Άνοιξη 2018
Αντί προλόγου
Δοκιμές από το Τμήμα Πεζογραφίας «Γράφω το δικό μου βιβλίο»
Στα μαθήματα Δημιουργικής Γραφής στον Ιανό, στο Τμήμα της Πεζογραφίας (Γράφω το δικό μου βιβλίο) επιχειρούμε, με έναν πιο ελευθεριακό τρόπο, που ταιριάζει στη συγγραφική πράξη, να προσφέρουμε ιδέες και να ανοίξουμε τη βεντάλια πολλών και διαφορετικών συγγραφικών λύσεων.
Αυτό που σιγά σιγά αντιλαμβανόμαστε όλοι είναι πως τα συγγραφικά προβλήματα μπορεί να είναι κοινά, όμως οι λύσεις όχι. Αυτό ενεργοποιεί το συγγραφικό δόλο και προσφέρει συγγραφικά καύσιμα.
Όταν συζητούνται θέματα συγγραφικής ταυτότητας και συγγραφικής ιδεολογίας, η συγγραφική συνείδηση εμπεδώνεται. Η τεχνική και η επινοητικότητα δοκιμάζονται. Αποκαλύπτονται και συζητιούνται τα παράδοξα της συγγραφής, για παράδειγμα η χρησιμότητα της συγγραφικής τεμπελιάς. Το να μη γράφεις, σε αρκετές περιπτώσεις, αποτελεί σημαντικό κομμάτι του γραψίματος. Το να ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου και να σκέφτεσαι με το μυαλό, τις εμπειρίες και τη γλώσσα των ηρώων σου αποτελεί συγγραφική πράξη.
Στις συναντήσεις μας, οι προτάσεις που δοκιμάζονται είναι πολλές. Οι λύσεις υπαγορεύονται από τη δυναμική των κειμένων. Όλες δοκιμάζονται στην πράξη. Επιλέγονται ή απορρίπτονται.
Στο Τμήμα των Προχωρημένων, όπως τους λέμε, στον Ιανό, οι συμμετέχοντες επεξεργάζονται το δικό τους σχέδιο. Οι συναντήσεις μας είναι πιο αραιές (μία συνάντηση ανά δύο ή τρεις εβδομάδες), όμως η συγγραφική δουλειά πιο συστηματική. Μέσα από το τμήμα μας, ορισμένοι ήδη εξέδωσαν το βιβλίο τους, κάποιοι ετοιμάζονται να το εκδώσουν και άλλοι βρίσκονται σε στάδιο συγγραφής και επιμέλειας του έργου τους.
Να ευχηθώ, από την καρδιά μου, καλά γραψίματα κι αέρα στα πανιά όλων αυτών που πέρασαν από το τμήμα μας. Πετάει η ομάδα!
Σοφία Νικολαΐδου
Άννα Ασημακοπούλου
[απόσπασμα από μυθιστόρημα
που εκτυλίσσεται στην Θεσσαλονίκη τα χρόνια της κρίσης]
[...] Ο Άρης δεν καταλάβαινε γρυ. Για να προλάβει όμως και την πιθανότητα να του ζητήσουν οικονομική συνδρομή, έσπευσε να το ξεκαθαρίσει λέγοντας ότι δεν ήταν σε θέση να διαθέσει ούτε ένα ευρώ.
- Είμαι έξι μήνες απλήρωτος. Ζω με δανεικά και με ό,τι βγάζω από χαζοδουλειές. Τα έξοδά μου συνεχώς μεγαλώνουν. Τώρα ειδικά που θα γεννηθεί και το δεύτερο μωρό μόνο ένα θαύμα μπορεί να με βγάλει από τις οικονομικές δυσκολίες που έχω.
- Έχεις απόλυτο δίκιο. Συμφωνώ μαζί σου, αλλά προσπάθησε να καταλάβεις αυτά που λέω χωρίς άλλες προεκτάσεις, σαν να μη σε αφορά.
Όσο πιο συγκαταβατικά μπορούσε, του ζήτησε για άλλη μια φορά να χαλαρώσει. Όλα αυτά που, με φανερή αγανάκτηση, του είχε επισημάνει ο φίλος του τα δεχόταν, αλλά εδώ επρόκειτο για κάτι τελείως διαφορετικό. Έπρεπε να γίνει σαφές, γι’ αυτό συνέχισε όσο πιο ήρεμα μπορούσε.
- Τα οικονομικά σου δεν θέλω να είναι εμπόδιο σ’ αυτό που σου προτείνουμε. Στο κάτω κάτω, είμαστε κάτι παραπάνω από αδέλφια. Χωρίς να θέλω να σε φέρω σε δύσκολη θέση με μεγάλη χαρά θα μπορούσα να σε βοηθήσω. Μπορώ και θέλω να το κάνω, αρκεί να μου πεις το ποσό. Άλλωστε είμαι σίγουρος ότι κι εσύ θα έκανες το ίδιο στην θέση μου. Κάνω λάθος;
Με σκυμμένο το κεφάλι ο Άρης προσπάθησε να κρύψει την συγκίνηση που του προκάλεσαν τα λόγια του φίλου του. Και ο Στέφανος συνέχισε:
- Άφησε τα προβλήματα που σε ταλαιπωρούν για λίγο. Ελευθέρωσε το μυαλό σου. Άκουσέ με. Το σχέδιο είναι να δημιουργήσουμε αρχικά μια πλατφόρμα διαδικτυακή, μέσω της οποίας, όσοι νέοι επιστήμονες θέλουν, θα μπορούν να εργάζονται πάνω σε καινοτόμες ιδέες που ίδιοι θα προτείνουν, αλλά πάντα, με σεβασμό στην παράδοση. Και να ξέρεις, μιλάμε για νέους, χωρίς να αποκλείουμε τους μεγαλύτερους σε ηλικία, απλά, επειδή οι νέοι, πιστεύουμε ότι είναι πιο άνετοι με το διαδίκτυο και ίσως ενδιαφερθούν περισσότερο. Πάντως όποιος συνεργαστεί τελικά μαζί μας θα έχει την απόλυτη διασφάλιση των ιδεών και των προτάσεών του, καθώς και της εργασίας που θα κάνει. Το πώς δεν έχει ορισθεί ακόμη με ακρίβεια, είναι κάτι που το δουλεύουμε. Προς το παρόν χρειαζόμαστε έναν Έλληνα προγραμματιστή να μας στήσει την πλατφόρμα και επειδή θέλουμε να έχουμε κυρίως Έλληνες συνεργάτες, η γλώσσα που θα χρησιμοποιήσουμε θα είναι αποκλειστικά τα ελληνικά. Μ’ αυτόν τον τρόπο, θα αποφύγουμε να κατακλειστούμε από Κινέζους, Ινδούς, Πακιστανούς κι’ ό,τι άλλο. Προς Θεού, δεν είμαστε ρατσιστές. Απλά, αυτό που θέλουμε να κάνουμε, είναι να πάψει αυτή η φυγή από τη δική μας χώρα. Αν πετύχει η ιδέα μας, ας την εφαρμόσουν και οι άλλοι στις χώρες τους. Δεν μπορείς να φανταστείς τι γίνεται έξω. Σ’ όλο τον κόσμο, Έλληνες δουλεύουμε σε πολύ καλά πόστα, ειδικά σε νοσοκομεία και ως golden υπάλληλοι σε διάφορες πολυεθνικές. Συχνά αναρωτιέμαι, αν ξαφνικά όλοι αυτοί επέστρεφαν σε μια νύχτα πίσω, μήπως θα είχε σοβαρό πρόβλημα για την εύρυθμη λειτουργία της η Δύση; Ίσως ακούγεται υπερβολικό, αλλά ειδικά κάποιες χώρες και κάποιες υπηρεσίες, πραγματικά κατακλύζονται από συμπατριώτες μας. Ελληνικά ακούς σχεδόν παντού. Δεν αμφισβητώ ότι μας έχουν στο φτύσιμο, αλλά κατά βάθος μας υπολήπτονται, ειδικά όταν μας γνωρίσουν. Εκείνο όμως που είναι σίγουρο, είναι ότι μας εκμεταλλεύονται.
- Στέφανε, συνεχίζω να μη καταλαβαίνω. Οι εξηγήσεις σου δεν επαρκούν. Αυτά που μου λες, ακούγονται σαν λόγια του αέρα. Θα γίνεις τελικά πιο σαφής ή τζάμπα κάθομαι και σ’ ακούω;
- Τι λες αγόρι μου, έχεις μπλοκάρει εντελώς. Χαλάρωσε για να καταλάβεις. Σ’ έχω για τον πιο έξυπνο απ’ όλους μας. Μ’ αυτά που ήδη άκουσες περίμενα να είχες να προτείνεις λύσεις. Εσύ πάντα είχες τις πιο απλές και εύκολες λύσεις. Αυτό ακριβώς είναι που σε κάνει ξεχωριστό. Ο Ηρακλής μας είπε να ψάξουμε όχι για φελλούς φιλόδοξους, ούτε για σπασίκλες με περγαμηνές, αλλά για «έξυπνους τεμπέληδες». Όταν το ακούσαμε αυτό, ήμασταν όλοι μαζί και οι πέντε θέλω να πω, αυτομάτως ο Οδυσσέας, η Έλλη κι εγώ κοιταχτήκαμε και είπαμε το όνομά σου. Ο Ηρακλής ακούγοντάς μας, είπε κοφτά, «βρείτε τον και φέρτε τον εδώ». Άρα, Αρούλη μου, ήμαστε τέσσερεις κι είσαι ένας. Φυσικά και δεν θέλουμε να σε πιέσουμε αλλά σε χρειαζόμαστε.
- Ώστε έξυπνος τεμπέλης, μονολόγησε, μ’ ένα πικρό χαμόγελο, ο Άρης. Ευχαριστώ πολύ ρε παιδιά με υποχρεώσατε, μιλούσε κοιτάζοντας επίμονα την κόκκινη χαρτοπετσέτα που είχε γίνει χίλια κομμάτια όση ώρα μιλούσε ο Στέφανος.
- Παρεξηγήθηκες τώρα; Πας καλά; Εμείς όλοι ευελπιστούμε στη συνεργασία σου για να μας έχεις γρήγορες και απλές λύσεις. Αυτό κάνει ο έξυπνος τεμπέλης. Θυμάμαι τη λύση που είχες δώσει στις πανελλήνιες; Εγώ έγραψα μιάμιση σελίδα λύση κι εσύ τρεις αράδες. Σου λέω αποσπασματικά κάποια πράγματα. Παραδέχομαι ότι είναι λίγο ακαταλαβίστικα. Αύριο όμως θα είναι εδώ ο Οδυσσέας, βρες, σε παρακαλώ, δυο ώρες να τα πούμε πιο αναλυτικά. Αύριο Τρίτη έρχεται ο Σκοτσέζος, την Πέμπτη θα έρθουν η Έλλη με τον Μάρκο που βρίσκονται ήδη στην Καβάλα. Επίσης θα ανέβει κι ο Ηρακλής για μερικές ώρες από Αθήνα και θα μπορέσουμε να βρεθούμε όλοι μαζί. Όλοι περιμένουν ότι θα είσαι κι εσύ. Τι λες είσαι μέσα;
- Τι να σου πω ρε Στέφανε. Θα προτιμούσα να αποφασίσω αφού ενημερωθώ πλήρως. Γίνεται;
- Έχεις δίκιο. Αύριο όμως θα συναντηθούμε με τον Οδυσσέα, σύμφωνοι;
- Έγινε. Αύριο στις 7 θα είμαι εδώ.
Οι τρεις φίλοι, για αρκετές ώρες, μείναν καθισμένοι στο γωνιακό τραπεζάκι, συνεπαρμένοι από τη συζήτηση. Ο Οδυσσέας ενθουσιώδης, όπως πάντα, εξηγούσε με νούμερα και λεπτομέρειες κι ο Άρης είχε μείνει σαστισμένος απ’ αυτά που άκουγε. Εκείνο όμως που τον εντυπωσίασε, ιδιαίτερα από την εισαγωγή που έκανε ο Οδυσσέας, ήταν αυτά που είπε στη γενική τοποθέτηση.
«Θα το πιάσουμε από την αρχή, για να γίνει πιο κατανοητός ο λόγος για τον οποίο αποφασίσαμε να κάνουμε αυτή την προσπάθεια. Σε παρακαλώ να έχεις λίγη υπομονή. Κοίτα, η χώρα μας ενώ περιβάλλεται από θάλασσα είναι κυρίως ορεινή. Ακόμη και τα νησιά της έχουν ψηλά βουνά. Αυτό μας ανάγκασε σαν λαό, για να επιβιώσουμε να αναπτύξουμε πολλές δεξιότητες. Συν το ότι μας ευνοεί ιδιαίτερα και το κλίμα».
- Παιδιά μ’ έχετε τρελάνει με τα μυστικά και τις φιλολογίες. Τι είδους πλάκα είναι αυτή που μου κάνετε και που θα καταλήξει; Σας το λέω, είμαι στο παρά τρίχα να την κάνω και να κάνετε καιρό να με ξαναδείτε. Έχω σκάσει, λυπηθείτε με. Ήρθα να σας δω και να ξεδώσω λίγο κι εσείς...
- Άρη, άκουσέ τον για δέκα λεπτά ακόμη. Αυτά που σου λέει είναι πολύ σημαντικά. Έλα Οδυσσέα, συνέχισε αλλά όσο πιο σύντομα μπορείς.
Ο Στέφανος προσπάθησε να ισορροπήσει τα πράγματα, αλλά όχι για πολύ, καθώς ο φίλος τους εκνευρισμένος, στριφογύριζε στην καρέκλα του έτοιμος να πραγματοποιήσει την απειλή του. Ο Οδυσσέας πήρε μια βαθιά ανάσα, έξυσε την αριστερή του φαβορίτα και συνέχισε το λογύδριό του. [...]
***
Ναταλία Βαβούρα
[απόσπασμα από μυθιστόρημα]
Άνθιμος, 1971
Η μητέρα πήρε την απόφαση. Θα πήγαινε να τον ψάξει. Έναν τον είχε. Μετά την αποβολή της, δεν μπόρεσε να κάνει άλλο παιδί. Της κοβόταν η ανάσα και μόνο στην ιδέα ότι μπορούσε να πάθει κάτι. Ήταν μόνο δεκατριών. Βγήκε κρυφά από το παράθυρο της κουζίνας. Δεν ήθελε να καταλάβει τίποτα ο «επισκέπτης» από την Εθνοφυλακή. «Αυτοί όλα τα παρεξηγούν. Θα νομίσουν ότι στήνουμε καμιά συνομωσία», σκεφτόταν καθώς έκλεινε σιγά την πόρτα του κήπου. Φορούσε τις παντόφλες του σπιτιού και δεν μπορούσε να βαδίσει όσο γρήγορα ήθελε. Ευτυχώς, τα φώτα στην πλατεία ήταν αναμμένα. Στο καφενείο είχε απομείνει μία παρέα. Έκανε νόημα στον καφετζή να βγει έξω. Τον ρώτησε για τον Άνθιμο. Όταν της είπε ότι είχε πάει πριν δυο τρεις ώρες προς το βουνό μαζί με τον γιο του Ανδρέα, η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σε ξέφρενους ρυθμούς. Ούτε που κατάλαβε για πότε έφθασε στο σπίτι τους.
Άρχισε να χτυπάει τις πόρτες και να φωνάζει. Αναγκάστηκαν να της ανοίξουν. Ο Ανδρέας βγήκε και έκλεισε αμέσως την πόρτα πίσω του.
-Ανδρέα, σε παρακαλώ πες μου, είναι εδώ ο Άνθιμος; Δε γύρισε σπίτι, είπε λαχανιασμένη η μάνα.
-Δεν είναι εδώ, της απάντησε.
-Ο γιος σου ο Γρηγόρης γύρισε;
-Ναι.
-Σε παρακαλώ. Τους είδαν μαζί να πηγαίνουν προς το βουνό. Ρώτησέ τον που είναι ο Άνθιμος. Ανησυχώ μήπως έπαθε τίποτα.
-Ο Γρηγόρης δεν είδε και δεν ξέρει τίποτα.
-Να του μιλήσω, σε παρακαλώ.
-Δεν μπορεί. Διαβάζει. Σου είπα δεν ξέρει τίποτα, είπε και μπήκε μέσα γυρνώντας της την πλάτη.
Τώρα πια σιγουρεύτηκε. Κάτι κακό συμβαίνει. Το προαίσθημα της μάνας. Ο Άνθιμος μωρό στην κούνια. Να παραφυλάει τις ανάσες του. Το μωρό μόνο του στο βουνό. Μέσα στο σκοτάδι. Άρχισε πάλι να τρέχει αλαφιασμένη. Δεν την ένοιαζε τίποτα. Μόνο το παιδί. Μπήκε μέσα στο σπίτι με φόρα. Τον άρπαξε από τα χέρια. «Το παιδί. Γρήγορα. Στο βουνό» κατάφερε να ψελλίσει. Ο πατέρας πετάχτηκε και άρχισε να τρέχει. Να τρέχει και να ρωτάει. Κάποιος του έδειξε με το δάχτυλο. Κάποιος του έδωσε έναν φακό. Κάποιος του είπε για κάτι φαντάρους. Και αυτός να τρέχει. Και να προσεύχεται. Μόνο να είναι ζωντανός. Μόνο αυτό.
*
Τον βρήκε εκεί. Πεσμένο μπρούμυτα. Μέσα στα αίματα. Σαν πληγωμένο ζωάκι. Δεν κουνιόταν. Τον αγκάλιασε. Ένας λυγμός, σιγανός και συρτός, ξεχύθηκε από το πρησμένο στόμα του. Του φόρεσε το παντελόνι. Ήταν σκισμένο. Άργησε. Δε θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του. Άργησε. Θα τους έβρισκε και θα τους σκότωνε. Τον σήκωσε στα χέρια του, όπως όταν ήταν μικρός. Πως θα της τον πήγαινε έτσι; Ένας μόνο έτρεξε να τον βοηθήσει. Κλειδωμένα σπίτια, κλειδωμένα στόματα. Και το κλάμα της μάνας να του τρυπάει τα σωθικά από πέρα ως πέρα. Δεν θυμόταν τίποτα άλλο.
*
Ο πατέρας καθόταν με το κεφάλι σκυμμένο απέναντι από τον διμοιρίτη των Ταγμάτων Εθνοφυλακής και τον άκουγε να αερολογεί. Έσφιγγε τις γροθιές του να μην τον πλακώσει στον ξύλο. Της το είχε υποσχεθεί όμως. Ότι δε θα τους άφηνε ποτέ ξανά μόνους. Την γυναίκα του και το παιδί του. Που κοιτούσε συνέχεια το κενό. Που δε μιλούσε. Που δεν έτρωγε. Ο γιατρός στην πόλη έλεγε ότι θα συνέλθει με τον καιρό. Η αγάπη κάνει θαύματα, έλεγε ο παπάς. Και ο καθένας έλεγε ό,τι του κατέβει. Δεν τολμούσαν να βγουν έξω. Το χωριό είχε βουίξει. Είχαν βρει θέμα για κουτσομπολιό. Άλλη δουλειά δεν είχαν να κάνουν; Λες και χαίρονταν που τους έτυχε αυτό. Αρκεί που δε συνέβη στα δικά τους παιδιά. Συνέβη όμως σε αυτούς. Και έπρεπε να ζήσουν μ’ αυτό.
-Κοιτάξτε, σας κάλεσα εδώ γιατί αυτή η υπόθεση πρέπει να κλείσει. Όλα αυτά που ακούγονται στο χωριό κάνουν κακό στη χώρα. Ο στρατός δεν κάνει τέτοια πράγματα. Δεν ήταν καν εκεί.
-Εμείς δεν είπαμε τίποτα για κανέναν.
-Το ξέρω, το ξέρω. Αλλά πρέπει να αποκατασταθεί η τάξις. Οι εχθροί μας ευκαιρία ψάχνουν να μας διαβάλλουν. Αν διαλυθεί ο στρατός, ποιος θα προστατεύσει το έθνος; Εξάλλου, δεν έγινε τίποτα σημαντικό. Μάλωσε με έναν φίλο του και τον χτύπησε. Πως λέγεται, είπαμε, αυτός που ήταν μαζί του;
-Όχι. Δε θα καταστραφεί και άλλο παιδί. Δεν ήταν κανένας μαζί του.
-Το χωριό λέει άλλα. Έτσι κι αλλιώς δε θα του κάνουμε τίποτα. Μερικές συστάσεις και θα πάει σπίτι του.
-Ψέματα λένε.Όχι. Δε θα βλάψετε και άλλο παιδί.
-Σας επαναφέρω στην τάξη. Μπορώ να το κάνω, είτε θέλετε είτε όχι.
-Το ξέρω ότι έχετε τη δύναμη. Και δεν έχετε ανάγκη να την αποδείξετε. Σκεφτείτε μόνο, αν ήταν το δικό σας παιδί, τι θα κάνατε;
-Το δικό μου παιδί έχει αρχές. Δεν κυκλοφορεί βραδιάτικα σε ύποπτα μέρη. Ακούει τον πατέρα του και τον σέβεται. Βλέπετε τι συμβαίνει όταν δίνετε πολλή ελευθερία στα παιδιά;
-Ναι, ναι, το παραδέχομαι. Εγώ φταίω. Δεν ήμουν καλός πατέρας, είπε και το κεφάλι του λύγισε τόσο, που κόντεψε να φτάσει στα πόδια του.
-Χαίρομαι που καταλάβατε τα λάθη σας. Αλλά η υπόθεση αυτή πρέπει να τελειώνει.
-Αφήστε τα παιδιά ήσυχα. Θα πάρω την οικογένειά μου και θα φύγω μακριά, θα πάμε σε άλλη περιοχή. Σε λίγο καιρό όλα θα ξεχαστούν. Σαν να μην έγιναν ποτέ. Όλα θα γίνουν όπως ήταν πριν.
*
Και όμως δεν έγιναν. Σε άλλη πόλη, σε άλλο σχολείο, με άλλους φίλους, ο Άνθιμος πάλευε με το κενό κάθε μέρα. Και μαζί του πάλευε και όποιος τον αγαπούσε. Πάλεψε και η πρώτη του γυναίκα αλλά δεν τα κατάφερε. Μια μέρα πήρε τα παιδιά και έφυγε. Το ίδιο και η δεύτερη. Δύο γάμοι, δύο διαζύγια, τέσσερα παιδιά. Και όμως αισθανόταν ο πιο μόνος άνθρωπος στην γη. Όπως εκείνο το βράδυ. Ούτε ο πατέρας άντεξε, πέθανε μετά το δεύτερο διαζύγιο. Η μόνη του παρηγοριά, ότι πάλεψε πολύ για την δημοκρατία. Δεν πρόλαβε να τον δει καθηγητή Πανεπιστημίου. Δεν ήταν εκεί ούτε στην πρώτη του ορκωμοσία στην Βουλή. Μόνο η μητέρα του τον καμάρωνε και έκλαιγε μέσα της. Για αυτό που χάθηκε και δε θα ξαναγυρνούσε ποτέ.
*Το παρόν κείμενο είναι προϊόν μυθοπλασίας και δεν έχει καμία σχέση με αληθινά πρόσωπα ή γεγονότα.
***
Αθηνά Γιαντζίδη
(η) φυγή
Στεκόταν στην κορυφή της Βαθιάς Φωνής. Δεν ήξερε αν έπρεπε να το ονομάσει λόφο, βουνό, πλαγιά, βράχο, αφού όλη της τη ζωή μόνο Βαθιά Φωνή θυμόταν να το αποκαλούν. Ανέβαιναν τρέχοντας το στενό μονοπάτι και όπου έβλεπαν ράγισμα στο σώμα της, κολλούσαν το στόμα τους και ούρλιαζαν ή ψιθύριζαν στα σωθικά της, ακούγοντας τις φωνές τους να ταξιδεύουν. Αυτή τη φορά, ίσως επειδή τα πόδια της είχαν απομνημονεύσει τη διαδρομή ή ίσως επειδή είχε συγχρονίσει τις αναπνοές της με την αποφασιστικότητα με την οποία τα χέρια του κυρίου Χόκνερ είχαν σφιχτεί γύρω από τα λουριά του σακιδίου του και ανεβοκατέβαιναν ρυθμικά σε κάθε του βήμα, δε θυμόταν πώς έφτασε εκεί πάνω.
Κοιτούσε τα σπίτια κάτω στο χωριό. Κανένα φως τέτοια ώρα. Κι όμως, μπορούσε να διακρίνει, ήταν σίγουρη, τα περιγράμματά τους, πιο έντονα, γραμμές που εκλύανε μια αόρατη ακτινοβολία. Φώτα-φαντάσματα. Η λίμνη έμοιαζε με μεγάλη κηλίδα από μελάνη που χύθηκε, η επιφάνεια τόσο προκλητικά γυαλιστερή που ήθελε να την ακουμπήσει με το δάχτυλο μόνο και μόνο για να ταράξει το νερό, για να νιώσει καλύτερα. Πριν γίνει και δικό της κομμάτι θεωρούσε παράξενη την εμμονή όλων τους με το νερό. Το νερό τα ξεπλένει όλα, εξαγνίζει, από αυτό ξεκινάνε όλες οι καινούργιες αρχές. Το νερό τα καλύπτει όλα. Ας νομίζανε έτσι. Νομοτελειακά, ερχόταν η ώρα για κάθε σώμα που βυθιζόταν να αναδυθεί. Αργά ή γρήγορα το νερό θα ξερνούσε πίσω όλα όσα ήθελαν να κρύψουν. Ανατρίχιασε όταν αναλογίστηκε την έκταση της πραγματικότητας. Είχε ήδη συμβεί. Αυτά είχαν απομείνει, φώτα-φαντάσματα και μια κηλίδα μελάνη. Ή μια κηλίδα αίμα, σαν αυτές που είχαν ποτίσει το κίτρινο φόρεμα που κρατούσε στα χέρια της. Το παράχωσε γρήγορα στην τσάντα της, μαζί με όσα απλώνονταν μπροστά της, έπρεπε να τα κουβαλήσει μαζί της, έπρεπε να θυμάται από πού έφευγε.
Είχε φύγει πολλές φορές από εκεί, τόσες που είχε χάσει το λογαριασμό. Άλλοτε ξεκινούσε από το δωμάτιό της, άλλοτε από το μπάνιο ή από την όχθη της λίμνης, χάραζε με τέτοια βεβαιότητα την πορεία που ούτε που την ένοιαζε που κάθε φορά κάποιος ή κάτι τη διέκοπτε και της υπενθύμιζε πως δεν είχε μετακινηθεί ούτε εκατοστό, γιατί ήξερε πως θα συνέβαινε, ήξερε πώς θα συνέβαινε. Μπορεί να υπήρχαν μικρές παραλλαγές, αλλά, η βάση ήταν κοινή· έφευγε θριαμβεύτρια. Δεν είχε και πολλή σημασία η ίδια η νίκη, αν ήταν μεγάλη ή ασήμαντη, γιατί η αληθινή επιτυχία ήταν ότι δεν είχε πλέον καθόλου χώρο και χρόνο γι’ αυτούς, και όχι επειδή την έπνιγε η απέχθεια, αλλά γιατί είχε καταφέρει αυτό που ήθελε. Αυτή προπορευόταν και εκείνοι ακολουθούσαν από απόσταση, με ησυχία και κάποια ενοχή, και δεν άκουγε τα ψιθυρίσματά τους, αν ήθελαν να της μιλήσουν ή να της ζητήσουν συγγνώμη, γιατί οι δρόμοι τους πια είχαν οριστεί και αυτό δεν άλλαζε. Ο δικός της μπορεί να έμοιαζε άγνωστος, όμως, τουλάχιστον τον έφτιαχνε μόνη της, με τα χέρια της και με όσα είχε αναγκαστεί να κρατά κλειδωμένα τόσο καιρό. Και το βασικό κατόρθωμα ήταν ότι τους ανάγκασε να δουν, να παραδεχθούν, να μετανιώσουν που δεν θέλησαν ποτέ να καταλάβουν τι ήταν η Νοέλ. Και που, αν δεν συνέβαινε αυτό, δεν θα καταλάβαιναν ποτέ τι ήταν και τα επόμενα παιδιά, οι δυστυχείς επίγονοι που ήξερε ότι κάποια στιγμή θα είχαν την ατυχία να φυτρώσουν σε εκείνο το μέρος.
Και δεν το έκανε. Αυτή την τελευταία φορά γύρισε για να τους κοιτάξει, και επειδή έτσι προστάζουν οι κανόνες, είχε μετατραπεί στην κυρία Λωτ.
Πέρασαν μπροστά από τα μάτια της, διάσπαρτες και χωρίς καμία λογική ακολουθία, οι σκηνές της ταινίας που έζησε σε αυτή τη μικρογραφία του κόσμου. Μέρες μπλε ή μαύρες. Η μαμά να της στεγνώνει τα μαλλιά. Βλέμματα περίεργα στην πρώτη σχολική γιορτή. Ξαπλωμένοι με τον Βαλ στην αυλή να τρώνε κεράσια. Καλοκαίρι. Χέρια να παίρνουν τα βιβλία που αγαπούσε μακριά. Εκείνος ο νεαρός που τελικά δεν ακολούθησε, που τελικά δεν είχε ερωτευτεί. Το αίμα που έτρεχε. Κύκλοι παιδιών που κλείνουν στο πέρασμά της, κι εκείνη είναι υβρίδιο, μίση δική τους και μισή κάτι άλλο, και να θέλει απεγνωσμένα να γίνει ολόκληρη. Ολόκληρη τι, δεν ήξερε. Το αίμα που απλώθηκε στα χέρια της. Βροχή που απολάμβανε, και κρύο και μουντά χρώματα ανάμεσα σε καθαρές γραμμές που την έκαναν να νιώθει ασφαλής. Και άλλες γραμμές, αιχμηρές και κόκκινες που την έκαναν κι εκείνες να νιώθει ασφαλή, με το δικό τους τρόπο. Πατινάζ στη λίμνη. Το αίμα που απλώθηκε στα πόδια της. Να ρωτάει, να ρωτάει, να ρωτάει. Ο καλύτερός της φίλος εξαφανισμένος. Ο τρελο-Γκάρεθ να σκαρφίζεται άλλη μια ιστορία. ‘’Μας τα ‘πρηξε’’, να μουρμουρίζουν πριν ακόμη απομακρυνθεί καλά καλά. Η μαμά να την ταΐζει την κρέμα τους και να απαριθμεί για δέκατη φορά τα υλικά, μετά από απαίτηση της μικρής. Ώρες που δεν πέρασαν ποτέ, έξω από το σπίτι του Βαλ. Το αίμα που έβαψε το νερό. Δάκρυα και μερικές φορές γέλια, ποτέ χαμόγελα. Ένα πακέτο τυλιγμένο και όμορφη γαλάζια κορδέλα. Σελίδες να στοιβάζονται στο πάτωμα πριν θαφτούν σε κουτιά, σε κρυψώνες, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Σελίδες που σκίζονταν. Τα αστέρια χωρίς τα σύννεφα. Να τυλίγει τη γλώσσα της γύρω από πέτρα, και να μασάει τόσο δυνατά, μέχρι να σπάσουν τα δόντια της, να ματώσει η φωνή της, το μόνο που θα μπορούσε να καταπιεί πια ήταν ο πόνος. Ο δικός της και των άλλων. Μουσική να παίζει αποκλειστικά μέσα στο κεφάλι της. H πορεία που δεν παρέκκλινε ποτέ. Αυτή να προσπαθεί να είναι δυνατή. Η μαμά είπε στη Νοέλ να είναι δυνατή, της είπε ότι είναι ήδη πολύ δυνατή, απλώς δεν το καταλαβαίνει. Να της λένε πως είναι έξυπνη μα αυτή να νιώθει ανόητη. Να της λένε πως είναι σωστό μα αυτή να ξέρει από πάντα το λάθος. Να κοιτάζει χωρίς να βλέπει. Να ακούει, χωρίς να μιλάει, αυτούς που μιλούσαν χωρίς να ακούνε. Να της λένε χώμα μα αυτή να σκέφτεται γαλάζιο. Το αίμα που δε σταμάτησε να τρέχει.
Η μαμά ήξερε.
Ο Βαλ…ο Βαλ θα καταλάβαινε.
Κι αυτή πονούσε τρομερά. Δεν την πείραζε γιατί μάλλον αυτό ήταν μοίρα και πεπρωμένο, ήταν γραφτό να γίνεται, να πονάει ακόμη και χωρίς πληγές, να απολογείται χωρίς να ξέρει το λόγο, γιατί οι συνέπειες έμοιαζαν πάντα λιγότερο ανώδυνες, ή ίσως δεν υπήρχε τίποτα από όλα αυτά, ούτε σκηνοθέτης, ούτε σεναριογράφος, και απλώς κάποιοι άνθρωποι διδάσκονταν να αισθάνονται την ενοχή πριν την αγάπη. Τώρα, όμως, ήταν έτοιμη να ξεριζώσει την καρδιά, αν αυτό έκανε το να είναι μόνη ευκολότερο. Όχι πως δεν το είχε ξανακάνει. Για την ακρίβεια, όχι πως δεν άρχιζε να το συνηθίζει. Ίσως ελάχιστα πράγματα ήταν φοβερότερα από το να μη φοβάται κανείς, έστω και μυστικά, τη μοναξιά. Στο κάτω κάτω, ο φόβος αυτός ήταν πολύ χειρότερος, πιο τρομακτικός από το φόβο του να παραδοθείς. Κι αν ξεπεράσεις τον πρώτο, μάλλον έχεις κάνει το ίδιο με το δεύτερο. Προ πολλού. Ναι, ήταν έτοιμη, και να υποφέρει και να ελπίσει. Δεν αγαπούσε κανέναν και δεν μισούσε κανέναν, δεν ένιωθε τίποτα, τα είχαν καταφέρει, κι αυτοί κι αυτή, την είχαν αδειάσει. Ένιωσε, σαν ρεύμα που διαπέρασε όλο της το σώμα, την παρόρμηση να ουρλιάξει για να την ακούσουν όλοι, τόσο δυνατά, μέχρι να σπάσουν οι τυμπανικές μεμβράνες τους, να διαρρηχθεί κάθε κύτταρο σε κάθε αγγείο που διέτρεχε το σώμα τους και να πνιγούν στο ίδιο τους το αίμα. Κατάφερε μόνο να μουρμουρίσει, σε μια γλώσσα που δεν ήταν σίγουρη ότι κατάλαβε γιατί οι λέξεις ήταν σχήματα, ίσως ήταν κάποια από εκείνες τις πρωτόγονες που δημιουργήθηκαν από καθαρή απελπισία. ‘’Σας σιχάθηκε η ψυχή μου’’. Κι έτσι ξερίζωσε τα πόδια της πριν από την καρδιά της, που δεν είχαν απολιθωθεί γιατί ποτέ δε θα διάλεγε τον Λωτ για άντρα, και έκανε μεταβολή.
***
Ξένια Ζάικου
[απόσπασμα από μυθιστόρημα]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
*Κάσπαρ*
Προχωρούσα πίσω από το πιο εκπληκτικό, περίεργο πλάσμα στον κόσμο. Ήταν τόσο… Δεν μπορούσα να βρω τις λέξεις. Άλλωστε δεν ήμουν ποτέ καλός μ’ αυτές. Προσπαθούσα τόση ώρα να είμαι κύριος, να μην πληγώσω τα αισθήματά της. Ο Κάρλ, η Έβερ κι εγώ είχαμε φτάσει στο συμπέρασμα πως οι αναμνήσεις της είχαν κλαπεί. Αυτή ήταν η τιμωρία της. Προσπαθούσα να καταλάβω ποιανού τιμωρία ήταν χειρότερη. Η δικιά μου, ή η δικιά της. Τι ήταν χειρότερο; Να μην θυμάσαι - ή να θυμάσαι αλλά να μην μπορείς να νιώσεις τίποτα; Εκείνη είχε σταματήσει. «Τι συμβαίνει;», ρώτησα, κοιτώντας γύρω μας, σε επιφυλακή. Η Φέιθ μού έριξε ένα αγχωμένο βλέμμα. «Το παράθυρο από το οποίο βγήκα. Είναι κλειστό.» Ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο της, πιστεύοντας πως θα βοηθούσε. «Υπάρχουν πολλοί τρόποι να μπούμε στο κτήριο.» Εκείνη τραβήχτηκε απότομα. «Απλά οδήγα τότε». Το βλέμμα της ήταν κοφτερό σαν ξυράφι. Νόμιζα πως η παρουσία μου θα ήταν καθησυχαστική γι’ αυτήν. Ότι τα συναισθήματα θα ήταν ακόμη εκεί, αλλά δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται την σύνδεση ανάμεσά μας. Προχώρησα προς τη μισό-χαλασμένη σκάλα που είχα τοποθετήσει πριν λίγο καιρό κάτω από το παράθυρό μου, πίσω από τις πυκνές, αναρριχώμενες φυλλωσιές. Κινούταν αθόρυβα δίπλα μου. Προσπάθησα να αισθανθώ κάτι. Συγκίνηση, νοσταλγία. Κάτι. Αλλά τίποτα. Ήταν ηλίθιο να πιέζω έτσι τον εαυτό μου. Δεν ήταν ότι αγαπούσα κάποια άλλη. Φτάσαμε στη σκάλα και απομάκρυνα τα κλαδιά με μια κίνηση. Η Φέιθ με κοίταξε με ερωτηματικό ύφος. «Η σκάλα οδηγεί κατευθείαν στο παράθυρό μου», εξήγησα. Γούρλωσε τα μάτια της μ’ έναν, όντως, αξιολάτρευτο τρόπο. «Μα αυτή είναι ετοιμόρροπη!» Γέλασα νοερά. Πού να ήξερε τι μπορούσε να κάνει. «Δεν νομίζω ότι έχεις κι άλλη επιλογή», της είπα απότομα. Το μετάνιωσα αμέσως, βέβαια. Ήταν λες και μου έβγαινε το αντίθετο από το ζητούμενο μ’ αυτή τη κοπέλα. Προσπάθησε να πιαστεί απ’ τις λαβές, αλλά είχε πολλή υγρασία. Με κοίταξε για βοήθεια. «Θα μπορούσα να σε βοηθήσω, αλλά δεν νομίζω ότι θα σου άρεζε», είπα, χαμογελώντας. Κοκκίνισε μέσα σε δευτερόλεπτα. Ένιωσα κάτι να φουσκώνει μέσα μου και ξεροκατάπια με δυσκολία. Παρ’ όλο το πείραγμά μου, την έπιασα απαλά απ’ τη μέση και τη σήκωσα πιο ψηλά, στις πιο σταθερές λαβές. «Είμαι εντάξει», ψιθύρισε. Η φωνή της ήταν βραχνή. Τότε ήταν που είχα την πιο έντονη ανάμνησή της.
***
Ξύπνησα ιδρωμένος στα ανάκατα σεντόνια του κρεβατιού της κι εκείνη δεν ήταν εκεί. «Φέιθ;» Σηκώθηκα να ανάψω την λάμπα, παραπατώντας. Ένας κόμπος στο στομάχι μου. Πού ήταν; Με είχε αφήσει; Μήπως τελικά είχε μετανιώσει και είχε επιλέξει να φύγει μακριά και να γλιτώσει; Δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτήν, αλλά γι’ αυτήν ήταν η καλύτερη επιλογή. Της το είχα προτείνει κάποτε, λίγο πριν κάνουμε γνωστή την απόφασή μας να αποσχισθούμε. Τότε με είχε κοιτάξει χαμογελώντας και μου είχε υποσχεθεί πως δεν θα μ’ άφηνε ποτέ. Μήπως όμως το είχε ξανασκεφτεί τώρα που η κατάσταση είχε χειροτερέψει; Τώρα που δεν ξέραμε τι θα μας ξημέρωνε αύριο, μήπως η ιδέα να μείνει μαζί μου ως το τέλος δεν της φαινόταν και τόσο δελεαστική; Ακούστηκε η εξώπορτα. Άνοιξα την πόρτα του μικρού διαμερίσματος κι έτρεξα ως την κεντρική σάλα. Είχα ξεχάσει να φορέσω πουκάμισο, αλλά οι φίλοι μας κοιμούνταν τέτοια ώρα. Δεν είχε ξημερώσει ακόμη. Ήταν εκεί, μπροστά στην πόρτα, με το μακρύ της φόρεμα να σέρνεται σκοτεινό, στο πάτωμα. Διέσχισα με τρεις δρασκελιές τον στενό χώρο και την έκλεισα στην αγκαλιά μου. «Πού ήσουν;» Πιθανότατα ακουγόμουν σαν πιεστικός μαλάκας, αλλά νόμιζα πως με είχε αφήσει. Εκείνη με αγκάλιασε με πάθος. «Δεν είχα ύπνο», μουρμούρισε. Ήξερα πως έλεγε ψέματα, μπορούσα να νιώσω πως είχε χρησιμοποιήσει μαγεία, -η αύρα της ήταν πολύ πιο σκοτεινή απ’ ότι συνήθως-, αλλά δεν είπα τίποτα, μόνο την έσφιξα πιο πολύ. Ότι κι αν συνέβαινε ήμασταν μαζί και θα το αντιμετωπίζαμε. Τραβήχτηκα ίσα- ίσα για να την κοιτάξω στα μάτια. «Σ’ αγαπάω όσο τίποτα στον κόσμο. Είσαι ό,τι έχω. Μη με ξανατρομάξεις έτσι…» η φωνή μου έσπασε. Αυτή η γυναίκα ήταν τα πάντα για μένα. Με ήξερε και την ήξερα. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και, γαμώτο, ήταν ακόμη πιο όμορφη κάθε στιγμή που περνούσε. «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα», ψέλλισε. Η καρδιά μου έγινε ελαφρύτερη και ο κόμπος στο στομάχι μου λύθηκε. Έχωσα το πρόσωπό μου στη καμπύλη του λαιμού της. Ήταν δική μου και ήμουν δικός της. Για πάντα.
***
«Κάσπαρ!» Την κοίταξα, περιμένοντας να καταλάβω γιατί μου φώναζε. «Μπορείς να με αφήσεις τώρα, με πονάς!» Την άφησα απότομα. Άρχισα να ανεβαίνω μηχανικά, ακολουθώντας την. Μπήκαμε στο σκοτεινό μου δωμάτιο εύκολα - είχα αφήσει ανοιχτό το παράθυρο. Άναψα το φως, και της έτεινα να καθίσει. Εκείνη διάλεξε το γραφείο αντί το κρεβάτι κι εγώ χαμογέλασα. Μπορεί να θυμόταν και να πήγαιναν επιτέλους όλα λίγο καλύτερα. Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού. Πήρα μια βαθιά ανάσα. Με κοίταζε με περιέργεια. «Υποσχέσου μου πως θα με ακούσεις. Μέχρι το τέλος. Μετά, αν το θες ακόμα, μπορείς να φύγεις.» Εκείνη έγνεψε. Και καθώς ετοιμαζόμουν να αφηγηθώ την ιστορία της ζωής μας σ’ αυτό το κορίτσι, συνειδητοποίησα πως, ίσως τελικά, να θέλω να παλέψω γι’ αυτήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Γύριζα στο σπιτάκι που μοιραζόμουν με τους γονείς και την αδελφή μου. Βάδιζα γρήγορα. Το σκοτάδι και η ομίχλη με τρομοκρατούσαν. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα βγει απ’ τις σκιές, συνήθιζε να λέει η γιαγιά μου. Τύλιξα την εσάρπα σφιχτά γύρω μου. Πριν λίγο είχα αποχαιρετιστεί με τον κ. Φιτζέραλντ. Η παρουσία του ήταν καθησυχαστική. Σε τόσο έντονους καιρούς, χρειάζεσαι κάποιον να σου προσφέρει ασφάλεια. Αυτά ήταν πάντα τα λόγια της μητέρας μου. Φυσικά εκείνη αναφερόταν στα χρήματα και στην κοινωνική θέση που είχε ένας υποψήφιος γαμπρός στο συμβούλιο ανώτατης μαγείας. Ένα συμβούλιο που είχε συγκληθεί ως μια φωνή λογικής για την κατάληψη της Αρχέγονης Κυβέρνησης Μαγείας από την Αλμπίνα. Τα γεγονότα έτρεχαν. Η Αλμπίνα είχε εμφανιστεί και με πρόφαση την εσφαλμένη κρίση των Γηραιοτέρων είχε πάρει την εξουσία στα χέρια της. Μια νέα εποχή ερχόταν…
Πίσω στο σπίτι, βρήκα τη μητέρα να συζητάει μπροστά στη φωτιά με την αδελφή μου. Κρατούσαν από μια κούπα αχνιστό τσάι. Εγώ και η Μπέλλα είχαμε κληρονομήσει τη χλωμάδα μας από τη μητέρα. Ήμασταν και οι δύο κοντές και μικρόσωμες. Μόνη διαφορά μας τα μαλλιά μας. Σε αντίθεση με το δικό μου σκούρο καστανό, η Μπέλλα είχε κληρονομήσει τα μαλλιά της γιαγιάς. Είχαν μια στροφή προς το πράσινο. Ήταν τόσο σκούρα που στο σκοτάδι φάνταζαν σαν τα δικά μου, αλλά στο φως του ηλίου ήταν λαμπερά. Στις μάγισσες μιας παλαιότερης εποχής, τέτοια έντονα χρώματα δεν ήταν καθόλου σπάνια. Με το που με είδαν πετάχτηκαν πάνω.
«Πού ήσουν;» ρώτησε η μητέρα. Έριξα ένα προειδοποιητικό βλέμμα στη Μπέλλα.
«Στην πλατεία με την Έβερ.» Δεν συνήθιζα να λέω ψέματα. Δεν μπορούσα, όμως, να θυσιάσω τις συναντήσεις μου με τον κ. Φιτζέραλντ για τα καμώματα της μητέρας μου. Στο δρόμο της επιστροφής είχα πάρει την απόφασή μου. Ήμουν ερωτευμένη με αυτόν τον άντρα. Θα έκανα, λοιπόν, ότι περνούσε από το χέρι μου για να είναι ο έρωτάς μας εφικτός. Αφού κάθισα για λίγο μαζί τους, αποχώρισα στη μικρή κάμαρα που μοιραζόμουν με τη Μπέλλα. Τώρα που είχα καταλήξει, που είχα αποδεχτεί πως αυτή τη μοίρα θέλω να έχω, πλάι σε αυτόν τον άντρα- παρά τον κίνδυνο-, ένιωθα μια γαλήνη. Ο ύπνος ήρθε γρήγορα, καθώς έσπρωχνα τον χρόνο να τρέξει γρηγορότερα, ώστε να έρθει η στιγμή που θα του εξομολογούμουν την αγάπη μου. […]
***
Κατερίνα Ζωγραφάκη
[απόσπασμα από το μυθιστόρημα Ένα παιδί που περπατούσε με τα χέρια]
Στη θάλασσα
[...] Όλη μέρα στη θάλασσα με τα κύματα στα δυο μέτρα, έβλεπε τη στεριά στην οθόνη του ραντάρ και αδημονούσε να φτάσει. Να πατήσει γη. Ασυνήθιστος είσαι, του φώναζε ο θειος του, όταν το χρώμα του έμοιαζε του πανιού. Ήταν πια κοντά στην Κω. Περασμένο απόγευμα και το μελτέμι βαστούσε ακόμα. Φευγαλέα η ματιά του έπιασε ένα μαύρο σημαδάκι στην οθόνη στην ρότα τους επάνω. Καλοκοίταξε και σιγουρεύτηκε. Με μια δρασκελιά βρέθηκε στη μέση της σκάλας.
-Θείε, κάτι φαίνεται στο ραντάρ κάπου μισό μίλι μακριά μας. Λες να ‘ναι κανένας κορμός δέντρου πάλι; Αν πέσουμε απάνω του θα μας ρημάξει, έτσι δεν μου πες;
-Πάρε τα κιάλια κι άντε στην πλώρη να δεις τι είναι. Κι άμα το δεις να μου γνέψεις με το χέρι από ποια μεριά το βλέπεις.
Έβγαλε το κεφάλι απ’ τη φάλκα και κοίταξε διστακτικά την πλώρη που μια καβαλούσε τα κύματα και μια χάνονταν μέσα τους. Η τζένοα λάσκα για πρίμα πλατάγιζε κάθε που σκαρφάλωνε το σκαρί στο κύμα. Πέρασε τα κιάλια στο λαιμό, πιάστηκε απ’ τα ρέλια, έφτασε στα ξάρτια και περίμενε ν’ αρχίσει ν’ ανεβαίνει στο επόμενο κύμα για να φτάσει στην πλώρη. Ισορροπώντας στη δελφινιέρα προσπαθούσε να διακρίνει το μαύρο σημαδάκι ανάμεσα στα κύματα.
Ζωντάνευαν στον νου του οι ιστορίες του παππού, του γέρο-ναυτικού στο ταβερνάκι. Ιστορίες από πελάγη μακρινά και χρόνους περασμένους. Γεμάτες με θαλασσινούς αντρειωμένους και τέρατα που τους κόβανε το δρόμο μέσα στα σκοτάδια της άγριας θάλασσας. Έτσι γραπωμένος απ’ τον πρότονο, είδε τον εαυτό του άφοβο ναυτικό, έτοιμο να τα βάλει με το τερατόμορφο μαύρο σημαδάκι της οθόνης. Είχε ακούσει ο παππούς στα ταξίδια του στην νότια Αμερική, για ένα ανθρωπόμορφο θαλασσινό πλάσμα. Ζούσε λέει σε πολιτείες σαν αυτές των ανθρώπων. Το λάτρευαν σαν θεό εκεί κάτω στον Αμαζόνιο, για την φοβερή του δύναμη και την ικανότητα να γιατρεύει πληγές. Αλίμονο σε όποιον βρίσκονταν στο διάβα του. Τον έπιανε και τον κατέβαζε στην πολιτεία του. Κρυστάλλινη, ανάποδα χτισμένη, σαν αντανάκλαση της ανθρώπινης. Και σιγά σιγά τον μεταμόρφωνε σε όμοιό του. Γεμάτο λέπια και πτερύγια. Πρώτα τα μάτια, μετά το πρόσωπο κι ύστερα το υπόλοιπο σώμα. Προτιμούσε όμως τις γυναίκες κι η σκέψη αυτή καθησύχασε τον Αλέξη.
Κοίταζε με αγωνία μέσα απ’ τα κιάλια κι έψαχνε ανάμεσα στους αφρούς. Ο θειος του έλεγε για κορμούς δέντρων που περιπλανιούνται στην ανοιχτή θάλασσα μετά από μια ανοιξιάτικη νεροποντή στην κοντινή στεριά. Αυτός όμως άκουσε κάτι ψαράδες στη Σάμο πριν μερικές μέρες, να λένε για τους ανθρώπους που ψάρεψαν μέσα στην νύχτα και την βάρκα τους μισοβουλιαγμένη γεμάτη με παππούδες, γυναίκες και παιδιά. Κι ύστερα θυμήθηκε τα σωσίβια. Ξεβρασμένα σε μια απόμερη ακτή κάπου στο Πυθαγόρειο. Κι όλο τριγύριζε η εικόνα τους στο μυαλό του αλλά την απόδιωχνε. Προτιμούσε τα στοιχειά και τους θεούς της θάλασσας. Ήταν αρκετά μεγάλος για να ναι του χεριού τους.
Μονότονο το θαλασσινό τοπίο κι ο νους του ξεμάκραινε. Στα κιάλια μέσα έβλεπε για λίγο τον παππού. Ο γέρο-ναυτικός, Πάνος στο όνομα, ήταν λίγο απόμακρος και αυστηρός στους τρόπους. Συμπαθούσε όμως πολύ τον Αλέξη. Τον έβλεπε ανήσυχο πάντα, σαν να 'χε καρφιά στον απαυτό του. Με τα μάτια γεμάτα περιέργεια και λαχτάρα για το άγνωστο, ρουφούσε τις ιστορίες του. Ήταν λίγο μεγαλύτερός του όταν έβγαλε το ναυτικό φυλλάδιο για το πρώτο του μπάρκο. Όταν κάθονταν στο ταβερνάκι περίμενε να φύγει ο κόσμος για να του διηγηθεί ιστορίες απ’ τα ταξίδια του, με τους φίλους του στα καράβια. Για την αγαπημένη του δεν μιλούσε πολύ.
Αχ η μικρή μελαχρινή του! Την γνώρισε σ’ ένα ταξίδι στην νότια Αμερική. Ταξίδευε μαζί με τον πατέρα της. Τέσσερα στόματα τον περίμεναν. Μπάρκαρε για να μπορέσει να τους ζήσει. Και μετά, να μην τους λείψει τίποτα. Κάλεσε τον Πάνο στο σπίτι του. Τον συμπαθούσε γιατί μιλούσε την γλώσσα του κι ήταν καλή παρέα και στα γλέντια και στις ώρες τις δύσκολες, της νοσταλγίας. Την αγάπησε ο Πάνος μόλις του χαμογέλασε. Μ’ ένα χαμόγελο τόσο φωτεινό! Έλαμψαν τα μάτια του. Τον περίμενε το σούρουπο σ’ ένα παγκάκι μπροστά στον μόλο κάθε που έπιανε λιμάνι το καράβι τους. Το σκαγε απ’ το σπίτι πηδώντας απ’ το παράθυρο. Αγριοκάτσικο την έλεγε κι αυτή χαμογελούσε χωρίς να καταλαβαίνει. Μιλούσαν πάντα τη δική της γλώσσα. Μόνο όταν την πείραζε μιλούσε τη δική του. Στο τελευταίο ταξίδι τον περίμενε στο ίδιο παγκάκι. Ο ήλιος είχε χαμηλώσει αρκετά. Είχε μάθει απ’ τον πατέρα της πότε θα ’φτανε το καράβι και περίμενε με λαχτάρα. Έβρεχε δυνατά. Την είδε από μακριά να αγναντεύει τη θάλασσα. Λες και τον περίμενε να αναδυθεί σαν τον Ποσειδώνα. Γύρισε την πλάτη κι έφυγε. Στο δωμάτιο αργότερα στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Κοίταξε τον νεαρό με τα βρεγμένα ρούχα και τον έφτυσε.
Σκούπισε τα μάτια του ο Αλέξης που έτσουξαν απ’ το μπότζι. Το μαύρο σημαδάκι πήρε ξάφνου μορφή μπροστά του. Είδε χέρια να κουνιούνται και φωνές σε ακατάληπτη γλώσσα.
-Εεε αριστερά είναι, άνθρωπος στη θάλασσα, φώναξε μ’ όσον αέρα είχε στα πνευμόνια του και τέντωσε το χέρι του δείχνοντας τη μεριά που έβλεπε τώρα ξεκάθαρα δυο άντρες ανάμεσα στα κύματα.
-Μην τους χάσεις απ’ τα μάτια σου, του φώναξε ο θειος του.
Μόλις τους πλησίασε πέταξε ένα σωσίβιο προς το μέρος τους. Κάνανε δυο απλωτές, το φτάσανε. Man overboard, καταγράφηκε το στίγμα στο GPS. Τους άφησε λίγες σκαφιές πίσω, γύρισε το σκάφος στον καιρό να σταματήσει κι έβαλε μπρος τη μηχανή.
-Έλα Αλέξη, γρήγορα. Πάρε τη σκότα της μαΐστρας, κλειστά θα πάμε. Και μάζεψε τη τζένοα.
Τα χέρια και τα πόδια του Αλέξη έβγαζαν φωτιές. Τύλιξε όπως όπως το πανί με το ρίφινγκ κι έψαξε με τα μάτια για τους δυο άντρες. Γύρισε ο θειος του το σκάφος και πήγαιναν τώρα κατά πάνω τους.
- Δέσε το δεύτερο σωσίβιο μ' ένα μακρύ σκοινί. Κι όταν τους πλησιάσουμε από σταβέντο πέταξέ το και κράτα το σκοινί γερά, να τους τραβήξεις μόλις το πιάσουν. Δεν φαίνονται τραυματισμένοι, θα βοηθήσουν. Άντε παλληκάρι μου. Θα τα καταφέρεις.
Έβαλε ο Αλέξης το σκοινί στο βιτζιρέλο και τραβούσε μ' όλη του τη δύναμη. Ετοίμασε ο θειος του ένα γερό σκοινί με μια καντιλίτσα να το περάσει γύρω του ο πρώτος που ήταν πιο κουρασμένος. Τράβηξε τα ρέλια ο Αλέξης και στερέωσε την ανεμόσκαλα. Με κόπο τους ανέβασαν στο κατάστρωμα. Έτρεμαν απ’ την εξάντληση. Έτρεξε κάτω να φέρει δυο κουβέρτες. Βρήκε και κάτι φαγώσιμο στο ντουλάπι. Λίγο νερό, έγνεψαν κι οι δυο. Σε λίγο συνήλθαν. Δεν μιλούσαν. Μόνο τους χαμογέλασαν. Στα μάτια τους είδαν τον φόβο και τη χαρά μαζί να κολυμπούν στα δάκρυα.
Κόντευε να σουρουπώσει κι ο αέρας είχε αρχίσει να πέφτει. Ειδοποίησαν στο VHF το Ολυμπία Ράδιο για αυτό που συνέβη και πήραν οδηγίες απ' το λιμεναρχείο. Λίγα μίλια μακριά είδαν τη βάρκα τους σπασμένη και το σκάφος του λιμενικού παραδίπλα. Το πλευρίσανε και τους παραδώσανε. Τότε, με τα κουτσά τους αγγλικά, είπανε ότι έρχονταν από τη Συρία ο ένας κι απ’ το Αφγανιστάν ο άλλος. Γύρω τους κι άλλοι στριμώχνονταν κουκουλωμένοι στις κουβέρτες που χρύσιζαν. Κατάκοποι οι λιμενικοί έβγαζαν και τους τελευταίους θαλασσοπνιγμένους. Ήταν η δεύτερη φορά στην ίδια μέρα που ψάρευαν ανθρώπους. Mέρα παρά μέρα το ίδιο. Κι αυτή ήταν μια καλή μέρα. Τους πρόλαβαν όλους ζωντανούς. [...]
***
Ειρήνη Μαλαχτάρη
[απόσπασμα από την μαύρη κωμωδία Η Ωραία Δυστυχία]
[…]Την επόμενη μέρα, ο Αντώνης επισκέφτηκε τον Κλέανδρο Χατζηπαναγή. Μπήκε στην παλιά οικοδομή και σκέπασε τη μύτη του με το μανίκι του σακακιού του, τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα, όταν μπήκε στο διαμέρισμα. Πρόσεξε ότι ο Κλέανδρος δεν είχε ετοιμάσει ακόμα βαλίτσες.
«Το ξέρεις ότι έχεις αρκετά λεφτά για να φύγεις από εδώ μέσα, έτσι;» του είπε αστειευόμενος, «σου έχω κάνει τη μεταφορά των χρημάτων και οι δικηγόροι μου θα σε βοηθήσουν με την ακίνητη περιουσία του μακαρίτη. Έχεις πλέον αρκετά σπίτια και εξοχικά για να μπορείς να μείνεις όπου θέλεις. Έχεις και σκάφος, τέσσερα για την ακρίβεια».
Ο Κλέανδρος δεν μιλούσε, παρά μόνο κοιτούσε έξω από το παράθυρο.
Βρήκε την ευκαιρία να επεξεργαστεί αυτόν τον ιδιόρρυθμο νέο άντρα. Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός, ήταν ντυμένος απλά, με πυκνά μαλλιά και μεγάλες πλάτες. Παρατήρησε και την κουζίνα, άδεια σχεδόν, αλλά καθαρή.
Ο Κλέανδρος γύρισε και κάθισε σε μία καρέκλα.
«Δεν ξέρω τι να κάνω με τόσα λεφτά».
Νόμισε ότι ο νεαρός φοιτητής του έκανε πλάκα αλλά είδε ότι επέμενε στο σοβαρό του ύφος.
«Να χαρείς, θες να σου στείλω δύο σχεδόν συνομήλικούς σου να σου πουν πώς να τα ξοδέψεις μέσα σε λίγες ώρες;»
«Μη με παρεξηγείτε, πάντα ήθελα να βγάλω χρήματα, αλλά τόσα πολλά δεν ξέρω τι να τα κάνω».
«Να κάνεις αυτό που πάντα ήθελες να κάνεις, να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου. Τι σπουδάζεις;»
«Ήθελα να γίνω ναυπηγός, αυτό σπούδαζα»
«Ωραία, λοιπόν, ποιο είναι το πρόβλημα; Τώρα απλά θα είναι δική σου και η εταιρία».
«Δεν είχα κάνει τόσο μεγάλα όνειρα, κύριε».
Να λοιπόν ένα πρόβλημα που δεν το είχε σκεφτεί ποτέ.
«Δεν μπορεί να μην είχες κάνει κάποια όνειρα Κλέανδρε, όνειρα που απαιτούσαν χρήμα, αλλιώς τι στην ευχή έκανες με την Ευανθία, τη χήρα του Αυγερινού;»
Ο Κλέανδρος σηκώθηκε από την καρέκλα του.
«Μη με προσβάλλετε κύριε, εγώ την Ευανθία την αγάπησα, με το δικό μου τρόπο, δεν έχω κανέναν άλλο ούτε γονείς ούτε σόι».
«Δεν νομίζω ότι ξέρεις τι είναι αγάπη».
Και τότε, αγαπητέ αναγνώστη, άστραψε στο νου τους με φώτα νέον η αιώνια ερώτηση, what is love?
Αλλά αυτά είναι ερωτήματα ζόρικα και τις απαντήσεις τις έχει μόνο το σύμπαν, ίσως κι ο Αντώνης Πρίγκιπας, που κοίταξε έξω από το παράθυρο τη βροχή που είχε σχηματίσει λακκούβες γεμάτες νερά στο σπασμένο πεζοδρόμιο:
Ω, η αγάπη... Η αγάπη είναι μία μεγάλη, χοντρή, μαύρη κυρία με σαγιονάρες που τραγουδάει τα blues όπως κανείς άλλος και όλοι θέλουν να τη γνωρίσουν. Καμιά φορά, μπορεί να σου κάνει την τιμή και να κατέβει από το μπαλκόνι της σε κάποιο υπόγειο μαγαζί, γεμάτο καπνό και όνειρα για να σε βρει και να σου τραγουδήσει. Μα τώρα κάνει εμφανίσεις σε άλλη πόλη.
Στην σκέψη αυτή, αποφάσισε να κυκλοφορήσει το νεαρό φοιτητή σε κάποιο τζαζ μπαρ.
«Λοιπόν, το βράδυ θα βγεις. Και σταμάτα μ’ αυτά τα κύριε, Αντώνη με λένε».
«Εντάξει, Αντώνη».
Το ίδιο βράδυ που ο Αντώνης του χτύπησε το κουδούνι, δεν απάντησε κανείς. Όπως έμαθαν αργότερα, ο Κλέανδρος Χατζηπαναγής τα είχε μαζέψει και είχε αναχωρήσει προς άγνωστη κατεύθυνση.
[…]
***
Τατιάνα Μάρτζα
Η μικρή νουβέλα «Το κέντημα της μαύρης τρύπας» αφηγείται την ιστορία της Βερενίκης, μιας τριαντάρας αρχιτεκτόνισσας που κυνηγάει τις πιο δύστροπες σχέσεις με «άπιαστους» άντρες. Ακολουθεί ένα απόσπασμα που διηγείται την συνάντηση της Βερενίκης με τον πατέρα της έπειτα από είκοσι ένα χρόνια.
[…] Το ταξί σταμάτησε λίγα μέτρα πριν την πολυκατοικία όπου μεγάλωσε. Τα παράθυρα του σπιτιού φάνηκαν διαφορετικά, όπως και οι κουρτίνες στο τζάμι της κουζίνας. Ήταν λίγο πριν τις δώδεκα το μεσημέρι, αλλά έξω δεν υπήρχε ψυχή και άρχισε να νιώθει ότι βρίσκεται σ’ ένα κακό όνειρο. Μπήκε στην οικοδομή και είδε μπροστά της τα τέσσερα σκαλιά που την χώριζαν από την πόρτα. Προσπάθησε να θυμηθεί τον ρυθμό με τον οποίον τα ανέβαινε ως μικρό κοριτσάκι και έπειτα κοίταξε ανάμεσα από τα κάγκελα από το κάτω έως το πάνω όροφο, διότι έτσι επικοινωνούσε με τα άλλα παιδιά, για να μην ανεβοκατεβαίνουν συνέχεια.
Έφτασε στην πόρτα και της κόπηκε η ανάσα. Γύρισε με την πλάτη. Προσπάθησε να κάνει ένα βήμα, αλλά τα πόδια δεν συμφωνούσαν. Στεκόταν όρθια, σαν άγαλμα στην μέση ενός μικρού κοινού διαδρόμου.
Μπορείς να το κάνεις, μπορείς, έλεγε στον εαυτό της καθώς παρατηρούσε το απαίσιο μπλε των τοίχων. Τα μάτια της σταμάτησαν στον πίνακα με τα ρολόγια της ΔΕΗ. Σήκωσε ασυναίσθητα το χέρι να χτυπήσει, αλλά το τράβηξε πίσω. Άκουσε τον χτύπο της καρδιάς της. Με αποφασιστική κίνηση χτύπησε τρεις φορές.
Μπροστά της ένας άντρα να την κοιτάει με έκπληξη. Άφησε την πόρτα ορθάνοιχτη και της γύρισε την πλάτη κρύβοντας με το χέρι το πρόσωπό του.
«Έλα μέσα», ακούστηκε σχεδόν ψιθυριστά η σπασμένη αντρική φωνή.
***
«Πάμε έξω να κάνουμε μια βόλτα;» του πρότεινε η Βερενίκη, για να αποδράσει στην φύση. Ο λόφος ήταν σε απόσταση αναπνοής. Πέρασαν τον δρόμο και ανέβηκαν στην πλαγιά του χωρίς να μιλήσουν. Εδώ περπάτησε εκατοντάδες χιλιόμετρα χέρι-χέρι με τον πατέρα της, σκαρφάλωσε σε όλα τα δέντρα, γεύτηκε απ’ όλων των ειδών των καρπών. Εδώ ήταν πάντοτε χαρούμενη.
Κάθισαν στο γρασίδι, αμίλητοι. Μακριά από τους ανθρώπους, οι δυο τους, μόνοι. Τρωγόταν να τον ρωτήσει γιατί εξαφανίστηκε, αλλά φοβήθηκε ότι θα αρχίσουν να μαλώνουν, όπως στην τελευταία τους συνάντηση.
«Θυμάσαι πώς μ’ έμαθες να δένω τα κορδόνια;» τον ρώτησε, ενώ κοιτούσε τα πράσινα χορταράκια να παίζουν με τα γυμνά της πόδια.
«Εσύ θυμάσαι πώς με κούρεψες ενώ κοιμόμουν;»
Αυτό το θυμόταν πολύ καλά η Βερενίκη, της άρεσαν τα ψαλίδια και ειδικά να κόβει τα μαλλιά, είτε δικά της, είτε από τις κούκλες της. Τις έκανε όλες όμορφες.
«Ναι, ήμασταν ακόμη στο παλιό μας διαμέρισμα, στο πέμπτο όροφο. Θα ήμουν τριών - τεσσάρων χρονών.»
«Όχι, στο προ - προηγούμενο σπίτι έγινε.»
«Αδύνατον, αφού μετακομίσαμε στο πέμπτο όροφο όταν ήμουν ήδη δύο χρονών.»
«Λάθος τα θυμάσαι» της απάντησε αυτός.
Πώς τα μπερδεύει έτσι στο μυαλό του, απόρησε η Βερενίκη.
Η αμηχανία τους πίεζε με όλο της το βάρος.
«Πώς ήμουν εγώ μικρή;»
«Τα γόνατά σου ήταν μονίμως με πληγές. Έπεφτες συνέχεια, ακόμα και όταν έτρωγες. Στα καλά καθούμενα ξεκολλούσες από την καρέκλα σου.»
Πνίγονταν και οι δυο με την βαριά παύση.
«Ξέρεις, δεν μου αρέσουν τα ψέματα και πρέπει να σου πω ότι μετά από εκείνη την μέρα άρχισα να έχω κενά στην μνήμη μου, οπότε μην περιμένεις να ακούσεις πολλά.»
Ήθελε να τον ρωτήσει αν ξέχασε ότι έχει και παιδί, αλλά συγκρατήθηκε.
«Τι εννοείς; Δεν θυμάσαι τίποτα από εκείνη την ημέρα και μετά ή και πριν το συμβάν;» τον ρώτησε για να καταλάβει τι συμβαίνει.
«Γενικώς. Καμιά φορά μου ξαναέρχονται κομμάτια των αναμνήσεων, αλλά τα περισσότερα δεν τα θυμάμαι.»
Κοίταξε το ξύλο που δούλευε με τον σουγιά του και με βαριά φωνή της είπε:
«Μερικά πράγματα δεν λέγονται.»
«Αν τα λες δυνατά, όμως, μπορεί να νιώθεις καλύτερα και φεύγει το βάρος που κουβαλάς».
«Όχι αυτά τα πράγματα».
Πώς να συνεχίσει τώρα την κουβέντα; Την έχει αφοπλίσει.
Σηκώθηκε, έβαλε τα παπούτσια της και αυτός την ακολούθησε παίρνοντας την κατεύθυνση για τα φιστικόδεντρα.
«Κατεβαίνεις ακόμα στο εργαστήριό σου;» τον ρώτησε με γλυκιά φωνή.
«Πού και πού. Τα βράδια όταν γυρνάω σπίτι χαζεύω τον ουρανό. Το κάναμε μαζί όταν ήσουν μικρή, το θυμάσαι; Ενίοτε βλέπω παράξενα αντικείμενα εκεί ψηλά και μετά από ένα διάστημα διαβάζω στο διαδίκτυο ότι ανακαλύφθηκε κάποιος ιπτάμενος δίσκος. Λέω στον εαυτό μου, βρε συ, τα μάτια και το μυαλό σου είναι πιο μπροστά από αυτά των επιστημόνων.» Γέλασε σαν να καμάρωνε τον εαυτό του.
Δεν το πίστευε ότι ταξίδεψε 1500 χιλιόμετρα και περίμενε είκοσι ένα χρόνια για να ακούσει τις ανοησίες και τις θεωρίες του. Άρχισε να νιώθει μια λεπίδα στα κόκκαλά της να καθαρίζει και το τελευταίο κομμάτι κρέατος που έμεινε κολλημένο. Απ’ όλους τους διαλόγους που έπαιξε στο μυαλό της αυτά τα χρόνια, το σημερινό δεν μπορούσε να το φανταστεί.
Πλησίαζαν στο σπίτι και, αν είχε εκατό μαχαίρια μαζί της, θα τα έριχνε όλα πάνω του μονομιάς.
«Γιατί δεν ήρθες να με δεις;»
Δεν της απάντησε.
«Εξαφανίστηκες. Ένιωθα ότι δεν έχω πατέρα.»
Ακούστηκε ένας αναστεναγμός και με αδύναμη φωνή της είπε·
«Μια μέρα θα σου τα πω όλα.»
Η πόρτα έκλεισε πάλι, αλλά αυτή τη φορά απαλά. Δεν είχε μείνει τίποτα άλλο να του πει. Αυτός δεν μπήκε καν στο κόπο να την ρωτήσει πού μένει, πώς τα βγάζει πέρα. Κάθε φορά που έπαιρνε κάποιο βραβείο είχε τόση ανάγκη να μοιραστεί μαζί του την χαρά λέγοντάς του ότι από αυτόν πήρε το ταλέντο, ότι μοιάζουν σε αυτό το κομμάτι.
«Πρέπει να φύγω. Πετάω σε λίγη ώρα.»
Το ταξί ήρθε γρήγορα. Μουδιασμένη από την συνάντηση έψαχνε να βολευτεί στο πίσω κάθισμα. Αντιλήφθηκε ότι ο οδηγός προσπαθούσε να καταλάβει από το πρόσωπό της αν ήταν καλά. Δεν είχε καμία, μα απολύτως καμία όρεξη να ανοίξει κουβέντα μαζί του.
Δεν ένιωσε ποτέ τόσο άδεια, σαν ένα σπίτι που μόλις εγκαταλείφθηκε από τους ιδιοκτήτες του μαζί με όλα τα υπάρχοντά τους, αλλά και ήρεμη ταυτόχρονα, σαν την έρημη, πρωινή θάλασσα.
Είσαι πολύ ηλίθια που έκλαιγες γι’ αυτόν, φώναζε στον εαυτό της. Μα πολύ ηλίθια. Άραγε θα γινόμουν έτσι και εγώ;
Ο δρόμος της επιστροφής ήταν γεμάτος δέντρα, αλλά δεν έβλεπε τις κορυφές τους. Δεν έβλεπε σχεδόν τίποτα. […]
***
Μαρία Μαυροπούλου
[απόσπασμα από μυθιστόρημα]
Μακάρι αυτή η ιστορία να ήταν υπόθεση σε μια συγκινητική ταινία που παρακολουθούμε με τους φίλους μου. Μακάρι στην οθόνη προβολής της, να μην έπαιζαν υπαρκτά πρόσωπα. Μακάρι να μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυα μου. Μακάρι να διατηρούσα το αποστασιοποιημένο χαμόγελο μου, μέχρι το τέλος. Μακάρι...
Δεν υπήρχε χώρος γύρω, μόνο σκοτάδι. Κλειστή πόρτα, κλειστά παντζούρια, κλειστή κουρτίνα. Ίχνος φωτός, ίχνος φρέσκου αέρα. Μόνο ένα σιγανό διαρκές κλάμα. Γονατισμένη, στα πόδια του κρεβατιού. Κουλουριασμένη μάλλον. Τα χέρια της στο πρόσωπο. Τα μαλλιά της ανάκατα. Τα χείλη της σφιχτά, δεν μπορούσε να κοιτάξει το πρόσωπο του. Δεν μπορούσε καν να σηκώσει το κεφάλι της προς το μέρος του.
«Συγγνώμη!» είπε και άρχισε να δυναμώνει το κλάμα της. Οι ανάσες της άρχισαν να βαραίνουν. Ο λαιμός της να σφίγγεται και ταυτόχρονα να βήχει. Πνιγόταν. Ξαφνικά πήρε μια μεγάλη ανάσα και αμέσως πρόφερε την λέξη «Συγγνώμη» για μια ακόμη φορά. Και μετά ξανά «Συγγνώμη». Και ξανά «συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη». Πολλές φορές.
Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ήθελε βοήθεια. Κανείς όμως δεν έπρεπε να την δει έτσι. Τόσο καιρό που ερχόταν στο νοσοκομείο, ήταν όλο χαμόγελα. Πίστευε ότι το χαμόγελο θα δώσει δύναμη σε όλους. Πολύ περισσότερο στον δίδυμο αδερφό της, που ήταν στο κρεβάτι σε «βαθύ λήθαργο». Έπρεπε να σταματήσει να κλαίει αλλά δεν είχε το κουράγιο. Πονούσε.
«Γιατί δεν ξυπνάς; Τώρα που σε χρειάζομαι…» φώναζε από μέσα της. Από μικρά τα δυο δίδυμα κοιμόντουσαν και ξυπνούσαν μαζί, είχαν τις ίδιες προτιμήσεις, μιλούσαν ταυτόχρονα για το ίδιο πράγμα, διαισθάνονταν ο ένας για τον άλλον τον κίνδυνο. Επικοινωνούσαν με την σκέψη, χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσουν φωναχτά.
Τώρα όμως δεν μπορούσε να ξυπνήσει τον αδερφό της. Δεν μπορούσε να μπει τηλεπαθητικά στην σκέψη του. Η επικοινωνία μεταξύ τους είχε διακοπεί. Μπορούσε όμως να τον βοηθήσει. Προτού γίνει αυτό. Προτού ο αδερφός της πέσει σε κώμα. Προτού τον ενθαρρύνει να δοκιμάσει, γιατί μαζί δοκίμασαν την πρώτη φορά. Και μετά άρχισαν οι τύψεις και οι εφιάλτες. Εκείνη αποτραβήχτηκε, ο αδερφός της όμως, δεν το έκανε. Συνέχισε να δοκιμάζει ουσίες, όσο εκείνη του έκρυβε την ανησυχία της. Ένα προαίσθημα ότι εκείνος δεν θα καταλήξει καλά. Κρυβόταν πίσω από την χαζή δικαιολογία ότι ήταν μικροί και μπορούν να δοκιμάζουν τα πάντα. Πόσο εκνευριστικό και χαζό ακούγεται πλέον στα αυτιά της…
Και τώρα, ένιωθε ολοκληρωτικά υπεύθυνη για την κατάσταση. Μόνο αυτή μπορούσε να τον βοηθήσει. Έτσι η Ελίζα προσπαθούσε να είναι προστάτης του αδερφού της. Αλλά σήμερα έπεσε. Δεν κράτησε την υπόσχεση που του είχε δώσει. Έκλαψε. Αν εκείνος μπορούσε να καταλάβει τι γίνεται, τι θα σκεφτόταν άραγε γι’ αυτήν;
Έκανε φανταστικούς διαλόγους στο μυαλό της. Άλλοτε ο αδερφός της, έλεγε «Ήσουν η αδερφή μου. Πώς μπόρεσες;», άλλοτε «Εσύ φταις!». Αλλά ο τελευταίος φανταστικός διάλογος την τσάκισε. Είδε τον αδερφό της να σηκώνεται από το κρεβάτι του και να την δείχνει με θυμό. Ακόμα και αν ήταν αποκύημα της φαντασίας της, την πόνεσε.
Δεν άντεξε. Σηκώθηκε απότομα και πιάστηκε από τα σιδερένια κάγκελα του κρεβατιού.
«Εγώ φταίω για όλα», η φωνή της είχε σπάσει. Τα λόγια της σαν κραυγές.
Τον κοίταξε. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Τον φίλησε στο μέτωπο. Έσκυψε στο αυτί του. Είπε: «Άφησε με να σε σώσω…» […]
***
Κλέαρχος Σταματουλάκης
Σε μια νύχτα σκοτεινή
[απόσπασμα από μυθιστόρημα]
[…]Σε μια νύχτα σκοτεινή, μία λεπτή μαυροντυμένη φιγούρα γλίστρησε προσεκτικά, σχεδόν μεταφυσικά το λόφο με την άμμο. Το φεγγάρι ήταν σε γέμιση, κάτι λιγότερο από ημισέληνο, έτσι που το φως που έριχνε ήταν λιγοστό. Έφτασε στο σημείο που το ξόρκι όριζε. Άπλωσε το χέρι του και στην παλάμη του υλοποιήθηκε ένα μακρύ ξύλινο ραβδί ιτιάς- εισαγόμενο… δεν είχαν ιτιές στην έρημο. Άρχισε να χαράζει στην άμμο. Στην αρχή ο προστατευτικός σταυρός, ώστε τα πνεύματα να μείνουν μακριά. Ένας κύκλος να τα δένει με μαγεία. Γονάτισε. Πήρε μια χούφτα άμμο και την πέταξε στον αέρα, πάνω από τον βωμό. Τότε συνέβη.
Η πύλη είχε ανοίξει. Τα Στρουμφάκια άρχισαν να βγαίνουν στην έρημο. Ένα- ένα και όλα μαζί κατέκλυσαν τη Σαχάρα σαν συνέδριο της ΝΔ. Ο Γκασπάρ έμεινε κάγκελο. Γουρλωμένα μάτια, στόμα ανοιχτό- μια φαντασμαγορία. Δεν είχε ακριβώς αυτό στο μυαλό του όταν θέλησε να καλέσει ένα πνεύμα για να εξαφανίσει τον ξάδερφο του, το διάδοχο Αμπντουλάχ, έτσι ώστε να γίνει Σουλτάνος στη θέση του Σουλτάνου.
«Ε, μπάρμπα, τι παίζει;» ξεκίνησε ο Γκρινιάρης.
«Χμ… δεν είμ-».
«Όχι, εσύ Μπαρμπα-στρούμφ! Το άλλο το νούμερο με τη σουβλερή μύτη και την ηλίθια γενειάδα που χάσκει όρθιος».
«Α!».
«Τι στο διάολο συνέβη;» ρώτησε δυνατά ο μάγος.
«Εμ, μας κουβάλησες εδώ, εμ αναρωτιέσαι; Άι σιχτίρ μαντάμ!» συνέχισε το στρουμφάκι.
«Όχι, ρε πούστη! Έβαλα τα σύμβολα ανάποδα. Πώς τα διαολοστέλνεις αυτά τώρα;».
Συνέχισε να ψάχνει. Άλλαξε τα σύμβολα και μουρμούρισε τα λόγια. Τα στρουμφ εξαφανίστηκαν μέσα σε κραυγές και ροζ σύννεφα καπνού.
«Χμ… Ενδιαφέρον. ΤΟ τεχνικολόρ!» έσβησε μερικά από τα προηγούμενα σύμβολα. Έριξε πάλι άμμο πάνω στο βωμό και… μια από τα ίδια. Άνεμος, βροντές, αστραπές, η Ζωζώ Σαπουντζάκη guest star με ολιγομελές αρσενικό μπαλέτο να λέει ρυθμικά «μπράβο Ζωζώ, μπράβο Ζωζώ». Ποιος είδε το Θεό και δε το φοβήθηκε. Μια μπλε ομίχλη άρχισε να δημιουργείται.
«Φτού σου, κέρατο!» ούρλιαξε ο wannabe σουλτάνος. Στο έδαφος κάτι χρυσό άρχισε να λάμπει - ο Γκασπάρ, έσκυψε να το πάρει και άρχισε να το τρίβει. «Λυχνάρι… τζίνι… άψογα!».
«Σπέρα…» ανέκραξε βαριεστημένα το τζίνι.
«Πού σε ξέρω;»
«Απ’ τον Αλαντίν. Τέλειωνε».
«Οκ, λοιπόν, θέλω...»
«Άκου. Τρεις ευχές μόνο. Τίποτε περί αθανασίας και νεκραναστάσεις».
«Deal. Να ξεκάνουμε έναν κρετίνο θέλω».
«Κομπλέ. Όνομα».
«Αμπντουλάχ αλ αράμπια».
«Σαν σουβλάκι ακούγεται».
«Όντως… αλλά αυτόν θέλουμε να κάνουμε σουβλάκι».
«Done. Άλλο».
«Σιγουράκι ότι θα γίνω σουλτάνος στη θέση του;».
«Αυτά δε μου τα πες. Δε τα χω στο βιογραφικό μου. Πάρε μια καρτ βιζίτ ενός φίλου. Έχει να κάνει με την πολιτική. Guarantee. Και δεν είσαι ευχαριστημένος προσφέρει εγγύηση επιστροφής χρημάτων».
Ο Γκασπάρ πήρε την κάρτα που είχε ένα ξόρκι επίκλησης στα σουμεριακά, ενώ το τζίνι εξαφανίστηκε μέσα στην ίδια φαντασμαγορία που εμφανίστηκε. Κοίταξε ξανά την κάρτα. Το ξόρκι ήθελε λιωμένο μάτι σαλαμάνδρας μέσα σε βρασμένο γάλα καρύδας.
«Έλα, τώρα, παιδιά… τι χαζά είναι αυτά!». Πού να βρεις καρύδα στη μέση της ερήμου; Ξεφύσησε. Επέστρεψε μ’ ένα λευκό υγρό. Το κοίταξε περίεργα. Κάτι του ‘κανε… «Ευτυχώς μου το ετοίμασε ευνούχος…»
Έριξε το γάλα με το μάτι στην άμμο και με μια ματιά έβαλε φωτιά - είχε σπινθηροβόλο βλέμμα όσο να πεις. Ξαφνικά βρέθηκε στο Bollywood. Φωνές, χρώματα, αρώματα, τα μπαλέτα Μπολσόι και η Πόλα Αμπντούλ. Μια μαγεία την ένιωσε και άρχισε να κουνάει ρυθμικά τους γοφούς του. Η μουσική σταμάτησε και ένας προβολέας φώτισε το κέντρο του καστ, όπου παγώνια άρχισαν να μαζεύουν τις ουρές τους - και τότε φάνηκε. Ήταν ψηλό, λευκό μ’ ένα ουράνιο τόξο στην ουρά και δύο φτερά.
«Η Candy Candy θα βγει τώρα ή στο επόμενο επεισόδιο;» απελπίστηκε ο μάγος.
«Ένιωσα έναν σαρκασμό ή έβγαλε ψύχρα;» απάντησε το άλογο με μια βαθιά φωνή που έκανε τον Γκασπάρ να σαστίσει.
«Εεε…ναι… πήρα την κάρτα σας από το τζίνι».
«Και;» μ’ ένα μπλαζέ ύφος έκατσε στα πίσω πόδια, ενώ μια τύπισσα από το μπαλέτο του έκανε πεντικιούρ στην μπροστινή δεξιά οπλή.
«Ννναι. Μου είπε ότι είστε ειδικός σε θέματα πολιτικής».
«Όσο η Disney σε παιδικά».
«Μπράβο. Το τζίνι μού έλυσε ένα θεματάκι που είχα με το ξαδερφάκι μου».
«Τι θεματάκι;».
«Αρπαχτήκαμε για κάτι κληρονομικά».
«Κτηματάκια;».
«Τώρα που το λες, είχαμε και ένα κτηματάκι στο Dubai. Τέλος πάντων, το τζίνι του έδωσε να καταλάβει ότι η δικιά μου άποψη ήταν η καλύτερη».
«Η οποία ήταν;».
«Ότι πρέπει να πεθάνει».
«Πού το πρόβλημα;».
«Δε ξέρουμε στάνταρ ότι θα γίνω σουλτάνος».
«Καλό παιδί αυτό το τζίνι, αλλά πάντα αφήνει τσαπατσουλιές. Δε βαριέσαι; Καλά κάνει. Εμείς τι θα γίνουμε; Κλέφτες;».
«Δηλαδή… θέλεις λεφτά;» ρώτησε με λίγο τρόμο ο μάγος.
«Μη γίνεσαι τόσο φτηνός».
«Α».
«Υπάρχουν καλύτερα πράγματα από τα λεφτά. Αυτό το συζητάμε μετά. Πληρώνομαι μόνο όταν ο πελάτης μείνει ικανοποιημένος».
«Ωραία, λοιπόν. Ακούω».
«Για να αποκτήσεις πολιτική εξουσία, που δε σου ανήκει- μη διαμαρτύρεσαι, σε βλέπω. Έχω δίκιο και το ξέρουν μέχρι και οι πέτρες. Ξαναλέω, για να αποκτήσεις πολιτική εξουσία που δεν σου ανήκει, υπάρχουν πολλοί τρόποι. Σου λέω και μου λες τι είσαι πρόθυμος να κάνεις. Πρώτον, να σκοτώσεις ένα τέρας που απειλεί την πόλη και να γίνεις ήρωας.
«Μπα δε το έχω με τις σφαγές. Δε ταιριάζει στο physique μου».
«Γι’ αυτό βάζεις άλλους να κάνουν τη βρομοδουλειά.Δεύτερον, ξεσηκώνεις το λαό υπέρ σου».
«Δε μπορώ να πω πως είναι το δυνατό μου σημείο. Είμαι ο κακιασμένος μάγος του σουλτανάτου.»
«Και μπορώ να καταλάβω και το λόγο. Τρίτον, να πείσεις το λαό ότι θα λύσεις το πρόβλημα με τους λαθρομετανάστες και μνα βρεις 440,000 γελοίους που θα σε πιστέψουν».
«Λαθρο- τι;».
«Άστο, γράψε λάθος. Λάθος χρονιά, λάθος χώρα».
«Παίζει τέτοιο σενάριο;».
«Βεβαιότατα. Σε μερικές εκατοντάδες χρόνια θα γίνει και αυτό. Απελπισία να σε πιάνει. Πάμε στο τέταρτον, που νομίζω ότι θα είναι πιο του τύπου σου. Το άλογο σταμάτησε και άρχισε να επεξεργάζεται από πάνω μέχρι κάτω τον Γκάσπαρ με μεγάλη προσοχή. «Είσαι τριχωτός;».
«Παρακαλώ;».
«Είσαι τριχωτός; Ωραία, λοιπόν… ο… ποπός σου, είναι και αυτός τριχωτός;».
«Κάτι λίγο… πού το πάς;»
«Πας στα τείχη της πόλης, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Σε κάθε σημείο, τραβάς μια τρίχα από τον κω- ποπό σου, τη θάβεις επιτόπου και χτυπάς το χώμα τρεις φορές για να ρθει να δέσει το ξόρκι με την ίδια την πόλη. Και πριν ρωτήσεις που κολλάει το όλο σκηνικό, σκέψου… καρέκλα της εξουσίας… η κωλάρα σου πάνω στην καρέκλα της εξουσίας που εδραιώνεται στην πόλη. Got it?”.
«Αμεεε!» είπε ο μάγος και τα μάτια του γυάλισαν με φθόνο […]
***