Φθινόπωρο 2019
Αρχική Σεμινάρια Σεμινάρια Θεσσαλονίκης (Μέσω zoom) Εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής Πεζογραφία: Πώς γίνεται η αρχή, Σοφία Νικολαΐδου Φθινόπωρο 2019
Φθινόπωρο 2019
Αντί προλόγου
Δοκιμές από το Τμήμα Πεζογραφίας «Πώς γίνεται η αρχή»
Χειμερινό εξάμηνο 2019
Στον κύκλο των σεμιναρίων Δημιουργικής Γραφής της Πεζογραφίας στον Ιανό εργαζόμαστε εργαστηριακά. Ο επίδοξος συγγραφέας που συμμετέχει στο Τμήμα των αρχαρίων παίρνει το βάφτισμα του πυρός. Δέχεται την πρώτη του κριτική και την πρώτη του επιμέλεια. Στις εβδομαδιαίες συναντήσεις μας, κάθε Πέμπτη στην αίθουσα των σεμιναρίων, συζητάμε για τα συγγραφικά εργαλεία και τους αφηγηματικούς τρόπους της κατασκευής των λογοτεχνικών κειμένων, τα μικρά μυστικά της τέχνης και της τεχνικής μας.
Και όχι, το ταλέντο δε διδάσκεται. Διδάσκεται όμως η τεχνική. Και η τεχνική προϋποθέτει άσκηση, δουλειά, επιμονή.
Τα κείμενα που ακολουθούν γράφτηκαν με την ευκαιρία των εβδομαδιαίων ασκήσεων της δυναμικής, ορεξάτης και πολυφωνικής ομάδας μας (το χειμερινό εξάμηνο του 2019). Όλα μαζί ανοίγουν την βεντάλια διαφορετικών συγγραφικών επιλογών και αναδεικνύουν τη συγγραφική ιδιοσυγκρασία των δημιουργών τους. Ίσως αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι των μαθημάτων: όσο διαφορετικοί και να είμαστε, όσο διαφορετικά και να γράφουμε, κάθε Πέμπτη στις 17.30 γινόμαστε ομάδα και συζητάμε με πάθος τα κείμενα.
Σοφία Νικολαΐδου
*****
Άβρα Αυδή
Ο χορός
(απόσπασμα από το αφήγημα «Η ιστορία που δεν γράφτηκε)
Σπουδαία εφεύρεση το μίξερ, αναλογιζόταν η Ηλέκτρα, ενώ χτυπούσε τα ασπράδια από τα αυγά για τη μαρέγκα. Να προλάβω να κάνω την τούρτα πριν ξυπνήσει το μωρό. Εδώ και δυο χρόνια που παντρεύτηκε, είχε την αίσθηση ότι ζούσε σε μία ταινία σε γρήγορη κίνηση. Την κυνηγούσε ο χρόνος και αυτή έτρεχε, έτρεχε. Έριξε τη μαρέγκα μέσα στο μείγμα της σοκολάτας και άρχισε να την ανακατεύει απαλά μην κόψει, όπως έλεγε η συνταγή. Αυτή νοικοκυρά; Ποτέ δεν το είχε φανταστεί. Αλλά μιας και ανέλαβε καθήκοντα, θα έβαζε τα δυνατά της να τα καταφέρει και σε αυτό. Έβαλε το μείγμα στο ψυγείο, για να κρυώσει. Μετά από δυο ώρες θα μπορούσε να στρώσει τα σαβουαγιάρ και να τα αλείψει με τη σοκολάτα. Αυτή την τούρτα έκανε κάθε χρόνο η μαμά της για τα γενέθλιά της. Μια σοκολατίνα για το πάρτι όπου καλούσε όλη την τάξη. Άλλοτε. Τώρα η μάνα της βάρυνε. Ειδικά από τότε που γεννήθηκε το παιδί, λες και αντιστράφηκαν οι ρόλοι. Κρεμάστηκε από πάνω της.
Καθάρισε τον πάγκο και άρχισε να ετοιμάζει την κρεατόσουπα για τη μικρή. Έβαλε το κρεατάκι να βράζει και άρχισε να κόβει τα λαχανικά. Πόσο θα ήθελε να κάνει ένα πάρτι. Είχε λαχταρήσει να χορέψει. Τον αγαπούσε πολύ τον χορό. Κάθε φορά που άκουγε μουσική, το σώμα της άρχιζε να κινείται από μόνο του. Σηκωνόταν και χόρευε. Την πλημύριζε η ορμή της ζωής. Ήταν σαν να ζούσε σε έναν άλλον κόσμο.
-Ας βάλω τουλάχιστον το ραδιόφωνο, για να το γιορτάσω. Σήμερα γίνομαι είκοσι χρονών.
«It's my life and I'll do what I want,
It's my mind and I'll think what I want ...»
- Animals! Λες και το είχα παραγγελία, φώναξε. Ανέβασε την ένταση στη διαπασών και άρχισε να χορεύει. Ούτε που άκουσε το άνοιγμα της εξώπορτας.
- Πρωί πρωί έστησες χορό, είπε η Αντιγόνη, μπαίνοντας στην κουζίνα.
Η Ηλέκτρα πετάχτηκε ξαφνιασμένη.
- Καλώς ήρθες! Δεν το πιστεύω.
-Λείπει ο Μάης απ΄τη Σαρακοστή; Χρόνια σου πολλά, κόρη μου. Να ζήσεις. Να σε χαιρόμαστε.
Η Ηλέκτρα πλησίασε την Αντιγόνη που στεκόταν στην πόρτα και την αγκάλιασε.
–Τι κάνεις; Είσαι καλύτερα; τη ρώτησε και κατέβασε την ένταση της μουσικής.
- Κάτσε να τα πούμε, κερνώ καφέ. Άμα μείνεις, θα φας και σοκολατίνα. Το απόγευμα θα είναι έτοιμη.
Κάθισαν αντικριστά στο τραπέζι. Η Αντιγόνη φαινόταν πολύ ταλαιπωρημένη. Χλωμή με έντονους μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια.
-Λοιπόν, σε βοήθησαν τα φάρμακα που σου έδωσε ο νευρολόγος;
Η Αντιγόνη έβγαλε από την τσέπη της ένα ορθογώνιο κουτί. Ήταν καλυμμένο με βελούδο, ξεθωριασμένο βυσσινί. Το άνοιξε με προσοχή και έβγαλε ένα άσπρο εργόχειρο διπλωμένο στα τέσσερα.
-Ένα δωράκι! Ασπροκέντι κοφτό από την προίκα μου. Σ΄αρέσει, μάτια μου;
Η Ηλέκτρα άπλωσε με προσοχή το εργόχειρο πάνω στο τραπέζι.
-Υπέροχο. Ευχαριστώ! Εσύ το κέντησες; Θα το στρώσω σήμερα στον μπουφέ. Έλα, τώρα, πες μου τι κάνεις με τον πονοκέφαλο;
-Τον παλεύω.
-Τα φάρμακα;
-Τα πέταξα.
-Δεν είναι δυνατόν. Γιατί;
-Με πείραξαν. Μου φέρνουν ζάλη. Δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου.
-Τι λέει ο γιατρός;
-Δεν ξαναπάω. Είπε να μου κάνουν θεραπεία. Κάπως το είπε, με ηλεκτρισμό. Για να φύγουν τα φαντάσματα που βλέπω, λέει.
Η Ηλέκτρα έμεινε για λίγο σιωπηλή. Ποια είναι η διάγνωση του γιατρού; Γιατί συνέστησε ηλεκτροσόκ; Τι πρέπει να κάνω; Πώς να τη βοηθήσω; Έριξε μια ματιά στην Αντιγόνη. Το πρόσωπό της είχε κοκκινίσει και μια σταγόνα ιδρώτα κυλούσε στο μέτωπο. Γέμισε ένα ποτήρι νερό από την κανάτα και της το έδωσε.
-Βλέπεις φαντάσματα;
-Έτσι τα είπε αυτός. Πού να καταλάβει, μάτια μου. Βλέπω αυτά που έζησα. Αυτά που με τυράννησαν. Στην υγειά σου, κόρη μου!
Ήπιε γουλιά γουλιά το νερό και κοίταξε προσεκτικά την Ηλέκτρα.
-Σαν να μου φαίνεται πως άρχισες να φουσκώνεις. Τι κάνει η μικρή; Την πεθύμησα.
-Ευτυχώς κοιμάται καλά τα τελευταία βράδια. Σε λίγο θα ξυπνήσει. Θα την δεις. Δυο λεπτά να αποτελειώσω τη σούπα της και να πιούμε τον καφέ, απάντησε η Ηλέκτρα.
Έπλυνε το καρότο, την πατάτα και το κολοκυθάκι που είχε κόψει σε μικρά κομματάκια και τα έριξε στην κατσαρόλα με το κρέας. Σέρβιρε τον καφέ στο παλιό πορσελάνινο σερβίτσιο με τις μωβ βιολέτες και κάθισε κοντά στην Αντιγόνη.
-Θέλεις να μου μιλήσεις για αυτά που βλέπεις;
-Άστο, κόρη μου. Θα περάσει κι αυτό.
-Πώς θα περάσει; Πέταξες τα φάρμακα. Παράτησες τον γιατρό. Μήπως πρέπει να το ξανασκεφτείς;
-Ξέρω εγώ. Θα πάω στο χωριό να προσκυνήσω τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Εικόνα θαυματουργή από το Άγιον Όρος.
-Πιστεύεις ότι με την προσευχή θα γίνεις καλά;
-Η προσευχή, κόρη μου, σκορπά όλα τα κακά. Με την προσευχή σωθήκαμε από τις νάρκες. Κάθε μέρα μας έστελναν οι ΜΑΥδες για νάρκες. Αν έκανες δήλωση, γλύτωνες. Μα πώς να κάνω δήλωση; Να απαρνηθώ τον άντρα μου; Όπως ο Πέτρος τον Κύριο ημών; Πήγαινα, λοιπόν, με την ψυχή στο στόμα. Αλλά προσεύχομουν: «Μέγα Αρχάγγελε Κυρίου Μιχαήλ, σκέπασέ με τα φτερά σου. Αμήν». Και μ’ άκουγε ο Αρχάγγελος, ο Μέγας Ταξιάρχης. Μια μέρα παραλίγο να χαθούμε. Είχα τον Γιωργή μαζί μου, ενός χρονού, και την Ευτυχία, την ξαδέλφη μου. Τη μέρα εκείνη πατούσε τα δεκαοκτώ. Πλάνταζε η Ευτυχία από τον καημό. Ο άντρα της την είχε παρατήσει νιόπαντρη για να βγει στο βουνό. Της έστριψε, λωλάθηκε, δεν ξέρω. Τη βλέπω ξάφνου να τραγουδάει και να χορεύει «Μήλο μου κόκκινο, ρόιδο βαμμένου, γιατί μι μάρανες τουν πικραμένου...». Χόρευε και πηδούσε μες το χωράφι με τις νάρκες. Αγριεύει ο άνθρωπος στα δύσκολα. Σου λέω, αγριεύει. Και τότε να σου ο Αρχάγγελος έρχεται και στέκεται δίπλα μου. Με το σπαθί στο χέρι να δείχνει στη δεξιά μεριά, εκεί που είν’ το ρέμα.
–Πάμε, Ευτυχία, της κάνω και την τραβώ παράμερα. Πάμε ταχιά στο ρέμα. Δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό και ΜΠΑΜ! σκάει μια νάρκη εκεί που χόρευε. Γι΄αυτό σου λέω. Ξέρω εγώ. Θα πάω μια βόλτα στο χωριό να πάρω αέρα. Σήμερα κιόλας, είπε η Αντιγόνη και σηκώθηκε.
-Δε θα μείνεις να δεις το μωρό;
-Την άλλη φορά. Θα ’ρθω να το ταχταρίσω. Σήμερα ήρθα για τις ευχές. Να ‘σαι καλά, κόρη μου, και να χορεύεις. Η ζωή είναι μικρή.
Λες να είχε δίκιο η Αντιγόνη και για τον Αρχάγγελο, σκέφτηκε η Ηλέκτρα, όταν μετά από χρόνια είδε το φίλμ «Φτερά του έρωτα» του Βιμ Βέντερς. Χαμογέλασε. Είχε, πάντως, μια σοφία αυτή η γυναίκα.
*****
Μαρία Δαλκαφούκη
Η παρέα
Δεν μπορούσε να φανταστεί κάτι που να συγκρίνεται με την αίσθηση του να γυρνά κανείς σπίτι του. Έτσι ένοιωσε στο μικρό ανθισμένο μπαλκόνι. Σαν να γύρισε στην γνώριμη θαλπωρή του σπιτιού της.
Επιτέλους μπόρεσε να μιλήσει σε κάποιον που εμπιστευόταν και να βγάλει από μέσα της την αγωνία και τους φόβους της. Ακούγοντας τη φωνή της η απειλή έμοιαζε μικρότερη. Το αισιόδοξο βλέμμα της φίλης της και η ξεκάθαρη ματιά της έβαλε τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση. Η κουβέντα τους δεν της έδωσε λύση, βοήθησε όμως.
Είχαν κανονίσει να περάσουν μαζί το σαββατοκύριακο στο εξοχικό της κοντά στην θάλασσα και, τώρα που το σκεφτόταν, το είχαν κάνει μαζί πολλά χρόνια πριν. Είχαν πάει μεγάλη παρέα, χειμώνα, την τελευταία χρονιά του Λυκείου. Είχε φωτογραφίες από εκείνη την εκδρομή. Κουκουλωμένοι με πολύχρωμα σκουφιά και γάντια να καπνίζουν και να γελούν γύρω από την φωτιά στην παραλία. Εκείνη ζευγάρι με τον Πάρη, τον ξάδελφο της Μυρτώς, πρωτοετή στο Οικονομικό, η κολλητή τους συμμαθήτρια, η Κοραλία, με τον δικό της αγαπημένο, τον Θωμά, ο αδελφός της, ο Κίμων, δυο χρόνια μικρότερος, η Μυρτώ και ο Νικηφόρος ο γιατρός, πρωτοετής της Ιατρικής, κολλητός του Πάρη. Μήνες τώρα πολιορκούσε στενά την Μυρτώ και είχε έρθει σχεδόν με το ζόρι στην εκδρομή. Ήταν η καλύτερη ευκαιρία του, όπως ήλπιζε, να την ξεμοναχιάσει. Τελικά όχι μόνο δεν το κατάφερε, αλλά έγινε και αφορμή σχολίων που φούντωναν όσο φούντωνε το κέφι τους. Μα γιατί δεν το θέλεις το παιδί, την κορόιδευαν ,θα γίνεις κυρία γιατρού, ξανθιά και κυρία γιατρού! Το όνειρο καθώς πρέπει κορασίδας! Πόσο πολύ είχαν γελάσει, πόσο πολύ!
Μετά από εκείνη την εκδρομή ήταν και λες κάποιος φώναξε τους ζυγούς λύσατε και όλοι έτρεξαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Η Κοραλία με τον Θωμά έφυγαν μαζί για σπουδές στην Αγγλία. Η Σταυρούλα στην Νότια Γαλλία κυνήγησε το όνειρο της να γίνει αρχιτέκτονας, αφήνοντας πίσω τον απαρηγόρητο Πάρη. Ο Κίμωνας είχε ακόμη δυο χρόνια να τελειώσει το Λύκειο και η Μυρτώ ξεκίνησε σπουδές στα Οικονομικά, σύμφωνα με την απαίτηση του πατέρα της. Έθαψε το όνειρο να γίνει αρχαιολόγος. Αν και στην ίδια πόλη με τους υπόλοιπους, η παρέα είχε χάσει την συνοχή της. Συναντιόταν δύο- δυο, τρεις -τρεις.
Πόσο ανέμελοι ήταν και πόσο δεν το ήξεραν τότε, σκεφτόταν.
Μόλις γύριζε σπίτι, θα έψαχνε για τις φωτογραφίες. Ήθελε να τις έχει μαζί της, έκπληξη για την Μυρτώ. Ανυπομονούσε να δει το βλέμμα της, μόλις τις έβλεπε.
*****
Εύη Γιαλαμά
Η σπηλιά
(απόσπασμα από μυθιστόρημα)
Πήρε να βραδιάζει. Ένα λεπτό στρώμα πάχνης άρχισε να καλύπτει το εκκλησάκι και τα πρόσωπα μας. Την επόμενη μέρα θα περνούσαμε από την άλλη μεριά του Ψηλορείτη. Ξαπλώσαμε μας πήρε λιγάκι ο ύπνος. Δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε άλλο οι κακομοίρηδες. Τον μικρό τον είχα δίπλα μου, με το τσουβάλι το κρέας. Με είχε πάρει ο ύπνος, τα βλέφαρα μου τα ένιωθα σαν βαρίδια. Κι ακούω ένα διαπεραστικό ήχο σαν σφύριγμα. Ένας καπετάνιος δεξιός, που είχε σκοτώσει την προηγούμενη μέρα στη νομαρχία πόσους τσαγκαράδες, ήτανε νεκρός. Του βαρέσανε μια και κάτω. Τώρα έπρεπε να κατέβουμε και να σπάσουμε τον κλοιό.
Στην ομάδα μας ήταν ένα παιδαρέλι, ομορφόπαιδο. Εκείνη τη μέρα φόραγε ένα ζευγάρι μπότες, μια καινούρια κιλότα και ένα πουκάμισο με τσέπες εξωτερικές σαν αυτά που φορούσαν οι αξιωματικοί. Δύναμη μηδέν.
«Περπάτα, ρε».
«Σταύρο, δεν μπορώ να περπατήσω».
«Δηλαδή; Τι θα πει δεν μπορείς να περπατήσεις; Και τι θα σε κάνουμε;» Ειδοποιώ μπροστά τον Γιάννη. Έρχεται το σήμα να τον σπρώχνουμε, να τον πηγαίνουμε μπροστά.
Πού και πού ακούγαμε κανένα πυροβολισμό στο ύψωμα . Κάποιοι από την ομάδα μου φοβήθηκαν. Θέλανε να γυρίσουν πίσω.
«Ακολουθάτε», τους είπε ο Γιάννης. «Ακολουθάτε γιατί θα έρθουνε το πρωί και θα σας βρούνε. Θα σας σφάξουνε».
«Πού πάμε; Ξέρεις πού πάμε;» τον ρωτήσαμε.
«Πρέπει να πάμε εκεί που έχει νερό. Στο ύψωμα στο βουνό στο κέντρο του Ρεθύμνου».
Ξημέρωσε. Οι πρώτες αχτίδες φώτισαν τις ελπίδες και την προσμονή μας. Φτάσαμε στο νερό. Έβγαλα τις παλιές κάλτσες, τις φορεμένες, για να τις πλύνω και να βάλω τις καθαρές. Και την ώρα που τις άπλωνα ακούω μια ριπή από οπλοπολυβόλο πάνω από τα πεύκα στο βουνό. Γάζωνε αυτό, γάζωνε κάργα. Όσοι ήτανε έτοιμοι, φύγανε. Εγώ ήμουνα ξυπόλητος. Πού να πάω; Κάθομαι και βάζω τις αρβύλες χωρίς κάλτσες. Παίρνω το όπλο. Τρέχω κατά κει. Ήτανε ένα λιόφυτο. Με βλέπουνε αυτοί. Αρχίζουν τις ριπές. Πέφτω κάτω. Σκέφτομαι θα κατέβω στο ποτάμι σιγά σιγά και θα πάω στο Ρέθυμνο. Εγώ τώρα στη μέση του λιόφυτου. Μόλις κούναγα λιγάκι με έβλεπε ο κερατάς. Άρχιζε τις ριπές. Έπαιρνα μερικές τούμπες και κατέβαινα.
Βλέπω δυο τρεις από δαύτους να ανεβαίνουνε. Κόβω αριστερά. Ήταν ένα μικρό δρομάκι. Στο δέτη από πάνω βλέπω μια σπηλιά, όχι πολύ βαθιά, με ένα κλαδί τραβηγμένο προς τα μέσα. Πού να πάω τώρα εγώ; Είμαι χαμένος. Λέω, δεν μπαίνω μέσα στην τρύπα; Βγάζω πρώτα το κλαδί το ξερό, μπαίνω μέσα, γυρίζω το όπλο με την κάνη προς τα έξω, τραβάω και το κλαδί. Σταύρο, κάτσε εδώ. Αν σε πάρουνε χαμπάρι θα σε σκοτώσουνε. Από πάνω η τρύπα τόσο δα χώμα είχε. Ζέστη, κακό, δίψα, χάλια. Εγώ μέσα στην τρύπα. Ω, ρε σεις!
«Μήπως τον είδατε έναν που πήγαινε κάτω; Πού στο διάβολο πήγε;»
Κι όλο πάνω μου ερχότανε ο κερατάς. Ευτυχώς που δεν έβηξα, θα με σκότωνε σαν το λαγό μέσα στην τρύπα. Πάει μεσημέρι. Ούτε φαγητό, ούτε νερό. Από την προηγούμενη μέρα. Σταματήσανε να με γυρεύουνε. Μια στιγμή βγάζω το κεφάλι μου έξω. Σαν να σουρούπωνε. Τίποτα. Αφού βλέπω ότι δεν περπατάει κανένας, ρίχνω μια στο ξύλο, το πετάω, δίνω μια στο όπλο, το καρφώνω μέσα στην σπηλιά.
Φτάνω στο ποτάμι. Οκτώ το βράδυ. Μοναχός. Για να δω τώρα, καπετάνιο. Τι θα κάνεις; Στα Χανιά δεν ξέρεις να πας. Λέω, θα πάρω τον δρόμο από το Ρέθυμνο προς το Ηράκλειο. Περπάταγα σε ένα μονοπάτι. Και σε ένα δέντρο κάνω έτσι και βλέπω μήλα. Κόβω τρία τέσσερα κιλά. Άγουρα, ξεάγουρα, την πείνα που είχα! Τα παίρνω στο χέρι και κατεβαίνω. Ώρα δώδεκα τα μεσάνυχτα. Λέω να κάτσω, να ξαπλώσω λιγάκι. Κουράστηκα.
Μόλις πήρε να χαράζει πετάχτηκα πάνω. Έφαγα κανά δυο άγουρα. Και παίρνω τον ανήφορο. Και να σου τώρα μια ιστορία. Ένας, να ’τανε δεν θα ‘τανε καμιά δεκαπέντε χρονών, κοντός, ασουλούπωτος, βοσκός.
«Πού πας;» με ρωτάει.
«Ψάχνω να βρω τον αδελφό μου, που είναι βοσκός».
«Μήπως είσαι μωρέ αντάρτης; Και μου λες πως γυρεύεις τον αδερφό σου;» Αυτός είχε δει που περάσανε από εκεί καμιά δεκαπενταριά με τα όπλα.
«Θα πάμε στη Μπισταΐ. Η αστυνομία θα μας ξεκαθαρίσει τι είσαι και τι δεν είσαι»
Στη Μπισταΐ για να πάω δεν γίνεται, σκέφτομαι. Πρέπει να κάνω άλλη δουλειά. Πηγαίνοντας για την κατηφόρα έχει μια χαράδρα γύρω στα 100 μέτρα βάθος. Του λέω:
«Άντε θα πάμε στη Μπισταΐ να δείς ότι λέω στην αλήθεια».
Εγώ τι σκοπό είχα; Θα τον βάλω από την αριστερή πλευρά και, την ώρα που θα φτάνουμε στη χαράδρα, θα του δώσω μια στο κεφάλι να πάει στο διάολο και αυτός και η Μπισταΐ του.
Κίνησα για το Γενί Γκαβέ. Έφτασα στη μέση του δρόμου. Παναθεμάτο. Βλέπω ότι κατέβαινε ένας αστυνομικός αξιωματικός.
«Ώχου» λέω, «καήκαμε».
Πάω δίπλα, ήτανε ένα περίπτερο. Παίρνω ένα πακέτο τσιγάρα.
«Εσύ ποιος είσαι και πού πάς;» μου λέει ο ψηλός.
«Είμαι χασάπης».
«Και τι γυρεύεις εδώ;»
«Έχω έναν συνέταιρο και έχουμε πάρει κάτι μοσχάρια. Και πήρα τα τσιγάρα για να σμίξουμε, να περπατάμε, να καπνίζουμε».
Αυτός έψαξε και βρήκε την ταυτότητα μου: Σταύρος Χ., λιμενεργάτης.
Μου έδεσε τα χέρια πίσω με το σκοινί, δεν είχε χειροπέδες.
«Έλα, θα πάμε στο Ηράκλειο να το ξεκαθαρίσουμε».
Με έβαλε στο λεωφορείο. Εκεί, στην πλατεία Δασκαλογιάννη, μέσα στο στενό αριστερά ήταν η Ασφάλεια. Ε, ρε ξύλο! Ξύλο από τον αστυνομικό! Να με τραβάει από τα μαλλιά, να προσπαθεί να με ρίξει κάτω, εγώ δεν έπεφτα. Και μια στιγμή, μου ρίχνει μια κλωτσιά πήρα την κουτρουβάλα στις σκάλες. Δεν περνάει ένα δεκάλεπτο και έρχεται ο σφαγέας ο Σαρράς. Ο χασάπης που έσφαζε τα βόδια.
«Πού ήσουνα μωρέ;»
«Πήγα να βρω δουλειά στον Ψηλορείτη».
«Δουλειά μωρέ με τους κομμουνιστές;’’
Κι είχε μια μπαστούνα κι άρχισε να με χτυπάει. Εμένα δεν με πειράζει το ξύλο που μου δίνει. Με πειράζει που είμαι δεμένος και δεν μπορώ να βάλω τα χέρια μου στο κεφάλι να μη με σκοτώσει. Με βαράει στην πλάτη, στα πόδια, στο κεφάλι όχι ακόμα. Και σπάει η μπαστούνα, μεγάλη, χοντρή. Παίρνει τη μισή και αρχίζει να με χτυπάει στα γόνατα. Λυγάνε τα γόνατα, πέφτω κάτω με τα μούτρα. Όσοι ήτανε κομμουνιστές μέσα στο πειθαρχείο, λέγανε:
«Αμάν ο κακομοίρης, πώς αντέχει;»
Τελικά με λύσανε. Έρχεται ένα κοντό αμαξάκι με την καρότσα. Λέω:
«Πού πάμε;»
«Στον στάβλο».
«Ωωχ!»
Πέρασαν δεκαεννιά χρόνια. Ήμουνα φύλακας στα γραφεία του κόμματος, στα ψαράδικα. Κατεβαίνω από τα γραφεία, να δω κανένα γνωστό. Βλέπω αυτόν που με έδερνε με τη μπαστούνα. Έχω ένα μαχαίρι στην τσέπη. Λέω μέσα μου:
«Τώρα να σου δείξω, ρε, πώς παλεύουνε τα παλικάρια;»
Οι ματιές μας αντάλλαξαν σπίθες. Τον προσπέρασα. Δεν τον άγγιξα. Είχαμε και ψευτοδημοκρατία τότε.
*****
Ζωή Καρφή
Ο Α.Ρ. στο λεωφορείο
“Άύριο λοιπόν, εεε... σας ευχαριστώ για την προτίμηση! ”Απομάκρυνε το κινητό από το αριστερό του αυτί και διαπίστωσε ότι η οθόνη ήταν καλυμμένη με σταγονίδια λιπαρού ιδρώτα και νεκρά κύτταρα. Ανησύχησε μήπως ο κύριος Ατζακιάν στην άλλη άκρη της γραμμής άλλαζε γνώμη ακούγοντας την φωνή του να κομπιάζει, γι' αυτό είχε προσπαθήσει να κρύψει τον ενθουσιασμό του. Δεν μπορούσε όμως να μείνει ακίνητος, τα πόδια του πήγαιναν μόνα τους, γλίστρησε χορευτικά στο λαμινέιτ τις κάλτσες του με τα αβοκάντο. Μετά, ξανάφερε στο νου του τι είχε πει. “Ευχαριστώ για την προτίμηση”. Γιατί το είπε αυτό; Εντελώς ανάρμοστο. Λες και μοίραζε δείγματα τυριού στο σούπερ-μάρκετ και έλεγε σε καθέναν που δοκίμαζε “σας ευχαριστούμε για την προτίμηση”. Ακούστηκε σαν το ηχογραφημένο μήνυμα της εταιρείας φυσικού αερίου “Βρίσκεστε σε γραμμή προτεραιότητας. Ευχαριστούμε που προτιμάτε την Energia για τις ενεργειακές σας ανάγκες”. Έλεγξε πολλές φορές ακόμη το τηλέφωνό του, μήπως είχε κι άλλη κλήση από τον Ατζακιάν - ευτυχώς όχι.
Όλη την υπόλοιπη ημέρα σκεφτόταν το γραφείο του, θα ήταν από ανοιχτό καφέ ξύλο ή εβένινο; Ή πλαστικό; Θα ήταν άνετη η καρέκλα του; Να μην ξεχάσει τα καθαριστικά μαντηλάκια του, προπαντός για να περάσει μια-δυο φορές το ποντίκι, το πληκτρολόγιο και, φυσικά, το τηλέφωνο που θα του δώσουν. Να καθαρίσει και να βάψει τα παππούτσια του. Να ετοιμάσει τι θα φορέσει αποβραδίς. Να φάει καλό πρωινό, αυγά καλύτερα. Ας τα βάλει να βράσουν, πέντε λεπτά, όχι παραπάνω, γιατί θα γίνουν γκρι. Το γκρι παντελόνι, γκρι κάλτσες και το ροζ πουκάμισο, όχι άλλο λευκό, ούτε άλλο μαύρο παντελόνι, γιατί σίγουρα θα σκεφτούν ότι ήρθε με τα ρούχα της χθεσινής μέρας. Να σιδερώσει το ροζ πουκάμισο. Να μην ξεχάσει το καλό του στυλό. Να κάνει μπάνιο. Να καθαρίσει τα αυτιά του. Βούρτισε τα δόντια του πολλή ώρα και χρησιμοποίησε μεσοδόντια βουρτσάκια. Κατάφερε να αποκοιμηθεί περασμένα μεσάνυχτα. Σύντομα ξαναξύπνησε επειδή είχε ξεσκεπαστεί και κατουριόταν.
Ξύπνησε ακριβώς πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι, ήπιε ένα ποτήρι νερό - είχε διαβάσει πως αποτελεί το πρώτο βήμα στην πρωινή ρουτίνα των επιτυχημένων ανθρώπων - έφαγε δύο αυγά, φόρεσε με προσοχή το γκρι παντελόνι και το ροζ πουκάμισο και βούρτσισε τα δόντια του. Ήταν έτοιμος την ιδανική ώρα για να αναχωρήσει, είχε είκοσι πέντε λεπτά στη διάθεσή του. Πήγε στη στάση του λεωφορείου και το λεωφορείο έφτασε μόλις δύο λεπτά αργότερα. Πολύ καλός οιωνός. Είχε πολλή καλή διάθεση. Ανέβηκε στο λεωφορείο, όπου βρήκε αμέσως άδεια θέση δίπλα στο παράθυρο. Κάθισε αναπαυτικά. Παρατήρησε τους ανθρώπους γύρω του. Αρκετοί είχαν ακουστικά στα αυτιά τους και χάζευαν έξω από τα παράθυρα, ενώ λίγοι διάβαζαν ή χάιδευαν τις οθόνες των κινητών τους. Όλοι τους είχαν το ίδιο βλέμμα, σαν να σκέφτονταν κάτι άλλο, πιο σημαντικό από την διαδρομή με το λεωφορείο. Σίγουρα θα πήγαιναν στις δουλειές τους, όπου θα είχαν σπουδαία πράγματα να κάνουν. Αναμφίβολα ήδη καταστρώνουν σχέδια και κάνουν υπολογισμούς, δεν αφήνουν λεπτό να περνάει χαμένο. Προφανώς ο χρόνος που περνούν στο λεωφορείο είναι ένα αναγκαίο κακό, κάτι που πρέπει να υπομείνουν ώσπου να φτάσουν στον προορισμό τους κι εκεί να διοχετεύσουν την ενέργεια και τον χρόνο τους σε ουσιώδη πράγματα. Συνειδητοποίησε πως, από σήμερα, έχει κι εκείνος μια σοβαρή δουλειά προς την οποία κατευθύνεται αυτή τη στιγμή. Συνεπώς έχει κι εκείνος κάθε δικαίωμα να παίρνει την ίδια έκφραση. Για να αυτοσυγκεντρωθεί και να αποκτήσει το βλέμμα του το κατάλληλο βάθος, αποφάσισε να διαβάζει από μέσα του κάθε επιγραφή, πινακίδα ή σύνθημα σε τοίχο περνούσε μπροστά από τα μάτια του:
567 ΡΟ 65
897 ΣΙ 89
Kilroy was here
786 NA 92
Ο οργασμός μας είναι κλειτοριδικός
ACAB
Doner – Kebab “Istanbul”
Συνεργείο FIAT
Parking 3e/ώρα - 10e/μέρα
Deloitte
Hombolt Security
MY DRESS IS NOT A YES
Σε κάποια στάση ανέβηκε μια γυναίκα καλυμμένη με μαύρο ύφασμα από το οποίο ξεχώριζαν μόνο τα μάτια της. Η γυναίκα κάθισε σε μια θέση δίπλα στην πόρτα. Κάποιος έβηξε και του φάνηκε πως όλοι, κάπως ανεπαίσθητα, κράτησαν πιο σφιχτά τις τσάντες τους και μπήκαν πιο βαθιά στα μπουφάν και τα παλτό τους, σαν να μπήκε ένα κρύο ρεύμα στον χώρο. Χρειάζομαι μια θέση, θα σηκωθείς; Η γυναίκα με τα μαύρα κάθισε, επειδή είναι έγκυος και έχει πρησμένα πόδια, και ζήτησε συγγνώμη. Η άλλη γυναίκα, αν δεν ήταν τόσο πολιτισμένη, δεν θα ντρεπόταν καθόλου να τη χτυπήσει εδώ, μπροστά σε όλους. Της ζήτησε να γυρίσει στην χώρα της. Ο Α.Ρ. δεν μπορούσε να καταλάβει ποια χώρα εννοούσε η γυναίκα και του φάνηκε πως όλοι κοιτούσαν αυτόν. Θα ήθελε να γίνει αόρατος ή να εξαφανιστεί. Κοίταξε τα παπούτσια του. Ντράπηκε που βρέθηκε στο ίδιο λεωφορείο με τη γυναίκα με τα μαύρα, επειδή ένιωσε πως η ντροπή που εκείνη ένιωθε ήταν σαν μια απροσδιόριστη, σχετικά δυσάρεστη, μυρωδιά που είχε διαχυθεί στον χώρο. Ίσως η γυναίκα στα αλήθεια να ανέδιδε μια ιδιαίτερη μυρωδιά, σαν λάδι που έχει καεί πολλές φορές, μπορεί όμως να ήταν ιδέα του. Κοίταξε γύρω του. Κανείς δεν τον κοιτούσε. Κάποιοι κρατούσαν ψηλά τα κινητά τους σαν να τραβούσαν βίντεο. Οι περισσότεροι ούτε που κοιτούσαν την γυναίκα. Υπέθεσε πως έτσι πρέπει να συμπεριφέρεται ένας σοβαρός άνθρωπος στον δρόμο για τη δουλειά του. Αναμφίβολα θα έχει αντιμετωπίσει και πρόκειται να αντιμετωπίσει σωρεία αντίστοιχων ή σοβαρότερων καταστάσεων και γνωρίζει πώς να αντιδρά σε καθεμιά, αλλά και να εξοικονομεί την ενέργειά του για εκείνες στις οποίες αξίζει να αντιδράσει. Ένας σοβαρός άνθρωπος δεν θα χαλάσει το πρωινό του για μια γυναίκα με περίεργα ρούχα και μια άλλη φωνακλού.
-“Κύριε, δεν ακούτε; Κάθεστε πάνω στο παλτό μου, σας το λέω τόση ώρα”
O A.Ρ τινάχτηκε σαν να τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Ζήτησε να παραμερίσουν για να σηκωθεί και, αφού ελίχθηκε ανάμεσα σε όρθιους επιβάτες, προχώρησε μηχανικά προς την γυναίκα με τα μαύρα. Στα μάτια της ζωγραφίστηκε η αγωνία. Η θυμωμένη γυναίκα απομακρύνθηκε. Ο Α.Ρ ένιωθε ασφάλεια που έβλεπε μόνο τα μάτια της. Έπειτα σκέφτηκε πόσο άνετο φαίνεται το ρούχο της και πόσο βολικό θα ήταν να φορούσε κι εκείνος κάτι αντίστοιχο. Δεν θα χρειαζόταν πια να ανησυχεί για το αν τα ρούχα του ταιριάζουν μεταξύ τους, αν αρέσουν, τι δηλώνουν για αυτόν, αν θέλουν σιδέρωμα. Συνειδητοποίησε πως είχε εκφράσει φωναχτά αυτή τη σκέψη του. Της μίλησε ακόμη για το πως έψαχνε δουλειά για έναν χρόνο, πως βρέθηκε στην πόλη, πως χτες πήγε στην τελευταία του συνέντευξη. Τα μάτια της γυναίκας του φάνηκαν πως χαμογέλασαν. Του είπε πως θέλει να κατεβεί.
Ο Α.Ρ κατέβηκε μαζί της στην επόμενη στάση. Η γυναίκα τον ευχαρίστησε μέσα από την καρδιά της. Βρισκόταν σε μια γειτονιά στην οποία δεν είχε ξαναβρεθεί. Κοίταξε το ρολόι του και είδε πως ήταν περασμένα είκοσι λεπτά από τις εννιά, ενώ βρισκόταν τουλάχιστον μισή ώρα μακριά από το γραφείο.
*****
Κωνσταντία Κοζανίτου
Ο Ζήσης
(απόσπασμα από μυθιστόρημα)
Η μάνα του ήταν ένας άγγελος στη γη. Δεν ρώτησε ποια ήμουν, από πού ερχόμουν, πού βρήκα το στάρι, τι δουλειά είχα κορίτσι πράμα να τριγυρνώ στους δρόμους μ΄ έναν άγνωστο κι ας ήταν και γιος της. Με ρώτησε αν πεινώ, αν κρυώνω, αν θέλω να πλυθώ. Απάντησα, δεν απάντησα, ούτε που θυμάμαι. Μου έμεινε ο τρόπος που αγκάλιασε το γιο της· το χαμόγελό της που ξεκινούσε απ’ τα μάτια κι απλωνόταν σ’ όλο το πρόσωπο σαν την ηλιαχτίδα που ξεπροβάλλει την αυγή και σβήνει τις σκιές, φανερώνει τον ορίζοντα, ζωγραφίζει τον κόσμο όλο. Έφαγα ψωμί κι ελιές, έπλυνα τα αίματα και ξάπλωσα σ’ ένα ντιβανάκι, που έστρωσε με μοσχομυριστά σεντόνια, να ξαποστάσω. Ξεράθηκα στον ύπνο ως το πρωί κι ούτε που κατάλαβα, σε ποιο κρεβάτι κοιμήθηκε ο Ζήσης, ούτε ενοχλήθηκα από τις κουβέντες τους ως αργά. Είχαν τόσα να πουν. Ξύπνησα από τη μυρωδιά του ρεβιθοκαφέ που ψηνόταν στη σόμπα. Τεντώθηκα. Τα μέλη μου δέχονταν τη γλυκιά μέθη του βάρους της βελέντζας. Άκουγα μουρμουρητά. Κάποιοι μιλούσαν και έπιασα το όνομά μου στα λόγια τους. Τότε θυμήθηκα πού ήμουν και πετάχτηκα.
-Τι ώρα είναι, ξημέρωσε;
-Τωωώρα; Καλημέρα Πολυνίκη, απάντησε ο Ζήσης.
Τον είδα να ρουφά τον καφέ του και να στρίβει ένα τσιγάρο. Δυο καρέκλες όλες κι όλες στην κάμαρα με την κουζίνα σε μιαν άκρη. Ένας νεροχύτης δηλαδή, μ’ ένα μουσλούκι με νερό. Το τραπέζι συμπλήρωνε την επίπλωση του δωματίου. Μια φωτογραφία γάμου στον τοίχο με τα στέφανα από κάτω τράβηξε το βλέμμα μου. Μα πού έβγαλαν τη νύχτα μάνα και γιος; Τότε είδα ένα μπόγο με μάλλινα στρωσίδια στη γωνία. Ζήτησα συγγνώμη που εξ αιτίας μου κοιμήθηκαν στο πάτωμα.
- Μην το σκέφτεσαι. Έλα, κορίτσι μου, να φας κατιτίς να καρδαμώσεις, είπε η κυρά Κατερίνα. Μου σέρβιρε ένα ποτήρι γάλα, πού να το βρήκε άραγε; Μου ‘φερε και μπομπότα. Ήταν ξερή και τη βούτηξα. Τέτοια παπάρα πεντανόστιμη δεν είχα ξαναφάει στη ζωή μου. Ο Ζήσης σηκώθηκε όρθιος για να μου δώσει τη θέση του. Πήγε στο παράθυρο και χάζευε έξω. Η μέρα φαινόταν ηλιόλουστη.
Φύγαμε αμέσως για τους μύλους Αλλατίνη. Το κτήριο ήταν τεράστιο με μια καμινάδα να δεσπόζει σε όλη την περιοχή, Ντεπώ, νομίζω ότι την ονόμασε ο Ζήσης. Όλα πήγαν καλά . «Στο παραπέντε βρήκαμε τα εκρηκτικά που έβαλαν οι Γερμανοί», είπε ο υπεύθυνος. Κάναμε μια βόλτα προς τη θάλασσα για να περάσει η ώρα κι ο Ζήσης μου μίλησε για τον εαυτό του. Είχε σπουδάσει δάσκαλος, αλλά ξέσπασε ο πόλεμος με τους Ιταλούς και κατατάχθηκε. Πολέμησε στην Αλβανία και μετά αντάρτης στα βουνά. Αρρώστησε βαριά η αδελφή του και εγκατέλειψε τους συντρόφους του, για να βοηθήσει τη μάνα του. Δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια όμως, οργάνωσε τους σαλταδόρους της πόλης. Με τα καλούδια που εξασφάλιζε επιβίωσε η οικογένεια. Ο πατέρας του, πρόσφυγας από τον Πόντο, δεν είχε επιστρέψει ποτέ από τα τάγματα εργασίας. Έναν πεθαμένο τον θρηνείς και ησυχάζεις. Τον αγνοούμενο όμως ελπίζεις πάντα ότι θα εμφανιστεί μια μέρα ζωντανός στην πόρτα σου.
-Ήταν στην ηλικία σου η αδελφή μου, Πολυνίκη. Τη χάσαμε γιατί δεν υπήρχαν φάρμακα και καλό φαγητό. Της μοιάζεις. Έχετε ίδια χρώματα, στα μαλλιά, στα μάτια.
Συμπάθησα ακόμη περισσότερο τον Ζήση. Ζήλεψα τα αισθήματα που φανέρωναν τα λόγια κι οι πράξεις του, το δέσιμο της οικογένειάς του. Δεν του είπα τίποτα για τους δικούς μου. Δεν ήθελα να μιλάω γι’ αυτούς. Με στενοχωρούσε η σκέψη τους και μόνο. Άσε που με απασχολούσε πια και η στιγμή της επιστροφής μου στο σπίτι, μετά από την εξαφάνισή μου για σχεδόν δύο μερόνυχτα. Επιπλέον έπρεπε να σκεφτώ και τη διαδρομή, να διασχίσω ολόκληρη την πόλη ξανά. Πώς θα τα κατάφερνα με το αλεύρι στα χέρια, που ήταν πολυτιμότερο κι από χρυσάφι;
Κι όμως όλα γίνονται. Βρέθηκε το γαϊδούρι του Πλάτωνα, γείτονα του Ζήση. Πώς επέζησε το ζωντανό ήταν ένα θαύμα, που μόνο ο ιδιοκτήτης του το ήξερε. Καμαρωτή λοιπόν έφτασα το ίδιο εκείνο βράδυ στην αυλόπορτα του σπιτιού μου. Ανένδοτος ο Ζήσης, με συνόδεψε ποδαράτος, γιατί έπρεπε να επιστρέψει το ζώο στο αφεντικό του. Δώσαμε τα χέρια με το καινούργιο φίλο μου, πριν ανοίξει η πόρτα και μας δουν. «Συχνάζω στα Λαδάδικα», σχημάτισαν τα χείλη του, πριν εξαφανιστεί.
Έγινε πανδαιμόνιο μετά. Ούτε ευχαριστώ, ούτε καν κουβέντα για το αλεύρι. Διηγήθηκα την πάσα αλήθεια, αλλά δεν με πίστεψαν. «Είσαι μυθομανής, τι έκανες όλη μέρα, πού γυρνούσες, ποιος είναι ο μορφονιός; Θα σε σπάσω στο ξύλο», με φοβέριξε η μάνα. Ονόματα δεν είπα, τη φοβήθηκα την Καλλιόπη, γιατί ήταν ανακατώστρα. Μπορεί να πήγαινε να έψαχνε Ζήση και Κατερίνα και να μ’ έκανε ρεζίλι. Η αδελφή μου δεν μίλησε, αλλά με το βλέμμα της σεκοντάριζε. Η ανάκριση συνεχίστηκε, έπεσαν χαστούκια. Και στο κρεβάτι νηστική επ’ αόριστον. «Περιορισμός κατ’ οίκον», βγήκε η απόφαση. Δεν με λύγισαν. Τα δέχτηκα όλα, θαρρείς και δεν ήμουν εγώ. Ξάπλωνα κι ονειρευόμουν ότι ήμουν στο συσσίτιο που είχε οργανώσει η εκκλησία. Έτρωγα φακές νερόβραστες με υποψία ελαίου ή μάλλον πετρελαίου. Η σκέψη του Ζήση με συντρόφευε, το χέρι του κρατούσε το δικό μου· τα μάτια του χάιδευαν το πρόσωπό μου. Κοιμήθηκα σαν πουλάκι.
*****
Νίκος Λαπαρίδης
«Κι εγώ»
Τα πράσινα φωτάκια του αεροδρομίου αχνοφαίνονταν μέσα στην πρωινή κυριακάτικη ομίχλη. Μεγάλωναν και ο κοινός χρόνος τελείωνε. Δεν ανυπομονούσε καθόλου να συμβεί αυτό, ωστόσο κάτι τον έκανε να θέλει να πατήσει το γκάζι βαθιά.
Επιτάχυνε. Ίσως ήταν μια ψευδαίσθηση ελέγχου πάνω στην ανεξέλεγκτη πορεία τους. Ή μια επίσπευση της επίπονης διαδικασίας. Ένα τσιρότο που καλύτερα να το τραβήξεις γρήγορα. Και ας ξέρεις ότι η πληγή περιμένει από κάτω ολάνοιχτη.
Εκείνη προσπαθούσε να κερδίσει κι άλλη σιωπή. Να το χαρεί λίγο ακόμα. Όπως οι τελευταίοι κόκκοι άμμου στη διάφανη τσουλήθρα της κλεψύδρας. Της άρεσε που κοντά του ανακάλυπτε διαφορετικά είδη σιωπής. Δε φανταζόταν ότι υπήρχαν τόσα πολλά. Θυμήθηκε πως λίγες ώρες πριν είχαν αποκοιμηθεί γυμνοί, αντικριστά, μπλεγμένοι αγκαλιά, σε θέση καθιστή ακουμπώντας στο κεφαλάρι του κρεβατιού. Ένα γλυκό μούδιασμα είχε εγκατασταθεί για καλά μέσα της. Ο ύπνος τούς πρόλαβε αγκαλιά, πριν ο ιδρώτας στεγνώσει.
Κάθε τόσο τον άγγιζε απαλά και τον χάιδευε στο λαιμό. Μόνο αυτό μπορούσε να κάνει εκείνη τη στιγμή.
«Τέταρτη και μετά πέμπτη».
Εκείνη, χωρίς να χάσει χρόνο, έπιασε με το αριστερό το λεβιέ και άλλαξε τις ταχύτητες. Ήταν ακόμη ένα επικίνδυνο παιχνίδι από αυτά που τους άρεσε να παίζουν. Να οδηγούν μαζί. Αυτός τα πεντάλ εκείνη δίπλα συνοδηγός, ταχύτητες και τιμόνι. Τότε ήταν σειρά του να κλείσει τα μάτια και να την χαϊδέψει στο λαιμό και τα μαλλιά.
Δεν ήθελε να την αποχαιρετήσει. Χωρίς εκείνη ένοιωθε στεγνός. Μια φέτα ψωμί, ξερό. Εκείνη βούτυρο. Ζεστό. Έλιωνε πάνω του, δίνοντας ανθρώπινη γεύση στο μεταλλικό κόσμο του.
Τους μονολόγους σίγασε ο χτύπος του τηλεφώνου. Δε χρειάστηκε να την κοιτάξει, γιατί ήξερε. Ξαναέπιασε το τιμόνι κι εκείνη απομάκρυνε το χέρι της από το λεβιέ. Έγειρε λίγο δεξιά κοιτώντας χαμηλά προς το παράθυρο.
«Καλημέρα, να τώρα στο ταξί. Σε λίγο φτάνω».
(…)
«Δεν το άκουσα, με πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω».
(…)
«Πάλι καλά, εδώ κρύο και ομίχλη».
(…)
«Έτσι ελπίζω κι εγώ».
(…)
«Ο μικρός;»
(…)
«Δύο κουταλιές. Και ανακάτεψέ το καλά. Είναι στο μεσαίο ντουλάπι».
(…)
«Δεν πειράζει, θα τα πλύνω όταν έρθω».
(…)
«Τσέκαρε την ώρα στην εφαρμογή και ξεκίνα έγκαιρα».
(…)
«Τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Από κοντά».
(…)
«Κι εγώ».
Όσο απέφευγαν τις λέξεις, ήταν καλά. Αλλά να που οι δύο τελευταίες ήταν μικρές και σφήνωσαν μέσα του. Αγκαθάκια μικρά. Είχε εκπαιδεύσει τον εαυτό του να τα βγάζει και μετά να κάνει υπομονή να επουλωθούν οι γρατζουνιές. Αλλά γινόταν ολοένα και πιο δύσκολο.
Άφησε το κινητό της να πέσει στην τσάντα. Ένα ξεφύσημα, να χαλαρώσει το σφίξιμο στο στήθος. Η ομίχλη πύκνωνε γύρω τους. Φόρεσε τα μαύρα γυαλιά και σήκωσε λίγο το γιακά απ’ το παλτό της. Η υγρασία αγκάλιαζε με τα χέρια της το τζάμι κι έψαχνε χαραμάδες για να τρυπώσει μέσα.
Άφιξη. Στις Αναχωρήσεις. Το φιλί σύντομο. Η αγκαλιά σχεδόν τυπική. Ήξεραν να προσέχουν. Μόνο ένα έμπειρο μάτι θα καταλάβαινε τι συνέδεε τη γυναίκα με τα μαύρα γυαλιά και το σηκωμένο γιακά και τον άντρα με το σκούφο που την ακολουθούσε διακριτικά. Την περίμενε να περάσει τον έλεγχο ασφαλείας. Έβγαλε τα γυαλιά και το σκούφο της. Τον μαγνήτιζε ακόμα και από μακριά. Πόσο θα ήθελε μια ακόμα αγκαλιά.
«Κυρία, κυρία! Μαμά! Μαμά! Η καινούρια κυρία της γυμναστικής!», φώναξαν δυο κοριτσάκια παραδίπλα κι έτρεξαν στην αγκαλιά της.
Ένοιωσε ένα ρίγος να διαπερνάει τα κόκκαλά του. Έφυγε από τη σάλα των αναχωρήσεων. Ήξερε ότι δεν είχε δικαίωμα να νοιώθει έτσι. Η ετυμηγορία στο δικαστήριο της συνείδησης ήταν ξεκάθαρη. Ένοχοι και οι δυο. Αμάρτημα βιβλικό και διαχρονικά ασυγχώρητο. Στα βάθη των κοινωνιών και των αιώνων.
Λίγο πριν βγει από το αεροδρόμιο κοντοστάθηκε έξω από το ζαχαροπλαστείο με τα τσουρέκια και τα γλυκά. Μυρωδιά από σοκολάτα και βούτυρο. Ζήτησε δυο κρουασάν. Ήταν ακόμα ζεστά, τους ζήτησε να τα τυλίξουν μαζί, στο ίδιο χαρτί. Και μια σπανακόπιτα. Ήταν η αγαπημένη της. «Σπα-να-κό-πι-τα» έλεγε με ενθουσιασμό, όταν τη ρωτούσε τι λιχουδιά ήθελε να της φέρει για πρωινό. Ήταν κι αυτό μια παρηγοριά. Την σκέφτηκε να τον κοιτάει στα μάτια χαμογελώντας, με ευγνωμοσύνη παιδική. Η υγρασία είχε καταφέρει να διεισδύσει όχι μόνο στο αυτοκίνητο αλλά και στα μάτια του.
«Δε θα το πιστέψεις», ήταν το πρώτο που άκουσε σηκώνοντας το τηλέφωνο ενώ οδηγούσε.
«Λόγω ομίχλης;»
(…)
«Και η ανταπόκριση;»
(…)
«Ξημερώματα; Ναι, μπορώ».
«Ξέρω κι εσύ δε θα το πιστέψεις αλλά το πρωινό σου σε περιμένει εδώ και λίγη ώρα..»
Έκανε αναστροφή.
Τα πράσινα φωτάκια του αεροδρομίου αχνοφαίνονταν μέσα στην πρωινή κυριακάτικη ομίχλη. Μεγάλωναν και ο χρόνος που απέμενε για να τη ξαναγκαλιάσει λιγόστευε. Κάτι τον έκανε να θέλει να πατήσει το γκάζι βαθιά.
Άφιξη. Στις Αναχωρήσεις. Για μια άφιξη.
Μπήκαν αγκαλιασμένοι στο σπίτι. Κατευθύνθηκαν προς την κουζίνα. Το νερό έβρασε γρήγορα. Άνοιξε το μεσαίο ντουλάπι κι έβγαλε τον καφέ και το κακάο. Θα έβαζε μια κουταλιά και όχι δυο. Μια μικρή στοίβα άπλυτα στο νεροχύτη. Είχε χάσει το στοίχημα και θα τα έπλενε εκείνη. Ο μικρός δεν είχε ξυπνήσει ακόμα. Του άρεσε τις Κυριακές να πηγαίνει στο δωμάτιο του και να τον σηκώνει από το κρεβάτι με παιχνίδια. Πόσο μάλλον αν του έλεγε ότι είχε το αγαπημένο του κρουασάν με σοκολάτα. Ζήλεψε και είχε πάρει και ένα για τον ίδιο. Η μαμά όπως πάντα σπανακόπιτα.
Ήταν ένα ακόμα παιχνίδι που τους άρεσε να παίζουν. Πραγματικό ρεσιτάλ. Σήμερα ειδικά. Που έκλειναν δέκα χρόνια μαζί.
*****
Θάνος Μολούδης
Υστερόγραφο φόνου
(απόσπασμα από μυθιστόρημα)
Όταν ήμουν μικρή, ο αδερφός μου με κλείδωσε στο υπόγειο. Μέχρι να επιστρέψουν οι γονείς μας, είχα γρατζουνίσει τους τοίχους, είχα αναποδογυρίσει τα έπιπλα κι είχα τσιρίξει τόσο που από θαύμα δεν έχασα τη φωνή μου. Έχουν περάσει χρόνια από τότε. Δεν μένω πια στο πατρικό μου σπίτι. Κι όμως, κάθε φορά που κατεβαίνω στην αποθήκη του βιβλιοπωλείου, ζω από την αρχή εκείνη τη μέρα. Οι τοίχοι στενεύουν γύρω μου. Το ταβάνι υποχωρεί και τα πόδια μου βυθίζονται στο πάτωμα σαν σε κινούμενη άμμο. Τότε, φέρνω στο νου τη μελωδία που τραγουδούσε η μητέρα μου, όταν φοβόμουν. Και ξέρω ότι, αν συνεχίσω να παλεύω, στο τέλος θα νικήσω τους δαίμονες.
Παίρνω βαθιές ανάσες και κατεβαίνω τα φθαρμένα σκαλοπάτια. Όπως κάθε Παρασκευή, βλέπω τις κούτες με τα εβδομαδιαία εμπορεύματα: ποίηση, λογοτεχνία, βιογραφίες, δοκίμια, ολόκληροι τόμοι αρχιτεκτονικής, φωτογραφίας, μόδας. Η δουλειά μου είναι να ξεχωρίσω τα αντίτυπα και να τακτοποιήσω τα βιβλία στα ράφια, δίπλα στα πλαστικά καρτελάκια με τα γράμματα της αλφαβήτου. Μια και είμαι η μόνη υπάλληλος, δεν προλαβαίνω να πηγαίνω πάνω-κάτω οργανώνοντας τα ράφια κι εξυπηρετώντας διάφορους πελάτες. Ευτυχώς σε όλες τις κούτες αναγράφεται το όνομα του συγγραφέα, ο τίτλος του βιβλίου κι ο αριθμός των αντιτύπων.
Σήμερα, ωστόσο, σε μία από τις κούτες καμία πληροφορία δεν αναγράφεται. Σε μέγεθος δεν ξεπερνάει ένα κουτί για παπούτσια, ενώ απ’ το βάρος της υποψιάζομαι ότι περιέχει μόνο ένα βιβλίο. Μοιάζει παράταιρη, σαν να βρέθηκε από λάθος εδώ μέσα. Την παίρνω μαζί μου στο ισόγειο και την αφήνω στο γραφείο της υποδοχής.
«Τι είναι αυτό;» ρωτάει αδιάφορα η Νόρα, χωρίς να πάρει τα μάτια της από τον υπολογιστή. Φοράει ένα μπορντό πουλόβερ με κεντημένα πλατανόφυλλα, ένα σωρό βραχιόλια, δαχτυλίδια και βαριά κολιέ με χάντρες. Τα σγουρά γκριζαρισμένα κόκκινα μαλλιά της είναι μονίμως φουσκωμένα σαν του Τρελοκαπελά από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων.
«Δεν ξέρω, κυρία Ουάιτ. Το βρήκα κάτω μαζί με τα υπόλοιπα, αλλά δεν έχει κάτι γραμμένο επάνω του. Παράξενο δεν είναι;»
Η Νόρα κατεβάζει στη μύτη τα τετράγωνα γυαλιά της. «Πράγματι. Είναι πολύ παράξενο. Προφανώς δεν προορίζεται για τους πελάτες. Θα πρέπει να το κατεβάσεις πάλι κάτω. Εκτός κι αν…» Ψηλαφίζει με τα άλικα νύχια της την επιφάνεια της κούτας. «Εκτός κι αν ανήκει στον κύριο Ρόμπινσον. Ναι, ναι, τώρα που το σκέφτομαι, μού είχε πει ότι περίμενε ένα αυστηρά προσωπικό δέμα».
«Μα, αν ήταν δικό του, οι μεταφορείς θα το πήγαιναν κατευθείαν στο γραφείο του. Δεν ήταν ανάγκη να μπερδευτεί με τα εμπορεύματα».
«Αλεξάντρα». Μια βλοσυρή ματιά της Νόρας είναι αρκετή για να σωπάσω. «Κάνε τη δουλειά σου και μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις».
«Μάλιστα, κυρία Ουάιτ».
Παίρνω το σπουδαίο εύρημα κι αποχωρώ. Δεν ανεβαίνω τη σκάλα προς το γραφείο του αφεντικού. Στρίβω αριστερά, με κατεύθυνση τη δυτική πτέρυγα. Τραπέζια ανάγνωσης με πράσινα φωτιστικά εκτείνονται ως τα αψιδωτά παράθυρα. Συνήθως είναι γεμάτα φοιτητές που μελετούν τις εργασίες τους. Σήμερα όμως δεν υπάρχει κανείς και μόνο το κορνάρισμα των αυτοκινήτων ταράζει τη γαλήνια σιωπή.
Κάθομαι σε ένα περβάζι, πίσω από τέσσερις διαγώνιες ραφιέρες. Ο πατέρας μου λέει ότι ένα από τα ελαττώματα που κληρονόμησα από τη μητέρα είναι η περιέργεια. Και δεν τον αδικώ. Όσο περισσότερο κοιτάζω το πακέτο, τόσο διψώ να ανακαλύψω τα μυστικά του. Το ακούω να με καλεί, με τη μειλίχια φωνή μιας σειρήνας. Άνοιξε με…
Το κουδουνάκι της εξώπορτας ηχεί σαν προειδοποίηση. Καινούριος πελάτης. Ας τον εξυπηρετήσει η Νόρα. Κρατώ το δέμα στα γόνατα και σκίζω με τα νύχια την κολλητική ταινία. Το εξώφυλλο, τυπωμένο σε σέπια, θυμίζει στιγμιότυπο ταινίας τρόμου. Μπροστά, μια κοριτσίστικη κούκλα αφημένη σε μια κούνια. Πίσω, ένα αγροτόσπιτο με στάβλο και μύλο.
Τζέιμς Γουόλτ
Οι φόνοι του Λόνγκ Τάουν
Ο συγγραφέας μου είναι άγνωστος. Ο τίτλος του, όμως, μού κινεί το ενδιαφέρον. Κάποιος έγραψε ένα μυθιστόρημα με φόντο τη γραφική, επαρχιακή μας πόλη. Ανοίγω αμέσως την πρώτη σελίδα.
Στην Μάργκαρετ,
που ήταν όμορφη ακόμα και νεκρή.
*****
Κωνσταντίνος Μπατσιόλας
Συθέμελα
Μόλις είχε βγει στη σύνταξη. Δεν ήξερε τι να κάνει με τον χρόνο του. Η μέρα τού φαινόταν ότι είχε επιμηκυνθεί ανυπόφορα. Μια ζωή στο γιαπί, η μέρα του φαινόταν μικρή. Μόνη ανάπαυλα, το μεσημεριανό φαγητό και μετά ο ύπνος τις βροχερές ημέρες. Τις αγαπούσε εκείνες τις ημέρες που άνοιγαν οι ουρανοί, γιατί μπορούσε να καθίσει στο σπίτι να παίξει με τα παιδιά του ή, αργότερα, να πάει στο καφενείο για τάβλι και ουζάκι.
Όταν βγήκε στη σύνταξη, ξύπνησε ένα πρωί και δεν έπρεπε να πάει στη δουλειά. Και μετά ξύπνησε και το επόμενο πρωί και δεν τον περίμενε το φτυάρι και το μυστρί. Και μετά, το μεθεπόμενο πρωί, ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει. Τότε άρχισε να αισθάνεται ότι κάθε μέρα διαρκούσε όσο ένας αιώνας. Προσπάθησε να βάλει σε μια νέα τάξη τη ζωή του. Στις έξι το πρωί πάντα στο πόδι – όπως μια ζωή από τα δώδεκά του – πήγαινε έπαιρνε το ζεστό ψωμί από τον φούρνο της γειτονιάς. Ετοίμαζε το πρωινό για την κυρά του και, καμιά φορά, για τα εγγόνια του. Μετά στις δέκα περίπου έκανε την πρώτη βόλτα στο καφενείο. Έπινε τον δεύτερο ελληνικό καφέ – τον πρώτο πάντα τον έπινε με την κυρά Νίτσα στο σπίτι. Μέχρι τις δώδεκα επέστρεφε ξανά στο σπίτι, για να κάνει τα ψώνια, με βάση τη λίστα που θα του ετοίμαζε η κυρά Νίτσα. Έτσι, γύρω στις δωδεκάμιση με μία παρά τέταρτο - τις καθημερινές και όχι τα Σαββατοκύριακα, γιατί αυτά είχαν άλλη ιεροτελεστεία –παρέδιδε τις σακούλες με τα ψώνια. Αυτά επαναλαμβάνονταν κάθε μέρα. Μία φορά τον μήνα απέκλινε από το πρόγραμμα, πήγαινε στο ταχυδρομείο να εισπράξει τη σύνταξη και να πληρώσει τους λογαριασμούς.
Λίγο πριν τη μία κάθε μεσημέρι και περίπου μέχρι τις δύο, διέσχιζε τον δρόμο με κατεύθυνση το πατρικό μου. Ο συνταξιούχος πατέρας μου είχε ένα συνεργείο-καφενείο. Συγκεντρώνονταν συνταξιούχοι και αργόσχολοι που σχολίαζαν την επικαιρότητα, σπανίως την πολιτική, κυρίως την αθλητική. Όλοι τους αγωνιούσαν για την απόδση της ερασιτεχνικής ομάδας του χωριού, καθώς οι περισσότεροι ήταν «παλαιοί ποδοσφαιρισταί», όπως συνήθιζαν να λένε.
Ο κυρ-Μάκης καθόνταν στην άσπρη πλαστική καρέκλα την οποία την κάθε φορά έστρεφε έτσι, ώστε να κοιτάει το σπίτι του απέναντι.
Καμιά φορά, ο αρχικός καφές της παρέας μετατρεπόταν τις μεσημεριανές ώρες σε τσιπουροκατάνυξη. Πάντα απροσχεδίαστα κάποιος έφερνε το τσίπουρο, κάποιος πεταγόταν στο σπίτι του κι έβαζε μια τηγανιά πατάτες, κάποιος άλλος έκοβε δυο τρεις ντομάτες από τον μπαχτσέ. Άλλες φορές το γεύμα περιελάμβανε μύδια ή καβούρια ή γαύρο. Άλλες φορές σκέτο κασέρι, σαλάμι, αγγούρι και ούζο.
Ο κυρ-Μάκης το λαύτρευε το τσίπουρο· χωρίς γλυκάνισο. Κι όταν έπινε το δεύτερο ποτηράκι λυνόταν η γλώσσα του και γινόταν ένας γλαφυρός αφηγητής – ίσως θα ήταν ο τύπος που κάθε λαογράφος ή κοινωνικός ανθρωπολόγος ονειρεύεται ότι θα συναντήσει στην επιτόπια έρευνα.
Μου ‘λεγε μια μέρα. «Τα βλέπεις τα σπίτια του χωριού; Όλα εγώ τα έχτισα. Όλα! Και θυμάμαι για κάθε σπίτι ποια χρονιά και ποιο μήνα το ‘φτιαξα!»
«Έλα κυρ-Μάκη, Υπερβάλεις! Το χωριό είναι μεγάλο. Δεν μπορεί να τα έχτισες όλα εσύ! Άλλα μαστόρια δεν είχε στο χωριό;»
«Ε καλά! Δεν τα έχτισα κι όλα! Τα μισά, ας πούμε!»
Τον κοίταξα με δυσπιστία.
«Ε! Καλά μπορεί και λιγότερα από τα μισά! Τι να σου πω, παιδι μου, εξήντα χρόνια έχτιζα. Από δέκα χρονών».
«Γιατί, κυρ-Μάκη, νομίζω ότι πήγες στο σχολείο;»
«Ε! Πήγα! Αλλά πήγα μέχρι τα δέκα».
«Κυρ-Μάκη είσαι αρκετά διαβασμένος για να πήγες μέχρι τα δέκα χρονών μόνο!»
«Ναι, παδί μου! Ήθελα να πάω σχολείο! Ήθελα! Αλλά δεν μ’ έστειλε!» ἐκανε παύση. Ήπιε μια αργή γουλιά τσίπουρο, σχεδόν με ιερατική μεγαλοπρέπεια. Πήρε ένα τσιγάρο από το πακέτο που είχα αφημένο στο πρόχειρο τραπεζάκι και με σχεδόν βουρκωμένα μάτια μου είπε:
«Θα σου πω, αλλά με μια συμφωνία. Δεν θα πεις στην κυρά-Νίτσα ότι κάπνισα πάλι τσιγάρο».
Δεν ήθελα να του το χαλάσω. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια και ξεκίνησε.
«Είχα τελειώσει την Δ΄ δημοτικού. Δύσκολα χρόνια. Φτώχεια! Φτώχεια; Φτώχεια καταραμένη! Χαρά που είχα όταν τέλειωσε το σχολείο και ήρθε το καλοκαίρι. Το πρωί δουλειά, το απόγευμα παιχνίδι. Αλλά που να ‘ξέρα! Μια βδομάδα το χάρηκα σαν παιδί. Δευτέρα ήταν, Ιούνης μήνας. Στις έξι το πρωί με ξυπνάει ο πατέρας μου, ο μπαρμπα-Αντώνης. Σκληρός άνθρωπος, δυο τρεις πολέμους έφαγε. Με παίρνει μαζί του στο γιαπί. Δουλειά μέχρι το βράδυ. Δεν με λυπήθηκε ούτε το μεσημέρι. Λίγες ελιές με ντομάτα και ξερόψωμο. Ούτε τη δεύτερη μέρα μίλησα. Την τρίτη μέρα το μεσημέρι πήγα να του κλαυτώ ότι θέλω να πάω στο σπίτι, γιατί με πονούσε η κοιλιά. Μου έριξε ένα χαστούκι και με ύφος άγριο με ρώτησε αν είμαι κομμουνιστής. Εγώ του είπα ότι δεν είμαι, γιατί ήξερα ότι οι κομμμουνιστές ήταν κάτι κακό. Συνεχισα έτσι χωρίς σταματημό να δουλεύω όλο το καλοκαίρι, με όλο και μεγαλύτερο ζήλο. Δεν ήθελα να νομίζει ο μπαμπάς μου ότι είμαι κομμουνιστής, γιατί οι κομμουνιστές είναι τεμπέληδες. Σηκώσαμε δύο σπίτια, έναν τον Ιούλη κι έναν τον Αύγουστο. Ο Σεπτέμβρης πλησίαζε κι εγώ περίμενα πως και πώς να γυρίσω στο σχολείο. Όχι για να φύγω από τη δουλειά. Τη δουλειά δεν την φοβόμουν, αντίθετα η δουλειά θα έπρεπε να φοβάται εμένα, που δέκα χρονών παιδάκι ξυπόλητο – δεν είχα τότε παπούτσια για το γιαπί - κουβαλούσα τούβλα και μαστορικά εργαλεία. Μάθαινα να καρφώνω και καρφιά. Ήθελα να πάω στο σχολείο, γιατί μ’ άρεζε να διαβάζω και να λύνω προβλήματα στην αριθμητική. Ένα πρωί, μόλις είχε μπει ο Σεπτέμβρης, με ξύπνησε ο πατέρας μου και μου είπε να βιαστώ, γιατί θα πάμε στο σχολείο. Ἐβαλα το καλό μου το σορτσάκι και έψαχνα στο μπαούλο να βρω και το μπλουζάκι με τις ρίγες. Έρχεται η μάνα μου με πιάνει από το αυτί, με κατσαδιάζει που ανακάτευα τα σιδερωμένα ρούχα και μου δίνει το σορτσάκι κα το μπλουζάκι που φορούσα στο γιαπί. Δεν καταλάβαινα. Βγήκαμε στον δρόμο κι αντί να πάμε κατά πάνω που ήταν το σχολείο πήγαμε κατά κάτω. Εγώ στη διαδρομή ρώτησα τον πατέρα μου αν με πάει στο σχολείο για να με γράψει, γιατί ήταν νωρίς για να ξεκινήσουν τα μαθήματα. Απάντηση δεν πήρα. Τότε οι πατεράδες δεν έλεγαν πολλά. Και τα παιδιά έβλεπαν και άκουγαν μόνο. Δεν πήγαμε στο σχολείο για να γραφτώ. Πήγαμε στο σχολείο για να το χτίσουμε! Ο πατέρας μου μαζί με άλλα δύο συνεργεία από το χωριό είχαν καταφέρει να πάρουν το έργο. Θα χτίζαμε το σχολείο. Εκείνο το πρωί, όταν αντίκρισα το μεγάλο σκάψιμο όπου θα ρίχναμε τα θεμέλια για το καινούργιο σχολείο…»
Έκανε παύση. Δάκρυσε. Ήπιε τσίπουρο. Άναψε απανωτά τσιγάρο. Ήπιε ξανά πιο νευρικά.
«Εκείνο το πρωί καλύτερα να πέθαινα. Καλύτερα να έπεφτα μέσα στα θεμέλια να με παραχώσει το τσιμέντο. Έφυγα τρέχοντας για το σπίτι. Πήγα στον μπάγκο με τα γλυκά. Πήρα ένα μικρό βαζάκι που είχε γλυκό σύκο. Πήρα κι ένα μολύβι κι έκοψα ένα χαρτάκι από το τεφτέρι του πατέρα μου. Πήγα κρύφτηκα στο κοτέτσι. Άκουγα τις φωνες της μάνας μου, του πατέρα μου, της θείας μου, που μ’ έψαχναν. Δεν έφαγα το σύκο. Το πέταξα. Καθάρισα με λίγο χώμα τα σιρόπια. Έγραψα τη λέξη “όνειρα” πάνω στο χαρτάκι και το έκλεισα μέσα στο βαζάκι. Έφυγα τρέχοντας να προλάβω, πριν αρχίσουν να ρίχνουν τα τσιμέντα στα θεμέλια. Βγήκα από την πίσω πλευρά της αυλής και δεν με είδαν που μ’ έψαχναν. Πρόλαβα. Πέταξα το μπουκαλάκι με το χαρτί τη στιγμή που ο εργάτης με την μπετονιέρα άρχιζε να ρίχνει το τσιμέντο στα θεμέλια του νέου σχολείου. Εκεί, κάτω από το τσιμέντο, μέσα στα θεμέλια του καινούργιου σχολείου του χωριού θάφτηκε το βαζάκι με το χαρτάκι. Αφού με ξυλοφόρτωσε για τα καλά ο πατέρας μου, την άλλη μέρα πήγα κανονικά για δουλειά, μέχρι που βγήκα στη σύνταξη».
«Στην υγειά μας, κυρ-Μάκη».
*****
Εύη Σταμπουλίδου
Η φωτογραφία
Ακόμη θυμάμαι το πρώτο παγωτό που γεύτηκα στη ζωή μου. Δεν υπήρχαν, βέβαια, εκείνα τα χρόνια οι γεύσεις και τα χρώματα που βρίσκεις σήμερα, αλλά η συγκεκριμένη γεύση έχει χαρακτεί για πάντα στον πυρήνα της ύπαρξης μου. Θες γιατί ήταν όντως θεσπέσιο; Θες γιατί έχει συνδεθεί με την παιδική μου ηλικία; Δεν ξέρω να απαντήσω. Το τρώγαμε μία φορά το χρόνο και το φτιάχνανε σε δύο γεύσεις. Βανίλια και βανίλια λουσμένη με ένα είδος σιρόπι σοκολάτας. Αυτό γινόταν κάθε καλοκαίρι στις 7 Ιουλίου, στο πανηγύρι του χωριού ανήμερα της Αγίας Κυριακής.
Κόσμος πολύς μαζευότανε δυτικά της εκκλησίας. Στη μεγάλη πλατεία δέσποζε ένα πελώριο, αιωνόβιο πλατάνι που δρόσιζε με τη σκιά του όλους τους κουρασμένους περαστικούς. Από κάτω ακριβώς στεκόταν μια βρύση, που ξεδιψούσε με το κρυστάλλινο νερό της μικρούς και μεγάλους.
Το πώς περιμέναμε κάθε καλοκαίρι το πανηγύρι, δε λέγεται. Λες και θα το ζούσαμε για τελευταία φορά. Ερχόταν από την πόλη πραματευτάδες που πουλούσανε ό,τι μπορούσαμε να φανταστούμε. Παιχνίδια, γλυκά, φαγητά, τα πάντα. Το χαρτζιλίκι μας φλερτάριζε με όλα, αλλά ήταν τόσο πενιχρό, που τελικά κέρδιζε το παγωτό. Πάντα. Μια, άντε το πολύ δύο μπάλες. Αλλά το ευχαριστιόμουνα. Ένιωθα βασιλιάς.
Πιο κάτω υπήρχε ένα μπακάλικο που εκτελούσε και χρέη καφενείου. Αυτό που μου έχει μείνει ήταν οι μπύρες που πηγαινοέρχονταν με φοβερή ταχύτητα και καταλήγαν στα στομάχια των θαμώνων μαζί με ό,τι άλλο είχε ευχαρίστηση να προσφέρει ο μαγαζάτορας δίκην μεζέδων. Λίγο τυρί, λίγη ντομάτα, λίγο ψωμί. Τέτοια πράγματα. Λιτά και απέριττα.
Σ’ένα τέτοιο πανηγύρι λοιπόν έβγαλα και την πρώτη μου φωτογραφία. Ήταν καλοκαίρι του 1950 κι εγώ είχα κλείσει τα έξι. Λόγω φτώχειας - πράγμα συνηθισμένο για τους περισσότερους κατοίκους του χωριού μου - εμείς τα πιτσιρίκια είχαμε εκπαιδεύσει τις πατούσες μας να περπατάνε χωρίς παπούτσια. Δε μας χρειάζονταν, γιατί είχε ζέστη.
Έλα όμως που εκείνη τη φορά μού ήταν απολύτως αναγκαία; Βλέπω στο πλήθος του κόσμου έναν τύπο μ’ ένα περίεργο μεγάλο μαύρο κουτί που στηριζόταν σε τρία πόδια και καλυπτόταν από ένα μαύρο πανί.
-Γεια! Τι είναι αυτό; Μελίσσι;
-Όχι.
-Τότε, τι κουβαλάς εκεί;
-Μ’αυτό σε βγάζω φωτογραφία.
-Και τι είναι η φωτιγραφία;
-Είναι ένα μαγικό χαρτί που δείχνει όποιον κάθεται απεναντί του.
-Δηλαδή, αν θα καθίσω κι εγώ, μετά θα με δείχνει;
-Ναι.
-Και θέλεις λεφτά γι’αυτό;
-Εμ, πώς, έτσι; Για την ψυχή της μάνας μου θα σε βγάλω;
-Δεν έχω πολλά.
-Πόσα έχεις, ρε παλικάρι;
-Μια δραχμή περίπου.Τ’άλλα τα φαγα στο παγωτό.
-Άντε, επειδή σε συμπάθησα, θα σε βγάλω. Τρέχα όμως να βρεις παπούτσια, γιατί ξυπόλητος δε γίνεται.
Τρέχω κι εγώ όλο άγχος να βρω, γιατί ήξερα ότι κανένας φίλος μου δεν είχε. Κι αν δε βρω; Η αδρεναλίνη στα ύψη.
Έψαχνα λίγη ώρα, ώσπου πετυχαίνω τον συγχωριανό μου τον Γιάννη της Φώτως που φορούσε κάτι λαστιχένια σκαρπίνια μάρκας ΕΛΒΙΕΛΑ .
-Ρε συ Γιάννη, μου δανείζεις τα παπούτσια σου για να βγω φωτογραφία;
-Να σ’τα δώσω αλλά είναι 40 νούμερο. Σαν βάρκες θα σου είναι.
-Ε και; Καλύτερα με πόδια σαν βάρκες παρά καθόλου φωτογραφία.
Τρέχω γεμάτος χαρά πίσω.
-Κοίτα, βρήκα.Θα με βγάλεις;
-Αφού τα είπαμε αυτά, κάτσε.
Κι έτσι κι έγινε.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και βγήκα άπειρες φωτογραφίες. Αλλά τη χαρά που βίωσα τότε δεν είμαι σίγουρος αν την ένιωσα ποτέ ξανά.
*****
Δημήτριος Τσακίρης
Μέρες του 1961-63. Η εφηβεία του Κ.Μ.
Ο Κ.Μ. ανδρώθηκε στην μακάρια δεκαετία του ’60. Κι’ εγώ μαζί του, στην Κοζάνη. Τα σπίτια μας ήταν στον κάτω μαχαλά, στην περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου, απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό, στην περιφέρεια της πόλης. Εκεί δέσποζε το 5ο Δημοτικό Σχολείο, όπου περάσαμε τις τάξεις του Δημοτικού. Στο ίδιο κτήριο, στον πάνω όροφο, συστεγαζόταν και το Γυμνάσιο Θηλέων. Στα δεξιά, κοιτάζοντας με την πλάτη στην εκκλησία, υπήρχε η “Γυτειά”, η πλατεία της περιοχής, όπου γίνονταν ο ετήσιος Αποκριάτικος φανός. Αριστερά, πίσω ακριβώς από το σχολείο, ήταν η “Ζαμάρα”, η αλάνα, όπου εκτυλίσσονταν οι ποδοσφαιρικοί αγώνες της παιδικής μας ηλικίας.
Γυμνάσιο πήγαμε από το 1958-64 στο “Βαλταδώρειο”, στο μοναδικό γυμνάσιο Αρρένων της πόλης. Ήταν χρόνια ξέγνοιαστα, όσο ξέγνοιαστα μπορεί να ήταν σε μια περίοδο, όπου οι μνήμες από τον Εμφύλιο ήταν ακόμα νωπές, και η ένταση ανάμεσα στη Δεξιά και στην Αριστερά ήταν αγεφύρωτες. Τον Μάιο του 1963 δολοφονήθηκε ο βουλευτής της Αριστεράς, Γρηγόρης Λαμπράκης από το παρακράτος της Δεξιάς. Οι ένορκοι έκριναν ότι οι δολοφόνοι με το τρίκυκλο δεν “ενήργησαν από ταπεινά αίτια”. Ωστόσο, η δολοφονία έκανε τον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή να πει «ποιος κυβερνά τον τόπο;». Οι αριστεροί ήταν υπό διωγμόν. Στο τέλος του 1962 επισκέφτηκε την πόλη ο Μίκης Θεοδωράκης με τον Μπιθικώτση, για να δώσουν μια συναυλία στο κινηματοθέατρον “Ολύμπιον”. Τους θυμάμαι να κατηφορίζουν τον δρόμο ντυμένοι με κουστούμι. Στα μαύρα, άσπρ πουκάμισο και μια λεπτή κόκκινη γραβάτα. Αγέρωχοι, λαμπεροί και ατσαλάκωτοι, παρόλο που δεν κατάφεραν να βρουν δωμάτιο σε ξενοδοχείο της πόλης. Εμείς συχνάζαμε στο Τρίγωνο, μια πλατειούλα με λουλούδια και ακακίες στο πεζοδρόμιο, στο σημείο όπου ο δρόμος που κατέβαινε από το Ολύμπιον έστριβε αριστερά στον κεντρικό δρόμο, την επαρχιώτικη “Βόλτα”, και κατέληγε στο Ωρολόγι και τον Άγιο Νικόλαο. Τότε γίνονταν συχνά έφοδοι από ασφαλίτες στον δρόμο αυτόν, κυρίως μπροστά από το βιβλιοπωλείο του “Παπαιωάννου”. Άρπαζαν εφημερίδες κάτω από τις μασχάλες να δουν ποιος διαβάζει τι, και όργωναν την πόλη μέχρι κάτω στον σιδηροδρομικό σταθμό, καταδιώκοντας τυχόν σταμπαρισμένους.
“Άστον αυτόν, “ φώναξε ο Θ.Κ., οικογενειακός γνωστός του Κ. Μ., “είναι δικός μας”. Ο Κ. Μ. ήταν όντως δικός τους αμπαντάμ μπαμπαντάμ. Η τύχη όμως παίζει συχνά περίεργα παιχνίδια. Και έλαχε ο Κ.Μ. να είναι ο αγαπημένος μαθητής του καθηγητού μας στο μάθημα της Ιστορίας και των Λατινικών. Ο καθηγητής Ν.Κ. ήταν αριστερός. Διάλεγε τον Κ.Μ. να απαγγέλλει ποιήματα στις εθνικές γιορτές στην πρωινή μάζωξη της προσευχής στο γυμνάσιο. Στις 28 Οκτωβρίου του ανέθεσε να πει το “Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας”, του Οδυσσέα Ελύτη. “Πρόσεξε καλά, δεν θα πεις τον ποιητή, μόνο τον τίτλο. Και μετά το κατεβατό”, είπε. Και ο Κ.Μ., από φύση του ανοικτό μυαλό και επιρρεπής στην περιπέτεια, συμφώνησε στην πρώτη αντιστασιακή του πράξη. Παραμονές της γιορτής, ανέβηκε στο μπαλκόνι της μεγάλης αυλής του γυμνασίου και είπε το ποίημα, χωρίς τον ποιητή. Ακούμπησε αργά τα χέρια του στα κάγκελα και με έντονο ύφος άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στους μαθητές της 6ης τάξης . Στήλωσε τη ματιά του στον πίσω τοίχο του περίγυρου της αυλής, όπου έβλεπε, σαν σε αυλαία, να διαδραματίζεται η θυσία του Αλβανικού Έπους. Ξεκίνησε, αργά, καθαρά και πένθιμα:
“Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη,
μ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά,
μ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί…”
Συνέχισε έτσι, καθηλώνοντας τους μαθητές που σιγομουρμούριζαν. Προς το τέλος της απαγγελίας άρχισε ν’ ανεβάζει τον τόνο της φωνής του:
“…Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες το αίμα του κόσμου.
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του.
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο:
Αύριο, αύριο, αύριο το Πάσχα του Θεού!”
Οι μαθητές ξέσπασαν σε χειροκρότημα διαρκείας. Κανά δυο δάκρυσαν. Ήταν μία αξιομνημόνευτη απαγγελία!
Το γεγονός συζητιόνταν για κάμποσο καιρό, μέχρι που μπήκε για τα καλά ο χειμώνας. Ήρθε η παραμονή Πρωτοχρονιάς. Ο Κ.Μ. προχωρούσε με αργά βήματα στον κόσμο του. Το γέλιο του αντηχούσε στον ήσυχο χιονισμένο δρόμο, που ήταν γεμάτος από σκυφτούς ανθρώπους. Πήγαιναν στα σπίτια τους κουβαλώντας τα ψώνια. Αγόρια όλο φωνές και ουρλιαχτά, χορεύαμε ο ένας πλάι στον άλλο φορώντας τα περήφανα και ξεκούμπωτα παλτά της εφηβείας μας. Μόλις είχαμε αρχίσει να πίνουμε. “Πώς είπες εκείνη η λέξη; Αξιομνημόνευτος”. Φώναζε και με τραβούσε και με έδειχνε στους άλλους συνεπαρμένος. Κάθε λεπτό να ήταν έτοιμος να πηδήξει ψηλά, είχε ασυγκράτητες εκρήξεις αδημονίας. “Μονάχα εσύ μπορούσες να ξετρυπώσεις τέτοια λέξη. Αξιομνημόνευτος! Γράψε κι άλλες λέξεις σαν κι’ αυτήν, θα γίνεις σπουδαίος, και θα’μαι κι εγώ μαζί σου να παρακολουθώ τα βήματα σου και την άγια τρέλα σου. Κι άρχισε να τραγουδάει. “Ήταν ένα μικρό καράβι, που ήταν α..α.. αταξίδευτο”, με τρόπο που μόλις είχε μάθει, θλιβερό, αβάσταχτα θλιβερό, όπως μια παρέα φίλων που τραγουδούν και ανυψώνονται προφητικοί μέσα στο νυχτιάτικο χιόνι της Πρωτοχρονιάς.
Ανήμερα Πρωτοχρονιά, ο πατέρας του Κ.Μ. έδωσε στον γιό του για πρώτη φορά δώρο ένα πανόδετο βιβλίο. Ήταν η Ανθολογία Ποιημάτων του Ηρακλή και Ρένου Αποστολίδη. Χαρακτηρισμένη αριστερή, για την εποχή, έκδοση. Όταν επιστρέψαμε μετά του Αη -Γιαννιού στο σχολείο, ο καθηγητής ρώτησε τον Κ.Μ. “Έλα εδώ. Καλή Χρονιά. Σ’ έφερε ο πατέρας σου το βιβλίο;”. Έτσι πήρε το βάπτισμα και ξεκίνησε η διαδρομή του Κ.Μ. στην γειτονιά των λογίων…
*****
Ιωάννα Τσακιρίδου
“Περσεφόνη”
(απόσπασμα από μυθιστόρημα)
Η Ελισαβέτα συνειδητοποίησε πως είχε γίνει καλά, όταν οι σκέψεις της μπορούσαν να ταξιδέψουν πλέον έξω από το σώμα της. Ως τώρα εκτελούσαν τις ίδιες διαδρομές, από τον τραυματισμένο ώμο στα σπασμένα πλευρά κι από εκεί στο διαλυμένο πόδι και πάλι πίσω. Ο πόνος κρατούσε δέσμιο το μυαλό της, το έσφιγγε, το μούδιαζε και δεν το άφηνε να πλανηθεί ελεύθερο, δεν της επέτρεπε να είναι ο εαυτός της. Ένιωθε εγκλωβισμένη σε ένα δωματιάκι, μπορούσε να κάνει μετρημένα βήματα, ως εκεί και πάλι πίσω. Δεν μπορούσε όμως να ανοίξει την πόρτα και να φύγει.
Είμαι εγώ, αλλά δεν με αναγνωρίζω. Τις τελευταίες μέρες είχε συχνά αυτήν την αίσθηση, μέχρι το πρωί που ξύπνησε και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ανακαλέσει στη μνήμη της το ταξίδι ως εκεί, τη φιλοξενία της σε αυτό το σπίτι. Αναρωτήθηκε πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα από εδώ και πέρα. Μπορούσε να σκεφτεί για το μέλλον, κι αυτό ήταν ένα κομμάτι της που αναγνώριζε. Χαμογέλασε.
Την ώρα που έτρωγαν πρωινό, ο Λουκάς την ρώτησε “έχεις όρεξη για βόλτα;” Ο τόνος του ήταν σοβαρός, τα μάτια του όμως παιχνίδιζαν σαν αγοριού που ετοιμάζει σκανδαλιά. Και βέβαια ήθελε, και μόνο στη σκέψη η καρδιά της χοροπήδησε και αμέσως μετά βούλιαξε, πώς θα περπατούσε; Εκείνος σαν να κατάλαβε το δισταγμό της, έκανε ένα νόημα, “τα έχω σκεφτεί όλα, μην ανησυχείς”.
Λίγο αργότερα, φορούσε ένα σφιχτό σκούφο που σκέπαζε τα μαλλιά της, μια χοντρή κάπα με κουκούλα, παρόλη τη λιακάδα. Βρισκόταν μπροστά στο κατώφλι με τα χέρια της να τρέμουν ελαφρώς. Είχαν περάσει μήνες από την τελευταία φορά που πάτησε σε χώμα και βρέθηκε στον καθαρό αέρα. Από τη μια ήταν ενθουσιασμένη, από την άλλη αγωνιούσε για το αν θα κατάφερνε να κάνει παραπάνω από δέκα βήματα. “Έτοιμη;” τη ρώτησε. Κούνησε το κεφάλι και η πόρτα άνοιξε μπροστά της. Αυτό που αντίκρυσε δεν της είχε περάσει από το μυαλό. Το μέσο για την πρώτη και τόσο σπουδαία βόλτα της ήταν ένα ξύλινο καροτσάκι κήπου, καθαρό και στρωμένο με υφάσματα και ένα μαξιλάρι που το αναγνώρισε από το ντιβάνι της κουζίνας. Έβαλε τα γέλια και γύρισε χρόνια πίσω, τότε που ο πατέρας έκανε με ένα παρόμοιο καρότσι σ’ αυτήν και την αδερφή της βόλτες στον κήπο. “Δε θα μπορούσα να είχα σκεφτεί κάτι καλύτερο!” του είπε. Αντάλλαξαν χαμόγελα, ο Λουκάς τη βοήθησε να καθίσει, έπιασε τα χερούλια και άρχισε να το κυλά πάνω στην μεγάλη μπροστινή του ρόδα σφυρίζοντας.
Τα χιόνια είχαν λιώσει και ο ουρανός ήταν γαλάζιος και καθαρός. Ο χειμώνας πλησίαζε στο τέλος του, όμως είχε μια παγωνιά που σε τρυπούσε, ιδίως όταν φυσούσε. Στην αρχή τής κόπηκε η ανάσα, αλλά σε λίγο συνήθισε και άρχισε να παρατηρεί γύρω της. Τα γυμνά δέντρα στο μονοπάτι, το χορτάρι που ανέδιδε την χαρακτηριστική μυρωδιά του όπως το συνέθλιβε η ξύλινη ρόδα και μια πρωτόγνωρη μυρωδιά, που δεν την αναγνώριζε, αλλά φαντάστηκε πως την έφερνε η άνοιξη σε εκείνα τα μέρη. Οι μυρωδιές μαζί με την αίσθηση του ήλιου στο πρόσωπό της, τα χρώματα της φύσης, η γνώριμη μελωδία που τον είχε ακούσει πολλές φορές να σφυρίζει, ήταν ένα δώρο. Έκλεισε λίγο τα μάτια για να τα κρατήσει όλα μέσα της, να αποτυπώσει και την πιο μικρή λεπτομέρεια, να μην αφήσει τίποτα να ξεχαστεί.
“Φτάσαμε!” Εκείνος ήταν κιόλας μπροστά της και τη βοηθούσε να ισορροπήσει. Σήκωσε το βλέμμα και για μια στιγμή ήταν σίγουρη πως είχε βρεθεί με κάποιον μαγικό τρόπο σε έναν πίνακα ζωγραφικής. Παντού γύρω της ήταν ανθισμένα δέντρα, λευκά και ρόδινα, χωρίς ίχνος φύλλου στα κλαδιά τους, γεμάτα με λουλούδια που ο άνεμος τους έκλεβε τα πέταλα και τα έπαιρνε μαζί του σαν απαλές νιφάδες που στροβιλίζονταν πριν τελικά αγγίξουν τη γη. “Είναι αμυγδαλιές, βερυκοκιές και δαμασκηνιές. Ανυπομονούν να ανθίσουν πριν τελειώσει ο χειμώνας. Αψηφούν την παγωνιά και καλούν την άνοιξη να έρθει. Γιατί ξέρουν πως θα έρθει. Στα παραμύθια είναι πάντα άμυαλες και βιαστικές, δεν λογαριάζουν τις συνέπειες. Πολλές φορές ο παγετός τις καίει, μαζί με τα λουλούδια τους”. Η Ελισαβέτα που τόση ώρα είχε μείνει άφωνη από την ομορφιά, ψέλλισε περισσότερο σαν να μιλούσε στον εαυτό της, “δεν υπολογίζουν τον κίνδυνο γιατί θέλουν να ζήσουν. Θέλουν να ζήσουν τώρα”. Κάπως έτσι ένιωθε κι εκείνη. Κοίταξε το Λουκά. Δεν την είχε φέρει τυχαία εκεί.
*****