Φθινόπωρο 2020
Αρχική Σεμινάρια Σεμινάρια Θεσσαλονίκης (Μέσω zoom) Εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής Πεζογραφία: Πώς γίνεται η αρχή, Σοφία Νικολαΐδου Φθινόπωρο 2020
Φθινόπωρο 2020
Αντί προλόγου
Δοκιμές από το Τμήμα Πεζογραφίας «Πώς γίνεται η αρχή»
Χειμερινό εξάμηνο 2020 - 2021
Ήταν ένα παράξενο εξάμηνο. Λοκντάουν και εγκλεισμός. Μαθήματα εξ αποστάσεως. Το ραντεβού για το μάθημά μας ήταν πλέον στην οθόνη του υπολογιστή.
Δε μας πτόησε.
Οι διαδικτυακές μας συναντήσεις ήταν στήριγμα και δύναμη. Το σταθερό ραντεβού της εβδομάδας σε έναν κόσμο που δεν ήταν όπως παλιά.
Δώσαμε υπόσχεση πως, όταν τελειώσουν όλα αυτά, θα τσουγκρίσουμε σε ένα γεμάτο τραπέζι τα ποτήρια μας.
Στο τμήμα του χειμερινού εξαμήνου των αρχαρίων, ξεκινήσαμε με μικρές ασκήσεις δημιουργικής γραφής, όμως γρήγορα αποδεσμευτήκαμε και άρχισε ο καθένας να γράφει την δική του ιστορία, που καθώς προχωρούσε έπαιρνε τη φόρα της, γεννούσε νέα ερωτηματικά και υπέροχα θέματα προς συζήτηση. Η πλοκή χτιζόταν, η αυτοεπιμέλεια μάς δίδασκε με τρόπο ουσιαστικό τον συγγραφικό αυτοέλεγχο. Δεν έλειψαν οι ωραίες ιδέες και η συγγραφική ζέση. Το πάθος για τη συγγραφή. Η αίσθηση της ομάδας.
Αν κάτι μένει ως πανίσχυρη επίγευση από την εμπειρία της οθόνης, είναι πως μέσα στα οικεία κακά είχε και ένα μεγάλο καλό: τα κείμενα που γράφονταν από τους συμμετέχοντες πήραν τα ηνία και βγήκαν μπροστά, σχεδόν υπερκέρασαν τους συγγραφείς τους. Κι αυτό μόνο καλό μπορεί να είναι τελικά.
Να ευχηθώ, από την καρδιά μου, να δώσουμε κάποια στιγμή τα χέρια.
Να ανταμώσουμε ξανά, αγαπημένοι μου!
Σοφία Νικολαΐδου
*
Ανδρεανίδης Κυριάκος
Αστραπές
(απόσπασμα από μυθιστόρημα)
∞∞
«Λώρα σβήσε τα κεριά σου. Ο κόσμος σήμερα φωτίζεται μόνο με αστραπές», είπε ο Τομ στην αποφώνησή του κι απομακρύνθηκε από τη σκηνή που βυθιζόταν στο σκοτάδι, όπως απομακρυνόταν κι απ’ το παρελθόν που τον στοίχειωνε, τις εμμονές της μητέρας και της αδερφής του και τη θέση του προστάτη που είχε αναλάβει ακούσια κατά την απουσία του πατέρα του. Όταν ξανάναψαν τα φώτα, οι ηθοποιοί είχαν πάρει θέση για υπόκλιση κρατώντας τις απαραίτητες αποστάσεις και το χειροκρότημα του κοινού, αν και ασθενές, πλημμύρισε την αίθουσα. Η Έμη βγήκε από το θέατρο ψαχουλεύοντας στην τσάντα της για τσιγάρα. Όταν τελικά εντόπισε το πακέτο, διαπίστωσε με απογοήτευση ότι ήταν άδειο και κατευθύνθηκε στο περίπτερο απέναντι.
«Ένα Slim line gold παρακαλώ», είπε η Έμη και πριν προλάβει να της απαντήσει ο περιπτεράς, έτεινε προς το μέρος του έναν κίτρινο αναπτήρα για να τον συμπεριλάβει κι αυτόν. Κίτρινο όπως και το φόρεμα της Λώρας στην παράσταση.
Αφού τον καληνύχτισε ευγενικά, πήγε και κάθισε σε ένα από τα παγκάκια που ήταν παρατεταγμένα απέναντι από την είσοδο του θεάτρου, όχι στο πιο κοντινό αλλά σε ένα που της πρόσφερε επαρκή θέα. Έβγαλε το κινητό της, άναψε τσιγάρο κι έστρεψε το βλέμμα της στον κόσμο που ακόμα έβγαινε. Οι περισσότεροι κατευθύνονταν προς τ΄ αυτοκίνητα τους και κάποιοι στέκονταν για λίγο έξω από το κτήριο, ενώ έπιαναν συζήτηση για την παράσταση ή για το πως θα συνεχίσουν τη βραδιά τους. Της άρεσε να παρατηρεί τους ανθρώπους, να διαβάζει τα χείλη, τις εκφράσεις και τη γλώσσα του σώματος τους. Της άρεσε να παρατηρεί τα ρούχα τους και να προσπαθεί να μαντέψει το επάγγελμα τους. Μερικές οικογένειες, κάποιες παρέες φαινομενικά αταίριαστων ατόμων και ζευγάρια, πολλά ζευγάρια. Σίγουρα υπήρχαν κι άλλοι που πήγαν όπως κι αυτή να παρακολουθήσουν μόνοι την παράσταση ή μπορεί και όχι. Στριφογύρισε μια-δυο φορές τον κίτρινο αναπτήρα στο χέρι της και η σκέψη της γύρισε πάλι στη Λώρα, στον τρόπο που στροβιλιζόταν κι αυτή μέσα στο φόρεμα της, στον τρόπο που συντόνιζε τα χέρια της με τις κινήσεις του Τζιμ, στο χορό και το φιλί τους. Πόσο εμβληματική φάνταζε αυτή η σκηνή μέσα στο παγκόσμιο δραματολόγιο και πόσο καλύτερα να αποδώσεις ένα τέτοιο φιλί μέσα στην πανδημία;
Την προσοχή της απέσπασε η οθόνη του κινητού της που φωτίστηκε για μία στιγμή. Ενημερωτικό μέιλ, τι πρωτότυπο. Έλεγξε στα γρήγορα και το messenger. Ο Μάριος δεν είχε διαβάσει ακόμα το τελευταίο της μήνυμα. Αυτό κι αν είναι πρωτότυπο. Όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, της έλειπε. Σκέφτηκε πως θα ’ταν να καθόταν τώρα δίπλα της και να παρατηρούν μαζί τον κόσμο. Σκέφτηκε τον ενθουσιασμό στη φωνή του, την ανάλυση και τα σχόλια με τα οποία θα την βομβάρδιζε ήδη από τα σκαλιά του θεάτρου, πριν καν πατήσουν το πόδι τους έξω. Τώρα το μόνο που άκουγε ήταν ένα συνονθύλευμα ήχων από τις ομιλίες του κόσμου και την κίνηση της πόλης, όταν κάποια στιγμή άρχισε να αστράφτει. Οι πρώτες σταγόνες της βροχής έγιναν δεκτές από το πλήθος με απάθεια. Πριν σηκωθεί από το παγκάκι έσβησε το τσιγάρο της και φαντάστηκε το Μάριο να της λέει με το δικό του κυνικό τρόπο «Σβήσε το τσιγάρο σου Έμη. Ο κόσμος σήμερα φωτίζεται μόνο με αστραπές».
∞∞
*
Κ. Θ. Αριστοτέλης
Θάρρος ή Αλήθεια;
(απόσπασμα από μυθιστόρημα)
Περιμένει αρκετή ώρα. Απόλυτη ησυχία. Εκμεταλλεύεται το σκοτάδι και κάνει την εμφάνιση του. Προσπερνάει έπιπλα και δωμάτια Η μύτη του τον οδηγεί αλάνθαστα σε κάτι υπολείμματα κασεριού κάτω από το τραπέζι της κουζίνας.
Κοντοστέκεται. Εξήντα πέντε εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης του λένε πως κάποιος βρίσκεται εκεί. Ακούει από μακριά ένα χτύπο. Ξανά και ξανά. Το νιώθει. Είναι η βροντή πριν την καταιγίδα. Χώνεται στην κρυψώνα του και περιμένει να περάσει.
Ανεβαίνει νωχελικά τα σκαλιά της εισόδου. Στρίβει το κλειδί, η πόρτα άνοιξε με ένα ελαφρύ τρίξιμο. Βγάζει ένα ποτήρι και ανοίγει το ψυγείο να πάρει χυμό πορτοκάλι. Έμεινε εκεί.
Μια τρόφιμος της ψυχιατρικής πτέρυγας το έσκασε σήμερα από την κλινική. Κάτω από άγνωστες συνθήκες, έλυσε τα δεσμά της, ακινητοποίησε το γιατρό και τραυμάτισε δυο φρουρούς. Η εν λόγω γυναίκα θεωρείται άκρως επικίνδυνη. Η αστυνομία έχει εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη της.
Η χώρα έχει γίνει μπουρδέλο. Έκλεισε την τηλεόραση. Πέρασαν ένα, δυο, δέκα δευτερόλεπτα, τελικά πήρε το μπουκάλι ουίσκι μαζί του. Κατέβασε στα γρήγορα δυο, τρεις γουλιές. Το βάρος ενός αποτυχημένου γάμου και δυο ετών αδιέξοδης κηδεμονίας τον έριξαν στον καναπέ. Το άδειο μπουκάλι ουίσκι φεύγει από τα χέρια του και κυλάει στο πάτωμα με θόρυβο. Δεν τ’ άκουσε, είχε βαλθεί να χαζεύει τις φωτογραφίες πάνω στο τζάκι. Όταν δεν μπορείς να διαχειριστείς το παρόν, αφήνεις να σε απορροφήσει το παρελθόν. Έτσι είναι η ανθρώπινη φύση.
Στην αρχή δεν κατάλαβε τι τον είχε ξυπνήσει. Ύστερα το ένιωσε, ήταν η συστολή των μικροσκοπικών μυών που συνδέονται με κάθε τρίχα στο δέρμα μας, όταν κρυώνουμε. Άπλωσε το χέρι του. Πριν προφτάσει να ανοίξει το φως, η μυρωδιά ενός φρεσκοαναμμένου Marlboro του χτύπησε τη μύτη. Μια στάλα ιδρώτα έτρεξε στο πρόσωπο του.
-Καλησπέρα, Ντέρεκ.
Λένε ότι ο φόβος κινητοποιεί, εκείνος όμως είχε παραλύσει.
Με τα πολλά ανασηκώθηκε. Ετοιμάστηκε να το βάλει στα πόδια. Θα πηδούσε απ’ το μπαλκόνι αν χρειαζόταν, δυο όροφοι ήταν μόνο. Καθώς έκανε το πρώτο βήμα χτύπησε το τηλέφωνο. Οικία Derec Malloy αφήστε το μήνυμα σας και θα επικοινωνήσω μαζί σας.
-Έλα μπαμπά αργήσαμε λίγο, σε είκοσι λεπτά θα είμαι εκεί. Γύρισε, Το παιδί.
Σχεδόν δεν ένιωσε το χτύπημα.
*
Χρυσαφία Αραβίδου Συμεωνίδου
Στην Κατασκήνωση
(απόσπασμα)
Η Σοφία είχε πάει στην γεωπονική σχολή, στο Πανεπιστήμιο γίνονταν σεμινάρια στελεχών κατασκηνώσεων. Πήρε μια Βεβαίωση. Ήθελε να πάει στην Κατασκήνωση κι ήταν είκοσι πέντε χρονών. Μερικά Καλοκαίρια πήγαινε κατασκήνωση στον Σταυρό. Πήρε και τα παιδιά της, τεσσάρων και πέντε χρόνων. Δεν ήθελε να τα κρατάει κλεισμένα μέσα. Έκαναν εκδηλώσεις κι η Σοφία πάντα συμμετείχε, ήταν κοινοτάρχισσα. Την επόμενη χρονιά, πήγε μαζί με τα παιδιά της στους Φιλιππαίους Γρεβενών.
Όταν πέρασε από τα Γρεβενά, είδε μια τεράστια πλατεία και στην μέση ένα πελώριο δέντρο. Ο κορμός του ήταν γεμάτος από ένα χοντρό στρώμα από σελίδες με ενημερώσεις για την πόλη.
Ήταν υπεύθυνη για τα παιδιά της Θεσσαλονίκης. Πήγαν στους Φιλιππαίους, εκεί ψηλά στην Σαμαρίνα. Μεγάλο υψόμετρο, τα δέντρα όλα με κομμένες κορυφές από τους κεραυνούς.
Της λέει ο αρχηγός, μείνε με τα παιδιά σου στο αρχηγείο κάτω. Ο ίδιος έμενε με τη οικογένειά του επάνω. Ήταν ένα αρχοντικό κτίριο. Η Σοφία του απάντησε, όχι, θα μείνουμε σε αντίσκηνο όπως όλα τα παιδιά. Το καθάρισε, ήταν γεμάτο χώματα. Αφού τελείωσε, φώναξε τον υπαρχηγό να κλείσει καλά την σκηνή και κοιμήθηκε με τα παιδιά. Το βράδυ άκουσε θόρυβο. Ξαφνικά κάτι ακούμπησε το πόδι της. Πετάγεται και βλέπει ένα αγοράκι έντεκα χρονών να φεύγει αρκουδίζοντας. Πήγε στο Αρχηγείο για να μάθει τι συνέβαινε, όλοι κοιμόταν. Την επόμενη μέρα έμαθε ότι παραδοσιακά το τελευταίο βράδυ τα αγόρια έμπαιναν στις σκηνές και έκαναν φάρσες. Το αγοράκι μάλλον δεν ήξερε σε ποιανού την σκηνή μπήκε.
Τον δεκαπενταύγουστο που γιόρταζε η Παναγία εκεί επάνω ήρθε και ο Φίλιππος. Ο αρχηγός, τους πήγε όλους μαζί στην Σαμαρίνα, ένα χωριό ανάμεσα σε βουνά. Λίγα σπίτια, μια αρχόντισσα εκεί της έδειξε το σπίτι της. Όλο το μεγαλείο ενός παραδοσιακού χωριού. Ένα χαμηλό φτωχό σπιτάκι, που έκρυβε καλά την ιστορία του. Ένα απλό τζάκι και γύρω στρωμένα υφαντά χρωματιστά. Έφυγε ενθουσιασμένη.
Το βράδυ έκατσαν σ’ ένα μικρό ταβερνάκι, το μοναδικό που ήταν φημισμένο για το κεμπάπ του. Το υψόμετρο εδώ πιο υψηλό από τους Φιλιππαίους.
Ξεκίνησε το γλέντι. Παραδοσιακά Ηπειρώτικα τραγούδια. Το απολάμβανε. Άρχισαν να χορεύουν τόσο σιγά, χωρίς σταματημό. Για την Πόντια Σοφία ήταν λίγο βαρετό. Και ήξερε ότι όταν ξεκινούσε μια οικογένεια, χόρευε ατελείωτα. Μετά η άλλη. Δεν θυμάται να χόρεψε. Ίσως να μην είχε δικαίωμα να χορέψει, αφού ήταν όλοι οι χοροί παραγγελία.
Την επομένη ήρθαν τα παιδιά από τις γύρω περιοχές και στήθηκε η Κατασκήνωση. Ο αρχηγός είπε την Σοφία να αναλάβει την πρωινή γυμναστική. Και τώρα τι να κάνει; Έβαλε το μυαλό της να δουλέψει. Στο Γυμνάσιο έκανε μια ώρα την εβδομάδα γυμναστική, έσπασε το κεφάλι της να θυμηθεί τις ασκήσεις. Ανάταση χειρών, δεξιά, αριστερά με πηδηματάκια, έκταση χειρών, επίκυψη, λίγο τρέξιμο, θυμήθηκε αρκετές ασκήσεις.
Το απόγευμα είχε αναλάβει την απασχόληση για μια δυο ώρες. Ένα βιβλίο των παιδιών της, με παιχνίδια και ανέκδοτα, της φάνηκε πολύ χρήσιμο. Τους έκανε χειροτεχνία. Ό,τι θυμόταν από το χωριό της τον Πολυπλάτανο στο Δημοτικό. Έμαθαν και πολλά στην σχολή στελεχών κατασκηνώσεων. Περνούσαν τέλεια. Είχε κόψει δυο εικόνες ίδιες, από περιοδικά, πολλές παρόμοιες. Τις μοίρασε σε όλη την κατασκήνωση. Όποια κοριτσάκια τύχαιναν τις ίδιες εικόνες, παρουσίαζαν κάτι οι δυο τους. Τα ίδια έκανε και στα παιδιά της, δεν ήθελε να βαριούνται.
Στο τέλος της είπε ο αρχηγός, να παρουσιάσεις το πρόγραμμα της γιορτής του αποχαιρετισμού. Παρουσίασαν διάφορα σκετς, που τα ήξεραν από πριν. Μια ομάδα παιδιών έκανε επίδειξη μόδας, άλλη ομάδα είπαν τραγούδια, λαϊκά, κυρίως από το ραδιόφωνο. Δυο κοριτσάκια ήθελαν να τραγουδήσουν τα Χριστιανόπουλα, η Σοφία το δέχτηκε, όμως δυο κοινοτάρχισσες του κατηχητικού διαφώνησαν. «Μέσα στα λαϊκά τραγούδια, δεν ταιριάζει» είπαν. Η βραδιά πήγε τόσο καλά, που για πρώτη φορά ένας δημοσιογράφος της πόλης που την παρακολούθησε έγραψε για αυτήν στην τοπική εφημερίδα.
Όταν έφτασαν στην Θεσσαλονίκη, κατέβηκε από το πούλμαν να παραδώσει τα παιδιά στους γονείς τους. Η μικρή της κατέβηκε μαζί της, ο μικρός της κοιμόταν. Τον άφησε μέχρι να τελειώσει την δουλειά της, όμως το πούλμαν ξεκίνησε. Ο οδηγός δεν είδε το παιδί που ήταν χωμένο στις θέσεις. Έτρεχε η Σοφία πίσω στο πούλμαν.
Θυμόταν πολλά από την κατασκήνωση της Κλαδοράχης της Φλώρινας, όταν πήγε παιδί, τότε που οι γονείς της έφυγαν στη Γερμανία. Μια μέρα συγκινημένη άκουσε από τα μεγάφωνα το όνομα της και την εντολή να πάει να παραλάβει κάτι από το μαγειρείο. Δεν περίμενε τίποτα. Ήταν ένα πακετάκι με στραγάλια και σταφίδες που της έστειλε ένας θείος του μπαμπά της. Είχε παντοπωλείο στο κέντρο της Φλώρινας και από εκεί ανεφοδιαζόταν η κατασκήνωση.
Θυμόταν που μάζευαν φτέρη, σκέπαζαν το σώμα τους κι έκαναν τους ινδιάνους. Μια μόνο ομάδα παιδιών κι έμπαιναν πανηγυρικά στην Κατασκήνωση, ουρλιάζοντας, ου ου ούουου... Χτυπούσαν το χέρι στο στόμα. Ξεσήκωναν την κατασκήνωση. Φώναζε ο Αρχηγός που ήταν ο νονός του αδερφού της. Και κάθε πρωί μάζευε φτέρη που είχε πολλή εκεί και στόλιζε την μεγάλη αίθουσα.
*
Χάρης Βασιλάκης
Ο Παράλογος Νοήμων
(απόσπασμα)
Η Ερμιόνη απάντησε καταφατικά, αλλά ο Βαγγέλης δεν την άκουσε, δεν την κατάλαβε καθόλου. Πλέον δεν ήταν στο μικρό μαγαζί ρούχων στο Μοναστηράκι.
Βρισκόταν στα βρόμικα στενά του Πειραιά, τον κυνηγούσαν τρία άτομα. Είχε μόλις καταφέρει να τους τραβήξει μακριά από τη παρέα του που τώρα θα είχε πάει να ζητήσει βοήθεια. Σταμάτησε να τους αντιμετωπίσει, θα τον έφταναν σε λίγο ούτως ή άλλως. Έχει δει ότι κρατάνε μαχαίρια, οπότε ξέρει πως ή κατάσταση είναι σοβαρή.
«Οκ, ήρεμα, φίλε, δε θα κάνω τίποτα» είπε στον έναν από τους τρεις που τον πλησίαζε απειλητικά.
Σαν απάντηση ο εχθρός τον έβρισε και έκανε επίθεση με το μαχαίρι του. Με μια απότομη κίνηση κατάφερε να τον αφοπλίσει, να πάρει το όπλο στην κατοχή του και να τον απειλεί ο ίδιος με αυτό.
«Όλοι πίσω!» φώναξε ο Βαγγέλης. «Όλοι πίσω αλλιώς...»
«Ποιος είναι αυτός απ' έξω;»
«Πώς;»
«Κάποιοι μιλάνε έξω από το μαγαζί».
Η Ερμιόνη τού έδειχνε από πίσω του, έξω από τη τζαμαρία.
Ξεφύσηξε.
«Τι κοιτάνε, τις φόρμες;»
Έξω από τη τζαμαρία βρίσκονταν τρία άτομα. Αμέσως αναγνώρισε τον έναν. Ο βλαμμένος ο Άλεξ. Γρήγορα πέρασε τα ράφια των τζιν και άνοιξε τη πόρτα. Έξω στεκόταν αμήχανα ένα ζευγάρι, “Large” νούμερο μπλούζας ο άντρας, “Small” η γυναίκα, παντελόνι του φαινόταν να φοράνε το ίδιο νούμερο, η γυναίκα είχε χοντρά μπούτια και κώλο.
«... ξέρω εσείς δεν τα παίρνετε σαν άλλους, αλλά...»
Τους μίλαγε ο Άλεξ, ενώ κούναγε τα χέρια του σαν να ήταν ελατήρια. Παρ' όλ' αυτά όμως, αν τον έβλεπε κάποιος για πρώτη φορά θα τον περνούσε για έναν κανονικό τύπο ή τουλάχιστον τόσο κανονικό όσο οι περισσότεροι σήμερα.
«Παρακαλώ, άμα σας ενδιαφέρει κάτι μπορείτε να περάσετε και μέσα».
Το ζευγάρι απάντησε αρνητικά και έμεινε ο Βαγγέλης με τον Άλεξ να τους κοιτάνε να φεύγουν.
«Ρε, θα με αφήσεις ήσυχο, το στανιό μου; Αλλού δε σου αρέσει, μόνο σε αυτό το σημείο πρέπει να περνάς την μέρα σου; Και ημέρα που είναι τελείως ασ.. Λοιπόν άκου, αν σε ξαναδώ κοντά στο μαγαζί, με κλοτσιές θα σε διώξω».
«Σσσσσ. Με καπιταλιστές δε διαπραγματεύομαι».
«Ε, αυτό ήταν. Φύγε! Φυγε, ουστ από εδώ».
Άρχισε να τον κλωτσάει στα παπούτσια και στα πόδια.
«Πώς τολμάς! Ξέρεις ποιός είμαι εγώ; Έχω ζήσει χιλιετίες και χιλιετίες, μπροστά σου έχεις μια θεότητα!»
Φώναζε, την ώρα που τα χέρια του μια έδειχναν τον εαυτό του και την άλλη τεντώνονταν στον ουρανό. Τελικά βρήκε καταφύγιο πάνω σε ένα κολωνάκι, από αυτά τα μικρά που τα βάζουν στα πεζοδρόμια, ώστε να μην σταθμεύουν αυτοκίνητα. Με όλο αυτό το σκηνικό είχαν τραβήξει τη προσοχή από γειτονικούς μαγαζάτορες και υπαλλήλους. Ορισμένοι είχαν αρχίσει να έρχονται από τη πλατεία και με όλη αυτή τη προσοχή ο Άλεξ δεν έχασε την ευκαιρία να απευθυνθεί στο κοινό του.
«Βεβαίως, κυρία μου, εγώ ξέρω πολλά. Όταν μιλάει ο Άλεξ, ακούς τον Άλεξ. Μέχρι και ευχές κάνω πραγματικότητα, αλλά είσαι έτοιμη να πεθάνεις για τα θέλω σου; Δε νομίζω».
Η φοβισμένη τώρα κυρία περπάταγε πιο γοργά. Ο Άλεξ γύρισε σε άλλον περαστικό.
«Μάλιστα και το όνομα Αλλάχ που προσκυνούν οι ανατολίτες, από εμένα βγήκε. Όταν οι μάγισσες του μεσαίωνα φώναζαν το όνομα μου για να τις λυτρώσω από τα μαρτύρια τους, φώναζαν “Αχ Άλεξ Αχ Άλε Αλλάχ!”. Πλέον όμως δε ξέρετε, καπιτάλες χριστιανοί, τι είναι δημιούργημα του παρελθόντος και τι του μέλλοντος».
Και τί της φαντασίας σου, είπε από μέσα του ο Βαγγέλης ενώ οπισθοχωρούσε στο μαγαζί όσο πιο διακριτικά μπορούσε.
*
Ελένη Γεωργοπούλου
Απόσπασμα από μυθιστόρημα
Γινόταν χαλασμός με τα πατίνια μας. Είχαν μπροστά και πίσω σιδερένια ρουλεμάν και, όπως τσουλούσαμε πάνω κάτω στην τσιμεντένια βεράντα, ήταν μεγάλη απόλαυση. Με είχε συνεπάρει μια άγρια χαρά και αντιμαχόμουνα όλα τ' αγόρια. Το περίμενα πολύ καιρό. Η μαμά δε μ’ άφηνε. Παρακάλεσα πολύ τον μπαμπά και τα κατάφερα.
- Ναι αλλά μαζί με τον αδερφό σου, θα το έχετε μαζί.
- Πότε; Πότε θα μας το φέρεις ;
- Θα πω στον Χρήστο, στο μηχανουργείο και όποτε αδειάσει θα σας το φτιάξει. Δε γίνεται ν’ αφήσει τη δουλειά του. Θα κάνετε λίγο υπομονή .
Κοιτιόμαστε με τον αδερφό μου. Έχουμε κάνει την ίδια σκέψη. Ο θείος μένει κοντά μας στο πάνω μέρος της πλατείας. Δε μας χαλάει χατίρι. Θα του το πούμε και σίγουρα θα βρει σύντομα χρόνο για μας. Όλοι τον φωνάζουν καλλιτέχνη, γιατί ό,τι φτιάχνει είναι πολύ ωραίο. Βάζει μεράκι και αγάπη στα δημιουργήματά του.
Όλο το πατίνι είναι ξύλινο. Το μέρος που πατάμε το πόδι είναι φαρδύ και μακρύ. Χωράμε να μπούμε και δυο άτομα μαζί. Το τιμόνι είναι καλοζυγισμένο και στο μπόι μας. Ρολάρουμε σαν τρελοί ένας -ένας. Είναι πιο ελαφρύ έτσι και κυλάει γοργά. Πετάμε τα παλτά μας στην άκρη και δεν χορταίνουμε να παίρνουμε φόρα και να κυλάμε με ταχύτητα. Η βεράντα μας φαίνεται απίστευτα μικρή. Φρενάρουμε επιτήδεια, ώστε να προκαλέσουμε την προσοχή όλων και πάλι χυνόμαστε με φούρια μπροστά. Τρελή χαρά. Διασκεδάζουμε και με τη βουή που κάνουν τα ρουλεμάν, καθώς ο ήχος διαπερνώντας τα κατεβασμένα σιδερένια ρολά, ανακλάται μέσα στις τεράστιες κενές σιταποθήκες και επιστρέφει δυνατότερος και εκκωφαντικός. Κανείς δεν ακούει κανέναν. Τα γέλια και οι τσιρίδες μας ανακατεύονται με αυτόν τον απίστευτο ήχο και γίνεται ένα τρελό πανηγύρι. Μόνο εδώ υπάρχει τσιμέντο για να πατινάρουμε έτσι. Το πατίνι δεν τσουλάει στο χώμα. Αυτό είναι παιχνίδι. Από τον ενθουσιασμό μου είναι σαν να μην πατάω στη γη. Κυριολεκτικά πετάω στα σύννεφα. Τι όμορφα που είναι. Καταχάρηκα την παρέα, τις κόντρες και το νέο μας απόκτημα. Δε θέλω να τελειώσει ποτέ αυτό το απόγευμα. Οι αποθήκες είναι στην άκρη του χωριού και πρέπει να σταματήσουμε, γιατί σουρουπώνει. Ήδη έχουν καταφτάσει κάποιες απ' τις μανάδες μας και φωνάζουν να μαζευτούμε. Αύριο πάλι.
Το μάτι μου παίρνει μια κίνηση στο κοντινό σπίτι. Κινείται αυτός ο παππούς! Θα ’λεγα πως ήταν ένα με το βράχο που καθόταν, ένα με το χώμα που πατούσε τα πόδια του. Τον πρόσεξα και όταν ήρθαμε νωρίς το απόγευμα για παιχνίδι. Είχε στερεωμένη την πλάτη του στον τοίχο και ήταν διπλωμένος στα δυο με τα πόδια λυγισμένα και τα γόνατα, ένα από δεξιά και ένα από αριστερά, ν' ακουμπάνε σχεδόν στα μάγουλά του. Φορούσε τραγιάσκα χαμηλά στο μέτωπο και, όπως προσπάθησα να δω τα μάτια του, μου δημιούργησε μια θλίψη. Σαν να κρυβόταν πίσω από τα πόδια του. Καλησπέρισα, αλλά δεν μου απάντησε. Τώρα σηκώθηκε κι εκείνος να μπει μες στο σπίτι και πράγματι έχει πολύ ψηλά και αδύνατα πόδια. Περπατάει με τρεμάμενα βήματα. Να πω καληνύχτα; Έχει γυρίσει την πλάτη. Τρέχω να προλάβω τ' άλλα παιδιά.
Εγκαταλείπουμε την παρέα με τον αδερφό μου και στρίβουμε να μπούμε στο πατρικό του μπαμπά. Όταν είμαστε στην πάνω γειτονιά, πάντα μπαίνουμε να δούμε τον παππού και τη γιαγιά . Ξέρουμε ότι η γιαγιά θα μας ξεπροβοδίσει γρήγορα και θα μας πει «π' αγάλια, αγάλια» καθώς θα περνάμε το στενό δρομάκι με τις πέτρες και τις λακκούβες. Όλο σκουντουφλάμε εκεί. Το κάνουμε πια και λίγο επίτηδες, για ν΄ακούσουμε τη γνωστή φράση. Γελάμε και λέμε «στραγάλια , στραγάλια».
Το ράδιο είναι στο παράθυρο και στη διαπασών. Δε φαίνεται κανείς. Καθόμαστε στο πεζουλάκι και περιμένουμε να μας δουν τους μουσαφίρηδες. Να ξελαχανιάσουμε και λίγο. Καλώς το ανδρόγυνο, μας λένε πάντα, καλώς το ζευγαράκι. Είμαστε δίδυμα με τον αδερφό μου, διπλάροικα, όπως λέει και η μαμά και πάντα μας καλωσορίζουν με τέτοιες κουβέντες. Μάλλον δε γύρισαν απ' το άρμεγμα, αυτοί εδώ έχουν πάντα δουλειές. Ο θείος Γιώργος έχει πρόβατα και ζει με τον παππού και τη γιαγιά. Το ραδιόφωνο τσιρίζει πάνω απ' τα κεφάλια μας. Ο θείος αγαπάει πολύ τα θεατρικά όπως «Η Γκόλφω και ο Τάσος» και τα δημοτικά τραγούδια. Πολλές φορές είναι στη δουλειά και το ράδιο παίζει μόνο του. Τώρα κάτι άλλο λέει. Ακούω .
-Αναζητείται ο Επαμεινώνδας Κλάρας από το Μυρόφυλλο Τρικάλων Εξηφανίσθη από το χωριό του την 5ην Απριλίου 1948. Τον αναζητούν οι γονείς και τα αδέρφια του.
Αναζητείται ο Δημήτριος Ράπτης από το Μικρό Χωριό Ευρυτανίας. Εξηφανίσθη την 22αν Απριλίου 1948. Τον αναζητούν οι γονείς του. Όποιος έχει πληροφορίες να επικοινωνήσει με το αρμόδιο τμήμα του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και..., συνεχίζεται ένας μακρύς κατάλογος με ονόματα εξαφανισθέντων.
-Άντε , άντε πάμε για το σπίτι, τι στρογγυλοκαθήσατε !
Ο μεγαλύτερος αδερφός μου μαζεύτηκε κι αυτός, αλλού έπαιζε. Άρπαξε και το πατίνι και το πήρε γρήγορα κι εμείς τρέξαμε στο κατόπι του για την κάτω γειτονιά. Ο δάσκαλός μας άνοιξε μια συζήτηση για τους ηλικιωμένους ανθρώπους τις προηγούμενες μέρες.
-Θα τους καλημερίζετε και θα τους καλησπερίζετε κι ας μη σας απαντάνε. Έχουν στεναχώριες οι μεγάλοι. Παίρνουν μια χαρά απ' αυτό κι ας μην το δείχνουν .
Ρώτησα τον πατέρα μου γι' αυτόν τον παππού κι έμαθα την ιστορία του. Τον έχει φάει ο καημός του παιδιού του, γι' αυτό είναι έτσι. Ζει, μου είπε, ο γιος του, αλλά δεν γίνεται ν΄ ανταμώσουν. Είναι στο σιδηρούν παραπέτασμα. Είναι κάποιες χώρες που έχουν κλειστά τα σύνορα και ούτε εμείς να πάμε μπορούμε και ούτε εκείνοι να ’ρθούνε. Εκεί είναι κι η θεία σου η Κλειώ κι άλλα παιδιά από την περιοχή μας.
Ώστε αυτός ο παππούς έχει τον ίδιο καημό με τη δικιά μου γιαγιά;
Έχει η μαμά ένα κόκκινο ύφασμα μάλλινο μέσα στην ντουλάπα και όταν δείχνει τα προικιά που μου φτιάχνει στις ανιψιές της, βγάζει κι αυτό το ύφασμα.
-Όταν έρθει λέει η αδερφούλα μου, θα της το ράψω. Το αγόρασε ο πατέρας μας για κείνη, μα δεν προλάβαμε να το ράψουμε.
Τη φωνάξαν τη μάνα μου μια μέρα στην αστυνομία και της είπαν πως η αδελφή της ζει στη Ρωσία και γέννησε δίδυμα αγοράκια. Ήρθε σήμα απ' τον Ερυθρό Σταυρό. Γύρισε κλαμένη και νευριασμένη. -Δε ντρέπεστε, καλέ, τους είπε, να παίζετε με τον καημό μας. Επίτηδες τα λένε για να μας διαβάλλουν ότι δεν είμαστε χρηστών ηθών. Ότι η αδερφή μου είναι μια κοινή γυναίκα του σκοινιού και του παλουκιού. Άκου δίδυμα.
Ωστόσο κι εγώ με τον αδερφό μου δίδυμα είμαστε. Ποιο είναι το παράξενο; Η γιαγιά μου έκλαψε πολύ κι έκλαψα κι εγώ. Και θέριεψε μέσα της η ελπίδα πως θα ξαναδεί το παιδάκι της.
-Θα προλάβω να τη δω πριν πεθάνω; λέει και ξαναλέει .
Τώρα καταλαβαίνω πώς εξαφανίσθηκαν όλοι εκείνοι, που το ραδιόφωνο εκ μέρους του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού αραδιάζει τα ονόματά τους κάθε απόγευμα στην αυλή του θείου Γιώργου. Κάποιος πόλεμος. Αδερφοκτόνος πόλεμος, που κανείς δε θέλει να θυμάται.
*
Χριστίνα Δεληγιάννη
Ποιος είμαι; (Άνθρωπος)
Είμαι γυναίκα:
Όχι μικρή ούτε πολύ μεγάλη. Δεν είμαι όμορφη ούτε και άσχημη. Δεν είμαι χοντρή ούτε και αδύνατη. Δεν βλέπω πολύ καλά αλλά δεν είμαι και τυφλή. Δεν είμαι έξυπνη αλλά δεν είμαι και βλάκας. Δεν είμαι άνεμος πατάω στη γη, δεν είμαι φεγγάρι αλλά ανήκω στον ουρανό. Δεν είμαι ήλιος αλλά ζεσταίνω, δεν είμαι φως αλλά φωτίζω, δεν είμαι λουλούδι αλλά ανθίζω, δεν είμαι σπόρος αλλά καρποφορώ, δεν είμαι Χριστός αλλά αγαπάω, δεν είμαι Θεός αλλά συγχωρώ.
Ποιος είμαι; (άνθρωπος)
Είμαι γυναίκα:
Είμαι το σφάλμα των γεννητόρων μου, είμαι η ελπίδα των γονιών μου, είμαι οι τύψεις των παιδιών, είμαι το άλφα ή το ωμέγα;
Ποιός είμαι; (άνθρωπος)
Είμαι γυναίκα:
Είμαι η προσφορά ή η ζήτηση, είμαι η αγορά ή η πώληση, το γλυκό ή το φαρμάκι, το σώμα ή η ψυχή, το άσπρο ή το μαύρο, το λουλούδι ή το αγκάθι, το κλειδί ή η κλειδαριά, το ποτήρι ή το κρασί; Είμαι το τίποτα ή όλα αυτά μαζί;
Ποιός είμαι; (άνθρωπος)
Είμαι γυναίκα:
Ήμουν το μηδέν και έγινα το ένα, ήμουν το μικρό και έγινα το μεγάλο, ήμουν το άχρηστο και έγινα το χρήσιμο, ήμουν το λίγο και έγινα το πολύ.
Ποιός είμαι; (άνθρωπος)
Είμαι γυναίκα:
Τεμπέλες μνήμες μου μη με λησμονάτε, θυμίστε με ποια είμαι; Ποια θεϊκή δύναμη σχημάτισε τη σκιά μου και της έδωσε πνοή; Θύμισες μου μη μ’ εγκαταλείπετε, πέστε μου ποιος δρόμος μ’ έφερε εδώ; Ποια αστερόσκονη ζωγράφισε το κύτταρό μου και μ’ έδωσε ζωή;
Ήμουν ο παραπεταμένος σπόρος του τίποτα που φύτρωσε στο πάντα; Είμαι το χθες, είμαι το σήμερα, είμαι το όχι μαζί με το ναι, είμαι η μήτρα ή το έμβρυο, είμαι ο κύκλος ή η τελεία, είμαι είμαι…
Αγάπες, λύπες, φιλία και πόνος, δάκρυα και χαρά, αγκαλιάστε με, κρατήστε με στην αγκαλιά σας, να νιώσω την παρουσία σας, να νιώσω ότι ΖΩ.
Ποιος είμαι; (άνθρωπος)
Είμαι γυναίκα: ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ
*
Χριστίνα Κοψιδά
Ο… μάγος
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Εγώ η Φανή
Στεκόταν εκεί, αγέρωχος. Μιλούσε με τα μάτια. Εκείνα που οι ρυτίδες είχαν από καιρό αυλακώσει. Δύο κόρες φωτεινές και μαύρες σαν τον έβενο μαρτυρούσαν τη ζωή που τα πλημμύριζε.
Τα χέρια του χάιδευαν μηχανικά ένα κομμάτι ξύλο που χρησίμευε σαν μαγκούρα και είχε επάνω σκαλισμένα κομμάτια της δικής του ιστορίας, μιας κακοτράχαλης πορείας κι αναζήτησης. Κοιτούσε επίμονα ένα άγριο, κατακίτρινο λουλούδι χαμένος στις σκέψεις του. Ούτε που κατάλαβε το παιδί που είχε καθίσει απέναντί του και παρακολουθούσε τις νωχελικές του κινήσεις.
-Τι σκέφτεσαι; τον ρώτησε και διέκοψε την περισυλλογή του.
Εκείνος έκανε μια απότομη κίνηση, σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον μικρό.
-Τον θάνατο, αποκρίθηκε.
- Γιατί;
-Μάλλον μεγάλωσα πολύ και δεν βρίσκω πια έναν έστω τόσο δα μικρό λόγο για να ζω, είπε κι έδειξε μπροστά του μια μικρή γραμμή που είχε χαράξει στο χώμα με τη μαγκούρα του.
Το παιδί έτρεξε σαν τον άνεμο, έκοψε το κίτρινο λουλούδι και χάθηκε στη σιγή του δάσους. Ο γέρος έμεινε ακίνητος, να κοιτάζει ένα λουλούδι που πλέον δεν υπήρχε. Κι όμως, έμοιαζε σαν να ήταν ακόμα εκεί...
Ένα πουλί σιγόκλαιγε. Ο ήλιος έδυε σιωπηλά, αφήνοντας πίσω του χρωματιστές γραμμές στο μισοσκόταδο.
☼
Η ΑΡΧΗ
Σε ένα άλλο δάσος, πιο κρύο κι αφιλόξενο, βρισκόμουν εγώ. Ηλιοβασίλεμα. Έβγαινα και χόρευα ξυπόλητη στις ταράτσες των “σπιτιών”, των σπιτιών που πέρασα. Γιατί ποτέ δε στάθηκα σε ένα μέρος. Από το σπίτι των γονιών μου όπου μεγάλωσα –αλλά ουσιαστικά ποτέ δε στάθηκα- το σπίτι της ανεξαρτητοποίησής μου, μα ας μη μακρηγορώ, βρήκα αρκετές ταράτσες.
Εγώ η Φανή, η “Σαλώμη”, η “Δαλιδά”, υπήρξα πάντα ένα βουλωμένο γράμμα και ήρθε η στιγμή να ανοίξω αυτόν τον κιτρινισμένο φάκελο. Ας μην αρχίσω να μιλάω για μένα. Το βρίσκω αρκετά εγωιστικό.
Ορίστε λοιπόν, η αρχή της αρχής μου! Η γλυκύτατη μητέρα μου. Ένα ήρεμο, φιλήσυχο πλάσμα; Όχι, κάθε άλλο. Μια αεικίνητη, νευρική μα άκρως δημιουργική γυναίκα. Άρχισε να ξετυλίγει το νήμα της σαν ένα άμυαλο κοριτσάκι που παντρεύτηκε, παιδί ακόμα, κι έκανε δικά του παιδιά και παρέμεινε σε ορισμένα σημεία μέχρι σήμερα εκείνο το μικρό άμυαλο κορίτσι των δεκαεπτά της χρόνων. Αναρωτιέμαι αν την είχα δει ποτέ ευχαριστημένη. Πάντα φάνταζε ανήσυχη, να αναζητεί κάτι καλύτερο, μα κι αυτό να το βρίσκει μέτριο, να συνεχίζει την αναζήτηση αγχωτικά.
Είχε άθελά της μπει σ’ έναν δρόμο αυτοκαταστροφής. Το μυαλό της κατέτρωγε το σαράκι ενός αποτυχημένου γάμου. Όλα είχαν ξεκινήσει από μια λανθασμένη κίνηση. Κι εκεί βρισκόταν το μαγικό κλειδί! Αυτό που έκλεινε τις πόρτες της επικοινωνίας στο σπίτι και άνοιγε σε μένα την πόρτα της ταράτσας. Εκεί ήμουν η “Σαλώμη”. Πλημμυρισμένη από μία αίσθηση μοναδικότητας, όταν τα πέλματά μου ακουμπούσαν το κρύο δάπεδο και παραδινόμουν στην έκσταση . Γέμιζα δύναμη με το χορό μου, αυτοπεποίθηση, ζωή. Όσα καθημερινά μου έκλεβαν…
*
Έλλη Κωνσταντίνου
Σαφάρι
Ο πατέρας μου έλειπε συχνά σε σαφάρι∙ χακί αμπέχωνο και ένα μπεζ παντελόνι με τσάκιση ξυράφι, μήπως χρειαστεί να σταματήσει στο γραφείο, να κυνηγήσει λίγο μικροαστισμό και ματαιοδοξία (ήταν εύκολο και άφθονο κυνήγι απ’ ό,τι έλεγε). Στην δεξιά τσέπη οι σφαίρες για τις ύαινες, στην αριστερή οι πιο μεγάλες, για τ’ αφεντικά.Φορούσε πάντα πράσινες γαλότσες για τις λάσπες και τις συνεδριάσεις. Δεν του άρεσε να λερώνεται σε καμία περίπτωση, ήταν ξεκάθαρο.
Έφευγε νωρίς το πρωί μ’ ένα πορτοκαλί αερόστατο που το έδενε στην ταράτσα, δίπλα στο πλυσταριό, και το φόρτωνε με κάτι τεράστια καλειδοσκόπια.
«Μεγάλη σπατάλη» γκρίνιαζε η μαμά, και προς μεγάλη της ευχαρίστηση κάθε που κόντευε να τελειώσει ο μήνας πηγαινοερχόταν με το λεωφορείο. Του τέλειωναν βλέπετε οι ελπίδες - συγγνώμη τα χρήματα ήθελα να πω - και έπρεπε αναγκαστικά να κάνει οικονομία.
Πάντως πρέπει να ομολογήσω ότι μάλλον δεν ήταν καλός κυνηγός. Δεν θυμάμαι να έφερε ποτέ τίποτα. «Δεν βάζω εγώ τομάρια στο σπίτι μας» έλεγε στην μαμά που τον υποδεχόταν πάντα σαρκαστικά.
Ένα απόγευμα χάρισε το αερόστατο σε κάτι ζητιανάκια της γειτονιάς, μας έκανε γονική παροχή τα καλειδοσκόπια, έβγαλε και το αμπέχωνο, και βούλιαξε στον παλιό καναπέ της κουζίνας.
«Δεν ξαναβγαίνω από το σπίτι είπε» σήμερα κόντεψα να πεθάνω. Με πέρασαν για θήραμα. «Ο καινούργιος διευθυντής» φώναζαν και ξαφνικά με σημάδευαν όλοι οι φίλοι μου.
Ξεκίνησε να καπνίζει και όταν έφτασε στο 59ο τσιγάρο τον χάσαμε.
Στην κηδεία του είχε εκατοντάδες κόσμο. Ορτύκια, κολιμπρί, μπεκάτσες, λιοντάρια, αηδόνια, ελάφια, φασιανούς και άλλα μυστηριώδη πολύχρωμα πλήθη.
«Σα φάροι ήταν τα μάτια του» μουρμούριζαν όλοι μαζί μοιρολογώντας.
Η μαμά μου απαγόρεψε την είσοδο στα κοράκια, σε όσους κρατούσαν μαύρες ομπρέλες, τα ερπετά και τους κουστουμαρισμένους.
Φαίνεται τελικά τον αγαπούσε.
*
Εύη Μαραζοπούλου
Διπλή όψη
Τη συνάντησα στα μαθήματα δημιουργικής γραφής. Όχι στα δια ζώσης, στα εξ αποστάσεως. Από το πρώτο μάθημα μου έκανε εντύπωση. Φορούσε μια μάσκα, από ύφασμα που στο επάνω και κάτω τελείωμά της είχε μαύρα στρασάκια. Στα πρώτα μαθήματα σκεφτόμουν ότι μπορεί να έτυχε, να βρισκόταν σε δημόσιο χώρο. Μα, όχι, φαινόταν πίσω στο φόντο, μια βιβλιοθήκη στο βάθος και τα λαμπάκια που άναβαν στη μια μεριά της. Περίεργα πράγματα, σκέφτηκα.
Μέχρι το δέκατο και τελευταίο μάθημα, η Λεϊλά, έτσι την έλεγαν, δεν έβγαλε ούτε σ’ ένα τη μάσκα. Σε κάθε μάθημα εμφανιζόταν και με μία υφασμάτινη μάσκα διαφορετικού χρώματος, από την οποία ξεχώριζαν τα μάτια της. Δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ, άκουγε και σημείωνε. Στο τελευταίο μάθημα, ανταλλάξαμε ευχές, και χαμόγελα. Όλοι, εκτός από τη Λειλά, που ούτε τότε δεν έδειξε το πρόσωπό της. Μας χαμογέλασαν μόνο μάτια της.
Το ίδιο βράδυ, δεν κρατήθηκα, της έστειλα μέιλ. Κατάλοιπα της καραντίνας. Για ΄μενα τουλάχιστον, που ξαφνικά έγινα πιο θρασεία και περίεργη. Της είπα τη γνώμη μου για το έργο της, έγραφε την ιστορία ενός κοριτσιού μ’ ένα σκυλάκι, και ύστερα, την ρώτησα, ξεκάθαρα, γιατί; Γιατί να φοράει μάσκα στο ίδιο της το δωμάτιο; Άραγε ήταν λόγω της θρησκείας της, ή είχε συνηθίσει τόσο πολύ σ’ αυτήν; Μου απάντησε αργά το ίδιο βράδυ:
Αγαπητή Εύη,
Απ’ ότι καταλαβαίνω, σε γέμισα ερωτηματικά, κι εσένα, και ίσως κι άλλους από την τάξη μας, αν θέλεις, είμαι έτοιμη να σου πω την ιστορία μου, αύριο σε βιντεοκλήση στο φέισμπουκ.
Το ραντεβού επιβεβαιώθηκε. Η Λειλά εμφανίστηκε και πάλι στην οθόνη με μάσκα. Αυτήν τη φορά φορούσε μία με μεγάλα λουλούδια, που ξεχώριζε το κόκκινο και το λευκό.
Της χαμογέλασα και εκείνη άρχισε να μου διηγείται.
-Είμαι είκοσι τεσσάρων ετών, από το Αφγανιστάν.
Μέχρι τα οκτώ, ζούσα εκεί, στη Χεράτ, πόλη εύφορη και ζεστή. Οι γονείς μου ήταν αγρότες, η μάνα δηλαδή, δούλευε στα χωράφια, στα καλαμπόκια, και ο πατέρας, έπαιρνε το εμπόρευμα και το πουλούσε στους δρόμους. Εγώ στο σπίτι, έκανα τις δουλειές και πρόσεχα τον Γιόνι, τον μικρό μου αδερφό. Ήταν Σεπτέμβριος, αρχές, η μάνα έτρεχε σε δυο αφεντικά, τέσσερις μέρες πήγαινε στα καλαμπόκια και τις άλλες τρεις στο βαμβάκι. Ο πατέρας γύριζε αργά το βράδυ με καλό μεροκάματο. Η μάνα αποφάσισε να μου μάθει να μαγειρεύω, ρύζι βραστό, σκέτο, με λίγη κανέλα για άρωμα και νοστιμιά. Την παρακαλούσα να μου ψήσει ένα καλαμπόκι, ο Γιόνι έκλαιγε, δεν μας άφησε ποτέ.
-Αυτά είναι το μεροκάματό μας, έλεγε, δεν είναι για ευχαρίστηση.
Στο σπίτι, ένα δωμάτιο δηλαδή, κάτω κοιμόμασταν όλοι μαζί, δεν είχαμε φούρνο. Αυτόν, τον έμαθα στη Σμύρνη, χρόνια μετά. Η μάνα έβαλε το γκαζάκι στον πάγκο, μου έδειξε πώς ανάβει, μου έδωσε την κατσαρόλα και μια κούπα ρύζι κι έφυγε. Δεν κατάλαβα πώς έγινε, ακόμη και σήμερα, δεν ξέρω τι έκανα λάθος. Το μόνο που ξέρω είναι ότι έχασα τον αδερφό μου, το σπίτι κάηκε και ΄γώ, να, δες, είπε, και κατέβασε τη μάσκα της. Τα τροφαντά της μάγουλα καλύπτονταν από κόκκινες γραμμές, παχιές και ακανθώδεις, σαν αναρριχητικά φυτά, που όσο και αν είχαν πουδραριστεί, αυτές ξεπρόβαλλαν, μέσα από τις στρώσεις του μέικαπ, που έτρεχε κι αυτό, μαζί με τα δάκρυά της.
-Οι γονείς σου;
-Δεν ξέρω.
-Τι εννοείς, δεν ξέρω;
- Δεν ξέρω.
Ο Γιόνι έτρεχε στο σπίτι πάνω κάτω με τις φλόγες, ούρλιαζε, η πόρτα δεν άνοιγε, το τζάμι στο παράθυρο έσπασε. Να, αυτό, είπε δείχνοντάς μου μια ουλή στο δεξί της μάγουλο το έχω από το τζάμι. Προσπάθησα να πιάσω τον Γιόνι, δεν μπορούσα. Δεν είχα επιλογή, έπρεπε να σωθώ. Βγήκα κι άρχισα να τρέχω, να τρέχω. Έφτασα στον σταθμό. Μπήκα στον τρένο. Τα ρούχα μου μες στην κάπνα και στο αίμα. Με πήρε μία κυρία από το χέρι και με έπλυνε, με ρώτησε για τους γονείς μου, «νοσοκομείο, θέλεις», μου φώναζε και με κουνούσε από το χέρι. Η κυρία κατέβηκε στο Τοργκούντι. Η Ταλάγια μου. Με πήρε μαζί της, εγώ και άλλα τρία παιδιά, τα αδέρφια μου. Στα δεκαοχτώ παντρεύτηκα. Ο άνδρας μου είναι μάγειρας, πήγαμε πρώτα στην Σμύρνη, και μετά, ήρθαμε εδώ. Θέλει να μαζέψουμε χρήματα και να πάμε στη Γερμανία. Εκεί, λέει, είναι καλά να κάνουμε οικογένεια. Θα έχουμε ασφάλεια. Με δέχτηκε από την αρχή, μ’ αγαπάει έτσι, όπως είμαι. Μου είπε ότι η ομορφιά είναι στην ψυχή και όχι στο πρόσωπο, αυτό φθείρεται, η ψυχή ανθίζει και η δική σου Λεϊλά μου, είναι λουλουδένια, αυτό μου είπε. Κόμπιασε.
Της χαμογέλασα.
-Κι πάλι όμως, ντρέπομαι, δεν μπορώ να κάνω τίποτε, να φύγουν τα σημάδια.
- Ποια σημάδια Λεϊλά, του προσώπου ή της ψυχής;
-Κυκλοφορούσα με την μαντίλα και πάλι ένιωθα άσχημα, αισθανόμουν ότι όλοι, κοιτούσαν το πρόσωπό μου, το κάψιμο. Η μαντίλα δεν έφτανε να το κρύβει, και στις επισκέψεις που πηγαίναμε, οι γυναίκες καθόμασταν στην κουζίνα και την βγάζαμε. Εκεί, ήταν ο εφιάλτης μου. Όλες προσπαθούσαν να γυρίσουν τα μάτια τους αλλού, όμως, κάποιες, πιο περίεργες με ρωτούσαν. Σε καμία δεν είπα την αλήθεια, έλεγα ότι μου πετάχτηκε λάδι όταν ήμουν μικρή.
-Ντρέπομαι.
-Δεν υπάρχει λόγος.
- Δεν κατάλαβες. Ντρέπομαι γιατί τώρα, με την πανδημία, χάρηκα. Ναι, αλήθεια χάρηκα! Ανασαίνω κανονικά. Ίσως και να ΄ναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που μπορώ να κυκλοφορώ ελεύθερη. Δεν φοράω μόνο εγώ μάσκα, αλλά όλοι. Και το καλύτερο, ακόμη και στις επισκέψεις που πήγαμε, λόγω του κορονοϊού όλοι φορούσαμε μάσκα. Δεν την βγάζουμε ποτέ. Εδώ και έναν χρόνο κανείς δεν κοιτά τις ουλές μου. Παλιά, κάποια βράδια ευχόμουν να γίνει κάτι και μ’ έναν μαγικό τρόπο να μην τις βλέπει κανείς, να είμαι σαν τους άλλους, να μην με ρωτάει κανείς γιατί, και πώς. Ο Θεός μ’ άκουσε. Μου έστειλε αυτό που ζητούσα. Για πρώτη φορά νιώθω καλά. Μα, ντρέπομαι, γιατί σκέφτομαι ότι το δικό μου καλό, η δική μου ευτυχία, είναι βάσανο για τους άλλους. Αυτή που σε μένα δίνει ασφάλεια και χαρά, σε άλλους έγινε η αιτία δυσφορίας και στεναχώριας. Κι όμως, εγώ δεν ένιωσα ποτέ άλλοτε να αναπνέω τόσο καλά.
- Μείνε σ’ αυτό, τότε Λεϊλά, και τ’ άλλα, άσ’ τα πίσω.
Υπάρχει καλύτερο πράγμα, από το ν’ αναπνέεις ελεύθερα;
*
Βασίλης Μιζάρας
Ένας άντρας προσπαθεί να γράψει για τις κρυφές επιθυμίες των γυναικών. Το αποτέλεσμα είναι μια μεταφεμινιστική νουβέλα με σούπερ ηρωίδες και σεξ.
Η νουβέλα περιγράφει τις περιπέτειες της Όμικρον, μιας σουπερ ηρωίδας γύρω στα πενήντα, που συναισθάνεται τις κρυφές ερωτικές επιθυμίες των φιλενάδων της και τις βοηθάει να τις κάνουν πραγματικότητα.
Όταν άρχισε η περιεμμηνόπαυση, η Όμικρον συνειδητοποίησε ότι διαθέτει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, ως 6η αίσθηση, τις κρυφές σεξουαλικές επιθυμίες των γυναικών. Όχι μόνο αυτό, αλλά μπορεί επίσης να επηρεάσει πράγματα και καταστάσεις ώστε να οδηγήσει με την δύναμη του μυαλού της τις εξελίξεις. Μια πραγματικά σούπερ ικανότητα! Η Όμικρον εγγυάται ότι η πραγματοποίηση της κρυφής επιθυμίας θα οδηγήσει την γυναίκα που βοηθάει στον εντονότερο οργασμό που έχει νιώσει ποτέ στην ζωή της. Προς μεγάλη της έκπληξη η Όμικρον ανακαλύπτει ότι νιώθει ταυτόχρονα και αυτή τον ίδιο έντονο οργασμό.
Η Όμικρον έχει να αντιμετωπίσει μια δύσκολη κατάσταση. Η Μαρίνα, μια παντρεμένη γυναίκα ζει μια ευτυχισμένη ζωή αλλά η ρουτίνα της, την φθείρει ψυχολογικά. Τα νεύρα της χτυπάνε κόκκινο. Αγαπάει την οικογένεια της αλλά αισθάνεται μια ανυπέρβλητη ανάγκη να κάνει μια μικρή επανάσταση και να ξαναζήσει την νεότητα της για μερικά δευτερόλεπτα, όσο κρατάει ένας οργασμός, δηλαδή. Φαντασιώνεται έναν μικρότερο και εξαιρετικά γοητευτικό άντρα. Αυτός είναι κάθε άλλο παρά αδιάφορος. Η φύση της Μαρίνας επαναστατεί και απαιτεί να ξανανιώσει γυναίκα μαζί του. Η Μαρίνα λοιπόν θέλει, αλλά φοβάται μήπως γκρεμίσει την βαρετή καθημερινότητα της, που τόσο αγαπάει. Μια δύσκολη αποστολη για την Όμικρον. Θα φέρει εις πέρας την φαντασίωση της Μαρίνας;
Απόσπασμα
Ο Αλέκος έπιασε την Μαρίνα από την μέση και την κούνησε στον ρυθμό της μουσικής. Μεσάνυχτα, και το Blue Hotel είχε λιγότερο κόσμο. Όσοι είχαν μείνει έπιναν, φλέρταραν και λικνίζοταν. Κανείς δεν τους πρόσεχε. Έκλεισε τα μάτια και δάγκωσε τα χείλια της.
«Φίλα τον!» προώθησε η Όμικρον την σκέψη της στην Μαρίνα.
Χτύπησε το τηλέφωνο της. Ήταν ο άντρας της και δεν μπορούσε να το αγνοήσει.
«...Ναι, ακόμα στο Blue Hotel. Ε, τι να σου πω η Ντίνα δεν ξεκολλάει, και εγώ ειμαι καλή φίλη.... Ναι, φυσικά να πέσεις να κοιμηθείς, μην με περιμένεις.... Εγώ πιο πολύ!»
Το έκλεισε βιαστικά, κοίταξε το τηλέφωνο και αναστέναξε. Ο Αλέκος ήρθε πίσω της, την αγκάλιασε, την φίλησε στο λαιμό και την παρέσυρε προς το πίσω μέρος του μπαρ, σε ένα σκοτεινό σημείο της μακρόστενης μπάρας, όπου δεν υπήρχε ούτε πελάτης ούτε υπάλληλος. Ακουμπήσαν στην ξύλινη μπάρα, ο Αλέκος από την έξω μεριά, με την διαφορά ύψους και τις τεράστιες πλάτες, το σώμα του κάλυπτε την Μαρίνα από τα αδιάκριτα βλέμματα, αν υποθέσουμε ότι κάποιος ενδιαφερόταν ή μπορουσε να δει στην απομονωμένη άκρη του μαγαζιού. Την ξαναφίλησε στο στόμα, ενώ ακούμπησε το χέρι του χαμηλά στο γοφό της, και άρχισε να την χαϊδεύει. Όταν τελείωσαν το φιλί, χαμογέλασε αυτάρεσκα και ενώ την κοιτούσε μεθυσμένα στα μάτια, έβαλε το χέρι του κάτω από την μεταξωτή μπλούζα της.
*
Νικολέττα Μιχαηλίδου
Ιστορίες Εγκλεισμού in progress
Σελιδοδείκτες
Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και άναψε το λαμπατέρ πάνω στο κομοδίνο. Κοίταξε την στοίβα με τα βιβλία που είχε δίπλα της και πάνω σε αυτά το νέο ηλεκτρονικό ρολόι-ξυπνητήρι-θερμόμετρο χώρου που ένα χρόνο μετά ούτε μια φορά δεν είχε ακούσει το κουδούνισμα του για να ξυπνήσει στην ώρα της.
Ακόμα ήταν νωρίς και αποφάσισε να συνεχίσει εκείνο το μυθιστόρημα με την ελπίδα να το ολοκληρώσει. Το είχε από πάντα συνήθεια να διαβάζει ταυτόχρονα πολλά βιβλία και να μην τα τελειώνει, αχ να δεις ξέρω πως λέγεται αυτή η συνήθεια. Το είχε διαβάσει προχθές σε ένα άρθρο αλλά δεν μπορούσε με τίποτα να θυμηθεί. Τέλος πάντων δεν έχει και πολλή σημασία .
Δίπλα της είχε ένα βιβλίο αυτογνωσίας, ένα ψυχολογίας, ένα δοκίμιο, ένα από τα τελευταία best seller και ένα «ελαφρύ» μυθιστόρημα, μια ιστορία αγάπης. Από όλα τα βιβλία κρεμόταν μια φουντίτσα σε διαφορετικό χρώμα που ήταν η άκρη του σελιδοδείκτη. Πήρε το μυθιστόρημα στα χέρια της, γύρισε δυο σελίδες πίσω από τον σελιδοδείκτη -δεν μπορούσε να θυμηθεί που το είχε αφήσει - και ξεκίνησε το διάβασμα.
Απόλυτη σιωπή, άκουγε κάθε ήχο, τον χτύπο της καρδιάς της, το νερό στο λούκι που περνούσε ακριβώς έξω από το παράθυρό της, τον ήχο του λεπτοδείκτη από το ρολόι του σαλονιού, ακόμα και το ψυγείο από την κουζίνα που την χώριζε ένας μακρόστενος διάδρομος από την κρεβατοκάμαρα της. Η ησυχία του σπιτιού της ήταν εκκωφαντική.
Έκλεισε το βιβλίο μετά από μιάμιση σελίδα και σηκώθηκε. Πήγε να πιει λίγο νερό και το άκουγε που κατέβαινε στον λαιμό της. Γέλασε. Θυμήθηκε μια σκηνή από μια σειρά εικοσικάτι χρόνια πριν, το «Λόγω τιμής» που έδειχνε τον Κούρκουλο επί 30’’ να πίνει νερό και να κουνιέται το «καρύδι» στο λαιμό του και μετά τίποτα. Έτσι και αυτή.
Ξάπλωσε πάλι και πήρε το βιβλίο στα χέρια της για να συνεχίσει αλλά το μυαλό της δεν μπορούσε να σταθεί στιγμή, οι λέξεις χόρευαν στα μάτια της. Είχε διαβάσει καμιά τριανταριά βιβλία, είχε μιλήσει με όλους τους γνωστούς και φίλους είχε ήδη τελειώσει δυο σεμινάρια στο skill share ένα για σχέδιο και ένα για πλέξιμο, είχε κάνει τρεις φορές ξεκαθάρισμα (declutter σύμφωνα με τον νέο ορισμό στο you tube) όλο της το σπίτι και οι μέρες της δεν έλεγαν να τελειώσουν .
Αυτό είναι η μοναξιά λοιπόν. Πότε πριν δεν είχε αισθανθεί μόνη. Πότε δεν είχε τόσο χρόνο στη διάθεση της. Μέσα σε δυο μήνες είχε κάνει όλα όσα δεν μπορούσε να κάνει τα τελευταία δέκα χρόνια λόγω της απαιτητικής καθημερινότητας της .
Μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί της και η τρομακτική σκέψη ότι αυτό που ζούμε τώρα δεν θα τελειώσει πότε. Κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε για να διώξει τις μαύρες σκέψεις λες και ήταν ένα «ζουζούνι» που είχε πέσει στα μαλλιά της. Προς στιγμήν «ζήλεψε» την φίλη της, την τελευταία φορά που μιλούσαν της έλεγε ότι δεν προλαβαίνει μέσα στο σπίτι με δυο παιδιά και ταυτόχρονη τηλεκπαίδευση και δεν έχει καταλάβει πως πέρασαν οι μήνες. Όπως και να έχει και οι δυο είχαν τερματίσει τις αντοχές τους. Τι καλά να μπορούσαμε να αλλάξουμε για λίγο θέση.
Να γέμιζε το άδειο της σπίτι φωνές και γέλια, να την είχε κάποιος ανάγκη, να είχε μια αγκαλιά, να κρατούσε ένα χέρι, να αναζητούσε την μοναξιά όπως παλιά.
Έριξε το βιβλίο στο πλάι και την πήρε ο ύπνος. Η μωβ φουντίτσα του σελιδοδείκτη έμεινε στο χέρι της να την κρατάει σφιχτά.
*
Μικρού Ιωάννα
Το μπαλκόνι του τετάρτου ορόφου
(απόσπασμα από σπονδυλωτό αφήγημα)
«Είμαι τσίφτης γάτος, γάτος μουστακάτος, Θέμος ο μάγκας, μάγκας και γυναικάς», κούνησε την ουρά του στο ρυθμό ο κεραμιδόγατος της οδού Ελευθερίας 26. Ζούσε στη ταράτσα, ήταν αγαπητός σε όλους τους ένοικους, και όμως κανείς δεν το συγκινούσε όπως η Άναμπελ. Είχε δημιουργήσει ιδιαίτερο δεσμό μαζί της.
Η Άναμπελ και ο κεραμιδόγατος είχαν ένα κοινό, μεγάλωσαν χωρίς πατέρα. Δεν ήταν τυχαίο που οι Αριστόγατες ήταν η αγαπημένη τους ταινία. Κάθε απόγευμα η Άναμπελ έβαζε τη κασέτα στο βίντεο, καθόταν μπροστά από την τηλεόραση στην άκρη του κρεβατιού και με διάπλατα μάτια παρακολουθούσε τις περιπέτειες των Μαρί, Μπερλιόζ και Τουλούζ. Ο κεραμιδόγατος το ανακάλυψε έξι μήνες πριν, όταν έκοβε βόλτες στο μπαλκόνι του τετάρτου ορόφου ψάχνοντας το μπολάκι με γάλα που συνήθως του άφηνε η μαμά της Άναμπελ. Αφού ολοκλήρωσε το γεύμα του, αντίκρισε τη μικρή. Τα δάκρυα στα μάγουλα της τον κατατρόμαξαν. Το δράμα της Μαντάμ Μπονφαμίλ τη συγκινούσε κάθε φορά. Από εκείνο το απόγευμα και κάθε επόμενο, η προβολή των 18:30 είχε κοινό. Αυτή δεν το κατάλαβε ποτέ πως ο Θέμος ήταν στο μπαλκόνι. Του άρεσε να αποκαλεί τον εαυτό του Θέμο, να σκέφτεται πως βοηθούσε καθημερινά μια δεσποσύνη, όπως ακριβώς ο Θέμος της ταινίας, που οδήγησε τα μικρά γατάκια και τη Λαίδη πίσω στο Παρίσι. Και όχι μόνο αυτό, αλλά έπεσε και στο ποτάμι να σώσει τη Μαρί. «Αφού υπάρχει ένας Θέμος και για την Άναμπελ, δε χρειάζεται να φοβάται, θα τη σώσω εγώ αν χρειαστεί!» σκέφτηκε και πήδηξε στα κάγκελα της ταράτσας.
*
Ουσταμπασίδου Αυγή
«Ξύπνα. Θα σε τυλίξουν σε μια κόλα χαρτί και δεν θα το πάρεις χαμπάρι»
(απόσπασμα από μυθιστόρημα)
7 Νοεμβρίου 2013. Γερμανία, Ψυχιατρείο Amelsbüren. Ο ήλιος του φθινοπώρου στραφτάλιαζε πάνω στα τζάμια του μπορντώ κτιρίου. Το τεράστιο ρολόι στο τέλος του διαδρόμου έδειχνε 12:00. Έστριψε δεξιά, διέσχισε τον μεγάλο διάδρομο, άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε τα επτά σκαλοπάτια της κατάμεστης αίθουσας του εστιατόριου. Ο θόρυβος των πιρουνιών και των κουταλιών, κακόφωνη παρέμβαση στο γαλήνιο εξωτερικό τοπίο. Η μυρωδιά από ψημένο κοτόπουλο, καβουρντισμένες πατάτες αναμιγμένες με κρεμμύδι και γλυκοκόκκινη πάπρικα, την τραβούσε από την μύτη σαν λαγωνικό που ήταν έτοιμο να κατασπαράξει το θήραμα του. Έστριψε αργά το κεφάλι της, για να ανιχνεύσει τον χώρο. Δεν έπεφτε καρφίτσα. Έβλεπε με πόση μανία οι άνθρωποι καταβροχθίζουν ποσότητες του ψυχικού τους πόνου. Κατέβηκε με αργές κινήσεις τις σκάλες προσπαθώντας να βρει κενή θέση να κάτσει. Τον είδε μόνο του, στο τραπέζι μπροστά στην τζαμαρία, να απολαμβάνει την κάθε μπουκιά που έβαζε στο στόμα του, ενώ ο ήλιος φώτιζε το λιτό του γεύμα. Ήταν ντυμένος στα μαύρα, μετρίου αναστήματος, ισχνός όπως και το κοτόπουλο στο πιάτο του. Φορούσε μαύρη μπλούζα με σλόγκαν Make Love not War. Το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο, η όψη του γαλήνια και το φως έλαμπε πάνω από το κεφάλι του, σαν άγιο φωτοστέφανο.
-Είναι κενή η θέση, τον ρώτησε.
-Ναι, της έγνεψε.
Βούλιαξε στον καναπέ αναπαυτικά και κάθισε απέναντι του μη βγάζοντας άχνα, επιτρέποντας τον ήλιο να τρυπώσει και να ζεστάνει την σκοτεινιά της ψυχής της.
Μετά από κάποια λεπτά γύρισε προς το μέρος του. Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν.
-Πώς από δω; της είπε.
*
Βασιλική Τερκενλή
Εγώ εδώ μηδενίζω. Εδώ!
(απόσπασμα από μυθιστόρημα)
Μια μέρα πριν
Νέα Σμύρνη 1999
Όλα τριγύρω είναι επενδεδυμένα με ξύλο στο χρώμα της καρυδιάς. Όλα. Τοίχοι, κουφώματα, πάγκοι, έπιπλα. Αν απλώσω το χέρι μου στο σκαμνάκι, θα γεμίσει η χούφτα μου καρύδια. Γελάω συνωμοτικά από μέσα μου. Δεν τολμώ να κάνω χιουμοράκι. Αίθουσα αναμονής. Αριστερά μου η αδελφή μου. Η ωραία Ελένη. Κοντανασαίνει με αγωνία. Δεξιά μου ο μεσάζοντας. Ο μόνος που θα καταλάβαινε είναι ο Πάνος, όμως αυτός έμεινε στο αυτοκίνητo.
Κάθομαι, σε ετοιμότητα, απέναντι απ’ τον γιατρό. Κάτι συζητούν με την Ελένη και τον μεσάζοντα. Θα περιμένω πολύ ακόμη; Τι θλιβερή τριάδα κι εμείς! Οι ήχοι φτάνουν σε μένα απροσδιόριστοι, σαν να ακούω την τηλεόραση από διπλανό δωμάτιο.
- Τώρα αφήστε μας μόνους, σας παρακαλώ.
Μμμ. Επιτέλους μόνοι γιατρέ μου. Εγώ δεν είμαι σαν αυτούς που ξέρεις.
- Τι σας φέρνει εδώ;
- Δεν γνωρίζετε;
- Θα ήθελα να το ακούσω από εσάς.
Αφού ξέρεις γιατί είμαι εδώ. Γράψε το παραπεμπτικό, να τελειώνουμε. Τι με κοιτάς με νόημα πίσω από τα γυαλιά; Λες και μοιραζόμαστε κανένα πολύτιμο μυστικό. Ωχ, το αριστερό μάτι αλληθωρίζει ελαφρώς. Θέλω να βάλω τα γέλια. Ο μεσάζοντας πρέπει να τα παίρνει χοντρά απ’ τον αλλήθωρο.
- Ακούστε. Για μένα όλα είναι ξεκάθαρα. Έχασα τη μπάλα. Δε μπορώ να ελέγξω την κόκα. Πίνω κάθε μέρα. Το τελευταίο εξάμηνο πίνω πολύ. Καπνιστή, free base, ξέρετε. Δεκαοκτώ γραμμές τη μέρα. Έχω να κοιμηθώ δέκα μέρες. Ζω με φραπέ και μπόλικη ζάχαρη. Έκοψα και το αλκοόλ. Μερικές φορές νόμιζα ότι θα εκραγεί το κεφάλι μου. Φοβήθηκα. Γι’ αυτό το έκοψα.
Πίνω στο σπίτι πια. Τάχα ετοιμάζομαι να βγω και μετά ξεχνιέμαι. Μ’ ένα μάτι βαμμένο, μ’ ένα ρούχο καλό, χωρίς παπούτσια. Τα παπούτσια είναι πρόβλημα. Έχουν πρηστεί τα πόδια μου και φοράω νούμερο σαράντα. Καταλαβαίνετε. Δεν χωρούν τα πόδια μου και δεν υπάρχει πιο μεγάλο νούμερο στα γυναικεία. Μεγάλο πρόβλημα τα παπούτσια.
Ξέρετε, γιατρέ, η αλήθεια είναι ότι δεν θέλω να κόψω τη κοκαΐνη. Μου αρέσει πολύ, βλέπετε. Θέλω μόνο να την περιορίσω. Να μπορέσω να πιώ και να βγω έξω. Να ξαναχορέψω. Να φλερτάρω.
Μου αρέσει να φλερτάρω, αλλά μη το πείτε στον Πάνο.
Ποιος είναι ο Πάνος; Ο σύντροφός μου. Όχι, δεν του αρέσει η κόκα. Μόνο μαύρα κι αλκοόλ. Εγώ νομίζω ότι είναι αλκοολικός, αλλά αυτό μάλλον δεν είναι πρόβλημα. Όχι , όχι, το junkie της παρέας είμαι εγώ.
Τι έλεγα; Ααα ναι. Ότι δεν θέλω να κόψω και τελείως. Βασικά, γιατρέ, σκεφτόμουν ότι τίποτα δεν έχει νόημα. Γεννιόμαστε, τρώμε, χέζουμε, με συγχωρείτε κιόλας, πηδιόμαστε, γερνάμε και μετά πεθαίνουμε. Κι εγώ τα έχω δει όλα. Τα έχω ζήσει όλα. Δεν έχω καμία απορία. Αγάπες, λουλούδια και λοιπές μαλακίες, sorry, είναι για να ψηνόμαστε, να μη την κάνουμε ομαδικώς.
Έλεγα με τα τελευταία μου λεφτά να πάρω πολύ πράμα, να πιώ μέχρι να γεμίσω την κεφάλα μου εντελώς, να πάρω το αμάξι μου και να φύγω από ένα γκρεμό. Ακαριαίος θάνατος, σαν ατύχημα. Να μη φανεί αυτοκτονία. Το παιδί μου, βλέπετε, είναι ένδεκα χρονών. Να μη το φρικάρω κι άλλο.
Στο βιβλιάριο των καταθέσεών μου έχω ίσα ίσα για μια καλή αυτοκτονία, αλλά τελικά είπα να τα δώσω σε σας, μήπως και με ρυθμίσετε καλύτερα και καταφέρω να πίνω με μέτρο. Η αυτοκτονία είναι μέσα στο σχέδιο, αλλά μπορεί να περιμένει επτά χρόνια. Να ενηλικιωθεί ο Βασίλης. Να μπορέσω να τον αφήσω μόνο του.
Ο πατέρας του; Αυτός δεν τον ξανάδε από τότε που χωρίσαμε. Τώρα; Τώρα είναι με την νταντά του στο σπίτι. Δεν ξέρει τίποτα για ναρκωτικά. Ούτε η μαμά μου. Τους είπα ότι έχω όγκο στο στήθος κι ότι πάω στην Αθήνα να τον βγάλω. Ντρέπομαι πολύ, γιατρέ. Ντρέπομαι. Θα γίνουμε ρεζίλι οικογενειακώς αν μαθευτεί.
- Είχατε ποτέ ξανασκεφτεί την αυτοκτονία στο παρελθόν;
Αυτό βρήκες να με ρωτήσεις;
- Γιατρέ, δεν είμαι τρελή. Να περιορίσω τη χρήση ενός συγκεκριμένου ναρκωτικού θέλω. Σας το ξεκαθάρισα. Δεν θα βάλω τέλος στη ζωή μου για την ώρα. Για το παιδί. Όλο το βράδυ έπινα και σκεφτόμουν τα περί ατυχήματος. Τότεξύπνησε ο μικρός. Ήρθε και χώθηκε στην αγκαλιά μου. Λύγισα.
Τι είναι αυτά τα γαμημένα δάκρυα που πλημμυρίζουν τα μάτια μου. Τα πήγαινα μια χαρά μέχρι τώρα.
-…. Ναι, τρεις φορές. Η πρώτη στα δεκαπέντε. Δεν έπινα τότε.
Διάγνωση: Ψυχωσικό αυτοκτονικό σύνδρομο. Προκλήθηκε πιθανώς από ενδογενή κατάθλιψη. Πυροδοτήθηκε από υπερβολική χρήση κοκαΐνης. Επισήμως το παραπεμπτικό για την κλινική αναφέρει μελαγχολία.
*
Σιδηροπούλου Δήμητρα
απόσπασμα από μυθιστόρημα
Την νύχτα τον ξύπνησε ο πατέρας. Ήταν η δική του σειρά να κρατήσει φρουρά έξω από το σπίτι. Του έδωσε να πιεί και καφέ. Τούρκικο. Τον ήπιε μονορούφι. Του άρεσε που του έδωσαν την νυχτερινή βάρδια. Όλα του τα ξαδέρφια ήταν μεγαλύτερα. Όλα εκτός του Φεμί. Με εκείνον ήταν συνομήλικοι. Παρόλα αυτά ο πατέρας του επέμενε να πάει αυτός το βράδυ. Όλα μπορεί να συμβούν, του είχε πει, να είσαι έτοιμος. Έβαλε μια ζακέτα και τις γαλότσες. Ήταν περασμένες τρείς. Το κρύο αεράκι τον έκανε να τραβήξει τα μπατζάκια του κάτω από το γόνατο.
Στην ξύλινη αποθήκη δίπλα στο σπίτι κρατούσαν καρτέρι. Δίπλα στα εργαλεία και το φτυάρι, ήταν ακουμπισμένο το τουφέκι. Μπροστά σε μία καρέκλα. Ο Έντι έκατσε και έπιασε το όπλο από δίπλα του. Ήταν σίγουρος πως θα τον έπιανε φτέρνισμα από τον κρύο αέρα που έμπαινε από τις χαραμάδες των ξύλων. Ο Λέσι που είχε την προηγούμενη βάρδια είχε προνοήσει και είχε φέρει μία τρύπια ζακέτα που χρησιμοποίησε σαν κουβέρτα πάνω στα πόδια του. Την καραμπίνα στο χέρι. Η καρέκλα κοιτούσε στον ξύλινο τοίχο. Εκεί ανάμεσα σε δύο ξύλα χωρούσε να περάσει η κάνη. Αφού έστησε το όπλο, έλεγξε το οπτικό του πεδίο.
Όλα μέσα στην νύχτα έμοιαζαν διαφορετικά. Ο σκύλος τους δεν είχε σταματήσει σχεδόν καθόλου να γαβγίζει. Οι αγελάδες μούγκριζαν κάθε τρείς και λίγο. Ένιωθε την ακοή του να έχει οξυνθεί υπερβολικά. Ένα απαλό αεράκι και τα φύλλα των δέντρων τον έκαναν να ταράζεται. Οι σκιές από το λιγοστό φως που ερχόταν από τις εξωτερικές λάμπες του σπιτιού έκαναν τα λουλούδια και τα φυτά που είχε φυτέψει η τέτα Μιρέλα να μοιάζουν με τέρατα. Το μυαλό του ταξίδεψε πάνω στο βουνό τους. Ήταν τεσσάρων όταν έμεινε κάποια μέρα εκτός σπιτιού με την αδερφή του, εκείνη ήταν οχτώ τότε. Είχε σκοτεινιάσει και δυσκολευόταν πολύ να βρουν τον δρόμο για το σπίτι. Η νάνα τους φώναζε και εκείνοι ακολούθησαν την φωνή της μέχρι που έφτασαν εκεί.
« Ποτέ δεν μένουμε έξω όταν νυχτώνει» είπε στην Ζαμίρα μετά από τις σφαλιάρες που έφαγαν και οι δύο. «Κάτω στη γη υπάρχουν τα πνεύματα των δικών μας. Με το που κρύβεται το φως οι ψυχές των προγόνων μας, περικυκλώνουν το σπίτι για να μας προστατέψουν. Μόνο κακά πράγματα έρχονται σε όποιον πατήσει τις ψυχές». Ολόκληρο εκείνο το βράδυ η νάνα προσευχόταν.
Ο Έντι είχε τρομοκρατηθεί σαν παιδί όταν το άκουσε αυτό. Πολλές φορές, έπιανε τον εαυτό του να κοιτάει κάτω στην γη όταν τύχαινε να μείνει έξω την νύχτα και προσπαθούσε να κάνει το βήμα του ελαφρύτερο πατώντας στις μύτες.
Ελπίζω και τώρα να μας προστατέψουν, σκέφτηκε ο Έντι και έτσι καθισμένος στην καρέκλα αιστάνθηκε σαν να τον αγκαλιάζουν χίλια χέρια. Βέβαια ότι είχε συμβεί σήμερα ήταν αυτό που πρόσταζε το Κανούν. Με χτύπησες, σε χτύπησα. Τέλος. Καμία παρατυπία. Κανένα παρατράγουδο. Ο λόγος που ήταν σε επιφυλακή ήταν άλλος. Ο παππούς πίστευε ότι οι ντόπιοι δεν θα δεχθούν αυτήν την ήττα από τους μαλόκ, όπως τους έλεγαν, πίσω από την πλάτη τους. Ακόμα και ο Τζάτζι που ήταν στην πόλη κοντά δύο χρόνια τώρα, θεωρούσε ότι αφού είχαν μαζευτεί τα αδέρφια, έπρεπε να δείξουν την δυναμή τους. Αλλιώς οι ντόπιοι θα τους υποδούλωναν με την πρώτη ευκαιρία.
Το γάβγισμα του σκύλου τον έκανε να αναθαρρέψει. Το όπλο σε ετοιμότητα και το βλέμμα αετίσιο. Η κάνη του όπλου μετακινήθηκε σε όλο το οικόπεδο. Δεν υπήρχε λόγος να γαβγίζει έτσι. Κάτι τον ενόχλησε. Ο ‘Έντι τον είδε να τρέχει προς την αυλόπορτα και η σιδερένια αλυσίδα του να τον τραβάει ξανά πίσω. Κοίταξε προς τα εκεί. Είδε μία σκιά πίσω από ένα δέντρο. Ο σκύλος συνέχισε στο ίδιο μοτίβο. Οι παλμοί του Έντι ανέβηκαν. Σηκώθηκε λίγο πιο πάνω για να βλέπει καλύτερα. Όπλισε και σημάδεψε εκεί που φαινόταν η σκιά. Τα χόρτα και τα λουλούδια που είχε φυτέψει η τέτα άρχισαν να κουνιούνται. Το δάχτυλο στην σκανδάλη. Ένιωθε την καρδιά του να έχει ξεκολλήσει από την θέση της και να σφρυροκοπάει το στέρνο του. Ξαφνικά μία γάτα πετάχτηκε πίσω από την φράχτη κοίταξε για μια στιγμή το σκυλί που του γάβγιζε και σαν να μην τρέχει τίποτα περπάτησε καμαρωτή προς το σπίτι. Κατέβασε το όπλο και έπιασε την καρδιά του. Προσπάθησε να ελέγξει την ανάσα του.
« Άχρηστο σκυλί» είπε μέσα από τα δόντια του.
Ένιωσε χαζός. Πιο πολύ γιατί έπιασε τον εαυτό του να φοβάται τόσο πολύ. Ήξερε ότι άμα ήταν άνθρωπος θα έπρεπε να πατήσει την σκανδάλη. Ή αυτοί ή εμείς, σκέφτηκε. Ξαναέβαλε το όπλο σε θέση βολής και παρατήρησε το τοπίο γύρω του. Ο σκύλος τώρα κάθισε κι ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στα πόδια του, περιμένοντας να ξημερώσει.
*
Κώστας Τσαλής
Η «Μπύρα του Πίκινου»
(απόσπασμα)
Το τραίνο για Αθήνα έφευγε στις δώδεκα και είκοσι μετά τα μεσάνυχτα.
Κάθισα στη θέση μου, ευτυχώς γωνία στο παράθυρο.
Σε ξερονήσι λοιπόν. Πρέπει να ζήσω σε ξερονήσι! συλλογιζόμουν. Μου είναι δύσκολο, είμαι ιδιότροπος στο φαγητό, δεν τρώω ψάρια και δεν ξέρω κολύμπι. Τι θα κάνω; Πώς έμπλεξα έτσι; Εγώ φταίω. Αφού δεν ενδιαφέρθηκα καθόλου για το πού θα πάω στην επόμενη μετάθεση, που την περίμενα, όχι πως δεν την περίμενα!
Έφτασα στην Αθήνα, στο Σταθμό Λαρίσης κατά τις εφτάμησι το πρωί. Κατέβηκα και πήγα προς την έξοδο. Απρόσμενα βλέπω να βγαίνει εκείνη τη στιγμή από την πύλη του στρατοπέδου που είναι απέναντι, ο Τράντος ο Μπαρμπαπέτρος, ο συμφοιτητής μας. Ντυμένος δόκιμος αξιωματικός, λεπτός και ψηλός, του πήγαινε η στολή χάρμα. Τον γνώρισα αμέσως, ήταν μεγαλύτερο έτος από εμάς, νομίζω τρίτο. Εμείς, τότε πρωτοετείς, μαζευόμασταν στα διαλείμματα γύρω του, μπροστά στο κυλικείο της Σχολής και ακούγαμε τα ανέκδοτα που έλεγε. Για να πω την αλήθεια, εμένα και τον συγκάτοικό μου, τον Φώτη τον Ρώμα, μας τραβούσε πιο πολύ κοντά του η όμορφη φοιτήτρια, με το πλατινέ μαλλί και το θανατερό μίνι, που είχε πάντα συνοδεία του.
-Έι Τράντο, τι κάνεις, με θυμάσαι; φώναξα με χαρά.
-Γιάννη! Πώς από δω;
-΄Εχω μετάθεση για το 256 ΧΕΤΜ και δεν ξέρω καν πού είναι. Μήπως μπορούμε να μάθουμε;
-Έλα, πάμε να ρωτήσουμε τον διοικητή μου. Ήμουν αξιωματικός υπηρεσίας τη νύχτα, τώρα σχόλασα.
Μπήκαμε στο στο γραφείο του διοικητή και χαιρετήσαμε.
-Ο Γιάννης είναι φίλος μου, του είπε, από τα φοιτητικά μας χρόνια και πηγαίνει στο 356 ΧΕΤΜ, κύριε διοικητά, όμως δεν ξέρει πού είναι.
- Μια στιγμή να κάνω ένα τηλέφωνο στη Διοίκηση Νήσων.
Άνοιξε τον κατάλογο που ήταν δεξιά μπροστά του.
-Συνταγματάρχης Μιχαήλ Νικόλαος, μου λέτε σας παρακαλώ πού είναι το 356 ΧΕΤΜ;
-Στην Πάτμο είπατε; Ωραία, ευχαριστώ πολύ.
Στράφηκε σ’ εμένα.
-Η μονάδα σας, γιατρέ, είναι στην Πάτμο. Το καράβι «ΟΜΗΡΟΣ» φεύγει σήμερα στις δύο και μισή μετά το μεσημέρι. Σε οκτώ ώρες περίπου θα είστε στην Πάτμο. Καλό ταξίδι.
-Ευχαριστώ πολύ, κύριε συνταγματάρχα, ανεκτίμητη η βοήθειά σας.
Με τον Τράντο βγήκαμε από την πύλη του στρατοπέδου. Σφίξαμε τα χέρια.
-Ευχαριστώ πολύ, Τράντο μου, για τη βοήθειά σου, σαν από μηχανής θεό σε είδα.
-Τίποτε Γιάννη μου, να προσέχεις εκεί που θα πας. Εγώ σε δύο μήνες απολύομαι.
Πέρασα απέναντι, στα ταξί, μπροστά στο σταθμό.
-Στον Πειραιά, στο λιμάνι.
Ο οδηγός γύρω στα εξήντα, μελαχρινός, γεροδεμένος με γκρίζα μαλλιά.
-Φεύγετε με το καράβι; Πού πάτε;
- Στην Πάτμο με το «ΟΜΗΡΟΣ», είμαι φαντάρος.
-Από πού είστε;
-Από τη Μακεδονία, κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία είναι το χωριό μου.
Περνούσαμε από το Θησείο. Στην οδό Ακάμαντος, θυμάμαι, έκοψε ταχύτητα.
- Μια που δεν είστε από δω, να σας πω λίγο από την ιστορία του τόπου. Σ’αυτό εδώ το εστιατόριο, στην κόκκινη πόρτα, ήταν η μπυραρία του Πίκινου. Ο Πίκινος ήταν γνωστός ρεμπέτης, άντρακλας μπεσαλής και κουβαρτνάς που λένε. Τέτοιος άντρας, λέγανε, δεν ξαναγεννιέται. Και τον έφαγε ένας σαλιάρης.
Στην περιοχή εδώ κατοικούσαν και εργάζονταν πρόσφυγες. Η μπυραρία είχε για ορχήστρα ένα σαντούρι κι’ ένα βιολί. Τραγουδούσε πολύ καλά ρεμπέτικα ένας πολύ καλός νέος, το «Σαμιωτάκι» που λέγανε. Πολλές φορές το μαγαζί έμενε ανοιχτό μέχρι το πρωί. Ένα Σάββατο, τον Ιούνιο του τριάντα ένα, με πήρε ο θείος μου ο Σωτήρης και ήρθαμε κατά τις οκτώ. Ήμουν δεκαπέντε χρονώ και είχα έρθει από τη Μυτιλήνη να τον βοηθάω στο επιπλοποιείο που είχε σ΄ένα ημιυπόγειο πιο πάνω. Έκανε ντουλάπια για τις οικοδομές που χτίζονταν τότε. Βρήκαμε μια παρέα, πέντ’ έξι άτομα, που είχε αρχίσει να πίνει από νωρίς. Το βράδυ το μαγαζί γέμισε και η ορχήστρα άρχισε να παίρνει παραγγελιές απ’ όλους. Η πρώτη παρέα παρεξηγήθηκε και φώναξε το γκαρσόνι, άρχισαν να τον απειλούν. Ειδοποίησε τον Πίκινο, ο άνθρωπος τους εξήγησε ότι η ορχήστρα πρέπει να παίζει για όλους. Αρχικά φάνηκε πως ηρεμήσανε, όμως αργότερα άρχισαν πάλι να απειλούν και να βρίζουν. Κάποιος σηκώθηκε και χτύπησε έναν οργανοπαίχτη. Ήρθε πάλι ο Πίκινος, «μάγκες, πληρώστε και δρόμο», τους λέει με άγριο ύφος. Έκαναν πως φεύγουν, ένας όμως, αδύνατος και κοντός γύρω στα είκοσι, γύρισε πίσω και τον πλησίασε. Είδα τον Πίκινο, αυτόν τον άντρακλα, να χλωμιάζει και να πιάνει την κοιλιά του. «Με μαχαίρωσαν» ψιθύρισε, προσπάθησε να κρατηθεί από μία καρέκλα κι ύστερα έπεσε κάτω αιμόφυρτος. Ήταν ξημερώματα Κυριακής. Τον μεταφέρανε στο νοσοκομείο, εγχειρίστηκε και πέθανε μετά από δέκα μέρες από περιτονίτιδα. Αργότερα γράφτηκε το τραγούδι «Ο Πίκινος» που λέει
«Μες στο Θησείο, βρε παιδιά, στου Πίκινου την μπύρα/
γλέντησε όλος ο ντουνιάς Περαίας και Αθήνα...»,
αν το έχετε ακούσει. Ήταν τριάντα εφτά χρονώ θηρίο και τον έφαγε ένας τιποτένιος, ένας σαλιάρης, για μια παρεξήγηση.
Τι ωραίος τύπος; συλλογίστηκα, σπάνια μπορεί να βρει κανείς τέτοιον ταξιτζή. Είναι άραγε όλοι οι νησιώτες τόσο καλοί;
Φτάσαμε στο λιμάνι.
-Εδώ θα περιμένετε. Από κει θα κόψετε εισιτήριο για το καράβι.
-Σας ευχαριστώ πολύ για την ευγένειά σας και για την ενδιαφέρουσα ιστορία που μου είπατε.
Πήγα κοντά στον κλειστό γκισέ κι έκατσα σ’ ένα παγκάκι. Μπροστά μου είχα τη μικρή βαλίτσα με τα πράγματα μου, ακούμπησα πίσω και έκλεισα τα μάτια μου.
Ενδιαφέρουσα εμπειρία,συλλογιζόμουν, όμως θα τα καταφέρω ή θα πεθάνω από την πείνα; Το πρόβλημα του φαγητού με απασχολούσε ιδιαίτερα. Για το μόνο που ήμουν σίγουρος ήταν ότι θα μ΄άρεσε το ταξίδι με το καράβι. Τόσες ώρες ταξίδι με καράβι δεν είχα κάνει ως τότε.
*