Άνοιξη 2019

Άνοιξη 2019

Αντί προλόγου

Δοκιμές από το Τμήμα Πεζογραφίας «Πώς γίνεται η αρχή»

Εαρινό εξάμηνο 2019

 

Στον κύκλο των σεμιναρίων Δημιουργικής Γραφής της Πεζογραφίας στον Ιανό εργαζόμαστε εργαστηριακά. Ο επίδοξος συγγραφέας που συμμετέχει στο Τμήμα των αρχαρίων παίρνει το βάφτισμα του πυρός: δέχεται την πρώτη του κριτική και την πρώτη του επιμέλεια. Στις εβδομαδιαίες συναντήσεις μας, κάθε Πέμπτη στην αίθουσα των σεμιναρίων, συζητάμε για τα συγγραφικά εργαλεία και τους αφηγηματικούς τρόπους της κατασκευής των λογοτεχνικών κειμένων: τα μικρά μυστικά της τέχνης και της τεχνικής μας.

Και όχι, το ταλέντο δε διδάσκεται. Διδάσκεται όμως η τεχνική. Και η τεχνική προϋποθέτει άσκηση, δουλειά, επιμονή. Χρόνο.

Τα κείμενα που ακολουθούν γράφτηκαν με την ευκαιρία των εβδομαδιαίων ασκήσεων της πολυφωνικής ομάδας μας (εαρινό εξάμηνο 2019): ορισμένα γράφτηκαν ως δοκιμές για την αφηγηματική φωνή, άλλα στο πλαίσιο της κατασκευής του λογοτεχνικού ήρωα ή της αναζήτησης του χρόνου και του χώρου της αφήγησης - την ίδια στιγμή όμως διαθέτουν μια κάποια αφηγηματική αυτονομία. Όλα μαζί ανοίγουν την βεντάλια διαφορετικών συγγραφικών επιλογών και αναδεικνύουν τη συγγραφική ιδιοσυγκρασία του δημιουργού τους. Ίσως αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι των μαθημάτων: όσο διαφορετικοί και να είμαστε, όσο διαφορετικά και να γράφουμε, κάθε Πέμπτη στις 17.30 γινόμαστε ομάδα και συζητάμε με πάθος τα κείμενα.

Σοφία Νικολαΐδου

*****

Ιωάννα Ελευθεριάδου

BMW ISSETA 300

Το κίτρινο Αυγό, βάτραχος με τα γουρλωμένα μάτια ή τσιχλόφουσκα. Δεν είχα αποφασίσει πώς θα ονόμαζα το αυτοκίνητο του Νίκου του Ζαμπέτα .

BMW ISSETA, 300 κιλά, 85 τελική, με μονοκύλινδρο κινητήρα, τρεις ρόδες, δύο πίσω και μία μπροστά, η πόρτα από μπροστά όπως του ψυγείου, στην μέση το τιμόνι. Θύμιζε καπάκι σε βάση κονσέρβας. Στην εσωτερική πλευρά το ταχύμετρο, βαθύ πιάτο, στερεωμένο στην πόρτα. Ανάμεσα σφηνωμένη μια πλαστική μαργαρίτα, με μια μικρή εικονίτσα της Αγίας Αικατερίνης να κρέμεται.

Ο Ζαμπέτας, το ιδανικό ύψος, 1.60, μπαινόβγαινε με την όπισθεν. Δίπλα, ίσα που σφήνωνε την μικρή του κόρη, με τα ζουμερά μπούτια και την άσπρη επιδερμίδα .

«Βούτυρο», την κορόιδευαν, μιας και δεν είχε άλλη στο χωριό λευκή πουδρένια επιδερμίδα.  Είχε και ένα γιο, με κίτρινες χρυσαφιές μπούκλες, αχ, όταν άκουγε δεν σου μοιάζει. Τι να σκεφτεί, το χρώμα, τα μάτια, την επιδερμίδα ή που τον φώναζαν «ο Δανός»;

 Ζαμπέτα, πάρε το ψυγείο  με τις  ρόδες και πήγαινε να φέρεις τον παπά από το διπλανό χωριό, να κάνει την λειτουργία, του ’λεγαν, για να τον πειράξουν. Μην θυμώνεις, του ’λεγε ο δάσκαλος. Νίκο, για μηχανή πήγαινε με  τρεις ρόδες και του ’βαλαν κουβούκλιο, καλέ μου, έτσι τους βγήκε, μην θυμώνεις που σου λένε οι χωριανοί ψυγείο με ρόδες. O Ζαμπέτας ήταν ο άξιος τεχνίτης του χωριού, νερουλάς, βαφιάς, σιδεράς, χτίστης, μυαλό ξυράφι. Είχε την λύση για κάθε πρόβλημα, φιλότιμος ο κοντός, δεν άφηνε κανένα με παράπονο, ό,τι παραγγελιά είχε ο καθείς και ανάγκη από την πόλη, ο Ζαμπέτας, όταν πήγαινε με το Αυγό, όλα τα κατάφερνε.

Καλοκαιράκι, Ιούνιος, τελείωνε την σκαλωσιά δίπλα στο ρέμα. Το Αυγό παρκαρισμένο  δίπλα, με την μικρή του να είναι μέσα και να τραγουδάει δυνατά, νομίζοντας ότι πατούσε γκάζι, έπαιρνε φόρα. Στριφογύριζε το τιμόνι, άλλαζε δήθεν ταχύτητες και, όταν κουραζόταν, έριχνε και ένα ύπνο τραβώντας το μουσαμά από πάνω. Ίσα ίσα, να παίρνει αέρα, να δροσίζεται. Εστίαζε το μάτι της, μία στη  μαργαρίτα, μία στην εικονίτσα, την έπαιρνε ο ύπνος. Τα σύννεφα βιάζονταν, γυρνούσαν γύρω γύρω ψηλά στο υδραγωγείο, ζητούσαν να ξαλαφρώσουν.

 «Bουτυράκι μου»,  πού είσαι, μάζεψε το μυστρί και το τσιμέντο, θα βρέξει, θέλω να τελειώσω το καλούπωμα, πού είσαι, δεν με ακούς, συνέχιζε, όσο μπορούσε, βιαστικά. Τα σύννεφα άνοιξαν, η  βροχή  απειλητική, προσπάθησε να σώσει τα σακιά,  τσιμέντο Τιτάν, μάταιο,  το νερό τραβούσε ό,τι ήταν μπροστά του και το κατέβαζε  στο ρέμα.

H βροχή δυνάμωνε, έπαιρνε και έσερνε φύλλα, φράχτες, ξύλα. Άρχισε να ξηλώνει τα καλούπια. Ξαφνικά,  μπροστά στο ρέμα περνάει το κίτρινο Αυγό  γυρισμένο ανάποδα, το σήμα BMV γυάλιζε από την βροχή. Πότε φαινόταν, πότε γυρνούσε ανάποδα από  την ορμή του νερού, τα στρόγγυλα ασημί φανάρια κοιτούσαν τον ουρανό, θεέ μου, το Αυγό είναι στο νερό με το «Βούτυρο» μέσα, τρέχα, Μαρικάκι, πήγαινε στον παπά, να χτυπήσει την καμπάνα, να ’ρθουν οι χωριανοί.

Ακούγεται δυνατός κρότος. Καθώς κυλάει το Αυγό, σφηνώνει το φανάρι σε ένα κορμό δέντρου  και σταματά στην γωνία, κάτω από ρέμα της εθνικής οδού. Το «Βούτυρο» τρομαγμένο, σαν βδέλλα έχει κολλήσει πάνω στο τιμόνι. Αναμένει στωικά να σταματήσει το βουητό από το ρέμα που της πήρε τα αυτιά .

Tο Αυγό βεντούζα κολλημένη στο τσιμέντο της γέφυρας. Οι χωριανοί έχουν φτάσει στο ρέμα, το Μαρικάκι μαζί με την Μάγδα και την Ρούλα έχουν μοιραστεί ως το γήπεδο. Φωνάζουν, ψάχνουν μήπως και βρουν το «Βούτυρο». Ο Ζαμπέτας βρεγμένος, το  κασκορσέ Μινέρβα έχει γίνει ένα με το δέρμα του, την βρήκατε, την ακούσατε, τι έγινε, την κατάπιε η γη, αυτήν και το Αυγό. Η βροχή σταμάτησε, ακούγεται μόνο η βοή από  το ρέμα, σταθερό ροχαλητό, δεν γίνεται δεν μπορεί να το κατάπιε το  νερό κάπου θα είναι .

 Οι χωριανοί σιωπηλοί, δε μιλούν, οι γιαγιάδες έτοιμες, σαν το σπίρτο, να ξεκινήσουν τα μοιρολόγια, ο  Αλέκος της Κώτσαινας τραγουδούσε, σταμάτα,  βρε, ψυχικό σου, σταμάτα πια, Κώτσαινα, κλείσε το στόμα του. Το Μαρικάκι ξεσπά σε κλάματα βλέποντας τον μικρό Δανό να κατηφορίζει. Τρέχει, κουνά τα χέρια του, φωνάζει, το  λαχάνιασμα πνίγει την φωνή του, είναι μακριά. Ξάφνου ακούγεται ένα δυνατός κρότος, τα βαρέλια της ΜΟΜΑ άρχισαν  να κατρακυλούν.  Ο Δανός έχει φτάσει.  Το Αυγό είναι κάτω από το ρέμα, μαζί με το «Βούτυρο». Ίσα που πρόλαβε να πει την τελευταία του λέξη. Ξεπηδούν τα βαρέλια χορεύοντας, σπρώχνουν  το Αυγό και το κυλούν στο ποτάμι, ο μουσαμάς σκισμένος,  το «Βούτυρο» όρθιο, ζαλισμένο, κοιτά  και φωνάζει. Την έχω την εικονίτσα,  Ζαμπέτα, την έχω!

*****

Ζάμπρα Χρυσή

Δύο λέξεις δύο φεγγάρια

[απόσπασμα από μυθιστόρημα]

Αύγουστος του ’68

            Τελευταίος μήνας του καλοκαιριού και ο ήλιος έλουζε με το φως του τη θάλασσα, τα σοκάκια, τα δέντρα, τα παράθυρα των μικρών σπιτιών. Οι ακτίνες που ξεπηδούσαν από τις κορυφές των λόφων άγγιζαν τα πρόσωπα των περαστικών. Στα σοκάκια του νησιού, από μακριά έβλεπες μορφές αγοριών και κοριτσιών που βρέθηκαν πια στο κατώφλι της εφηβείας. Άλλοι απολάμβαναν  τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού και άλλοι δεν έβλεπαν την ώρα να τελειώσει επιτέλους ο μήνας. Βλέπεις για μερικούς η ζέστη και οι φωνές των παιδιών είχαν γίνει πια ανυπόφορα. Έτσι κυλούσε η ζωή στο νησί, ήρεμα, μακριά από τη φασαρία της πόλης.

 -Μακάρι να μην τελείωνε ποτέ, είπε με λυπημένη φωνή ο Μανώλης, συμφωνείς;

Ο Κώστας έκλεισε το βιβλίο του και τον κοίταξε. Δε μίλησε, μονάχα κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Ήταν μια συνήθεια που την είχε από μικρός, την είχε πάρει βλέπεις από τον πατέρα του. Ύστερα άνοιξε ξανά το βιβλίο. Ήξερε βέβαια ότι ο Αύγουστος  ήταν ο αγαπημένος μήνας του αδελφού του, αλλά προτίμησε να μείνει σιωπηλός. Οι δυο τους συνήθιζαν να περνούν αυτές τις ώρες ξαπλωμένοι σε μια κούνια, που την στήριζαν δύο μικρά δέντρα, στο πίσω μέρος της αυλής του σπιτιού. Η μητέρα τους τα είχε φυτέψει, μετά τη γέννηση του Μανώλη. Όπως κάθε νέος, έτσι κι αυτοί έκαναν όνειρα  για το μέλλον, όμως δεν αποκάλυπτε ποτέ ο ένας στον άλλον τι ήταν αυτό που τους έκανε να χάνονται και να ταξιδεύουν για ώρες. Ήταν τόσο παράξενο. Θαρρείς πως, αν αποκάλυπταν το όνειρο τους, ίσως να μην το ζούσαν.

Πώς θα είναι η ζωή τους, όταν θα έφευγαν από το νησί; Να ήταν άραγε αυτό το ερώτημα που τους απασχολούσε; Ένας ήχος ξύπνησε τον Κώστα. Κοίταξε δίπλα του, μα δεν έβλεπε ούτε τον αδερφό του ούτε τη κούνια. Κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο, η ίδια σκηνή.

Έχουν περάσει είκοσι χρόνια και φαίνεται πως δεν έχει ξεχάσει. Κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο. Η ανάμνησή του δεν τον αφήνει, είναι σαν να τον τιμωρεί. Τον τιμωρεί, ναι! Τον τιμωρεί, γιατί δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τους φόβους του. Αν εκείνο το βράδυ έλεγε αυτά που πραγματικά επιθυμούσε, σήμερα θα ήταν ευτυχισμένος. Και να τα έλεγε, τι; Αναρωτιόταν κάποιες φορές. Το μόνο που θα κατάφερνε ήταν να πληγώσει και τους δύο και αυτό ήταν ίσως που πονούσε περισσότερο. Θυσίασε την δικιά του ευτυχία για την ευτυχία των άλλων. Αν μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω, αν ήταν πιο τολμηρός αν, αν, αν, μονίμως αυτό το αν!

Νιώθει πάλι το σφίξιμο στο στήθος. Σηκώνεται, πηγαίνει προς το παράθυρο. Η ώρα είναι δεν είναι τέσσερις το πρωί, το μόνο που ακούγεται είναι τα βήματα των περαστικών. Αφουγκράζεται το περπάτημά τους, του ενός είναι βαρύ, του άλλου ανάλαφρο. Θυμήθηκε αυτό που του έλεγε η μητέρα, ότι η διάθεση του ανθρώπου φαίνεται στο περπάτημα. Τότε βέβαια του φαινόταν αστείο, δεν έδινε σημασία, αλλά πλέον είχε πιάσει το νόημα.

        Το επόμενο πρωί, αφού γύρισε από τον περίπατο, κλείστηκε ξανά στο γραφείο του. Τα πέντε τελευταία χρόνια συνήθιζε να περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας εκεί. Το μόνο που έβλεπες ήταν τα σκονισμένα βιβλία, ακουμπισμένα στα ράφια, να περιμένουν να ανοιχτούν, ένα προς ένα. Το βράδυ θα πήγαινε να συναντήσει τον φίλο του, τον Αλέξη.

Ο Αλέξης ήταν ο καλύτερος φίλος του Κώστα. Και αυτός μεγαλωμένος στο νησί. Πάντα δίπλα του, σε αυτόν μονάχα είχε εμπιστευτεί τα πάντα. Το ραντεβού είχε δοθεί στο Αστόρια. Ήταν το στέκι τους εδώ και δέκα χρόνια. Συνήθιζαν να πηγαίνουν εκεί απ’ όταν ήταν φοιτητές. Στο χώρο άκουγες πότε γέλια και πότε καυγάδες. Πολιτική και μουσική ήταν τα κυριότερα θέματα συζήτησης. Ο Αλέξης, που είχε φτάσει πιο νωρίς, τον περίμενε  δίπλα στην πόρτα. Αφού πέρασαν τέσσερα λεπτά, να σου και ο Κώστας, με εκείνο το χαρακτηριστικό περπάτημα. Τον καταλάβαινες από μακριά.

-Τι έχεις; τον ρώτησε ο Μανώλης.

Δεν απάντησε. Φαινόταν σαν κάτι να τον απασχολεί, το  μυαλό του δεν ήταν εκεί.

- Πάλι χάθηκες ε; Ποιος ξέρει που ταξιδεύεις πάλι… Τόσα χρόνια, μωρέ Κώστα, με αυτό το συνήθειο δε βαρέθηκες; του είπε γελώντας.

Ξαφνικά ο ήχος από το πέσιμο του ποτηριού τον επανέφερε στη κουβέντα τους.

-Τι με ρώτησες;

-Άστο τώρα… Ξέρεις, να, είδα τον Μανώλη σήμερα, κατέβαινε από το πλοίο, δεν είπαμε πολλά, ίσα ίσα που προλάβαμε δυο κουβέντες. Ήρθε, λέει, για τη γιορτή και σε κάνα μήνα θα γυρίσει πάλι πίσω.

Ο Κώστας δεν απάντησε, μόνο έσκυψε το κεφάλι του.

-Πώς είναι η μπύρα σου; τον ρώτησε.

Προσπαθούσε να αλλάξει θέμα. Η κουβέντα για τον αδελφό του τον έφερνε σε δύσκολη θέση, σε τόσο δύσκολη, που μέσα σε πέντε δεύτερα είχε κάνει ένα σωρό ανούσιες ερωτήσεις… Είχαν να τα πούνε τέσσερα με πέντε χρόνια, πού και πού μίλαγαν στο τηλέφωνο, αλλά κι εκεί δε λέγανε πολλά, μόνο τα τυπικά. Δεν είχανε μαλώσει, όχι, απλώς ο χρόνος και τα γεγονότα τους είχαν απομακρύνει.

 -Συγγνώμη ξεχάστηκα, είπε ο Αλέκος.

Ήξερε ο Αλέκος τι συνέβαινε, του τα είχε εξομολογηθεί ο ίδιος. Ήξερε πόσο  του λείπει ο αδελφός του, το καταλάβαινε και ας μη του το έλεγε. Έτσι εσκεμμένα τον ανέφερε, μήπως με αυτόν τον τρόπο κατάφερνε να  τον συγκινήσει.

Δώδεκα τα μεσάνυχτα, περπάταγαν στους άδειους δρόμους της Αθήνας. Οι περισσότεροι κοιμόνταν στα σπίτια τους ή διασκέδαζαν στα γνωστά μαγαζιά. Οι ώρες αυτές ήταν οι αγαπημένες του. Του άρεσε να περπατάει, να γελάει και να μιλάει δυνατά, χωρίς να τον ακούει κανείς. Ήταν η στιγμή που πραγματικά αισθανόταν μια ανεξήγητη γλυκιά ελευθερία. Τον κούραζε η πολυκοσμία, αυτόν που πριν χρόνια η άδεια πλατεία του νησιού τού δημιουργούσε μόνο θλίψη. Τώρα είχε αλλάξει, το καταλάβαινε και ο  ίδιος.

Δεν μπορούσε να ξεγελάσει ούτε τον ίδιο του τον εαυτό.

-Θα έρθεις τελικά; ρώτησε ο Αλέκος.

-Πάλι αυτό το θέμα, δεν ξέρω αν θα μπορώ, έχει πέσει πολλή δουλειά, διάβασμα, δεν ξέρω, δεν έχω χρόνο για γιορτές.

-Έτσι είπες και πέρυσι και πρόπερσι. Ξέρεις ότι όλοι σε αγαπάνε, μην το κάνεις αυτό, πάνε τόσα χρόνια. Ξέχασέ το πια.

-Θα το σκεφτώ είπε, ήδη όμως είχε αποφασίσει.

-Καληνύχτα και σκέψου το καλά, είπε ο Αλέκος

Τράβηξε ο καθένας στο το σπίτι του.

Όλα ξεκίνησαν πριν από δεκαεφτά χρόνια στην Ύδρα. Το σπίτι των Δοξαράδων βρισκόταν στην άκρη του νησιού. Το ομορφότερο απ’ όλα, με έναν κήπο που, κάθε φορά που πέρναγες απέξω, καθόσουν με τις ώρες να τον χαζεύεις. Είχε βάλει το χεράκι της η Ελένη Δοξαρά. Σύζυγος και μητέρα δυο παιδιών, είχε αφιερώσει όλη της  ζωή στην οικογένειά της και στους μαθητές της. Υπέροχη μητέρα και αξιόλογη δασκάλα. Ευγενική, ήρεμη και αυστηρή όσο χρειαζόταν. O άνδρας της Ελένης, ο Ανδρέας Δοξαράς, ήταν καπετάνιος. Συχνά έλειπε σε ταξίδια, το σπίτι το είχε εμπιστευτεί στη γυναίκα του. Από τα πιο αγαπημένα ζευγάρια του νησιού. Ακόμη και μετά από είκοσι χρόνια γάμου, έδειχνε καθημερινά ο ένας τον άλλον την αγάπη του. Χατίρι δεν της χάλαγε ποτέ ο Ανδρέας, το ίδιο και εκείνη.

Είκοσι τριών χρονών ήταν ο Ανδρέας όταν γνώρισε την Μάρθα και εκείνη δεκαοχτώ, μόλις είχε τελειώσει το Λύκειο, έτοιμη για το Πανεπιστήμιο. Οι γονείς της  ήταν ανοιχτόμυαλοι. Μονάχα ο πατέρας έφερε κάποιες αντιρρήσεις, το να σπουδάζει μια κοπέλα ήταν προχωρημένο για τα δεδομένα της εποχής, φοβόταν ο καημένος μη του μείνει ανύπαντρη. Δεν γνώριζε όμως ότι μετά από έξι μήνες ένας όμορφος νεαρός θα ερχόταν στη πόρτα του σπιτιού του, για να ζητήσει το χέρι της κόρης του. Και ο νεαρός αυτός δεν ήταν άλλος από τον Ανδρέα, που πλέον είχε μπει στη Σχολή Δοκίμων και σε λίγο καιρό θα έπαιρνε αξιώματα.

            Με τα πολλά, ο γάμος έγινε. Τον πρώτο καιρό τα πράγματα ήταν αρκετά δύσκολα. Η Μάρθα ήταν έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Είχε μάλιστα σταματήσει να πηγαίνει στη Σχολή της και είχε γυρίσει κοντά στους γονείς της. Ο Ανδρέας έλειπε σε ταξίδι. Ταξίδευε μακριά, ο νους του όμως ήταν συνεχώς στη γυναίκα του. Περίμενε πώς και πώς να είναι δίπλα της την ώρα της γέννας. Αν δεν προλάβω; σκεφτόταν μερικές φορές. Δε θα του το συγχωρούσε ποτέ η Μάρθα. Κι όμως, κατάφερε να είναι δίπλα της τη στιγμή που γεννήθηκε ο Κώστας, ο πρώτος τους γιός, τι χαρά που έκανε ο Ανδρέας, τρία μερόνυχτα  γιόρταζε το νησί, χοροί, τραγούδια, όλα για το Κώστα. Μετά από τρία χρόνια ήρθε και ο δεύτερος, ο Μανώλης.

Τα χρόνια κυλούσαν ήρεμα, η Μάρθα ήταν πλέον δασκάλα στο νησί. Ο Ανδρέας έλειπε συχνά. Αυτόν το χρόνο όμως είχε αποφασίσει να μείνει, ήθελε βλέπεις να ξεκουραστεί. Το μοναδικό καλοκαίρι που θα έμενε στο νησί. Ο Κώστας και ο Μανώλης ήταν στην εφηβεία, δεμένοι μεταξύ τους. Παρόλο που σαν χαρακτήρες δεν είχαν τίποτα κοινό, υπήρχε ανάμεσά τους ιδιαίτερη επικοινωνία.

 Ο Κώστας Δοξαράς, ο πρώτος γιός, είχε μόλις κλείσει τα δεκαοχτώ. Παιδί ψηλό, με  κάτι μεγάλα γαλάζια μάτια σαν τη θάλασσα. Μαλλιά ξανθά, όταν τον αντίκρυζες νόμιζες πως έβλεπες άγγελο. Είχε πάρει τα χρώματα του Ανδρέα. Στον χαρακτήρα έμοιαζε στη Μάρθα, ευγενικός και ήρεμος. Αυτό που τον ξεχώριζε από τα υπόλοιπα παιδία της ηλικίας του ήταν ο τρόπος που έβλεπε τη ζωή. Γι’ αυτόν δεν υπήρχε καλός ή κακός άσχημος ή όμορφος. Μονάχα η λάθος στιγμή. Αντιμετώπιζε τα πάντα με το χιούμορ του, προκαλώντας συχνά την αντίδραση τον υπολοίπων. Είναι αναίσθητος, έλεγαν, δεν τον νοιάζει τίποτα, μα όχι, δεν ήταν αδιάφορος, απλώς έβλεπε τα πράγματα με τη δικιά του ματιά.

Είχε κάτι το ξεχωριστό, την διάθεση να ακούει τους πάντες, μα πότε δεν ανοιγόταν ο ίδιος. Και δημιουργούσε, άθελα του, ένα μυστήριο γύρω από τον εαυτό του. Και αυτό τον έκανε ιδιαιτέρα γοητευτικό. Εκείνον όμως δεν τον ενδιέφερε τίποτα πέρα από το διάβασμα, κοπέλες και έρωτες δεν υπήρχαν στο μυαλό του. Μονάχα το διάβασμα τον έκανε να αισθάνεται ολόκληρος, έτσι πίστευε τουλάχιστον, μέχρι εκείνη τη μοιραία συνάντηση.

*****

Βιβή  Κατσάνου

Η φωτογραφία

[απόσπασμα από νουβέλα]

«Έκπληξη»,  φώναξε  ό  μπαμπάς και μπήκε φουριόζος στο σαλόνι.   Άνοιξε γρήγορα το  κουτί που κρατούσε  κι έβγαλε από μέσα μια φωτογραφική μηχανή. 

Έμοιαζε με την προηγούμενη: «Αυτή όμως  είναι  Polaroid, είναι η επανάσταση στη φωτογραφία!»  είπε γεμάτος καμάρι.

Ο  Ρούμπυ, χοροπηδούσε αλαφιασμένος.  Έμοιαζε  ινδιάνος που χορεύει γύρω απ’ το τοτέμ.

«Ετοιμαστείτε  θα βγάλουμε φωτογραφίες.  Ρεβέκκα, φόρεσε ό,τι σου αρέσει περισσότερο κι έλα στο σαλόνι» φώναξε ο μπαμπάς.

Η ατμόσφαιρα μετά από καιρό ήταν χαρούμενη.

Ανέβηκα δυο-δυο τα σκαλιά μέχρι  το δωμάτιό μου.

Έκανα ένα  βουνό με τα ρούχα  κι άρχισα να διαλέγω.

Κατέβηκα τα σκαλιά αργά, κρατώντας το φουρό μου και κάνοντας αρκετό θόρυβο με τα παπούτσια μου, για να  με κοιτάξει ο μπαμπάς.

Η Ρενάτα έβαλε στο πικ-άπ  τον καινούριο δίσκο του Τσάκ-Μπέρρυ.

Η θεία φόρεσε ένα  φόρεμα στο χρώμα του ταραμά.  Αναρωτιόμουν πώς άντεχε έτσι που είχε σφίξει τη μέση της.  Είχε κάνει στα μαλλιά της το χτένισμα «μπανάνα».

Ο Ρούμπυ τραγούδησε ένα στιχάκι για την πειράξει:

«Για κοιτάξτε  μια μάνα

με κεφάλι σαν  μπανάνα

ούι, ούι, ούιιιι!»

Ο μπαμπάς  απάντησε σχολιάζοντας το χτένισμα «α λα Έλβις» που είχε κάνει του Ρούμπυ  η μαμά του:

«Ήταν κάποτε ένα αγόρι

με κεφάλι σαν κοκόρι»!

Το σαλόνι γέμισε από τα γέλια μας.

«Ρεββέκα,  έλα, γλυκιά μου κάθισε εδώ»  μου είπε ο μπαμπάς και μετακίνησε την μεγάλη πολυθρόνα.

Κάθισα  με ίσια πλάτη, ενώ τα πόδια μου κρέμονταν λίγο πριν συναντήσουν το πάτωμα.

«Μείνε ακίνητη»,  είπε  ο μπαμπάς.

«Ένα-δύο-τρία», φώναξαν  όλοι μαζί κι ακούστηκε το πρώτο μας  Polaroid - κλικ.

*****

Μαρία Κατσιογάννη

Από πού κρατάει η σκούφια μου;

[απόσπασμα από μυθιστόρημα]

“Από πού κρατάει η σκούφια σου,  Αποστόλου;”

Μπορεί εκείνη την στιγμή να με έπιασε απροετοίμαστο η κα Θεολόγου -φιλόλογος- αλλά πραγματικά με έβαλε σε σκέψεις.

Γνωρίζω ότι είμαι  ο Θάνος (Αθανάσιος)  Αποστόλου του Αλέξη και της Ιουλίας.

Μοναχοπαίδι. Χωρίς ξαδέλφια, μιας και οι θείες μου αποφάσισαν να ακολουθήσουν το  μονοπάτι της καριέρας, όπως λέει ο πατέρας μου. Το μόνο που έχω είναι ο παππούς μου. Ο Γιάννης.

Ναι, δεν έχω το  όνομα του παππού. Μια φορά που ρώτησα τον πατέρα μου, γιατί δεν με βαπτίσαν Γιάννη,  το μόνο που έλαβα ως απάντηση ήταν «για να έχεις θετική ενέργεια».

Σκέφτηκα για λίγο,  αλλά μετά άκουσα την ειδοποίηση μηνύματος στο κινητό και το ξέχασα.

Την γιαγιά  Αθανασία δεν την θυμάμαι  καλά. Την θυμάμαι να μην μπορεί να με θυμηθεί. Από την άλλη, τον παππού  τον  έβλεπα και τον βλέπω μια φορά τον μήνα. Το όνομά του, μπορώ να πω, ότι είναι κόκκινο πανί στο σπίτι. Για τον πατέρα μου. Η μητέρα μου είναι πιο συγκαταβατική. Δεν ξέρω αν οφείλεται στο γεγονός ότι είναι Γερμανίδα ή εννοεί όλα αυτά που λέει.  Έπεισε τον πατέρα μου,  μια φορά τον μήνα, πάντα  Κυριακή, να παίρνουμε τον παππού  από την Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων που τον είχαμε παρκάρει.  Δεν  γνωρίζω  τον λόγο που ο παππούς βρίσκεται εκεί. Όμως …

Ζήλευα πάντα  τα άλλα παιδιά. Αυτά  που τα έπαιρνε από το σχολείο ο παππούς ή γιαγιά. Που πήγαιναν τα Σαββατοκύριακα στο σπίτι  τους και έκαναν ό,τι ήθελαν!  Ποτέ όμως δεν το είπα στους γονείς μου.

Έτσι μια φορά τον μήνα, Κυριακή, παίρνουμε  εμείς το παππού από την μονάδα Φροντίδας  και πηγαίνουμε για φαγητό στη Περαία.

Στον Ανέστη, για σουτζουκάκια.

Εκεί συναντάμε την θεία Άννα. Ο  παππούς κάθεται πάντα στην κορυφή του τραπεζιού.  Από την μία πλευρά ο πατέρας  και την άλλη η θεία.  Η μαμά μου δίπλα στη θεία Άννα και εγώ δίπλα στο πατέρα. Μία φορά προσπάθησα να κάτσω κοντά στο παππού, αλλά με τράβηξαν .

Όταν τον συναντώ, η μόνη σωματική επαφή μας είναι η χειραψία. Με ρωτάει πώς είναι στο σχολείο, ποιον επαγγελματικό  κλάδο σκέφτομαι να ακολουθήσω στο μέλλον κ.τ.λ. Κλασσικά, τυπικά, κρύα θέματα.

Από την άλλη όμως αισθάνομαι ότι θέλει να με αγκαλιάσει. Να μου μιλήσει για άλλα πράγματα. Να μοιραστεί μαζί μου ιστορίες από το παρελθόν. Να με συμβουλεύσει.

Κάτι τρέχει με αυτόν. Κάτι τον τρώει. Όροι, προϋποθέσεις για καθετί που παίρνει μέρος. Όχι πολλά πολλά. Μόνο αυτό το μηνιαίο γεύμα και καμιά γιορτή. 

Δεν μου αρέσουν αυτά. Δεν γουστάρω που τον έχουν παγώσει ο πατέρας και η θεία. Θέλω  να γνωρίσω τον παππού μου καλύτερα, δεν με νοιάζουν τα δικά τους  θέματα.

Τελικά το σπίρτο υπήρχε για να ξεκινήσει η φωτιά.

Ένα τσαφ ήθελε.

Μια ερώτηση.

*****

Ουρανία Κεφαλά

Η οικογένεια των Sunfeld και οι δώδεκα φατρίες

[απόσπασμα από μυθιστόρημα]

Οι τελευταίες ακτίνες περνούσαν μέσα από τα παράθυρα κάνοντας τα πάντα να λάμπουν. Χρυσά και κόκκινα. Ο Τζέιντεν Έντουαρτ Σάνφελντ στεκόταν μέσα σε αυτό το θαύμα αποτελώντας αβίαστα κομμάτι του, ως γνήσιος απόγονος του Ήλιου.

Το γραφείο του αποτελούσε μια πολύγωνη κατασκευή, σχεδόν όλοι οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι από βιβλιοθήκες με χιλιάδες βιβλία.  Ένα μεγάλο γραφείο βρισκόταν ακριβώς στην μέση. Υπερφορτωμένο με φωτογραφίες, έγγραφα και κάθε λογής αντικείμενα. Βαριά χαλιά στο χρώμα του αίματος κάλυπταν το ξύλινο πάτωμα, αλλά αυτό που έκλεβε την παράσταση ήταν το μεγάλο πέτρινο τζάκι. Υπήρχε μια αρμονία στο δωμάτιο. Εκεί ένιωθε πιο πολύ ο εαυτός του. Θα του έλειπε πραγματικά. Κοίταξε τον πολυαγαπημένο του Φοίνικα. Στεκόταν περήφανος πάνω σε μία από της βελούδινες πολυθρόνες. Δεν μπόρεσε να μην θαυμάσει την ανωτερότητα  αυτού του πλάσματος.

“Λοιπόν νομίζω πως αυτό είναι το τέλος μας, φιλαράκο”. Βαθιά συγκίνηση διακρινόταν στην φωνή του. “ Ήρθε η ώρα να φύγεις”.

Τα έξυπνα μάτια του φοίνικα  καρφώθηκαν σιωπηλά πάνω του. Είχαν περάσει πολλά χρόνια μαζί. Ο Fulke ήταν δώρο του πατέρα του και αυτός με την σειρά του τον είχε λάβει από τον δικό του πατέρα. Τώρα ο Τζέιντεν θα τον έδινε στον Τζέιμς, τον μεγαλύτερο γιο του. «Έδινε», τρόπος του λέγειν, ένας φοίνικας δεν άνηκε ποτέ και σε κανένα. Ήταν ανεξάρτητα πλάσματα, ελευθέρα να μείνουν ή να φύγουν όποτε ήθελαν. Αυτός είχε επιλέξει να μείνει με την φατρία των Sunfeld, άγνωστο γιατί. Στην πραγματικότητα ήξερε ότι δεν επρόκειτο να μείνει μαζί με τον Τζέιμς, αλλά με τον Άιβαν. Από μικρός, ο Άιβαν είχε αδυναμία στον Fulke και τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Έτσι ήταν καλύτερα, εκείνος θα τον χρειαζόταν πιο πολύ.

Σηκώθηκε από το γραφείο και άνοιξε τα παράθυρα. Περίμενε για ένα, δύο λεπτά, αλλά τίποτα. Ο Fulke δεν κουνήθηκε από την θέση του.  Αναστενάζοντας επέστρεψε στην αναπαυτική καρέκλα του, έγειρε το κεφάλι του και έκλεισε κουρασμένος τα βαριά του βλέφαρα.

Το τίναγμα των φτερών, η χρυσή λάμψη που γέμισε το δωμάτιο. Ο Τζέιντεν πετάχτηκε. Μόλις που πρόλαβε να τον δει να χάνεται στον σκοτεινό ουρανό. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του. Ένιωθε τον λαιμό του να κλείνει και την καρδιά του να σφίγγεται. Σιχαινόταν τους αποχαιρετισμούς και δεν είχε μπορέσει να αποχαιρετήσει ούτε καν αυτούς, που ο καθένας τους κρατούσε ένα κομμάτι του εαυτού του. Ακόμα περισσότερο και από τα ίδια του τα παιδιά.

Τα πέντε πρώτα εγγόνια του έδειχναν ξένοιαστα στην φωτογραφία πάνω στο γραφείο. Ο Άιβαν στην μέση με τα γαλάζια μάτια του, ίδια με το χρώμα του πιο καθαρού ουρανού, να λάμπουν. Κρατούσε την Κάρεν στην αγκαλιά του. Φορούσε τα κόκκινα γυαλιά της, που είχαν σχήμα καρδιάς. Σούφρωνε τα  χείλη της, έτοιμη να φιλήσει ή μάλλον να γεμίσει τον Κάιντεν με κόκκινα σημάδια στο σχήμα χειλιών. Εκείνος γελούσε και είχε πάρει μια περίεργη πόζα, προσπαθώντας να την αποφύγει και να κοιτάξει τον φακό. Ο Άξελ κοιτούσε το θέαμα γελώντας, έχοντας μια έκφραση ευτυχίας, που ο Τζέιντεν μπορούσε πια να βρει μόνο στις φωτογραφίες. Ο Ξάντερ καθόταν στο καταπράσινο γρασίδι, με τα άγρια κόκκινα μαλλιά του ανακατεμένα. Φώναζε κάτι, έχοντας ξεχάσει τελείως αυτόν που βρισκόταν πίσω από τον φακό. Στο όμορφο πρόσωπο του μπορούσες να διακρίνεις μόνο ευτυχία.

Ίσως εκείνο το ηλιόλουστο απόγευμα να υπήρξε η τελευταία μέρα που ήταν ευτυχισμένοι. Έκτοτε, οι καταστάσεις άλλαξαν. Προς το χειρότερο. Αναρωτήθηκε, για χιλιοστή φορά, αν οι επιλογές του ήταν σωστές. Ο χρόνος κυλούσε και ο ίδιος ένιωθε όλο και κενός, λεπτό με το λεπτό. Έπρεπε να τελειώσει αυτό το γράμμα, αλλά δεν ήξερε τι άλλο να γράψει. Οι λέξεις φαίνονταν ανούσιες. Και η αλήθεια πιο δύσκολη και πιο αβάσταχτη από ποτέ. Ευχήθηκε να είχε την ευκαιρία να τους δει μία τελευταία φορά. Να τους μιλήσει. Να τους εξηγήσει γιατί είχε πράξει όσα έπραξε.

Τώρα το σκοτάδι απλωνόταν μέσα στο δωμάτιο σαν ένα βαρύ πέπλο. Το μόνο φως προερχόταν από τις φλόγες του τζακιού.

Την ένιωσε, πριν την δει. Αθόρυβη σαν γάτα, μπήκε στο γραφείο και χώθηκε στην αγκαλιά του. Δεν μίλησαν. Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι μέσα στο μισοσκόταδο. Ίσως και να φοβόντουσαν. Τις λέξεις. Οι επικίνδυνες άκρες τους ήδη μπήγονταν στην σιωπή. Έγειρε το κεφάλι της και τον φίλησε απαλά. Τα βιολετί μάτια της αντανακλούσαν την θλίψη που τους κατέτρωγε εδώ και τόσους μήνες…

«Ο Άιβαν τηλεφώνησε. Είπε ότι θα έρθει το Σάββατο. Θα πάρει και την Κάρεν», ψιθύρισε εκείνη, «Τζέι, ίσως δεν πρέπει να φύγουμε τώρα. Μπορούμε να μείνουμε λίγο ακόμα, να, μέχρι το Σάββατο...»

«Αγάπη μου, το ξέρεις ότι δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Πρέπει να φύγουμε αύριο. Οι άλλοι στηρίζονται πάνω μας», τα χέρια του χάιδεψαν απαλά την πλάτη της.

«Δεν μπορέσαμε να μιλήσουμε ούτε στα παιδιά. Και ο Στέφαν ... ο Στέφαν είναι τόσο μικρός, δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει…»

«Μιλάμε για την αυριανή μας αναχώρηση ή για το όλο σχέδιο; Β., το ξέρεις ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή. Εξετάσαμε όλες τις προοπτικές και αυτή είναι η καλύτερη».

«Ναι, αλλά θα μεγαλώσει μακριά μας…», δάκρυα έτρεχαν τώρα από τα μάτια της και μία έκφραση απόγνωσης είχε καλύψει το όμορφο πρόσωπο της.

Ο Τζέιντεν ένιωσε για άλλη μία φορά την καρδιά του να σφίγγεται. Έπρεπε να είναι δυνατός. Πονούσε η ψυχή του που έπρεπε να αφήσει τον μικρότερο γιο του. Ήταν μόλις τεσσάρων, αλλά ήταν πολύ επικίνδυνο να τον πάρουν μαζί τους. Στην Arrendyll θα ήταν ασφαλής, μακριά από τον επικείμενο πόλεμο, μακριά από όλους αυτούς που προσπαθούσαν να τους εξαλείψουν, λες και αυτός ήταν ο μοναδικός σκοπός της ζωής τους.

Πήρε στα χέρια του την φωτογραφία. Την κοίταξε για άλλη μια φορά. «Η δική μας ιστορία τελείωσε, τώρα είναι η δικιά τους σειρά. Αυτοί κρατάνε στα χέρια τους την μοίρα της οικογένειας των Sunfeld, ίσως και όλων των δώδεκα φατριών».

*****

Λένα Σπάνδου

Η πολυθρόνα του σαλονιού

[απόσπασμα από μυθιστόρημα]

Τ’ απογεύματα μετά τη δουλειά του αρέσει να κάθεται στην πολυθρόνα του σαλονιού. Το πολυκαιρισμένο μωβ βελούδινο ύφασμα έχει νοτίσει χνώτο κι αλκοόλ, κατάλοιπα ένδοξων χοροεσπερίδων στη διώροφη έπαυλη του Κολωνακίου.

Σαν να μην έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε. Κλείνει τα μάτια και θυμάται εκείνες τις βραδιές, πλημμυρισμένες από γέλια αγνώστων. Οι περισσότεροι καλεσμένοι ήταν φίλοι της Κατερίνας και του πεθερού του από την τράπεζα. Η γυναίκα του γνώριζε όλον τον καλό κόσμο της αστικής Αθήνας. Αυτός απ’ την άλλη, μεγαλωμένος σε προάστιο της Θεσσαλονίκης, μετά κόπων και βασάνων είχε καταφέρει να τελειώσει το εξατάξιο δημοτικό. Είχε κατέβει, δεκαεφτά χρονών παιδί, με δύο σάκους στην πρωτεύουσα, να φτιάξει την τύχη του. Και αυτό έκανε. Γνωριμία εξπρές με το Κατερινάκι και έρωτας κεραυνοβόλος. Τα μεγαλεία και η άνετη ζωή ήταν το επακόλουθο ενός γάμου αστραπή. Αυτά τα όνειρα κάνει ένας νέος είκοσι χρονών;

Το savoir-vivre εύκολα μαθαίνεται, μα οι κακές συνήθειες δύσκολα κόβονται. Τα πεθερικά του Γρηγόρη μετά τον γάμο είχαν βαλθεί να τον εντάξουν στους κύκλους της καλής κοινωνίας. Μέχρι και δασκάλα είχαν προσλάβει, να του κάνει καθημερινά μαθήματα. Ευτυχώς που τα έπαιρνε γρήγορα. Εμφανιζόταν στις εβδομαδιαίες δεξιώσεις του ζευγαριού ως νέος bon viveur. Λίγο η σαμπάνια που έρεε άφθονη, λίγο ο έρωτας των νεόνυμφων, έκλειναν τα στόματα. Βλέπεις, το κουστουμάκι που του είχαν ράψει άρχισε να του πέφτει στενό όσο περνούσαν οι μήνες του έγγαμου βίου. Κι ένας γόης όπως ο Γρηγόρης, μαθημένος να ζει στην πρωτεύουσα, μόνος, με λίγο μέτρο και μπόλικη παρασπονδία, δεν άργησε τα ξεπορτίσματα. Όχι απιστίες, δεν ήταν φτιαγμένος για δαύτες. Όχι γιατί δεν μπορούσε. Αλλά να, κάτι είχε μείνει απ’ τις αρχές της οικογένειας. Φτωχοί πλην τίμιοι αγρότες, του έμαθαν να ζει με το κούτελο καθαρό. Όχι απιστίες. Μόνο χαρτί. Μια δυο φορές τη βδομάδα με την παλιοπαρέα που σύχναζε στη Βαρβάκειο. Τουλάχιστον δε χρωστούσε. Είπαμε, καθαρό κούτελο, καθαρές δουλειές. Ήταν και το φιλότιμο, αυτό πού το πας; Δεν του έκανε καρδιά να τα τινάξει όλα στον αέρα. Διώροφο στο Κολωνάκι προίκα, το πατρικό της Κατερίνας, χώρια τα χρυσαφικά και οι καταθέσεις στην τράπεζα. Όλα στο όνομά του. 

Δεν ήθελε να πετάξει την πολυθρόνα. Τοποθετημένη περίτεχνα στο πιο στρατηγικό σημείο του σπιτιού, στην κάτω δεξιά γωνία της μεγάλης σάλας του ισογείου, μπορούσε να παρακολουθεί όσα γίνονται στο σαλόνι, κάθε φορά που γέμιζε κόσμο. Χωμένος στη φαρδιά μαξιλάρα με τα μεταξωτά μπλε κρόσσια, κρυβόταν από άσκοπες συζητήσεις και περίεργα βλέμματα. Κι όταν το μάτι κουραζόταν, το έστρεφε δεξιά, στον κήπο. Η μπαλκονόπορτα απλωνόταν απ’ τη μια άκρη του τοίχου ως την άλλη.

Κάθε που η ανάγκη του να βρεθεί πλάι στην Κατερίνα ήταν μεγαλύτερη από τον εθισμό στα τραπουλόχαρτα, κούρνιαζε στο βαρύ έπιπλο και την παρατηρούσε από τη γωνία. Όπως εκείνο το ζεστό απόγευμα του Σεπτέμβρη. Σαν να τους βλέπει μπροστά του, λογής μουσαφιραίοι μπαινόβγαιναν από τη σάλα στον κήπο, χασκογελώντας, με φίνα κολονάτα ποτήρια ανά χείρας. Κοντά έξι μήνες παντρεμένοι ήταν τότε. Μειδίαμα. Στεκόταν αμίλητη στην άλλη άκρη της σάλας, απέναντι απ’ την πολυθρόνα και κοιτούσε έξω. Κόσμος πηγαινοερχόταν, κλασική μουσική στο πιάνο, δεν τον είχε πάρει είδηση που την περιεργαζόταν. Το βλέμμα της είχε καρφωθεί σε κάτι σπουργίτια που είχαν ξεκινήσει φαγοπότι πάνω στις λευκές μεταλλικές καρέκλες του κήπου με τα ψίχουλα των εδεσμάτων που είχαν παρατήσει μισοφαγωμένα οι καλεσμένοι. Μια μελαχρινή λυγερόκορμη φιγούρα ντυμένη μ’ ένα αραχνοΰφαντο λευκό μεταξωτό φόρεμα να γέρνει στη μισόκλειστη τζαμαρία. Ο ήλιος εκτυφλωτικός στο απομεσήμερο έγλυφε τις γωνίες του προσώπου της, χαρίζοντάς της ακόμη μεγαλύτερη γοητεία. Η δική του γυναίκα.

Στην ίδια θέση κάθεται και τώρα. Στ’ αριστερά, το χειροποίητο μαρμάρινο τζάκι από χρόνια σβηστό και δεξιά ακούμπησε το ουίσκι του στο ξυλόγλυπτο τραπεζάκι, αυθεντικό μαόνι, το μοναδικό δώρο γάμου που είχε καταφέρει να του χαρίσει ο πατέρας του. Η ξεφτισμένη πια πολυθρόνα είναι ακόμα το κρησφύγετό του. Ένα κομμάτι μνήμης του ένδοξου παρελθόντος που έζησαν σε τούτο το σπίτι και πασχίζει να κρατήσει ζωντανό μαζί με την εικόνα της.

*****

Εμμανουέλα Στεργέλλη

Το αλογάκι

[απόσπασμα από νουβέλα]

Το πετάς ή δεν το πετάς; Τόσο γυαλιστερό και τέλειο, που σε προκαλεί να το σπάσεις, να το κάνεις αληθινό. Κάτι που δεν θα μπορούσες να κάνεις με τη μάνα σου. Και να την πετούσες δηλαδή. Δεν θα έσπαζε. Τόσα της πετάς κατάμουτρα, αλλά αυτή επιμένει. Μπορείς όμως να διαλύσεις το μικρό γυαλιστερό πορσελάνινο αλογάκι που σου χάρισε κάποτε, τότε, στα πρώτα χρόνια γάμου. Επειδή εκείνη αγαπάει τα άλογα. Και τους γάμους. Τώρα ήταν μία ωραία στιγμή, για να καταστραφεί.

Το κρατά και το στριφογυρίζει στις παλάμες της. Σκυμμένη από πάνω του, συγκεντρώνει την ένταση που έρχεται από τους μηρούς, τη μέση και τους αγκώνες στο βλέμμα της πάνω στο αλογάκι. Θα ήθελε πολύ η ένταση να σκορπιζόταν με το σπάσιμο του μπιμπελό. Κι αν δεν έφτανε το πάτωμα; Αν έπρεπε να το πετάξει στον τοίχο για να κομματιαστεί; Δεν ήταν ικανή για τόσο δυναμική κίνηση. Αλλά στο πάτωμα θα μπορούσε, ναι. Έτσι, να σκορπίσει και να κοιτάξει τα θραύσματα και να φανταστεί τον Ντον να μπαίνει το βράδυ σπίτι. Nα τα πατάει και να πονάει. Αν δεν ήταν τόσο μικροπρεπής, ώστε να βγάζει τα παπούτσια του μπαίνοντας, μπορεί να μην χαιρόταν τόσο και η μάνα σου με αυτό που σου κληρώθηκε. Και να μη σου χάριζε αλογάκι. Μπορεί να σου χάριζε μία Βίβλο. Προς συμμόρφωση. Χαμογελάει. Με την εξυπνάδα που σκέφτηκε.

Αν το ’σπαζε, θα ’θελε να ’σπαγαν μαζί όλα τα χρόνια που πέρασε σαν μούμια σε αυτό το σπίτι. Να έσπαγαν τα φορέματα που δεν την άφηναν να κάθεται με ανοιχτά πόδια, όπως τώρα. Να έσπαγαν οι μοναχικές μέρες με μοναδική διέξοδο την ηλιοθεραπεία στην αυλή δίπλα στην πισίνα. Να έσπαγε η φωνή και η μορφή του Ντον, που της χαρίστηκε από το μεγάλο παζάρι προσόντων, διά της εις άτοπον απαγωγής. Να έσπαγε η μάνα της, που δεν την είδε ποτέ και μόνο τη φρόντιζε σαν κούκλα. Και τη μάζευε. Και τη συμμάζευε.

Τέλος, θα ήθελε να ’σπαγε αυτό το απόγευμα, που δεν πήγε εκεί που θα βρισκόταν ο Τζον, γιατί υπάκουσε σε όλα τα παραπάνω.

Το αλογάκι τοποθετήθηκε πίσω, πάνω στην ξύλινη κονσόλα. Η Έλεν κάλπαζε ήδη. Σκεφτόταν μόνο πώς θα πετάξει την πορσελάνη από πάνω της.

*****

Εγγραφή στο Newsletter

Για να λαμβάνετε πρώτοι τα νέα στο Email σας