυγαν στο εξοχικό στη Χαλκιδική. Στη διαδρομή η Έλλη πιπίλιζε στο μυαλό της, ξανά και ξανά, εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα της γνωριμίας τους, την επαφή των χεριών τους, την χροιά της φωνής του. Έπλεκε με το μυαλό της φανταστικά σενάρια. Τί θα γινόταν, αν δεν τους προλάβαινε ο σεισμός; Η φαντασία της κάλπαζε.
Ήταν δεκάξι. Δεν γνώριζε ακόμα ότι η πραγματικότητα είχε μεγαλύτερη φαντασία.
*
Η Έλλη ήταν περαστική από την πόλη. Τα τελευταία χρόνια ζούσε στην επαρχία. Της άρεζε να γυρνάει σελίδες στη ζωή της, να γνωρίζει νέους ανθρώπους. Σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο που αποζητούσε τις ίδιες παραστάσεις κάθε μέρα. Οι γνωστές γωνιές της γενέθλιας πόλης ήταν το φόντο που πυροδοτούσε τις σκέψεις του. Ξετύλιγε το κουβάρι της μνήμης. Η πόλη σαν Αριάδνη τού πρόσφερε το νήμα που θα τον οδηγούσε με ασφάλεια πίσω στο σπίτι, στο γραφείο του, στο άγραφο χαρτί.
Κάθισαν λίγο παρέα. Η Έλλη είχε ραντεβού με μία φίλη. Δεν μίλησαν πολύ. Τι νόημα είχαν τα λόγια; Είχαν χρόνια να βρεθούνε. Κοιτούσαν ανιχνευτικά ο ένας τον άλλο. Προσπαθούσαν να ταιριάξουν την εικόνα, που είχαν φυλάξει στην καρδιά τους, με το πρόσωπο που φανερωνόταν απέναντι τους.
Η Έλλη δεκάξι χρονών. Το κορίτσι της πλατείας με τ’ όμορφο πρόσωπο. Καλοκαίρι του ’78. Χαλκιδική, Καλλιθέα. Δεν ήξερε ακόμα το όνομά της όταν της είχε φανερώσει το δικό του μέσα σ’ εκείνο το χαρτάκι μαζί με το τηλέφωνό του. Τον επόμενο μήνα προσπαθούσε ν’ αποφασίσει ποιο όνομα της ταίριαζε περισσότερο. Αντάμωσαν μέσα στα φώτα της υπαίθριας ντισκοτέκ. Αναβόσβηνε η εικόνα της κάτω από τα φωτορυθμικά. Σκοτάδι και φως, αλήθεια κι όνειρο. Μες στην εκκωφαντική μουσική πιο πολύ διάβασε παρά άκουσε το όνομά του στα χείλη της.
– Κωνσταντίνε! Τον θυμόταν λοιπόν. Πήγαν σε μια απόμερη γωνιά, μακριά από τα ηχεία. Αυτά τα δύο λάμδα του ονόματός της τον ξετρέλαναν.
Δεν τον είχε ξεχάσει στιγμή. Ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερός της. Φιλοξενιόταν σε έναν φίλο του στο διπλανό χωριό. Κανόνισαν να ανταμώσουν το επόμενο απόγευμα. Θα ζητούσε από τον αδελφό της να ’ρθούνε παρέα. Την υπόλοιπη ώρα κοιτιόντουσαν με ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλια χωρίς να ανταλλάσσουν λόγια. Αυτός άρεσε αυτό.
Και τότε.
Και τώρα. Που ήταν και πάλι παρέα, για λίγο. Κάθε φορά που συνέβαινε αυτό ο χρόνος ήταν με το μέρος αυτός, κυλούσε με άλλο ρυθμό. Η φίλη αυτός Έλλης ανέβαλε το ραντεβού αυτός. Πέρασαν το βράδυ μαζί. Αυτή μιλούσε, αυτός άκουγε.
*
Την μεθεπομένη τους έφερε στην Καλλιθέα ο πατέρας των φίλων τους. Είχαν συνεννοηθεί με τον Κωνσταντίνο πού θ’ αντάμωναν. Είπε στον αδελφό της κάτι αοριστίες για κάποιους γνωστούς από το 10ο Λύκειο.
«Τσιμουδιά στη μαμά, ήμασταν μαζί όλη την ώρα.»
Είχαν δυό ώρες στη διάθεσή τους, τη θάλασσα μπροστά στα πόδια τους, τον ήλιο να βουτάει στα νερά της και μια υπέροχη ησυχία ν’ απλώνεται παντού.
«There’s a kind of hush all over the world» τραγουδούσαν οι Carpenters μέσα από τ’ ακουστικά που της φόρεσε ο υπάλληλος του πολυκαταστήματος. Είχαν πάει με τον μπαμπά για το πρωτοχρονιάτικο δώρο. Carpenters και το κόκκινο διπλό των Beatles, ήταν οι πρώτοι της δίσκοι.
Αυτό βρήκε να του πει για τον εαυτό της. Η απάντησή του ήταν ένας καταιγισμός από ονόματα τραγουδιστών και συγκροτημάτων. Δεν ήθελε να την εντυπωσιάσει. Δεν ήταν τέτοιος τύπος. Αγαπούσε πολύ την μουσική. Ήταν η εποχή του ’80, τότε που είχαν γίνει ξαφνικά γνωστά στη χώρα όλα τα βρετανικά κι αμερικάνικα συγκροτήματα των δύο περασμένων δεκαετιών.
Η Έλλη έφυγε από το ραντεβού με ένα νέο λάφυρο, ένα χαρτί από το μπλοκάκι του με έναν κατάλογο των αγαπημένων του δίσκων.
«Το διπλό κόκκινο, ε;»
« Love, love me do...” της σιγοτραγούδησε με τη βαθιά του φωνή φεύγοντας.
Ο Κωνσταντίνος θα επέστρεφε στην πόλη σε λίγες μέρες. Είχε μπροστά του την προετοιμασία για τις Πανελλαδικές. Η Έλλη θα παρέμενε Χαλκιδική μέχρι τέλος Αυγούστου. Ήταν δεκάξι. Ακριβώς σ’ αυτή την ηλικία που το αναμάσημα των στιγμών μιας συνάντησης είναι ικανό να κρατά απορροφημένο το μυαλό για έναν ολόκληρο μήνα. Μέχρι την επόμενη συνάντηση.
*
Είχαν κάπου τρία χρόνια να βρεθούν. Μιλούσαν αραιά και που στο τηλέφωνο. Τον καλούσε η Έλλη ή του έγραφε. Τις συναντήσεις τους τις άφηναν σε Άλλον να τις κανονίσει. Η φιλία τους αριθμούσε τριάντα χρόνια τώρα, δεν κινδύνευε. Πιστοί στα συνθήματα της νεότητάς τους.
ΑΝ ΑΓΑΠΑΣ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΦΗΣΕ ΤΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟ
Κοστίζαν αυτά τα συνθήματα, θέλαν ψυχικό σθένος και αποδοχή του άλλου.
Ζούσαν χώρια, αλλά κατά κάποιον δικό τους τρόπο μαζί. Ήταν μία κοινή άρρητη συμφωνία. Όταν η ζωή τούς έφερνε παρέα, ήταν πανυγήρι γι’ αυτούς. Βόλτες στην πόλη, ο Κωνσταντίνος την ξεναγούσε σ’ ό,τι καινούργιο ανακάλυπτε. Η πόλη θαρρείς κι αναγεννιόταν από τις στάχτες της κρίσης φορώντας ένα ευρωπαϊκό προφίλ που ταίριαζε με το λεπτό γούστο της Έλλης. Μοντέρνα cafe, παλιοκαιρίτικα ρεστοράν πρόσφεραν το φόντο στις συζητήσεις τους, τις σκέψεις για οτιδήποτε τους προβλημάτιζε και πάνω απ’ όλα στη χαρά που ήταν και πάλι παρέα.
Της Έλλης της άρεσε να ξετυλίγει το νήμα πού ’πλεκε η ζωή της. Του Κωνσταντίνου τού άρεσε να ακούει. Προσεκτικά. Άκουγε κι αυτά που η Έλλη παρέλειπε να πει. Είχε τους λόγους του […]
*****
Χρύσα Λέκκα
Τουρμπιγιόν
[απόσπασμα]
Η Βεργή έσφιξε το κόκκινο μπαλάκι, ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της, σήκωσε λίγο τα γυαλιά και τον κοίταξε.
-Γιατί, Σπύρο μου;
-Το σκέφτηκα πολύ, κυρία Βεργή. Θα φύγω.
-Βρήκες αλλού; Ψάχνεσαι;
-Για δουλειά; Όχι, δεν ψάχνομαι. Απλώς φεύγω.
-Πού πας;
-Θεσσαλονίκη.
-Θεσσαλονίκη; Από εκεί δεν ήρθες;
-Ναι. Επιστρέφω. Αποφάσισα να γυρίσω. Πίσω.
-Μάλιστα. Το αποφάσισες.
Έκανε μια παύση και ανακάθισε στην καρέκλα της.
-Πάντως, κοίταξε να δεις, Σπύρο μου, εδώ υπάρχει δουλειά, το βλέπεις. Αν θέλεις να μείνεις, υπάρχει προοπτική. Θέλω να πω, τόσα χρόνια, ξέρεις το αντικείμενό σου. Μπορώ να σε πάρω από τις άδειες και να σε βάλω σε λίγο πιο οργανωτική θέση. Πόσα χρόνια έχεις εδώ;
-Τεσσεράμισι. Αλλά δεν έχει να κάνει με τη δουλειά, κυρία Βεργή, σας είπα. Απλώς αποφάσισα να γυρίσω στη Θεσσαλονίκη, επανέλαβε ο Σπύρος, με λίγο μεγαλύτερη δυσκολία από πριν.
Πόσες φορές θα με κάνει να το πω; Πού να σου εξηγώ, ρε Τασούλα… κανονικά αυτό ήθελα να απαντήσω. Την έβλεπα που με κοίταζε με τα μικροσκοπικά θολά της μάτια, κι αναρωτιόμουν, πώς είναι να τα βλέπεις όλα από κει μέσα; Τασούλα Βεργή, κόρη μεγαλοεργολάβου, που σε έστειλε ο μπαμπάς σου να σπουδάσεις μηχανικός, να μπορεί να βγάζει και τις άδειες, να σηκώνει κι άλλες πολυκατοικίες τούρτες οκταώροφες, σ΄όλα τα χρώματα της παστέλ βεντάλιας, σ΄όλα τα προάστια της Αττικής οδού. Τόσα χρόνια με έχεις ταράξει στη σομόν μεζονέτα και στον κλεμμένο ημιυπαίθριο, και τώρα ξαφνιάστηκες και μου πετάς καροτάκι. Άσε μας, ρε Τασούλα. Κάτσε στο κρυστάλλινο γραφείο σου με τη μπουχάρα στο πλακάκι κι άσε με εμένα να πάω από κει που ΄ρθα. Το μόνο που δε λυπάμαι να αφήσω είσαι εσύ.
Θρίαμβος. Κατηφόριζε κοιτώντας το πεζοδρόμιο με βήμα ελαφρύ. Δυο βδομαδούλες του μένανε και μπάι μπάι Τασούλα, δολοφόνε της αρχιτεκτονικής. Από την υπερένταση είχε αρχίσει να κατεβαίνει την Κηφισίας με τα πόδια και κόντευε να φτάσει στα μισά της διαδρομής. Τα σκεφτόταν όλα μαζί και χαμογελούσε μόνος του. Μακροπρόθεσμα ίσως το πλήρωνε, αλλά τώρα σκόπευε να το απολαύσει.
Έκοψε από Πανόρμου και διέσχισε την Αλεξάνδρας. Από το πυρωμένο στριμωξίδι και το θόρυβο βρέθηκε στο σκιερό λαβύρινθο της Νεάπολης. Μύριζε αστικό καλοκαίρι, γύρη και καυτό τσιμέντο. Απογευματάκι. Στο δρόμο μόνο γάτες και παιδιά. Πριν αφήσεις κάτι, πάντα φαίνεται ομορφότερο, παρηγορήθηκε, καθώς χωνόταν στη σκοτεινή δροσιά της πολυκατοικίας του.
*****
Εύη Μαραζοπούλου
[απόσπασμα από μυθιστόρημα]
Ο Μάνος μπαίνει στην νομαρχία. Καλημερίζει μία παρέα που βρισκόταν στο φουαγιέ και κατευθύνεται προς το ασανσέρ. Έτσι και δεν τ’ έχουνε φτιάκει ακόμα το γαμίδι, δεν την βλέπω καλά την ομάδα συντήρησης. Θα πάρουν πόδι όλοι τους, απ’ όσο θυμάμαι δεν έχουν και μεγάλα σόγια οπότε ούτε γάτα ούτε ζημιά. Ας όψεται ο Σπύρος που με έπρηξε να εισηγηθώ να τους προσλάβουν. Και καλά έχουν οικογένειες, ο ένας ήταν κι ορφανός. Μεγάλη δουλειά. Άντε, γιατί ερυθρός σταυρός καταντήσαμε, την τρέλα μου. Τελικά ο ανελκυστήρας δεν είχε φτιαχτεί και ο Μάνος βαρυγκομώντας άνοιξε την πόρτα του γραφείου. Οι πέντε όροφοι ήταν πολλοί, παρότι ο μεγαλόσωμος άνδρας διακρινόταν για την αντοχή του.
Ο Μάνος έπιασε το κινητό και έγραψε στον Σωκράτη:
«Κολλητέ έχω πάθει την πλάκα μου με την πιτσιρίκα, σκέτο μπιμπελό.»
Έπειτα, άνοιξε τον υπολογιστή και έπιασε να χαζεύει ανταλλακτικά αυτοκινήτων. Άντε να περάσει καμιά ωρίτσα και να πάω σπίτι για μεσημέρι, σκέφτηκε. Κι ενώ ρόλλαρε κοίταζοντας ζάντες και λάστιχα, χτύπησε νευρικά η πόρτα του γραφείου.
-Τι θες εσύ εδώ; Τρελάθκες; Θες να μας κάψεις όλους;
- Μάνο, κόψε κάτι. Παράγγειλε καφέ και κάτσε να πούμε δυο κουβέντες αντρίκιες.
-Ρε, σήκω και φύγε, θα καούμε όλοι μαζί, έτσι και σε πάρει κανά μάτι.
-Έννοια σου και πήρα τσι προφυλάξεις μου. Είναι κι γιορτές και δεν έχετε κόσμο. Ας σήκωνες το κινητό σου. Τόσες φορές σε πήρα.
Ο Μάνος προσπαθεί να κρατήσει την ψυχραιμία του και να μη δείξει την αναστάτωση που κάνει την καρδιά να χορεύει τρελά. Και επαναλαμβάνει:
-Σήκω και φύγε. Θα σε πάρω εγώ.
- Δεν φεύγω απέ το γραφείο, αν δεν μου δώκεις τον παρά.
Ο Μάνος με συνοφρυωμένο ύφος ξεκλειδώνει το τρίτο συρτάρι του γραφείου, αρπάζει μία δεσμίδα με πεντακοσάρικα και του τα πέταει στα μούτρα.
-Λοιπόν, πάρε αυτά και, μόλις ολοκληρωθεί το έργο μας, θα πάρεις και τα υπόλοιπα∙ χάιντε στα τσακίδια τώρα και πρόσεχε διάολε, μη τυχόν σε δει κανά μάτι.
-Μάνο, αφού με ξέρεις. Μη σε νοιάζει. Του είπε με ικανοποιημένο χαμόγελο, όταν παράχωνε τα λεφτά στην τσέπη του δερμάτινου μπουφάν.
Η πόρτα έκλεισε και ο Μάνος κάθισε στην καρέκλα, ξεφύσηξε και άναψε τσιγάρο. Πού πάω και μπλέκω, σκέφτηκε, μα πριν προλάβει να αναλογιστεί για τις σωστές ή λανθασμένες του επιλογές ακούστηκε το κινητό. Ο Σωκράτης του είχε απαντήσει:
«Για ποια λες πάλι, ρε»;
Ωχού και συ, ρε χαϊβάνι. κοίταξε το μήνυμά του, μα δεν απάντησε.
Η ώρα είχε περάσει και σηκώθηκε να φύγει. Δεν ήθελε να πάει στο σπίτι που, λόγω των ημερών, θα είχε μετατραπεί σε κέντρο διερχομένων. Μπορεί να ήταν και η Τέτα εκεί, λογικά τώρα θα τελείωνε το φαγητό που, σχεδόν καθημερινά, τους έφτιαχνε. Η σύγχυση θα μεγάλωνε και, επειδή η πεθερά του ήταν η ακριβώς αντίθετη περίπτωση από την γυναίκα του, μπορεί να καταλάβαινε κάτι.
Τελικά αποφάσισε να πάρει το τζιπ του και να πάει μια βόλτα στη θάλασσα.
*****
Αρετή Πούλιου
Ένας μπάφος
Η αλάνα που έπαιζαν μπάλα είχε ασβεστώδες έδαφος και τα μικρά χαλίκια τούς πλήγωναν τα πόδια από το κουτουπιέ μέχρι ψήλα στους μηρούς. Αλλά δεν το έβαζαν κάτω. Οι τέσσερις τους ήταν από μικρά παιδιά μαζί .
Ο Χάρης και ο Νάκης τελείωναν το Γυμνάσιο. Ο Κοσμάς και ο Κώστας σταμάτησαν στο Δημοτικό. Δεν τα έπαιρναν τα γράμματα, έτσι έλεγαν τότε. Μια μπάλα όμως τους έδενε όλους μαζί · μια παρέα.
Τα βράδια συναντιόνταν πάντα στο ίδιο καφέ, την ίδια ώρα. Οι φρεσκοσιδερωμένες καμπάνες και τα ψηλοτάκουνα παπούτσια τους κάνανε στράκες. Τα στενά πουκάμισα ανοιχτά, για να φαίνεται το στέρνο· ήταν το σήμα κατατεθέν. Εκεί στο καφέ, αραχτοί, κάνανε καμάκι στα κορίτσια ή σχεδίαζαν τις εξορμήσεις τους: ή ντίσκο ή στις πουτάνες.
Εκείνο το βράδυ δεν είχαν όρεξη για τίποτε, αλλά ο Κοσμάς ήταν που τους είχε υποσχεθεί:
« Άντε μαλάκες .. τι σας έχω σήμερα»
Οι άλλοι, βαριεστημένοι, έβλεπαν μπάλα στην τηλεόραση, ούτε που του απάντησαν.
«Άντε, μαλάκες, σηκωθείτε, πλήρωσα, φεύγουμε».
«Τι θες, ρε..; Πού θες να μας πάς;» ρώτησαν με μια φωνή ο Χάρης και ο Νάκης.
«Ε… ρε μαλάκες .. τι ώρα θα γυρίσουμε; Αύριο δουλεύω, ρε..» κλαψούρισε ο Κώστας.
«Ε… και;» μουρμούρισαν οι άλλοι.
«Ε.. να.. και έχω χτυπήσει…»
«Πού, ρε μαλάκα .. πού..» ρωτούσαν οι άλλοι σκασμένοι στα γέλια, ενώ τον ψαχούλευαν στα πόδια.
«Στη μπάλα, ρε παλιόπουστοι» φώναζε με κλαψιάρικη φωνή ο Κώστας.
Με τέτοια καζούρα προχώρησαν αρκετά πέρα απ’ την μεγάλη αλάνα. Μπήκαν στην μάντρα του πατέρα του Κοσμά και στρογγυλοκάθησαν δίπλα στη ρόδα μιας νταλίκας. Άνοιξαν τα κονιάκ μινιατούρες που είχαν φέρει μαζί τους και δοκίμασαν με μικρές γουλιές. Ετοιμάζονταν ν’ ανάψουν τσιγάρο, αλλά ο Κοσμάς τους έγνεψε όχι. Συγχρόνως έπιασε το τακούνι του παπουτσιού του, το γύρισε και έβγαλε το θησαυρό. Με κινήσεις δεξιοτέχνη έστριψε ένα τσιγάρο. Οι άλλοι κοιτούσαν σαν χάνοι. Τους έκλεισε το μάτι πονηρά, ενώ άναβε το τσιγαρλίκι .
«Τι;… τι είναι αυτό, ρε παλιοπούστη ; Πού το βρήκες; ρε… τι κάνεις ρε…» φώναξε ο Νάκης
«Ρε.. ρε παιδιάαα θα μας πιάσουνν » ακούστηκε ο κλαψιάρης με φανερό τρέμουλο στη φωνή του.
«Για μια φορά αν δοκιμάσουμε, δεν έγινε και κάτι » είπε ο Χάρης και ήπιε μια γουλίτσα κονιάκ. Έπειτα πήρε την τσιγαριά στο χέρι του. Με τελετουργικές κινήσεις που φάνταζαν αστείες το έφερε στα χείλη του, ενώ ο Κοσμάς τον συμβούλευε:
«Σιγά, εσύ, ρε μαλάκα.. με το μαλακό».
Ο Χάρης δεν του έδωσε καμιά σημασία· πήρε μια γερή ρουφηξιά, που το χασίσι έφτασε στα νυχοπόδαρά του. Ο Νάκης είχε σειρά. Χέστης ήταν, αλλά το έκρυβε. Γύρισε προς τον Κοσμά με ύφος ξερόλα:
«Την πρώτη φορά που δοκίμασα δεν ήταν καλό. Αυτό είναι; Πού το βρήκες;»
«Και πολύ πρώτο… μεγάλο ταξίδι έκανε».
Ο Νάκης έβαλε το τσιγάρο στο στόμα και πήρε μια γερή τζούρα προς έκπληξη όλων. Κράτησε τον καπνό στο στόμα και μισάνοιγε τα χείλη του μια απ’ την δεξιά πλευρά και μία απ’ την αριστερή. Οι άλλοι βάλανε τα γέλια.
«Χαράμι η τζούρα…»
«Να του τη χρεώσεις του μαλάκα».
«Και την πρώτη φορά έτσι δοκίμασες;» και δώσ’ του τα χάχανα και τα γέλια.
Όταν έφτασε η ώρα του Κώστα ήταν η αποθέωση.
«Ρε…πείτε μου... τι γεύση έχει; Να μασήσω καμιά τσίχλα μέντα μετά;»
«Πουφ… φ… φφουχ…άντε, ρε κλανιάρη. Άστο, μη το πιάσεις καθόλου στο χέρι σου. »
«Γιατί, ρε Χαρούλη… δος μου λίγο να δοκιμάσω… μαλάκες … θα σας αρχίσω στα γαλλικά». Και άρχισε να τους φωνάζει με ό,τι βρισιά ήξερε τονισμένη στη λήγουσα σαν να ήταν στα γαλλικά. Στην επόμενη γύρα κράτησε ο Κώστας την τσιγαριά στα χείλη του, πήρε βαθιά αναπνοή και…
«Βρέ… παλιό-κλανιάρη, έξω φυσάς; Άσ’το ρε… δεν είσαι για τέτοια » του χίμηξαν οι άλλοι τρεις.
Κατέβασαν μικρές γουλιές απ’ τα κονιάκ τους. Κάθησαν καμιά ώρα, κάνανε μια τσιγαριά ακόμη, είπανε για τον ΠΑΟΚ, είπανε για τα κορίτσια που φλερτάρουνε, είπανε για νιές και ζωντοχήρες, τίποτε δεν αφήσανε.
Αποφάσισαν να πάνε για γούστα και πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Ο Κοσμάς το δήλωσε: «Πάω κατά τον Μύλο». Είχε δυο φίλες ζωντοχήρες καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερές του. Έδωσε σήμα, τάχυνε το βήμα και ξεμάκρυνε.
Ο Χάρης απ’ τα πολλά γέλια έπεσε στη μελαγχολία. Σε λίγη ώρα άρχισε να φωνάζει σε αόρατους δράκους και να σφίγγει τις γροθιές του, για να τους αποκρούσει. Οι άλλοι δύο γρήγορα κατάλαβαν ότι έπρεπε να τον πάνε στο σπίτι. Στο δρόμο καθώς τον κουβαλούσαν έπαιξαν το παιχνίδι με τις παροιμίες.
«Ε!... βέβαια, έκανε η μύγα κώλο και έχεσε τον κόσμο όλο» έλεγε ο ένας.
Και συμπλήρωνε ο άλλος:
«Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει».
Ο Χάρης ξαναβρήκε το κέφι του και τους τραγουδούσε μιμούμενος την λαϊκή υψίφωνο Βούλα Πάλλα, το ινδικό σουξέ της Ναργκίς, «καρδιά μου καημένη» και φυσικά το άλλο το αξέχαστο «συγχώρα με». Ήταν αδύνατο να μην γελάσουν με την φωνή του που τσίριζε τις ψηλές νότες και τους μορφασμούς του προσώπου του.
Έφτασαν στο σπίτι. Τον ανέβασαν μέχρι επάνω. Έφυγαν γρήγορα για το Μύλο. Οι δύο ζωντοχήρες τους περίμεναν με ανοικτές αγκάλες.
Η μάνα του Χάρη ξεπρόβαλε στην πόρτα ωρυόμενη:
«Α… κακόχρονο να μην έχεις! Μουσχάρι! Έλα, έλα, πέσε εδώ στο ντιβάνι της κουζίνας. Μη σε δει ο πατέρας σου σ’ αυτά τα χάλια, καημένε μου».
Τίποτε δεν κατάλαβε η αγαθή γυναίκα και έφυγε προς τα μέσα δωμάτια.
Ο Χάρης, μόλις έμεινε μόνος, άφησε το ντιβάνι. Με πρόσωπο ιδρωμένο, και γρήγορη αναπνοή, πάλευε με τις μορφές που ήθελαν να του κάνουν κακό. Μέχρι και τον κακό λύκο είχε δει να περνά από μπροστά του. Έτρεμε σύγκορμος. Πήρε το μαξιλάρι του και χώθηκε κάτω απ’ την μεγάλη τραπεζαρία του σαλονιού, να προφυλαχτεί. Σηκώθηκε το πρωί η μάνα του και χάλασε τον κόσμο με τις φωνές της:
«Χάθηκε το παιδί! Πού είναι το παιδί! Βγήκε στο μπαλκόνι; Γιατί δεν το άκουσα να βγαίνει, εγώ που όλο το βράδυ δεν κλείνω μάτι ».
Μέσα στον αλαλαγμό βγαίνει ο Χάρης κάτω από το τραπέζι : «τι σκούζεις ρε μάνα… με ζάλισες. Έχω πονοκέφαλο».
Ξάπλωσε στο καναπέ του σαλονιού. Μετά από ύπνο εικοσιτεσσάρων συνεχόμενων ωρών σηκώθηκε σένιος και πεινασμένος. Η καρδιά της μάνας πήγε στη θέση της, όταν τον είδε να τρώει με όρεξη το γάλα με τις φετάρες ψωμιού αλειμμένες βούτυρο και μέλι.
Όταν ξανασυναντήθηκαν οι τέσσερις το επόμενο βράδυ, δεν μίλησαν γι’ αυτό. Μόνο ο Κοσμάς μισογέλασε πονηρά. Οι άλλοι τρεις ήξεραν ότι άνοιξαν μια πορτούλα σ’ έναν άλλο κόσμο. Εκεί που θα μπορούσαν να δραπετεύουν, έτσι γι’ αλλαγή, βρε αδελφέ μου. Ένας μπάφος ήταν η αιτία. Το γνώριζαν.
*****
Δανάη Σταυρογιαννοπούλου
Άμωμος παρ’ολίγον σύλληψη
Ήτανε κάποτε ένας καπετάνιος, που χρόνια τώρα καταμόναχος και χνωτισμένος, σχεδίασε να ερωτευτεί, με στόχο πάντα να νυμφευθεί και να διαιωνίσει την αρχοντική κορμοστασιά του, διασώζοντας από τον ζυγό της ακολασίας τον τράχηλο των νεαρών κορασίδων. Κι έτσι, μια μέρα ηλιοφώτιστη, αφού είχε αλμυρίσει το κορμί του σε μια πολυήμερη όσο και φονική για το πλήρωμά του θαλασσοταραχή, αποφάσισε να ελλιμενίσει σ’ έναν κόλπο και ν’ αρπάξει απ’ τα μαλλιά την τύχη του.
Εκεί, την όρασή του πλημμυρίζει με τη θωριά της μία χυμώδης κι εύμορφη πειρατίνα, που είχε κατέβει να λεηλατήσει τους κάμπους. Απαράμιλλου κάλλους, με ξανθούς βοστρύχους και στιλπνό γυάλινο μάτι λαμπυρίζον στο φως. Σαν του το κλείνει πονηρά, κατακεραυνώνεται εκείνος από έρωτα βαρύ κι ασήκωτο και αποφασίζει να δέσει στο απάνεμο λιμάνι. Από τη φούρια του να προφτάσει την κορασίδα, να ζεστάνει το ξυλιασμένο από το κρύο ξύλινό της πόδι, στέλνει έναν ναύτη να δέσει το πλοίο στο διπλανό πειρατικό κι όχι στην αφιλόξενη στεριά, όπου εκείνο ήταν αλυσοδεμένο.
Τούτος ανήμπορος να παραβεί την πύρινή της διαταγή, παίρνει φόρα και καταδρομεί από την πρύμνη, δρασκελίζει με ταχύτητα παροιμιώδη τις κακοτεχνίες του δρύινου πατώματος, φτάνει στην πλώρη, αναπηδά, και με ορθάνοιχτους τους πόδας, υψιπετεί πάνω από τα γάργαρα και καταγάλανα νερά, που θαρρείς ατάραχα σφουγγίζουν την αλμύρα, με τον ούριο θροΐζοντα άνεμο να χαϊδεύει τα αυτιά του και, καταρρίπτοντας της μοίρας την θρυλούμενη κακοτροπία να καταρρίπτει στη θάλασσα τους αψηφούντας, καταπίπτει ευθυτενής στο διπλανό κατάστρωμα, κραδαίνοντας το σχοινί στα στιβαρά του χέρια.
Κι όπως τραβάει την διελκυστίνδα, πέφτει πλησίστιος μέσα στη θάλασσα παρασέρνοντας στο κατόπι του και το κατάρτι. Εύστροφη η πειρατίνα, εμυρίσθη την μηχανορραφημένη - πλην άδολη σκευωρία - και ολοταχώς την κάνει χοροπηδηχτά με αθώα και τσαχπίνικα πεπειραμένα πηδηματάκια.
— Τι έμαθες από αυτό αναγνώστη;
— Ότι ο έρωτας αποβλακώνει;
— Ότι όποιος ξενοπηδά τραβάει το σκοινί και πως τα θαλασσώνει. Μα πρόσεξε καλά, υπάρχει μια παραφωνία, που κατάφωρα δηλοί πως πρόκειται για επίπλαστη και ψεύτικη ιστορία.
— Πως δεν μπορείς να σχεδιάσεις, κι ας το επιχειρείς, τον έρωτα!
— Δύσμοιρε!
— Πως δεν μπορείς να πηδήσεις από το ένα πλοίο στο άλλο;
— Ανίδεε! Μα φυσικά πως δεν μπορείς να ξενοπηδήσεις με καθαρή και διαυγή και άμωμη την γλώσσα.
*****
Μαρία Χριστοδούλου
[απόσπασμα από μυθιστόρημα]
-Μήπως εγώ είναι καλύτερα να μην έρθω;
-Ε, μην μου τα αλλάζεις τώρα, ρε φίλε, εσύ δεν ήσουνα που ήθελες να γνωρίσεις τη φάση από κοντά; Εσύ δεν με έπρηξες να σε μπάσω στα κυκλώματα; Να δεις πώς γίνονται οι βερολινέζικες αγοραπωλησίες;
-Ναι, ρε, ’ντάξει, ισχύει. Αλλά ξέρω ’γω... μήπως υποψιαστεί τίποτα περίεργο, επειδή θα πάμε και οι δύο μαζί; Δεν θέλω μπλεξίματα με τέτοιους τύπους.
-Έννοια σου και του σφύριξα ότι θα φέρω κι ένα φιλαράκι αυτή τη φορά.
-Πάντως δεν σου φαίνεται παράξενο που θα συναντηθούμε σπίτι του και όχι σε κάποιο ουδέτερο μέρος;
-Κοίτα, Sam, αν δεν θες μην έρχεσαι, δεν θα σε παρακαλάω κιόλας. Απλά πέσε το κασέρι και θα σου δώσω το κοκό αύριο.
Η δυσωδία του ασανσέρ τούς υποχρέωσε να ανέβουν με τα πόδια μέχρι τον πέμπτο όροφο. Ο ένοικος του μικρού διαμερίσματος τούς άνοιξε αγουροξυπνημένος.
-Παραμερίστε ό,τι έχει και αράξτε στον καναπέ παιδιά, σόρι για την ακαταστασία, χθες...
-Κανένα πρόβλημα, δικέ μου, έτσι κι αλλιώς δεν είμαστε για πολλά. Πρέπει να γυρίσουμε πριν νυχτώσει, είπε ο Frank.
-Ε, κάτσε, δεν θα γνωρίσω και το φιλαράκι σου, το αγγλάκι, τον... πώς σε είπαμε;
-Samuel.
-Καλωσήρθες στο φτωχικό μου Sam. Τι να κεράσω;
- Samuel γαμώτο, με λένε Sa-mu-el, ψέλλισε.
-Εδώ σας έχω, παίδες, είπε ο περιθωριακός τύπος της Urbanstrasse και έριξε ένα σακουλάκι με άσπρη σκόνη πάνω στο τραπέζι του σαλονιού. Ο Frank έβγαλε τα χρήματα που είχε έτοιμα στην τσέπη του τζιν του και ο Sam τον μιμήθηκε στο λεπτό.
Εκείνος έπιασε να τα μετράει και οι δυο φίλοι έκαναν να σηκωθούν.
-Επ, δεν γίνεται να φύγετε έτσι, χωρίς να σας τρατάρω κατιτίς, είπε σπάζοντας τρεις λευκές γραμμές πάνω στο τραπέζι και προσφέροντάς τους ένα τυλιγμένο εικοσάρικο απ’ τα λεφτά που μόλις του είχαν δώσει.
Ο Sam έγειρε το κεφάλι του στο τραπεζάκι, πίεσε το αριστερό του ρουθούνι, έκλεισε σφιχτά τα μάτια του και ρούφηξε με δύναμη τη λευκή γραμμή που του αναλογούσε.
*****
Χρήστος Χρυσαφούδης
Ζωή σαν παραμύθι
Η Ραφαηλία φοράει την ολόσωμη φόρμα μονόκερως και το κοριτσίστικο νάζι στο πρόσωπό της. Θέλει προσπάθεια για ν’ αντισταθείς.
- Μπαμπάκα, μπορώ να κοιμηθώ με τη μαμά;
- Η μαμά έχει να κοιμίσει τη Χαμογελαστή, δοντάκια και ύπνο.
Τα χαμογελαστά παιδιά έχουν αδέλφια διαμάντια, δώρο θεού για τους γονείς που μεγαλώνουν παιδιά με αναπηρία.
- Μπαμπά τι ιστορία θα μου πεις σήμερα;
- Σήμερα θα σου πω μια ιστορία με ένα γίγαντα.
Ξαπλώνει στο κρεβάτι της και περιμένει.
Μια φορά και έναν καιρό, πριν πολλά πολλά χρόνια, ήταν ένας γίγαντας, ο Περιστροφούλης. Ήταν υπεύθυνος για την περιστροφή της γης. Αν σταματούσε να τη γυρίζει, σε μερικά μέρη θα είχε μόνο μέρα και σε άλλα μόνο νύχτα.
- Πώς τη γύριζε; Δεν κουραζόταν;
- Έσπρωχνε το πιο ψηλό βουνό, ήτανε πολύ δυνατός.
Όταν ο γίγαντας κουραζόταν, τη γη τη γύριζε η γυναίκα του, η Υπομονή. Έτσι είχε όλο το χρόνο να χαρεί τα παιδιά του.
Μάζευε δύναμη για την επόμενη μέρα.
- Μπαμπά σήμερα υπάρχουν γίγαντες;
- Φυσικά και υπάρχουν, ένας τέτοιος γίγαντας είναι η μαμά! Αυτή τη στιγμή γυρίζει τη γη, για να μπορώ εγώ να είμαι μαζί σου.
- Μπαμπά θέλω να μου υποσχεθείς ότι αύριο θα κοιμήσεις εσύ τη Χαμογελαστή.
- Στο υπόσχομαι, κοιμήσου τώρα, αύριο δε θα ξυπνάς.
- Καληνύχτα μπαμπά, όνειρα γλυκά, καλό ξημέρωμα.
Το φιλάκι γλυκό, όπως το είχε ζητήσει ο μπαμπάς. Ήταν η αμοιβή του.
Όταν άνοιξε την πόρτα στο δωμάτιο της Χαμογελαστής, για να δει αν είχε κοιμηθεί, αυτή γέλασε δυνατά.
- Εσένα θέλει γίγαντα, έλα, η υπομονή μου εξαντλήθηκε.
Δυο ώρες κλείσαμε. Δεν ξέρω τι θέλει. Εκεί που κοιμάται ξυπνάει.
Ο μπαμπάς κρατάει το βιβλίο επικοινωνίας.
- Χαμογελαστή,
έχω κάτι να σου πω...
Γυρίζω σελίδα, πάμε κατηγορίες (7α),
μέρες, ώρες.
Άυριο
πάμε κατηγορίες (7α),
έχεις σχολείο.
Πάμε δραστηριότητες (11α),
ώρα για ύπνο.
Σ' αγαπώ!
Ο μπαμπάς παίρνει θέση μάχης. Η πληρωμή για τη δουλειά προκαταβολικά. Σφιχτή αγκαλιά και μετά φιλί: ακουμπάει τα χείλη της στο μάγουλό του, αναπνέει… στο τέλος ένα ελαφρύ δαγκωματάκι. Η συμφωνία είχε κλείσει, χάιδεμα με τα ακροδάχτυλα στην πλάτη και στο χέρι, μέχρι ν’ αλλάξει ο ρυθμός της αναπνοής, μέχρι τη στιγμή που η Χαμογελαστή δε θα γυρίσει να κοιτάξει τον μπαμπά και να βάλει το χέρι του στην πλάτη της, όταν αυτός επιχειρήσει να σταματήσει.
Χάιδεμα μέχρι να κοιμηθεί.
*****