Φθινόπωρο 2018

Φθινόπωρο 2018

Τίποτα στον κόσμο δεν αξίζει όσο η επιμονή. Ούτε το ταλέντο: παντού βλέπουμε αποτυχημένους ταλαντούχους. Ούτε η ιδιοφυία: οι ιδιοφυίες που δεν αναγνωρίστηκαν είναι κοινός τόπος. Ούτε η μόρφωση: ο κόσμος είναι γεμάτος παραπεταμένους μορφωμένους. Μόνο η ΕΠΙΜΟΝΗ και η ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ είναι παντοδύναμες!

-Syd Field, καθηγητής σεναριογραφίας στο L.A.

Στο σεμινάριο της ''Τεχνικής Γραφής Σεναρίου'', πέρα από τα βήματα και τα κλειδιά που είναι και τα ''εργαλεία'' του σεναριογράφου, καλλιεργούμε: την ΕΠΙΜΟΝΗ, την ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ, την ΑΓΑΠΗ για αυτό που κάνουμε, την ΠΙΣΤΗ στον εαυτό μας και, βέβαια, την ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ της θεωρίας των μαθημάτων. Δηλαδή, την εύρεση του θέματος, την περιγραφή των χαρακτήρων των ηρώων, την απαραίτητη έρευνα και τέλος την ανάπτυξη και το ''κωδικό'' γράψιμο σεναρίου με τη μορφή ''ψαροκόκαλου - καρτών''.

Παρακάτω παρατίθενται μερικά δείγματα από εργασίες μαθητριών της προηγούμενης περιόδου :

Από τη Μαρία Στεργίου, παρουσιάζονται οι χαρακτηρισμούς ηρώων, η περίληψη σεναρίου και 4 σκηνές.

Από την Αργυρή Στεφάνου, διατίθενται 4 σκηνές γραμμένες με τα ''σεναριακά'' πρότυπα και ένα σχεδίασμα σεναρίου.

Από την Ερατώ Τηλεμάχου, περιλαμβάνεται μια περίληψη σεναρίου.

Από την Αρετή Φαρδογιάννη, έχει επιλεγεί μια ''σεκάνς με τρεις σκηνές και άλλες 5 σκηνές γραμμένες με την τεχνική του ''Ψαροκόκαλου-καρτών''.

 

Τάσος Αποστολίδης

 

Μαρία Στεργίου

ΧΡΙΣΤΙΝΑ : 55 χρονών, εκπαιδευτικός – μουσικός. Σύζυγος του Κοσμά. Γοητευτική. Αγαπάει την οικογένεια της, τη δουλειά της στο σχολείο και τη μουσική.

ΚΟΣΜΑΣ : 62 χρονών, επιχειρηματίας. Επιτυχημένος στο χώρο των μικρομεσαίων. Αφοσιωμένος στη δουλεία του. Εξασφαλίζει ασφάλεια ηρεμία και σχετική άνετη ζωή στην οικογένεια του και καλές σπουδές στα παιδία του.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ : 33 χρονών, γιος τους, αρχιτέκτων, του αρέσει το διάβασμα, χωρισμένος με κόρη 4 χρονών που ζει μαζί του, αφού η μητέρα της έφυγε με έναν ράπερ.

ΑΝΝΑ: 25 χρονών, κόρη τους, μένει με τους γονείς της, κάνει μεταπτυχιακά στη φιλοσοφία. Την ενδιαφέρει η επιστήμη της περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

ΕΛΕΝΗ : 60 χρονών, γιατρός, σύζυγος του Άγγελου. Νοσοκομεία, ιατρείο, συνέδρια….Λίγος χρόνος μένει για τους άλλους…

ΑΓΓΕΛΟΣ: στα 65 του πεθαίνει από ανακοπή. Ήταν εκπαιδευτικός . Έγραφε, αλλά δεν δημοσίευσε ποτέ κάτι. Τρυφερός, ευαίσθητος, με ιδιαίτερη αδυναμία στην κόρη του, δυναμικός όταν διεκδικούσε τα δίκια με τις αριστερές αντιλήψεις του.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: 27 χρονών, κόρη τους, γραφίστρια. Αγαπούσε και ήταν ιδιαίτερη συνδεδεμένη με τον πατέρα της. Καλλιτεχνική φύση, με φαντασία και αισθητική.

ΑΡΗΣ: 32 χρονών, δημοσιογράφος φίλος – όχι σχέση- της Μαριάννας. Έξυπνος, νευρώδης τύπος, με χιούμορ.

Η Μαριάννα, καθώς λίγο καιρό μετά το θάνατο του πατέρα της, συμμαζεύει τα προσωπικά του αντικείμενα, ανακαλύπτει στα απεσταλμένα του κινητού του, εκατοντάδες ερωτικά SMS.

Η έκπληξη και ο θυμός, αρχικά συναισθήματα, δίνουν τη θέση τους στην περιέργεια για αυτή την άγνωστη πλευρά του πατέρα της, γι αυτή την- όπως φαίνεται από τα μυνήματα- πολύχρονη, τρυφερή, αλλά και γεμάτη ερωτικό πάθος σχέση.

Αποδέκτης των μηνυμάτων φαίνεται ο ίδιος ο πατέρας της. Προφανώς έχει δώσει στην καλή του συσκευή με αριθμό που είχε αγοράσει στο όνομα του.

Η Μαριάννα μοιράζεται τα συναισθήματα της με τον Άρη.

Ποια να ήταν άραγε αυτή η γυναίκα?

Ο Άρης προτείνει να εκδώσουν μια επιλογή από τα μηνύματα, με προσθήκη ενδιάμεσων σκηνών μιας φανταστικής ερωτικής ιστορίας που προκύπτει από αυτά.

Ο Δημήτρης διαβάζει ένα παράξενο βιβλίο με τίτλο SMS, κάτι μεταξύ νουβέλας και ερωτικού ημερολογίου! Σταματάει σε ένα ποίημα! Μα αυτό είναι: Είναι αυτό το κομμάτι που έπαιζε τόσο συχνά η μητέρα του στο πιάνο και το τραγουδούσε…

Αναζητώντας τη συνάφεια, βρίσκει τη συγγραφέα του βιβλίου. Συναντιούνται ….Ξεδιπλώνουν την ιστορία….. 

 

ΣΚΗΝΗ 1

Ο Δημήτρης χτυπάει επίμονα την πόρτα, του ανοίγει η Χριστίνα

Χριστίνα : Καλώς τον! Μόνος σου ήρθες? Δεν έφερες μαζί σου και τι μικρή…

Δημήτρης (πολύ σοβαρός ): Όχι ήθελα να μιλήσουμε

Χριστίνα: Συμβαίνει κάτι? Μου φαίνεσαι λιγάκι ταραγμένος

Δημήτρης : Ναι μίλησα σήμερα με τη μαμά της μικρής

Χριστίνα ( ανήσυχη): Και τσακωθήκατε?

Δημήτρης : Γιατί να τσακωθούμε, τι έχουμε να χωρίσουμε τώρα πια ?

Χριστίνα: Ναι Δημήτρη μου πρέπει να αφήσεις πίσω σου αυτή την ιστορία

Δημήτρης: Σωστά άλλωστε η γυναίκα μου με άφησε και έφυγε, θα μπορούσε να με κοροϊδεύει….

Χριστίνα: Τι θέλεις να πεις ?

Δημήτρης ( με επιθετικό ύφος ) : Δεν ξέρω αναρωτιέμαι τι είναι πιο ηθικό ή πιο ανήθικο. Μια γυναίκα που εγκαταλείπει τον άντρα της και το παιδί της ή μια γυναίκα που ζει διπλή ζωή.

Χριστίνα (λιγάκι σαστισμένη) : Μην βασανίζεις το μυαλό σου με τέτοιες σκέψεις, να σου βάλω να φας ?

Δημήτρης : Εγώ νομίζω ότι η κοροϊδία στη δεύτερη περίπτωση είναι μεγαλύτερη

Χριστίνα (με δήθεν ανάλαφρα ύφος) :   Δεν σου είπα τα νέα της Άννας, στο τελευταίο μάθημα που έδωσε….

Δημήτρης ( τη διακόπτη απότομα): Μαμά έχεις καιρό να παίξεις κάτι στο πιάνο και κυρίως εκείνο το αγαπημένο μας κομμάτι που έπαιζες τόσο συχνά

Χριστίνα ( απολογητικά ) : Ναι έχεις δίκιο

Δημήτρης: Ο λόγος ?

Χριστίνα: Δεν υπάρχει λόγος

Δημήτρης : Δηλαδή κάποτε υπήρχε λόγος?

Χριστίνα: Μα δεν εννοούσα αυτό

Δημήτρης : Όταν σε άκουγα να τραγουδάς και να μας κοιτάζεις ένοιωθα πάντα ότι το αφιερώνεις στον μπαμπά, σε μένα και στην Άννα

Χριστίνα: Ναι έτσι ήταν

Δημήτρης : Ήμασταν αρκετοί για σένα?

Χριστίνα ( βουρκωμένη ): Δημήτρη τι έχεις πάθει ?

Δημήτρης : Όταν έφυγε η Ελένη στάθηκες πολύ και σε μένα και στο παιδί. Ωστόσο δεν κατηγόρησες ποτέ την πράξη της. Ένοιωθα μάλιστα ότι με έναν τρόπο την δικαιολογούσες

Χριστίνα : Δεν ήθελα να σε φορτίζω περισσότερο. Σε πλήγωσε η συμπεριφορά μου? Προσπάθησα να είμαι δίπλα σε σένα και το παιδί.

Δημήτρης: Ναι είναι αλήθεια ότι με βοήθησες πολύ με το παιδί. Κάπου τότε σταμάτησες να παίζεις και πιάνο. Ξέρεις τόσο καιρό νόμιζα ότι αυτό το γεγονός σχετιζόταν με το διαζύγιο μου

Χριστίνα: Δημήτρη όλοι πληγωθήκαμε από το χωρισμό σου.

Δημήτρης : Μαμά την ίδια περίοδο που έφυγε η Ελένη πέθανε ένας συνάδελφός σου αν δεν κάνω λάθος, ο κ. Άγγελος Βάρναλης

Χριστίνα ( ταραγμένη) : Ναι κάτι θυμάμαι

Δημήτρης: Κάτι θυμάσαι? Εγώ νομίζω ότι τον γνώριζες πολύ καλά

Η Χριστίνα πιάνει τρέμοντας το ποτήρι με το νερό : Ήμασταν συνάδελφοι και φίλοι

Δημήτρης : Ξέρεις μαμά ο κ. Άγγελος έχει μια κόρη τη Μαριάνα την οποία γνώρισα πρόσφατα

Χριστίνα ( κομπιασμένα ) : Δεν γνωρίζω την κόρη του

Δημήτρης : Περίεργο γιατί εκείνη γνωρίζει πολύ καλά τη μουσική σου

Η Χριστίνα ζαλίζεται για λίγο, ο Δημήτρης της δίνει λίγο νερό χωρίς να αλλάξει το σκληρό του ύφος

Δημήτρης: Πόσα χρόνια ζούσες διπλή ζωή?

Χριστίνα(έχοντας ξανά βρει την αυτοκυριαρχία της): Δημήτρη δεν έκρινα ποτέ την Ελένη γιατί δεν μπορούσα να γνωρίζω ποιοι ήταν οι λόγοι που την οδήγησαν να φύγει. Πάντα υπάρχει ένας λόγος που μας οδηγεί να κάνουμε κάτι και ίσως ο λόγος αυτός δεν μεταφράζεται, δεν εξηγείται, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός. Δεν περιμένω να με καταλάβεις, ούτε να με συγχωρέσεις το μόνο που σου ζητάω είναι να δεχτείς αυτό που σου λέω.

Η Χριστίνα σηκώνεται και πηγαίνει προς το πιάνο. Αρχίζει να παίζει το αγαπημένο κομμάτι….Ο Δημήτρης ξεσπά σε κλάματα….η Χριστίνα συνεχίζει να παίζει….

Ο Δημήτρης κάθεται δίπλα της, την αγκαλιάζει και της ψιθυρίζει : Πρώτη φορά κλαίω από τότε που έφυγε η γυναίκα μου…..

Η Άννα μπαίνει στο σπίτι, βλέποντας τη μητέρα της ταραγμένη, επιτίθεται στον Δημήτρη

Άννα : Δημήτρη τι συμβαίνει ?

Δημήτρης : Τίποτα τίποτα, εδώ με τη μαμά συζητούσαμε

Άννα : Τι συζητούσατε?

Δημήτρης: Εεεε…. Για σχέσεις….

Άννα : Δημήτρη φτάνει πια

Ο Δημήτρης την κοιτάζει απορημένος

Άννα: Δύο χρόνια τώρα που έφυγε η Ελένη μας έχεις τρελάνει όλους. Ο μπαμπάς κάνει ότι μπορεί για να σε στηρίζει οικονομικά, η μαμά έχει αναλάβει όλες τις ευθύνες της μικρής. Προσπαθούμε όλοι όσο μπορούμε να σε βοηθήσουμε και εσύ μας φορτίζεις συνεχώς με μια μόνιμη σιωπή που αιωρείται πάνω από τα κεφάλια μας.

Ο Δημήτρης προσπαθεί να την διακόψει, ενώ η Χριστίνα κλαίει σιωπηλά

Δημήτρης : Όχι δεν κατάλαβες

Άννα: Κατάλαβα πολύ καλά. Φοβόμαστε να μιλήσουμε μπροστά σου για διαζύγια, για χωρισμούς, για εγκατάλειψη μην τυχόν και σε πληγώσουμε ενώ εσύ μας πληγώνεις όλους με την συμπεριφορά σου, και κυρίως πληγώνεις τη μαμά η οποία σου δίνει μια ζωή όλη της την προσοχή και την αγάπη. Το ξέρεις ότι από τότε που χώρισες σταμάτησε να παίζει πιάνο? Το έχεις συνδυάσει ποτέ στο μυαλό σου?

Ο Δημήτρης σηκώνεται αργά δίνει το βιβλίο με τίτλο SMS στην αδερφή του σαν να της παραδίδει ένα ιερό δώρο, τη φιλάει  στο μέτωπο με μια πρωτόγνωρη τρυφερότητα που την κάνει να σαστίζει και φεύγει

 

ΣΚΗΝΗ 2

Η Άννα είναι αποφασισμένη να γνωρίσει την Μαριάνα. Δεν μπορεί να καταλάβει πως πήρε την απόφαση να δημοσιεύσει την παράνομη ερωτική ιστορία του πατέρα της με την μητέρα της. Έχει καταφέρει να βρει τη διεύθυνση του σπιτιού της και πάει απ’ ευθείας στο σπίτι της. Χτυπάει αποφασιστικά το κουδούνι . Της ανοίγει η Ελένη.

Άννα : Καλησπέρα την Μαριάννα θα ήθελα.

Ελένη (ξαφνιασμένη): Δεν είναι εδώ, είχατε ραντεβού? Σας περιμένει ?

Άννα: Ναι αλλά ίσως να μπέρδεψα την ώρα, θα αργήσει ?

Ελένη( με αινιγματικό χαμόγελο): Δεν νομίζω…… θέλετε να την περιμένετε?

Άννα ( λίγο πιο χαλαρή μετά την φιλική αντιμετώπιση της Ελένης) : Αν δεν ενοχλώ…

Η Άννα μπαίνει στο σαλόνι του σπιτιού μαζί με την Ελένη

Ελένη: Ήσασταν συμφοιτήτριες με την Μαριάνα ?

Η Άννα απλώνει το χέρι της στην  Ελένη: Είμαι η Άννα, είμαστε γνωστές με την Μαριάνα από παλιά και σήμερα ήταν ανάγκη να μιλήσουμε

Ελένη: Από παλιά? Ομολογώ ότι δεν σας έχω ακουστά, αν και γενικά δεν γνωρίζω τις παρέες της.

Άννα: Ναι δεν μου κάνει εντύπωση, προφανώς δεν σας έχει μιλήσει για την περίεργη σχέση που μας συνδέει

Ελένη: Άννα ομολογώ ότι η εισβολή σου στο σπίτι είναι πολύ έντονη. Αν και έχω πολύ δουλειά θα ήθελα να πιούμε ένα τσάι μέχρι να έρθει η Μαριάνα.

Η Ελένη σερβίρει το τσάι

Ελένη: Λοιπόν Άννα με τι ασχολείσαι ?

Άννα : Κάνω μεταπτυχιακό στη φιλοσοφία?

Ελένη: Στη φιλοσοφία! Πολύ ενδιαφέρουσα επιστήμη.

Άννα : Εσείς είστε εκπαιδευτικός αν δεν κάνω λάθος…

Ελένη: Όχι ο άντρας μου είναι εκπαιδευτικός, εγώ είμαι γιατρός.

Άννα: Α ναι μπερδεύτηκα πάλι.

Ελένη κοιτώντας την Άννα κατάματα : Κι όμως δεν φαίνεσαι άνθρωπος που μπερδεύεται εύκολα…

Η Άννα αλλάζει το βλέμμα της. Η ματιά της στυλώνεται  σε μια φωτογραφία της Μαριάννας με τον πατέρα της.

Άννα ( με επίπλαστη σιγουριά): Ωραία φωτογραφία…. Η Μαριάνα με τον πατέρα της….Μοιάζουν πολύ….

Ελένη : Ναι οι δυο τους μιλούσαν την ίδια γλώσσα και για αυτό επικοινωνούσαν καλύτερα

Άννα : Σημαντικό πράμα η επικοινωνία διευκολύνει τα πράματα….

Ελένη: Εσύ είσαι το ίδιο δεμένη με τον πατέρα σου?

Η Άννα ξαφνιάζεται από την ερώτηση αλλά απαντά με ειλικρίνεια χωρίς δεύτερη σκέψη

Άννα: Ναι ο πατέρας μου είναι συγκεντρωμένος σε ότι κάνει, το ίδιο κάνω και εγώ. Διαθέτει επιχειρηματικό μυαλό, κάτι στο οποίο δεν μοιάζουμε, αλλά αφοσιώνεται με αγάπη τόσο στη δουλεία του όσο και στα αγαπημένα του πρόσωπα. Και εγώ έχω την ίδια αφοσίωση στις σπουδές μου και στην οικογένεια μου.

Ελένη: Και η μητέρα σου?

Η Άννα συνεχίζει να απαντά με εξομολογητική διάθεση : Νομίζω πως την μητέρα μου δεν την κατάλαβα ποτέ μου. Δεν μπορώ να την πιάσω ας πούμε. Κάποιες φορές την θεωρώ απίστευτα εγωίστρια και άλλες πάλι φορές με καθηλώνει με τις πράξεις. Πάντα υπήρχε μια απόσταση μεταξύ μας, την οποία νομίζω οτι δημιουργώ εγώ, ίσως γιατί κατά βάθος να φοβάμαι να συγκριθώ μαζί της….

Ελένη : Έχεις αδέρφια ?

Άννα : Ναι ένα αδερφό. Νομίζω οι δύο τους επικοινωνούν με έναν ιδιαίτερο σιωπηλό τρόπο. Όμως και πάλι εκείνη έχει το πάνω χέρι, ο Δημήτρης είναι έρμαιο της γοητείας της.

Σιωπή…..Η Άννα ανακάθεται στην πολυθρόνα σαν να συνέρχεται ξαφνικά από ένα παραλήρημα

Άννα : Εεεε…..μήπως πρέπει να φύγω? Μάλλον αργεί η Μαριάννα

Ελένη: Άννα μπορώ να σου δώσω μια συμβουλή? Μην ψάχνεις πάρα πολύ τα πράγματα, δεν χρειάζεται να τα αναλύεις σε βάθος, δέξου τα όπως είναι και προχώρα. Είσαι μικρή ακόμα αλλά μεγαλώνοντας θα καταλάβεις αυτό που σου λέω.

Άννα: Λέτε ?

Ελένη : Εμείς οι γιατροί υποστηρίζουμε ότι τα αισιόδοξα ψέματα έχουν τεράστια θεραπευτική αξία. Πολλές φορές η γνώση της απόλυτης αλήθειας περιπλέκει τις καταστάσεις.

Η Άννα βάζει ταραγμένη το παλτό της : Πείτε στην Μαριάνα ότι πέρασα?

Ελένη : Θα της το πω το σαββατοκύριακο που θα έρθει για φαγητό γιατί τις καθημερινές μένει στο δικό της σπίτι

Η Άννα κοιτάζει την Ελένη σαν να την χτύπησε κεραυνός, η Ελένη της ανταποδίδει ένα καλοπροαίρετο βλέμμα, η Άννα φεύγει σχεδόν τρέχοντας. 

 

ΣΚΗΝΗ 3

Ο Δημήτρης κάθετε σε ένα καφέ διαβάζοντας ένα βιβλίο. Σηκώνει το κεφάλι του και βλέπει από μακριά την Μαριάνα να έρχεται. Η Μαριάννα τον πλησιάζει και τον φιλάει φιλικά στο μάγουλο.

Μαριάννα: Τι κάνεις ?

Δημήτρης: Καλύτερα

Μαριάννα χαμογελώντας: Και εγώ καλύτερα σε βλέπω

Δημήτρης : Εσύ τι κάνεις?

Μαριάννα: Είμαι πολύ χαρούμενη. Ο φίλος μου ο Άρης με έφερε σε επαφή με έναν συγγραφέα, διαβάσαμε μαζί κάποια από τα κείμενα του πατέρα μου και θα αναλάβει να τα μορφοποιήσει και να εκδοθούν. Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι εγώ θα αναλάβω τον σχεδιασμό των εικόνων!!!!

Δημήτρης ( ανήσυχος ): Δεν νομίζω να αναφέρεται πάλι η μητέρα μου στα κείμενα του?

Μαριάννα: Ηρέμησε δεν θα σας αναστατώσω άλλο

Δημήτρης : Δεν μας αναστάτωσες, ίσα ίσα μας βοήθησες πολύ να βρούμε ποιο αληθινές ισορροπίες

Μαριάννα: Πως είναι τα κορίτσια? Η μητέρα σου, η αδερφή σου?

Δημήτρης: Η αδερφή μου δεν έχει συνέλθει ακόμα, σίγουρα όμως είναι αρκετά καλύτερα. Μιλάμε πολύ τον τελευταίο καιρό, κάτι που δεν το συνηθίζαμε παλιότερα.

Μαριάνα: Και η μητέρα σου?

Δημήτρης : Νομίζω έχει βρει τον εαυτό της, είναι πιο ήρεμη από ποτέ

Μαριάννα: Κοίτα και εγώ τους δυο πρώτους μήνες που ανακάλυψα την ιστορία ένοιωθα χαμένη, αλλά με τον καιρό είδα τα πράγματα αλλιώς.

Δημήτρης: Ναι βλέπω ότι τον δικαιολογείς τον πατέρα σου

Μαριάννα: Δεν τον δικαιολογώ, απλά τον καταλαβαίνω. Προσπάθησα να τον δω σαν άντρα και όχι μόνο σαν πατέρα. Σας σύζυγος μπορεί να έκανε λάθη, αλλά δεν ήταν μόνο σύζυγος….

Δημήτρης: Με την μητέρα σου το έχεις συζητήσει ποτέ?

Μαριάννα γελώντας : Μα που να βρει τον χρόνο

Δημήτρης: Εγώ όμως αφιέρωνα πολύ χρόνο στη γυναίκα μου

Μαριάννα: Μήπως δεν ήταν αυτό που είχε ανάγκη εκείνη

Δημήτρης: Ακόμα αναρωτιέμαι τι έκανα λάθος και έφυγε, ήθελα τόσο πολύ να δημιουργήσω μια όμορφη οικογένεια σαν αυτή που είχα μεγαλώσει. Αλλά ούτε εγώ τα κατάφερα, ούτε η οικογένεια που μεγάλωσα ήταν αυτή που νόμιζα

Μαριάννα: Εγώ δεν συμφωνά με αυτά που λες. Μπορεί να χώρισες αλλά έχεις μια υπέροχη κόρη, και ύστερα οι γονείς σου έχουν σήμερα μια καλή σχέση και δυο υπέροχα παιδιά.

Εκείνη τη στιγμή φτάνει ο Άρης

Άρης : Τι έγινε ρε παιδιά γιατί τόση σοβαρότητα ?

Μαριάννα: Μα αφού έλειπες εσύ…

Άρης : Κατάλαβες Δημήτρη, μας είπε και καραγκιόζηδες

Δημήτρης: Έχεις δώσει δικαιώματα φίλε

Άρης : Οργανωμένο το έγκλημα από ότι καταλαβαίνω

Γελάνε και οι τρεις τους

Άρης: Λοιπόν τι λέγατε?

Δημήτρης: Για το γνωστό θέμα

Άρης: Πως είναι η αδερφή σου ?

Δημήτρης: Καλύτερα, μπορεί να περάσει και από εδώ αργότερα

Άρης : Και εσύ ?

Δημήτρης: Ακόμα προσπαθώ να ερμηνεύσω τα γεγονότα

Άρης: Να ερμηνεύσεις τα γεγονότα…..Δεν υπάρχεις ρε φίλε. Αυτά δεν ερμηνεύονται, τα αποδέχεσαι, τα παίρνεις αγκαλιά και προχωράς

Δημήτρης: Στην αγκαλιά δυσκολεύομαι

Μαριάννα: Εντάξει δεν είναι εύκολο, χρειάζεται χρόνος. Αλλά αυτό που θέλω να σου πω Δημήτρη είναι ότι οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι project ώστε να χαρακτηριστούν επιτυχημένες ή αποτυχημένες. Από όλες τις εμπειρίες που έχουμε ζήσει, από όλους τους ανθρώπους που έχουν περάσει από τη ζωή μας κάτι παίρνουμε και προχωράμε.

Ο Δημήτρης τους κοιτάζει σοβαρός: Παιδιά όταν ανακάλυψα το βιβλίο και όταν άρχισα να αναζητώ τον συγγραφέα, ούτε που θα μπορούσα να φανταστώ ότι θα έκανα δυο τόσους ξεχωριστούς φίλους.

Η Μαριάννα του πιάνει το χέρι τρυφερά

Άρης: Μα είδες τι αστέρια είμαστε

Χτυπάει το κινητό του Δημήτρη. Είναι η Άννα κανονίζουν να πάνε όλοι μαζί για φαγητό.

Με το που φτάνει η Άννα στο ταβερνάκι, ο Δημήτρης της γνωρίζει την Μαριάννα. Τα δυο κορίτσια αγκαλιάζονται σαν να γνωρίζονται χρόνια

Άννα: Ήθελα πολύ να σε γνωρίσω Μαριάννα

Μαριάννα χαμογελώντας: Και εγώ χάρηκα πολύ !!

Άννα: Όταν προσπάθησα να σε βρω ήθελα να σε ρωτήσω ένα σωρό πράματα. Βασικά ήθελα να σου επιτεθώ. Τώρα το μόνο που έχω να σου πω είναι ότι μοιάζεις πολύ στον πατέρα σου

Μαριάννα: Σ’ ευχαριστώ πολύ

Άρης : Ρε κορίτσια δεν τα αφήνετε αυτά να παραγγείλουμε

Καθώς τρώνε ο Άρης πειράζει συνεχώς την Άννα η οποία έχει ξεπεράσει την αρχική της συγκίνηση

Άρης: Ρε συ Άννα, δεν μπορώ να μην σε ρωτήσω πως βρήκες το θάρρος και αντιμετώπισες την Ελένη?

Άννα: Πλάκα μου κάνεις? Πήγα για μαλλί και βγήκα κουρεμένη

Μαριάννα : Κάνεις λάθος, την κατέκτησες όσο δεν φαντάζεσαι. Δεν τα βγάζει κανείς εύκολα πέρα με την μητέρα μου

Άννα: Τι να σας πω….εγώ αλλιώς τα είχα σχεδιάσει στο μυαλό μου και τελικά η συζήτηση πήρε άλλη τροπή

Δημήτρης : Τα πράγματα δεν γίνονται πάντα όπως τα σχεδιάζουμε μικρή……

Τον κοιτάζουν και οι τρεις έκπληκτοι και μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής γελάνε όλοι μαζί δυνατά.

Άννα : Δεν ξέρω τι να πρωτό σχολιάσω από αυτή τη δήλωση του αδερφού μου  

Δημήτρης : Να σχολιάσεις ότι όσο μεγαλώνουμε μαθαίνουμε αρκεί να είμαστε ανοιχτοί και δεκτικοί  στα ερεθίσματα που δεχόμαστε

Μαριάννα: Επίσης όλα γίνονται για κάποιο λόγο

Άρης: Συγνώμη παιδία αλλά αν είναι να αρχίσουμε τις φιλοσοφίες νομίζω πως η Άννα έχει τον πρώτο λόγο

Η Άννα τον κοιτάζει αμήχανα, ενώ εκείνος της πιάνει το χέρι

 

ΣΚΗΝΗ 4

Η Μαριάννα κατευθύνεται στο καφέ που βρίσκεται ο Δημήτρης

Δημήτρης: Καλώς την επιτυχημένη γραφίστρια!!

Μαριάννα: Δεν άργησα?

Δημήτρης: Το έφερες?

Μαριάννα: Αυτή τη φορά δεν θα ανακαλύψεις τυχαία το βιβλίο μου, θα στο δώσω αυτοπροσώπως με προσωπική αφιέρωση.

Ο Δημήτρης πιάνει με σεβασμό το βιβλίο και το ξεφυλλίζει. Παρατηρεί τις εικόνες που έχει σχεδιάσει η Μαριάννα

Δημήτρης : Υπέροχη δουλεία Μαριάννα. Είμαι πραγματικά περήφανος για σένα

Μαριάννα: Σ’ ευχαριστώ πολύ Δημήτρη μου! Ήταν μια πολύ δημιουργική δουλειά και ένας φόρος τιμής στον πατέρα μου!

Δημήτρης  ( συγκινημένος ): Το άξιζε πραγματικά.

Μαριάννα : Εσύ τι κάνεις?

Δημήτρης: όλα καλά….έτρεχα με τη μικρή αυτές τις ημέρες

Μαριάννα: Πως  είναι?

Δημήτρης: Καλά την προσέχει η Χρύσα τώρα

Μαριάννα: Πως τα πάνε? Τα βρήκανε?

Δημήτρης: Ναι πολύ καλά τώρα πια, η μικρή την έχει αποδεχτεί πλήρως. Μαριάννα δεν σε πειράζει να χαρίσω ένα βιβλίο σου στη μητέρα μου? Νομίζω το δικαιούται?

Μαριάννα γελώντας : Να με πειράζει? Ίσα ίσα…..κατά μια έννοια αποτελεί τη μούσα του

Δημήτρης: Έχει ξανά αρχίσει να παίζει πιάνο εδώ και καιρό, το βιβλίο θα την εμπνεύσει ακόμα περισσότερο

Μαριάννα: Νομίζω ότι η ίδια υπήρξε πηγή έμπνευσης για όλους μας….

Δημήτρης: Αυτό το αναγνωρίζει και η Άννα

Μαριάννα: Είδες πως αλλάζουν τα πράγματα

Δημήτρης: Ναι ο Άρης την έχει βοηθήσει να δει τη ζωή με άλλον τρόπο και από τότε που συγκατοικούν και έχει φύγει από το σπίτι, η σχέση της με τη μαμά έχει αλλάξει πολύ….προς το καλύτερο φυσικά. Αλήθεια η μητέρα σου τι είπε για το βιβλίο?

Μαριάννα: Της άρεσε, αν και δεν το ανέλυσε σε βάθος. Αυτή την περίοδο οργανώνει και το μνημόσυνο του μπαμπά συν τη δουλειά, δεν είχε πολύ χρόνο να ασχοληθεί και με αυτό. Πάντως χάρηκε πολύ που δημοσιεύτηκε η δουλειά μου και που οι πωλήσεις του πηγαίνουν καλά.

Δημήτρης: Πότε είναι το μνημόσυνο ?

Μαριάννα: Σε δυο Κυριακές, το μνημόσυνο των τριών χρόνων από το θάνατο του.

Δημήτρης λίγο μαγκωμένα : Θα θέλαμε να έρθουμε με την Άννα, αν δεν υπάρχει πρόβλημα

Μαριάννα: Κανένα απολύτως πρόβλημα Δημήτρη…..για μένα είστε πια οικογένεια

Ο Δημήτρης σηκώνεται και την αγκαλιάζει με αγάπη

Δημήτρης: Αν μου έλεγε κάποιος πριν τρία χρόνια πως θα αισθάνομαι σήμερα, θα τον έλεγα τρελό.

Μαριάννα: Δημήτρη μια σχέση τρυφερή και αληθινή, όπως αυτή που είχαν οι γονείς μας μεταξύ τους, μόνο αυτά τα αποτελέσματα θα μπορούσε να έχει. Όποιο αληθινό και δυνατό συναίσθημα έχει τι δύναμη να οδηγεί τους ανθρώπου που εμπλέκονται σε αυτό σε ψυχική ανάταση.

Δημήτρης: Αρκεί να έχεις τη δυναμική να αναγνωρίσεις το αληθινό συναίσθημα και να μην το προσπεράσεις λόγω εγωισμού ή μικρότητας.

Μαριάννα: Εεεε….ακόμα και να την πατήσεις για λίγο, φρόντισε να έχεις καλούς ανθρώπους γύρω σου να σε στρέψουν προς τη σωστή κατεύθυνση

Γελάνε και οι δυο με το σχόλιο της Μαριάννας και αγκαλιάζονται με αγάπη.

***

 

Αργυρή Στεφάνου

-Καλημέρα, αγάπη μου

-Μμμμ… Καλημέρα..

-Το ξυπνητήρι δεν χτύπησε ακόμη

-Καλύτερα

Η Μυρτώ κοίταξε στον καθρέφτη. Τα σημάδια στο πρόσωπό της έδειχναν πόσα χρόνια είχε ζήσει. Χρόνια γεμάτα ζωή. Όλα δικά της. Ούτε στιγμή χαμένη. Ασυναίσθητα χαμογέλασε.

-Μαμά, αυτά τα σκουλαρίκια να βάλεις. Σου πάνε πολύ.

-Αγάπη μου, εσύ. Έλα ένα φιλί, να το πάρω μαζί μου.

Στη στάση του λεωφορείου, το βλέμμα της χάθηκε στα χρώματα της αυγής, σε μια φλούδα ουρανό ανάμεσα στο γκρίζο. Θυμήθηκε τις παιδικές φωνούλες που προχτές τραγουδούσαν: «μονάχα ο ουρανός, αυτός μου φτάνει».

Με δυσκολία χώρεσε στο λεωφορείο. Η ανάσα της θόλωσε το τζάμι της πόρτας. Ονειροπόλησε τα σχέδια που θα μπορούσε να κάνει με το δάχτυλό της αν ήταν παιδί. Η πόρτα άνοιξε. Γυρνώντας, είδε μια νεαρή κοπέλα να την κοιτάζει.

-Συγνώμη, κυρία, δε σας ξέρω, αλλά θα σας το πω.

-;;;

-Είδα μια ωραία εικόνα σε σας. Το ρούχο, τα μαλλιά, τα σκουλαρίκια, έτσι που κοιτούσατε το θολωμένο τζάμι, μου βγάλατε κάτι πολύ καλό. Σαν ζωγραφιά.

-Να ’σαι καλά, κοπέλα μου. Δεκαπέντε χρόνια το ’χω το φουστάνι. Είναι το αγαπημένο μου.

-Ξέρετε, έχω αποφασίσει ό,τι καλό βλέπω να το λέω.

-Και πολύ καλά κάνεις. Δίνεις κάτι πολύτιμο που δεν κοστίζει.

-Μπα, για μένα το κάνω. Δεν θέλω τη ζωή μου μίζερη.

-Μακάρι να σκέφτονταν όλοι σαν εσένα, κοπέλα μου. Εδώ κατεβαίνω. Χάρηκα που σε γνώρισα. Σου εύχομαι όλα τα καλά.

-Κι εγώ.

Η Μυρτώ στάθηκε στην ουρά, πίσω από έναν νεαρό με σχισμένο τζιν και ακουστικά, που κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Πίσω της, ήρθε μια κυρία γύρω στα 70, σέρνοντας διακριτικά το ένα της πόδι.

-Θέλετε να περάσετε μπροστά; της είπε η Μυρτώ.

-Δεν πειράζει, καλή μου, δε βιάζομαι. Μια μέρα βγήκα κι εγώ απ’ το σπίτι, να δω κανέναν άνθρωπο. Δύσκολο πράγμα η μοναξιά. Με δυο παιδιά ξενιτεμένα… Ας είναι. Η μάνα αγαπάει κι από μακριά.

-Μμμμ

-Τι να κάνουν κι αυτά; Όπου γης και πατρίς. Εδώ δεν χωρούσαν. Ο γιος μου, με δύο μεταπτυχιακά, πάει μια μέρα στη δουλειά και βρίσκει κλειστά. Λουκέτο, σου λέω. Ούτε το χαρτί για το ταμείο ανεργίας δεν του ’δωσαν. «Μάνα θα φύγουμε έξω» μου ’πε. Πικράθηκα, αλλά τι να του πω, μην πας;. «Αγόρι μου» του λέω «μην το βάζεις κάτω. Θα βρείτε μιαν άκρη. Γεροί είστε, άξιοι είστε, αγαπημένοι είστε, θα τα καταφέρετε. Θα δεις, θα είναι καλύτερα και για τα παιδιά. Για μένα μη σε νοιάζει. Τα καταφέρνω μια χαρά.» Η νύφη μου ούτε που ν’ ακούσει για έξω, αλλά; Άνεργη κι αυτή. Βρήκαν εκεί δουλειά οι δυο τους, βρήκαν και για την κόρη μου, και με καλό μισθό. Όχι, που δούλευε εδώ όλη μέρα για τριακόσια ευρώ. Πού να κάνεις παιδιά με τριακόσια ευρώ; Γεροντοκόρη θα 'μενε.

-Τελικά, παντρεύτηκε;

-Κινέζο πήρε. Μετανάστης κι αυτός. Πώς τα βρίσκουν δεν καταλαβαίνω. Αλλά τι να πω κι εγώ, αφού τον θέλει; Τώρα, καλή μου, με τα ιντερνέτ, όλος ο κόσμος μια γειτονιά έχει γίνει. Έρχονται το καλοκαίρι τα εγγόνια και μου μαθαίνουν κόλπα: «γιαγιά να, πατάς εδώ και μας βλέπεις στην οθόνη».

-Τους λείπετε, μάλλον.

-Συνήθισαν, τώρα. Τους αρέσει. Μου λέει ο μεγάλος «γιαγιά, εκεί κάνουν και πειράματα στο σχολείο»

-Κι εσείς;

-Δόξα τω θεώ, παράπονο δεν έχω. Μια στην τράπεζα, μια στον γιατρό, μια στη λαϊκή, περνάει η ζωή. Βρίσκω και καναν άνθρωπο να μιλήσω, καλή ώρα. Άντε να ’ρθει και καμιά γειτόνισσα να την ψήσω καφέ που και που, αν δεν έχουν να κρατήσουν τα εγγόνια τους. Βοηθάν κι αυτές, όσο μπορούν. Έχω και το πλέξιμο… Μια χαρά είμαι. Ήρθε η σειρά σου, καλή μου. Να ’σαι καλά.

-Κι εσείς.

-

-Ξύπνα, θ’ αργήσεις.

-Μμμμμ…

-Δεν ακούς το ξυπνητήρι; Τόση ώρα χτυπάει.

-Χάλια είμαι. Τώρα το πρωί με πήρε ο ύπνος. Δεν έκλεισα μάτι με τους καβγάδες των αποκάτω.

-Μας τάραξαν πάλι νυχτιάτικα.

Η Μυρτώ κοίταξε στον καθρέφτη. Είδε τις ρυτίδες της και τους μαύρους κύκλους στα μάτια. Τράβηξε απότομα το βλέμμα της. Άρπαξε το μέικ άπ.

-Μαμά, που είναι τα παπούτσια μου;

-Εκεί που τα παράτησες. Γρήγορα, θα χάσεις το μάθημα πάλι..

Το βλέμμα της έπεσε στο βουνό από σκουπίδια δίπλα στη στάση του λεωφορείου. «Απεργία πάλι» σκέφτηκε. «Μέχρι το μεσημέρι θα βρωμοκοπάνε».

-Που καταντήσαμε, εκατό ώρες να περιμένουμε το λεωφορείο

-Έχουνε κόψει δρομολόγια. Οικονομία, σου λέει.

-Δεν τους καίγεται καρφί για τον κοσμάκη.

Η Μυρτώ στριμώχτηκε στο λεωφορείο.

-Περάστε πιο μέσα, να χωρέσουμε κι εμείς.

-Πού να πάω, κυρά μου, στον οδηγό απάνω;

-Μη σπρώχνετε, θα πέσω.

-Σιγά, οδηγέ, την πόρτα!

-Σήκω νεαρέ να καθίσει η κυρία, τι στρογγυλοκάθισες;

-Μαζέψτε την ομπρέλα σας, κύριε, μ’ έχει κάνει χάλια.

-Πατάτε το κουμπί να κατέβω;

Όπως άνοιξε η πόρτα, η Μυρτώ τινάχτηκε έξω και τα χαρτιά που κρατούσε έπεσαν στα λασπόνερα. «Φτου σου!» σκέφτηκε «Πρέπει να ξαναστηθώ σ' όλες τις ουρές πάλι».

Η Μυρτώ στάθηκε στην ουρά, πίσω από έναν νεαρό με σχισμένο τζιν και ακουστικά, που κοιτούσε έξω από το παράθυρο. «Στην κοσμάρα του» σκέφτηκε. Πίσω της, ήρθε μια κυρία γύρω στα 70, σέρνοντας επιδεικτικά το ένα της πόδι. Την προσπέρασε, όπως και τον νεαρό.

-Που πάτε, κυρία; της είπε η Μυρτώ. Η ουρά τελειώνει εδώ.

-Εγώ ήμουν εδώ από πριν.

-Α, ναι; Κι εμείς πού το ξέρουμε;

-Τι να σου πω τώρα, είσαι και μεγάλη γυναίκα.

-Νεαρέ; Νεαρέ, λέω, μ’ ακούς;

Ο νεαρός βγάζει το ένα ακουστικό.

-Τι σκουντάτε;

-Σου παίρνουν τη σειρά, δε βλέπεις; Πες κάτι.

-Δε με παρατάτε πρωί-πρωί…

Ξαναβάζει το ακουστικό και κοιτάζει πάλι έξω.

 

+

ΣΚΗΝΗ 1. ΕΣΩΤ – ΥΠΝΟΔΩΜΑΤΙΟ ΖΕΥΓΑΡΙΟΥ – ΜΕΡΑ (ΠΡΩΙ)

Το ζευγάρι γύρω στα 45 είναι ξαπλωμένο στο διπλό κρεβάτι του υπνοδωματίου. Είναι σκεπασμένοι με σεντόνι. Ο ήλιος της αυγής μπαίνει πλάγια και τους φωτίζει στα πρόσωπα. Ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ έχει ξυπνήσει και κοιτάζει την γυναίκα του την ΜΥΡΤΩ που κοιμάται. Της χαίδεύει απαλά τα μαλλιά. Εκείνη ξυπνάει και τον κοιτάζει.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ

(χαμηλόφωνα, χαμογελώντας)

Καλημέρα, αγάπη μου.

Η Μυρτώ τεντώνεται.

ΜΥΡΤΩ

(αγουροξυπνημένα)

Μμμ...Καλημέρα...

ΣΤΕΦΑΝΟΣ

(χαμηλόφωνα, χαμογελώντας)

Το ξυπνητήρι δεν χτύπησε ακόμη.

ΜΥΡΤΩ

(χαμηλόφωνα, γελώντας)

Καλύτερα.

Ο Στέφανος γυρίζει και την φιλάει στο στόμα.

ΣΚΗΝΗ 2. ΕΣΩΤ – ΜΠΑΝΙΟ – ΑΜΟΡΣΑ - ΜΕΡΑ (ΠΡΩΙ)

Η Μυρτώ κοιτάζει στον καθρέφτη, μέσα στον οποίο φαίνεται σε αντανάκλαση το πρόσωπό της. Είναι ντυμένη. Ο ήλιος που πέφτει πλάγια τονίζει τις ρυτίδες της. Χαμογελάει ασυναίσθητα στον καθρέφτη.

Μπαίνει η κόρη της η ΔΑΝΑΗ, 8 ετών, χοροπηδώντας με τις πιτζάμες της. Επίσης φαίνεται το πρόσωπό της μέσα από τον καθρέφτη.

ΔΑΝΑΗ

(δυνατά, χαμογελώντας)

Καλημέρα μαμά!

ΜΥΡΤΩ

Καλημέρα κοριτσάρα μου!

Η Δανάη ανοίγει το κουτί με τα κοσμήματα της μητέρας της και βγάζει από μέσα ένα ζευγάρι σκουλαρίκια.

ΔΑΝΑΗ

Μαμά, αυτά τα σκουλαρίκια να βάλεις. Σου πάνε πολύ.

ΜΥΡΤΩ

(Τρυφερά)

Αγάπη μου, εσύ. Δώσε μου ένα φιλί να το πάρω μαζί μου.

 

Φιλιούνται στο μάγουλο και αγκαλιάζονται.

ΣΚΗΝΗ 3. ΕΞΩΤ – ΣΤΑΣΗ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΥ – ΜΕΡΑ (ΠΡΩΙ)

Η Μυρτώ κοιτάζει τα χρώματα της αυγής ανάμεσα από δύο γκρίζες πολυκατοικίες.

Ακούει στην φαντασία της την φωνή της κόρης της να τραγουδάει, χωρίς να είναι στο πλάνο.

ΔΑΝΑΗ

(Τραγουδώντας)

...μονάχα ο ουρανός, αυτός μου φτάνει...

Η Μυρτώ χαμογελάει με τα μάτια.

ΣΚΗΝΗ 4. ΕΣΩΤ – ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ – ΚΟΝΤΙΝΟ ΣΤΗΝ ΜΥΡΤΩ - ΜΕΡΑ (ΠΡΩΙ)

Η Μυρτώ με δυσκολία χωράει στο λεωφορείο. Είναι στριμωγμένη στην πόρτα. Η ανάσα της θολώνει το τζάμι της πόρτας. Ένα παιδάκι που στέκεται δίπλα της τεντώνει το χέρι του και ζωγραφίζει στους υδρατμούς ένα χαρούμενο πρόσωπο. Η Μυρτώ του χαμογελάει.

Η πόρτα ανοίγει. Η Μυρτώ γυρνάει και βλέπει μια ΚΟΠΕΛΑ με ροζ φόρεμα να την κοιτάζει.

ΚΟΠΕΛΑ

(διστακτικά)

Συγνώμη, κυρία, δεν σας ξέρω, αλλά θα σας το πω.

Η Μυρτώ την κοιτάζει απορημένη.

ΚΟΠΕΛΑ

Είδα μια ωραία εικόνα σε σας. Το ρούχο, τα μαλλιά, τα σκουλαρίκια, το χαμόγελό σας, μου βγάλατε κάτι πολύ καλό. Σαν ζωγραφιά.

ΜΥΡΤΩ

(χαμογελώντας)

Να 'σαι καλά, κοπέλα μου. Δεκαπέντε χρόνια το έχω το φουστάνι. Είναι το αγαπημένο μου.

ΚΟΠΕΛΑ

Ξέρετε, έχω αποφασίσει ό,τι καλό βλέπω να το λέω.

ΜΥΡΤΩ

Και πολύ καλά κάνεις. Δίνεις κάτι πολύτιμο που δεν κοστίζει.

ΚΟΠΕΛΑ

Μπα. Για μένα το κάνω. Δεν θέλω τη ζωή μου μίζερη.

ΜΥΡΤΩ

Μακάρι να σκέφτονταν όλοι σαν εσένα, κοπέλα μου.

Η Μυρτώ σηκώνεται όρθια.

ΜΥΡΤΩ

Εδώ κατεβαίνω. Χάρηκα που σε γνώρισα. Σου εύχομαι όλα τα καλά.

ΚΟΠΕΛΑ

Κι εγώ.

 

                                                                                                                                                Αργυρή Στεφάνου

 

Αφιερωμένο στην κοπέλα με το ροζ φόρεμα

και σε όποιον άλλο δεν θέλει τη ζωή του μίζερη...

 

***

Ερατώ Τηλεμάχου

ΠΡΟΚΟΠΗΣ: 29 χρόνων, ζωγράφος του δρόμου και επαναστάτης της εποχής του. Γιος της Ιοκάστης και του Απόστολου. Ιδιόρρυθμος και  δύστροπος χαρακτήρας με τρομερό ταλέντο απόκρυψης του υπερευαίσθητου εαυτού του. Αγαπάει την τέχνη και μισεί την ρουτίνα, καθώς και τον πληθυσμό που την ασπάζεται.
ΙΟΚΑΣΤΗ: 57 χρόνων, φωτογράφος αρχιτεκτονικών κτηρίων, μητέρα του Προκόπη. Λατρεύει τα νεοκλασικά κτήρια καθώς και την δομή της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Αγαπημένος της προορισμός, η Φλωρεντία, το μέρος όπου ερωτεύτηκε και έζησε τα φοιτητικά της χρόνια.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: 57 χρόνων, 9 μηνών και 13 ημερών. Μεγάλος θαυμαστής της ακρίβειας και της τέχνης. Συντηρητικός, παραδοσιακός αγιογράφος και πατέρας του Προκόπη. Στόχος του τα τελευταία χρόνια, να φέρει τον Προκόπη στον ίσιο δρόμο, δηλαδή, να τον πείσει να ακολουθήσει τα χνάρια του στην αγιογραφία.
ΒΕΝΕΤΙΑ: Σπουδασμένη και καταξιωμένη  -28 μόλις χρόνων-  συγγραφέας και ποιήτρια, πιστή στην ιδέα της ουτοπίας. Λείπει χρόνια στην Φλωρεντία όπου και σπούδασε. Λατρεύει την κλασική μουσική και μισεί την μοντέρνα τέχνη. Πρόσφατα, αποφάσισε να γυρίσει πίσω στην πόλη της, την Θεσσαλονίκη, όπου και θα δοκιμάσει την τύχη της εκδίδοντας το πρώτο της βιβλίο.
ΕΥΓΕΝΙΑ: Τυπική Ελληνίδα μάνα,61 χρόνων, που πείθει τον άντρα της Κώστα, να ακολουθήσουν την κόρη τους στην Φλωρεντία για να την έχουν από κοντά. Ανησυχεί συχνά για το μέλλον της Βενετίας αφού είχε τους ενδοιασμούς της για την σπουδή της στην δημιουργική γραφή και μελαγχολεί συχνότερα σκεπτόμενη το παλιό τους σπίτι στην Θεσσαλονίκη. Τα ενδιαφέροντά της, οι τούρκικες σαπουνόπερες και τα πορσελάνινα σερβίτσια.
ΚΩΣΤΑΣ: Κλασικό παράδειγμα πατέρα που έχει τρομερή αδυναμία στην κόρη του Βενετία και είναι ακόμα ερωτευμένος με την γυναίκα του Γιούτζι –όπως θέλει να αποκαλεί την Ευγενία- μετά από 34 χρόνια γάμου. Εκτελεί κατά γράμμα τις διαταγές της Ευγενίας αφού χωρίς δισταγμό την ακολουθεί στην Φλωρεντία. Τα βράδια, αναπολεί τις ώρες ξεκούρασης του μετά την δουλεία στην οικοδομή, όταν καθόταν στην κουνιστή καρέκλα του, στο παλιό τους σπίτι. Φοβάται τον θάνατο και συχνά αναρωτιέται αν πραγματικά έχει ζήσει ποτέ τα τελευταία 63 χρόνια της ζωής του. Βασική και πλέον μοναδική του ασχολία, η περιποίηση του μουστακιού του.
 

Μια συνάντηση που θα βαφτιζόταν μοιραία από ρομαντικούς της εποχής μας, θα αλλάξει ταυτότητα όταν πάρει θέση στο πικρό από καφέ στόμα του Προκόπη και στο σαν από διαφήμιση οδοντόπαστας στόμα της Βενετίας.
Θα αποκτήσει το όνομα τυχαία ή μάλλον άτυχη συνάντηση.
Στα μάτια του Προκόπη, η Βενετία θα είναι άλλος ένας άνθρωπος που θα ‘’σνομπάρει’’ την δουλεία του και στα μάτια της Βενετίας, ο Προκόπης θα είναι άλλος ένας χίπης του δρόμου.
Τα αρχιτεκτονικά σχέδια ενός νεοκλασικού που πλέον μοιάζει ερείπιο, μια φωτογραφία τραβηγμένη από φωτογραφική φιλμ στο επαγγελματικό άλμπουμ της Ιοκάστης και μια ποθητή επένδυση του Προκόπη, θα είναι η απόδειξη ότι η μοίρα μερικές φορές μπορεί να παίξει βρώμικα παιχνίδια.
Η επανειλημμένες συμπτώσεις θα επιφέρουν αναπάντεχα αποτελέσματα αφού αυτή, θα σπάσει την φούσκα που τόσα χρόνια  ζούσε μέσα της κι αυτός θα βγάλει το προσωπείο του ειρωνικού, αλαζόνα εαυτού που τόσα χρόνια υποδυόταν.

***

Αρετή Φαρδογιάννη

ΣΚΗΝΗ 1.     ΕΞΩΤ.-ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΛΗΤΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ,ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ- ΜΕΡΑ-ΣΟΥΡΟΥΠΟ


Η ΆΝΝΑ είναι καθισμένη στην προβλήτα και βλέπει το ηλιοβασίλεμα. Καθώς βλέπει τον ήλιο να χάνεται βουρκώνει. Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ έρχεται σιγά σιγά από πίσω της και κάθεται δίπλα της.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ
Τι κάνεις εδώ;

ΑΝΝΑ
Ονειρεύομαι.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ
Τι ακριβώς;

ΑΝΝΑ
Τη ζωή μου. Σκέφτομαι όλα αυτά που
ήθελα να κάνω και δεν έκανα. Όλα αυτά
που έφυγαν και δεν γυρίζουν πίσω.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ
Πρέπει ίσως να σκέφτεσαι κι αυτά που ήρθαν
και είναι ακόμα εδώ.

ΑΝΝΑ
Μα και γι’ αυτά ονειρεύομαι.

Ο Φίλιππος της πιάνει το χέρι

ΦΙΛΙΠΠΟΣ
Μείνε εδώ.

ΑΝΝΑ
Δε γίνεται.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ
Θα βρούμε ένα σπίτι σαν κι αυτό.
Εσύ θα γράφεις και θα ζωγραφίζεις
κι εγώ θα δουλεύω.

ΑΝΝΑ
Κι όλα αυτά για τα οποία μιλήσαμε χθες;

ΦΙΛΙΠΠΟΣ
Θα βρούμε λύση.

ΑΝΝΑ
Είσαι πάνω στο άνθος της ηλικίας σου και
δε σκέφτεσαι λογικά.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ
Και πες ότι φεύγεις. Τι σε περιμένει πίσω;

ΑΝΝΑ
Αυτή, είναι μια πολύ καλή ερώτηση.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ
Δεν θα βρεις πουθενά τέτοια ομορφιά. Δεν θα
βρεις πουθενά αυτό που έχουμε.

Η Άννα τον κοιτάζει και βουρκώνει. ΣΦΗΝΑ στην Άννα.

ΑΝΝΑ
Ναι, αλλά αυτή δεν είμαι εγώ. Νιώθω σαν τη
λίμνη. Όμορφη, ζωντανή, καμιά φορά ταραχώδης,
αλλά πάντα στάσιμη.

Ο Φίλιππος της πιάνει το πρόσωπο και την κοιτάει κατάματα.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ
Μείνε σε παρακαλώ.

Η Άννα σηκώνεται όρθια.

ΑΝΝΑ
Νυχτώνει. Πάμε μέσα;

Ο Φίλιππος σηκώνεται και την παίρνει αγκαλιά.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ
Ναι. Πάμε. Είσαι καλά;

ΑΝΝΑ
Ναι, μην αγχώνεσαι. Είμαι καλά.

Οι δυο τους διανύουν την προβλήτα και πηγαίνουν προς το σπίτι. ΚΙΝΟΥΜΕΝΟ ΠΛΑΝΟ με τους δυο τους να περπατάνε.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ
Πεθαίνω από την πείνα.

ΑΝΝΑ
(γελώντας)
Δεν μου κάνει καμία εντύπωση.

 

FADE OUT

***

 

 

Αρχεία

Εγγραφή στο Newsletter

Για να λαμβάνετε πρώτοι τα νέα στο Email σας